Ο Εχειντέρτι Χάρης Θεοχάρης πήρε μια υγρή απ’ τα υποκριτικά δάκρυα αστών νοικοκυραίων χαρτοπετσέτα κι έγραψε: «Πράσινα τυριά, η Μπάρμπι νοικοκυρά, γιατί δεν κάνουν ντελίβερι τυρί, όπως κάνουν τα σουβλάκια στο Ντιρί;». Ικανοποιημένος από τον ποιητικό του οίστρο, κάρφωσε με το βλέμμα του το τελευταίο κομμάτι ροκφόρ και με το πιρούνι κάρφωσε την γκαρσόνα, ούρλιαξε από τον πόνο αυτή, «είπαμε οι τσιμπιές στα πισινά είναι δωρεάν, αλλά οι πιρουνιές θα σου κοστίσουν ακριβά», κλαψούρισε διεκδικώντας τα δικαιώματά της ως εργαζόμενο κορίτσι, «μήπως αντί για πιρουνιές θέλεις σπιρουνιές;» σηκώθηκε όρθιος ο Χάρης και έδειξε απειλητικά τα αστραφτερά του σπιρούνια. Αυτή κώλωσε μπροστά στην απειλή της σπιρουνιάς στο κώλο, ψιθύρισε «ό,τι πεις Χάρη μου» κι έτρεξε αμέσως στα ιδιαίτερά της δωμάτια, να πάρει τηλέφωνο στη Ράνια τη Θρασκιά, της οποίας η εκπομπή ασχολούταν εκείνη την ημέρα με το θέμα «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες». Σύντομα το σουπεράκι της εκπομπής ανέγραφε: Μαρία, σερβιτόρα, «Την μπότα του αφεντικού την ανέχομαι και τη γυαλίζω, τα σπιρούνια του όμως όχι».
Με βήμα βαρύ ο Χάρης πήγε στην κουζίνα: Πρώτα ακούστηκε το τρένο να σφυρίζει τρεις φορές και μετά ξεπρόβαλλε μέσα από μια τρύπα τυριού Έμενταλ. Γελαστοί μαζόχες σερβιτόροι αδειάζανε τα εμπορεύματα κι ο Ντέρτι Χαρης με το καμουτσίκι έδινε το ρυθμό. «Τι νέα;» ρώτησε τάχαμου αδιάφορα το μηχανοδηγό, που βάρεσε προσοχή και ευπειθώς ανέφερε: «Εκλάπη από πολυκατάστημα ψυχαγωγίας η χειμερινή κολεξιόν από συνδικαλιστικές και κινηματικές γκάβλες, πομπώδεις σκλάβες ολοκληρωτικής διεργασίας, κενής κυρίαρχων λοιπών συναισθημάτων σχετικών με τη σιδηροδέσμια έμπνευση του ένοπλου επαναστατικού αγώνα», αποκρίθηκε αυτός. «Α, κι ο ΠΑΟΚ έφερε χι στα Σέρρας», πρόσθεσε.
Ο Χάρης ρουθούνισε περιφρονητικά χαϊδεύοντας το εξάσφαιρο φούσκωμα στο παντελόνι του: «Δεν τα λες καλά, αγαπητέ μου», έψεξε τον μηχανοδηγό, αρπάζοντάς του βίαια το κεφάλι και βάζοντας το στον σκουπιδοφάγο: «Σύμφωνα με την τελευταία μπροσούρα του συντρόφου καρπουζά απ’ το Εστορίλ, η επιρροή ενός μοναδικά δογματικού κονστρουκτιβισμού στην τελεολογία της απαγόρευσης του καπνίσματος στη σύγχρονη αρχιτεκτονική συντελεί τα μάλα -τα μάλα, κατάλαβες μαλάκα, ασχόλη, μαδερφακέριε;- ώστε η πολιτική να μετατραπεί σε αδιάλλακτη ουτοπία. Τώρα πες μου, πού τον κρατάτε σιδηροδέσμιο;».
«Κρατάμε; Ποιοι; Ποιον»; μέτρησε τα σπασμένα του δόντια ο μηχανοδηγός.
