29 Νοε 2014

ο άνθρωπος που διάβαζε το παρελθόν

Διάβαζε το παρελθόν, κυρίως το δικό του, ο SilentCrossing έφταιγε γι' αυτό. Δεν ήξερε από πηγές, ημερολόγια, μαρτυρίες, ανασκαφές. Δεν ήταν ιστορικός, όχι. Κρυφά μέσα του ωστόσο ήθελε στο μέλλον να του αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός, «Πάνως ο ιστορικός», να μείνει στην ιστορία δηλαδή, να μην ασχοληθεί ο ίδιος με αυτήν αλλά η επιστήμη της ιστορίας ν' ασχοληθεί με αυτόν και τα επιτεύγματά του, άγνωστο ποια και σε ποιον τομέα, αφού ταλέντο ιδιαίτερο δεν είχε να επιδείξει παρα μόνο στα λάθη, που στο παρελθόν, με αξιοσημείωτη δεινότητα τα κυνηγούσε, ήταν, λοιπόν, λαθοθήρας, κι έβγαζε έτσι τα προς το ζην αξιοπρεπώς, μέχρι που έπεσε η ζήτηση για λάθη κι έμεινε χωρίς δουλειά, αφού ο κόσμος πήρε να αναζητεί το σωστό και να ξεφορτώνεται τα λάθη σαν έπεφτε το σκοτάδι, εκείνα τα λίγα σκοτεινά λεπτά προτού ανάψει ο δημόσιος φωτισμός, όταν δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει τα λάθη που πετούσαν γεμάτοι ντροπή οι άλλοι στα σκουπίδια, αν κι όλων των ανθρώπων τα λάθη είναι περίπου ίδια, παρότι για τον καθένα μοναδικά, κι αυτός, μην έχοντας άλλη λύση, εν είδει παλιατζή, που γυρνάει στους δρόμους, μάζευε τα λάθη που τ' άφηναν δίπλα στους ειδικούς κάδους που είχε η πολιτεία φτιάξει ανταποκρινόμενη σε μιαν κοινωνική ανάγκη, δίπλα στους πράσινους και στους μπλε, όχι τους μπάτσους, αν και καμιά φορά δύσκολα ξεχωρίζεις κάδους από μπάτσους, είχαν φτιάξει τώρα λοιπόν και μαύρους κάδους απορημάτων, ουχί απορριμμάτων, ήταν δηλαδή ένας λαθοφόρος, φορτωνόταν στην πλάτη τα λάθη των άλλων, τα έκανε δικά του, τα πήγαινε σπίτι του και το γέμιζε με αυτά, κι εντέλει, αφού περάσανε τα χρόνια, κάπως έτσι, κατάφερε μετά θάνατον να μείνει στη συλλογική μνήμη ως ο πρώτος και μοναδικός λαθοσυλλέκτης στην ιστορία και η συλλογή του από λάθη εκτέθηκε στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, έγινε μια περιπλανώμενη έκθεση λαθών προς αποφυγή, συμμόρφωση και παραδειγματισμό, εντέλει βγήκαν και σε δημοπρασία και οι τιμές τους ξεπεράσανε κάθε φαντασία και οι κύριοι κι οι κυρίες της καλής κοινωνίας, ιντελεκτουέλ με κατανόηση για την πλέμπα, στέκονταν μπρος τους με θαυμασμό σκασμένοι από αστικές ευαισθησίες, φιλανθρωπία, κρασί, χαβιάρι, σολωμό. 

YΓ. Ντάξει, πολύ σκοτεινό βγήκε χωρίς λόγο. Να κάτι χαρούμενο για αντιπερισπασμό. 