«Μη μου κάνεις τον ανήξερο! Ξέρεις πολύ καλά για τι πράγμα σου μιλάω, φίλθιε πίσε οβσίτιε…»
«Δεν ξέρω, στα Λατινικά ήμουν σκράπας, και μάλιστα η κυρία Μιχαήλ η λατινικού μου…».
«Λατινικού; Καλό γκομενάκι; Μίλα ρε, τι ξέρεις;» ο Χάρης άναψε τσιγάρο, και επανατοποθέτησε το κεφάλι στο σώμα του μηχανοδηγού, ο οποίος αφού έφτυσε διάφορα μουχλιασμένα τυριά που είχε καταπιεί κατά τη σύντομη μεν αλησμόνητη δε παραμονή του στο σκουπιδοφάγο, πήρε μια βαθιά ανάσα, η οποία βρομούσε γιατί μαζί είχε καταπιεί και λίγο καμαμπέρ (ο Χάρης του πρόσφερε μια μέντα, αυτός αρνήθηκε: «ο ψυχολόγος μού τις έχει απαγορεύσει»), και είπε: «Όταν μας έλεγε για τον Οβίδιο, εγώ έφτιαχνα οβίδες για την επανάσταση και με έστειλε στο διευθυντή, που μου τράβηξε τ’ αυτί και μου είπε, αύριο με τον κηδεμόνα σου, το κίνημα πρέπει να είναι ακηδεμόνευτο, είχα προσπαθήσει να του την πω, αλλά αυτός μου πέταξε τα άπαντα του Μαρξ στο κεφάλι, στο ίδιο αυτό κεφάλι που εσύ έβαλες στο σκουπιδοφάγο, άσπλαχνε, και μου έμεινε κουσούρι, διότι γέμισε το κεφάλι μου μαρξισμό και δεν έπαιρνε από άλλα λόγια, αγύριστο κεφάλι, που δεν μπορούσε να στρίψει ούτε αριστερά ούτε δεξιά, κι έτσι αναγκαστικά, επειδή βλέπω μόνο μπροστά, έγινα μηχανοδηγός στα τρένα, ενώ το όνειρό μου ήταν να γίνω διεθνής κηπουρός στο Καραϊσκάκη…»
«Σκουλίίίίκι, θα πεθάνεις σε ένα νοσοκομείο συμπαρασυρόμενων ιδεολογιών», είπε ο Εχειντέρτι Χάρης Θεοχάρης, «διότι η ασθένεια σου πλέον έχει μετεξελιχθεί σε κοινωνικό εκφυλισμό πεισιθανάτιας μετεπαναστατικής σουπρεματιστικής ιδεολογίας, ορμώμενης από τα ταπεινότερα τριγλυκερίδια μιας παρερμηνευτικής avant-garde πρωτοπορίας, υποταγμένης σε αναπόδραστα εργαλεία προπαγάνδας που παραπέμπουν στο ύφος και στο ήθος στελεχών της επαναστατικής αστυνομίας, πνευματικού τέκνου απείρων όσο και ανοήτων οντολογιών της τέχνης ως επίθεσης σε κυπελλοτελική επίφαση Σαββάτο βράδυ προς Κυριακή πρωί, στο χάραγμα καθεστώτων που θα εμπορεύονται το χρόνο ως δομή, ως τέχνη και τεχνική της μεθεόρτιας χρήσης σιδήρου για την επίτευξη τζακπότ σε κρατικοεπαναστατικά τυχερά παίγνια, με έπαθλο γιωταχηδική χοληστερίνη και ριζοσπαστικό σαρτζετακισμό με σύνθημα "προς Θεού, όχι ασχήμιες". Λέγε τώρα, πού τον έχετε τον άγιο;».