27 Νοε 2014

2014 vol 1

20 Νοε 2014

O άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του

Συνέβη μια μέρα, ξαφνικά. Ή μπορεί μόνον η διαπίστωση να ήτο ξαφνική, και να τον έχανε λίγο-λίγο, για μέρες, βδομάδες, μήνες, μπορεί και χρόνια, σταδιακά και ασυνείδητα, δηλαδή χωρίς να ελέγχεται από τη συνείδησή του και ουχί με ασυνέπεια ή αδιαφορία, ίσα-ίσα που η απώλεια, όταν αυτή διαπιστώθηκε από τον ίδιον, ήταν εντέλει τόσο μεγάλη, που μόνον κάποιος ιδιαιτέρως επιμελής στην εκτέλεση των καθηκόντων του θα μπορούσε να τη φέρει εις πέρας, μόνον που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν αυτός, που αφού είχε ολοκληρώσει τόσο απόλυτα, τόσο συντριπτικά ετούτη την απώλεια, την απώλεια του εαυτού του δηλαδή, χάθηκε μαζί με τον απωλεσθέντα εαυτό του, γιατί αυτό ήταν -για να πούμε με λίγα λόγια, όσο πιο απλά μπορούμε, κάτι που δεν συνηθίζεται εδώ πέρα- που είχε χάσει, και όπως και να το κάνουμε, όσο ασήμαντος κι αν ήταν, πάντα χρειάζεται ένας εαυτός, είναι κατά διαστήματα χρήσιμος, παραδείγματος χάριν για πτυελοδοχείο ή για να έχουμε κάτι να κοιτάζουμε στον καθρέφτη ή για αγαπάμε όσο τον πλησίον, διότι άνευ εαυτού ως τι θα αγαπάμε τον πλησίον;
Αναστατωμένος από την απώλεια του εαυτού του, έψαξε να τον βρει σε όλα τα συρτάρια, κοίταξε στη στοίβα με τα άπλυτα, στη στοίβα με τα ασιδέρωτα, στις γλάστρες με τα ξεραμένα φυτά του μπαλκονιού, στα σκονισμένα ράφια της βιβλιοθήκης, κάτω από το κρεβάτι, κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ, στις παλιές φωτογραφίες, στη συλλογή με τα καινούργια σέλφι που δεν δημοσίευσε ποτέ, κοίταξε στα κοινωνικά του δίκτυα, μα δεν τον βρήκε πουθενά.

Πήγε στην αστυνομία ν' αναφέρει το περιστατικό, αλλά δεν ήξερε τι να καταγγείλει ακριβώς: απώλεια, εξαφάνιση ή κλοπή; Μήπως θανατικό; Κι αν δήλωνε απώλεια, μήπως νομίζανε ότι απλώς θέλει μια καινούργια ταυτότητα, αυτήν του αντιχρίστου, ενώ αυτός ήθελε τη δική του την παλιά, αυτήν του αχρήστου; Κλοπη; Μα ποιος να ήθελε τον εαυτό του έτσι άχρηστος που ήταν; Δολοφονία; Δεν υπήρχε πτώμα, μήτε και το όπλο το εγκλήματος, δεν είχε στοιχεία, μήτε και εχθρούς. Εξαφάνιση λοιπόν. Ο αστυνομικός που του πήρε κατάθεση του ζήτησε λεπτομερή περιγραφή για το σκίτσο του χαμένου του εαυτού, μα αυτός δεν ήξερε τι να του πει για την περιγραφή και συνειδητοποίησε με τρόμο πως τον εαυτό του όχι μόνον τον είχε χάσει μα τον είχε ήδη ξεχάσει.

Για να θυμηθεί, είπε να πάει σε υπνωτιστή, άλλωστε είχε χάσει όχι μόνον τον εαυτό του αλλά και τον ύπνο του με αυτήν την ιστορία. Εντέλει ο υπνωτιστής βοήθησε κάπως: κοιμήθηκε βαθιά, κοιμήθηκε πολύ, αλλά από τον εαυτό του κανένα ίχνος.

Ρώτησε τους άλλους, τους λίγους δικούς του ανθρώπους, μήπως τον έχετε δει πουθενά; ποιον; ρωτούσανε αυτοί, μα τον εαυτό μου φυσικά, τον έχω χάσει, μάλλον εσύ τα έχεις χάσει, του απαντούσαν, κι ένας-ένας του κλείνανε τις πόρτες.

Σκέφτηκε να πάει σε κάναν ντετέκτιβ, μα είχε κουραστεί από τα νουάρ και τα αστυνομικά, δεν ήθελε άλλο να διαβάζει, μόνο να φεύγει.

Κι αποφάσισε ότι η μόνη λύση για να βρει τον εαυτό του ήτανε να πάει να χαθεί κι αυτός.

Και χάθηκε.

Και δεν τον ξαναείδε πια κανείς, ούτε αυτόν ούτε και τον εαυτό του.

Κι ούτε τους αναζήτησε, αυτόν και τον χαμένο του εαυτό, ποτέ άλλος κανείς. Μόνο πού και πού, μια στο τόσο, λέγανε «θυμάσαι μωρέ εκείνον τον χαζό που χάθηκε ψάχνοντας να βρει τον χαμένο του εαυτό;»


O άνθρωπος χωρίς ηχομόνωση

Τον κυνηγούσαν ήχοι, λέξεις, φωνήεντα, σύμφωνα, σημεία στίξης, νότες, ηχορρύπανση. Χωρίς ηχομόνωση, ήταν αδύνατον να μην επηρεαστεί απ' ό,τι άκουγε, συνήθως με καταστροφικά αποτελέσματα. Βγήκε ξημέρωμα στο δρόμο, σε μια πόλη σιωπηλή σαν βιντεοπαιχνίδι τρόμου. Ακόμη και τα βήματά του τον ενοχλούσανε, το θρόισμα από το μπουφάν του, ο ήχος από τα σαπισμένα φύλλα κάτω από τα πόδια του. Ξάφνου, στο κατόπι του, τα ροδάκια μια βαλίτσας στο πεζοδρόμιο. Ενοχλητικά, απειλητικά. Πλησίαζαν. Ηταν κοντά. Πίσω του. Για να μην τον πατήσουν οι ρόδες, έστριψε στο πρώτο στενό. Αντιμέτωπος με τον ασύρματο των μοτοσικλετιστών της αστυνομίας. Γρήγορο βάδην, για να ξεφύγει. Μην κινήσει υποψίες, μην του κάνουν ερωτήσεις. Λίγο παρακάτω, μια κλούβα των ΜΑΤ με τον κλιματισμό στο φουλ. Πέρασε απαρατήρητος με moonwalking αλά Μάικλ Τζάκσον, με το βάδισμα μιας αρκούδας που μιμείται το βάδισμα της γάτας, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. Κάποιος μπάτσος ρεύτηκε πίσω του, τσαλάκωσε ένα κουτάκι κοκακόλας. Ισα που είχε προλάβει να ξεφύγει, και βρέθηκε να τον κυνηγά ένα υστερικό γέλιο, μια μονότονη γκρίνια, ένα ξενοφοβικό λογύδριο, μια πολιτική ανάλυση. Εστριψε στο προσωπικό του αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο, λαχανιασμένος. Είχε ξεφύγει προσωρινά. Αλλά πάντα κάποιος εμφανιζόταν μιλώντας. Του είχαν πάρει τα αυτιά. Ολοι, όλα. Κόρνες, φρένα στις κεντρικές οδούς, το ανακάτεμα του φραπέ και τα κομπολόγια στα καφενεία, τα μαχαιροπίρουνα και το διαρκές τσούγκριμα ποτηριών στις ταβέρνες, η άμορφη οχλαγωγία κι δυνατή μουσική στα μπαρ. Στάθηκε να πάρει ανάσα. Εξυσε την φαβορίτα του. Ο εκκωφαντικός της θόρυβος τον τρόμαξε. Ετρεξε να ξεφύγει από την επιθετική φαβορίτα κι ένιωσε να τον κυνηγά το ποδοβολητό του. Πλανόδιοι μουσικοί με ξεκούρδιστα όργανα. Τραγούδια του Σιδηρόπουλου, των Κατσιμίχα, ενός Σωκράτη κι ενός κάποιου Θανάση. Βαριανάσαινε. Μα είναι δυνατόν ν' ανασαίνει τόσο δυνατά, τόσο ενοχλητικά; Φόρεσε τ' ακουστικά του. Είχε στο παρεθόν ηχογραφήσει τη σιωπή και την άκουγε συχνά, έμοιαζε με τον ήχο που κάνει το τσιγαρόχαρτο όταν ανάβει το τσιγάρο. Πάτησε το πλέη. Ο πλανόδιος μουσικός, απ' του οποίου το τραγούδι, πάσχιζε να ξεφύγει τον κοίταξε με μίσος και πήρε να τραγουδά πιο δυνατά, να κοπανά τις χορδές. Κάθε ακόρντο κι ένα χτύπημα στο κορμί του. Περίμενε ν' ακούσει τη σιωπή. Κι όμως... Η προβοκάτσια τον βρήκε απροετοίμαστο. Συνωμοσία! Οι παρακρατικοί πράκτορες είχαν κάνει κατάληψη στ' αυτιά του, στ' ακουστικά του. Του λέγανε ότι είναι τρελός, όχι στα καλά του. Του λέγανε ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το πιστέψει, να είναι θετικός, να πάψει να μιζεριάζει. Κουνούσανε το δάχτυλο για να μη φοβάται, απειλώντας τον με φριχτά βασανιστήρια αν επέμενε να φοβάται. Του λέγανε ότι τελείωσε η κρίση, ότι δεν υπήρξε ποτέ, πως ό,τι συνέβη ήταν δική του ευθύνη.
Δεν έχει τέλος.