«Δεν θα ‘ρθει φέτος… Ηταν με το έλκηθρό του και τους κερατάδες που το σέρνουν, όταν τον σταμάτησε το Ηθών, για βιασμό ενός κόκκινου φαναριού. Κατά τη διάρκεια του σωματικού ελέγχου που ακολούθησε, βρήκαν στο σακούλι του πέτρες, μολότοφ και την επετειακή ημερολογιακή έκδοση της Πιρέλι. Τις πέτρες και τις μολότοφ τις δώσανε σε κάτι ασφαλίτες αλλά το ημερολόγιο της Πιρέλι το κρατήσανε οι μπάτσοι γιατί…». Δεν πρόλαβε να συμπληρώσει «…είναι μαλάκες» κι ο Ντέρτι Χάρι λιποθύμησε μην αντέχοντας είτε τα δυσβάσταχτα αυτά νέα είτε την μπόχα της ανάσας του συνομιλητή του. Ο μηχανοδηγός, αδιάφορος και σφυρίζοντας τον αγαπημένο του ρυθμό απ’ τον Ροζ Πάνθηρα, «τυρί, τυρί, τυρί-τυρί-τυρί-τυρί, τυριτυρί», μπήκε στο τρένο, σε ένα βαγόνι γεμάτο άδεια μπουκάλια Αμστελ και μπιτόνια βενζίνης, όπου ένας χοντρομπαλάς με άσπρα γένια και μαυροκόκκινη στολή, ο οποίος λαγοκοιμόταν με ένα μπουκάλι αγκαλιά, άνοιξε το ένα μάτι και τον ρώτησε: «Τι έγινε κερατούκλη; Είχαμε κάνα πρόβλημα με τον αστυνόμο Εχειντέρτι Χάρη Θεοχάρη;». «Κανένα πρόβλημα αρχηγέ, ένας ακόμη βλάκας μπάτσος ήτανε», αποκρίθηκε ο μηχανοδηγός κι έβαλε μπρος τις μηχανές. «Και για πες τώρα, τσιφ, προς τα πού πάμε;»
«Έχοντας σοβαρό σκοπό και μύχιο πόθο να πεθάνουν υπέρ του καταναλωτισμού, εικόνες της κόλασης περνούσαν πάνω σε ποδήλατο, με ύφος και ήθος σχεδόν λαϊκίστικο, τρενάροντας με τον τρόπο αυτό τον ταξικό εχθρό του έθνους, φορέα άποψης που και σήμερα ακόμα μπορεί να μπεκροπίνει και να συνταράσσεται από την αμερικάνα σουπερμοντέλα, η οποία ουσιαστικά κατήργησε την πάλη των τάξεων, τις οποίες διαβρώσανε συνταγματάρχες καλά εκπαιδευμένοι σε ουίσκια-μπόμπες, στρατευμένο οπαδισμό, ιστορικό υλισμό και αγροτικό ιδεαλισμό», μουρμούρισε ο Αϊ-Στοδιαλοβασίλης... «Ουφ», ξεφύσηξε, «δεν πάμε για μπίρες;».
7 σχόλια:
Μου θύμισε Ρόμπινς; Δεν ξέρω. Πάντως με κούρασε όπως με κουράζει ο Ρόμπινς.
Suspiria, δες σύμπτωση, κι εγώ κουρασμένος νιώθω.
ο Ρόμπινς είναι μεγάλος *******
και δεν μου αρέσει καθόλου,
του ΠανωςΚ. το κόνσεπτ όμως-και το όλο πράμα (!) μου άρεσε πολλλύ!
Καλόόό!!
φιλάκια
από τη χαζομανούλα
πίπες με δόσεις ο θεοδόσης
νίκη με πέναλτι-μούφα ο γαυρούλης
ακόμα ένα κείμενο με βαριά κοχόνιζ ο ΠάνωςΚ
Εύγε!
Μετέω και Κώστα, αφενός θενξ, αφετέρου το πέναλτι του γαβρούλη ήταν σκάνδαλο μεγέθους βατοπεδίου...
Όπως συχνά μας θυμίζει και ο μέγας διδάσκαλος του Έθνους κ. Βαρούχας "δεν υπάρχει δυναμόμετρο στο ποδόσφαιρο", άρα θεωρώ κατ' ελάχιστον προβοκατόρικο το άνωθεν σχόλιό σας, και ως εκ τούτου δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτα για το καμαμπέρ σας.
Αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια.
Στον κύριο Βαρούχα, Spy, θα πω: Ουτε γαβρόμετρο στη διαιτησία υπάρχει τελικά...
Δημοσίευση σχολίου