 

18 Νοε 2014

O αυτάρκης άνθρωπος

Τύπος ολιγαρκής, μπορείς να τον πεις και μονόχνωτο. Αγαπημένος του μπλόγκερ ο ίδιος, τραγικά αγνοημένος μη εκδοθείς συγγραφεύς επίσης. Ανεξερεύνητος θησαυρός γενικώς που περιμένει στον πάτο, του μπουκαλιού, του ωκεανού, τον ψυχολογικό, διάλεξε και πάρε, για να ανακαλυφθεί. Είν' ο καλύτερος δισκοπαίχτης για μοναχικά πάρτυ στο σκοτεινό του το σαλόνι, ταυτοχρόνως δε συμπότης, εξομολογητής, η καλύτερη, εύκαιρη, πάντα πρόθυμη συντροφιά όταν ψάχνει για παρέα, και μια φορά στο τόσο, δεν είν' ντροπή, διατί να το κρύψομεν άλλωστε, ετούτος ο αυτάρκης άνθρωπος είν' ο καλύτερος εραστής, αλλά με τρόπον γουαντιαλενικόν, είναι δηλαδή ένας κοινός μαλάκας, ένας άνθρωπος ωστόσο υγιής σωματικώς, πνευματικώς ουδόλως, δίχως εξαρτήσεις, κόψε το τσιγάρο του είχαν πει και το έκοψε, κόψε το ποτό του είχαν πει και το εκόψε, κόψε το φαγητό του είχαν πει και το έκοψε, κόψε και τους ανθρώπους του είχαν πει, αμφιταλαντεύτηκε, δίστασε, του προκαλούσαν ευτυχία, ταυτόχρονα όμως και δυστυχία, καθώς και άλλα συναισθήματα σε αποχρώσεις γκρίζου, σκέφτηκε προς στιγμήν να τους κόψει φέτες, να τους τεμαχίσει, το μετάνιωσε, πού λεφτά για δικηγόρους, προτίμησε να τους κόψει μεταφορικώς, τι κι αν λεν ουδείς άνθρωπος είναι νησί; όπου κι αν κοιτούσε γύρω του έβλεπε μόνον θάλασσα, που κι αυτήν μόνος του την είχε φτιάξει, τόσο αυτάρκης μιλάμε, σχεδόν αυτοδημιούργητος. 

 

11 Νοε 2014

Life in instagram

(Κάποιοι -μάλλον ορθά- λένε ότι δεν έχει κανένα νόημα η ανάρτηση φωτογραφιών στα σόσιαλ μίντια των άστεγων που κοιμούνται στους δρόμους, στα παγκάκια, στις εισόδους των πολυκατοικιών και -ορθώς- κράζουν όσους απαθανατίζουν την ανθρώπινη δυστυχία επιδεικνύοντας μια αμφισβητούμενη κοινωνική ευαισθησία με πραγματικό στόχο ένα-δυο λάικ παραπάνω. Πόσα τα λάικ άραγε όσων βγάζουν σέλφις με τους άστεγους; Ναι, υπάρχει τέτοιο πράγμα, πριν από λίγο το είδα).
Πολύ πρωί: κάποιοι ακόμα κοιμούνται ή τώρα ξυπνούν κάτω από τα δένδρα, ξαπλωμένοι κατάχαμα, Νοέμβρη μήνα, στην πλατεία Δικαστηρίων, μέσα σε υπνόσακους, τυλιγμένοι με χαρτόνια και λινάτσες. Δεν είναι σωστό να τους φωτογραφίσεις. Τράβα κάτι άλλο. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (ψιλοσκοτεινή, με έντονο κοντραστ και μελαγχολικές αποχρώσεις): η άδεια, υγρή πλατεία Δικαστηρίων, λίγα περιστέρια, κουτσουλιές, σύννεφα, ουρανός. Στις κεντρικές οδούς, πολλά κλειστά καταστήματα λόγω της κρίσης, άδειες σκονισμένες βιτρίνες, χρήσιμες μόνο γι' αυτούς που ξυπνούν εκεί το πρωί πίσω από ένα διαχωριστικό χαρτόνι κρυμμένοι από τα αδιάκριτα βλέμματα των χίπστερ και τα ρεύματα του αέρα. Δεν είναι σωστό να τους φωτογραφίσεις. Τράβα κάτι άλλο. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (με απαλούς τόνους αφαιρώντας θερμότητα και κορεσμό): τα κλαδιά των δένδρων στο άνω της Εγνατίας κομμάτι της Συγγρού, ένα κομμάτι ουρανού στην Τσιμισκή, η έρημη πλατεία Αριστοτέλους, πιο πέρα η ομίχλη του Θερμαϊκού. Πρωί: Ουρές έξω από τις ακόμη κλειστές τράπεζες οι συνταξιούχοι. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (ασπρόμαυρη): συνταξιούχες, κοτσονάτες τραγιάσκες να μαλώνουν για τα πολιτικά ή μια ροζιασμένη παλάμη να κραδαίνει το μπαστούνι. Ολη μέρα: Ουρές έξω από τα προποτζίδικα οι συνταξιούχοι, οι εργάτες, οι άνεργοι, η θεία μου, η μάνα σου, ο γιατρός σου, ο ηλεκτρολόγος μου, ένα ζευγάρι με μεταπτυχιακά που πρώτη φορά έπαιζε τζόκερ και θεωρούσε δεδομένο ότι λόγω σπουδών δικαιούνταν παραπάνω από την πλέμπα να κερδίσει το τζακπότ. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (πολύχρωμη και φωτεινή): Σέλφι με το δελτίο τζόκερ και το χαμόγελο που γεννά η προσμονή της νίκης. Απόγευμα: Ενας άντρας σωριάζεται στο πεζοδρόμιο, γωνία Αγ.Δημητρίου με Αγ.Σοφίας, ο φίλος του, χρήστης κι αυτός, να τον κοιτά, οι μπάτσοι από το παραδίπλα ΑΤ Ανω Πόλης τρέχουν, στέκονται από πάνω του, κάτι του λένε, κάτι απαντάει ο φίλος του, γόνατα λυγισμένα, έτοιμος για κατάρρευση κι αυτός, ευτυχώς κουνιέται ο πεσμένος, έρχεται ασθενοφόρο, δεν περιμένω άλλο, θα κρυώσουν τα σουβλάκια. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (άφιλτρη): τα σουβλάκια από του Κώστα, Αγίου Δημητρίου τόσο, με hastag #foodporn.

6 Νοε 2014

Μικρό γιατί πονούν τα πόδια μου (πόνος του ποδογράφου)

Ειδα μια κοπέλα θλιμμένη, περπατούσε σκυφτή, απλωμένο το χέρι κρατούσε αόρατο λουρί περασμένο στο λαιμό ενός δραπέτη σκύλου, που τον είδα έξω από κακόφημο μπαρ στην πέρα γωνία χωρίς λουρί στον λαιμό να αποχαιρετά το κορίτσι με το βλέμμα κόκκινο κι υγρό, ίσως από τον καπνό των τσιγάρων σε δημόσια υπηρεσία όπου τα αντικαταθλιπτικά είχανε στήσει γιορτή, στην πασαρέλα σικάτες αρρώστιες, κυρίες περιωπής δοκιμάζανε ρούχα σε τιμές χονδρικής, στα καμαρίνια παράστασης ζωής απογευματινης λαϊκής δεκτά και κουπόνια της εργατικής εστίας.

1 Νοε 2014

δεν έχει σημασία


Ηταν κάποιος που μια μέρα απροσδόκητα σκόνταψε πάνω σε κάτι πολύ σημαντικό. Ηθελε να το βάλει στην τσέπη του, μα δεν μπορούσε, αυτό που βρήκε δεν ήταν δικό του, κανένα (σημαντικό) πράγμα δεν ανήκει πραγματικά σε κάποιον, παρά μόνον εκεί που το ίδιο επιθυμεί ή και σε όλη την ανθρωπότητα, άσε που αυτό το σημαντικό πράγμα ήταν τόσο μεγάλο από άποψη σπουδαιότητας που δεν χωρούσε στην τσέπη του, ήταν κάτι που ξεπερνούσε την ανθρώπινη λογική και τη δική του παράνοια, ωστόσο στάθηκε απροσδόκητα και αδικαιολόγητα τυχερός και κατάφερε να πάρει ένα τόσο δα μικρό κομματάκι αυτού του πολύ σημαντικού πράγματος, απειροελάχιστο αλλά τόσο πολύτιμο για τον ίδιο, το έβαλε στην τσέπη του και το κουβαλούσε κάθε μέρα όπου κι αν πήγαινε, μόνο που ανησυχούσε μην το χάσει και κάθε τρεις και λίγο έβαζε το χέρι στην τσέπη του και κοίταζε αν το μικρό κομματάκι του πολύ σημαντικού πράγματος ήταν ακόμη εκεί μέσα και κάποιες φορές, επειδή δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που άγγιζε ήταν το σημαντικό πράγμα ή κάτι άλλο, ψίχουλο από μπισκότα ή το περιτύλιγμα κάποιας καραμέλας, το έβγαζε από την τσέπη του για να το δει με τα ίδια του τα μάτια και να καθησυχάσει τους φόβους του, και κάθε φορά με την κίνησή του αυτή, βάλε-βγάλε το χέρι στην τσέπη, φοβόταν εκ νέου ότι θα του πέσει και θα χαθεί το απειρολάχιστο κομμάτι του τόσο σημαντικού και πολύτιμου για τον ίδιο πράγματος, και ξαναέβαζε το χέρι στην τσέπη για να ελέγξει και το ξαναέβγαζε το πολύτιμο αυτό αντικειμενάκι και το κοίταζε στον ήλιο προσεχτικά, να δει μήπως είχε σημειωθεί καμιά φθορά, και έτσι συνέχιζε, σε έναν φαύλο κύκλο, φοβούμενος διαρκώς την απώλεια του πολύ σημαντικού πράγματος που του είχε τύχει, και ξεχνούσε μέσα στο φόβο του να το χαρεί το ρημάδι. Θα μπορούσε να το λέγανε ζωή ή και κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία.