30 Ιουλ 2014

Ξέρω έναν τύπο που ονειρευόταν στα λατινικά (όχι αυτός του κειμένου πάντως)

Χτες δεν ήμουν καλά. Από νωρίς βυθίστηκα σε λήθαργο, σε μια κατάσταση μεταξύ υπνου και ξύπνιου. Θυμάμαι που σκέφτηκα κάτι τρομερό, καταπληκτικό, ανεπανάληπτο. Βαριέμαι να το γράψω, σκέφτηκα. Θα το ξεχάσω, αντισκέφτηκα. Δεν θα το ξεχάσω, ξανασκέφτηκα. Βρε θα το ξεχάάάάάσω, αντιξανασκέφτηκα. Οχι-όχι, θα το θυμάμαι, ξαναμανασκέφτηκα και επανέλαβα μέσα μου σαν ξόρκι την τρομερή, καταπληκτική ανεπανάληπτή μου ιδέα. Μήπως να το γράψω στο κινητό μου; αντιξαναμανασκέφτηκα. Ξύπνησα ώρες μετά, με το κινητό στο χέρι, έχοντας στείλει τουλάχιστον 12 ανάρμοστα ή εξομολογητικά μηνύματα σε διάφορους ατυχείς αποδέκτες. Από την τρομερή, καταπληκτική μου ιδέα δεν υπήρχε ίχνος πουθενά.
Μόνον αυτό:
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας άνθρωπος, πολύ εγωκεντρικός, ο πιο εγωκεντρικός απ' όλους, αυτάρεσκος και νάρκισσος και εγωπαθής, κι ό,τι έγραφε αφορούσε μόνον τον ίδιον, κανέναν άλλον. Κι αν στην αρχή αυτά που έγραφε, άρεζαν σε κάποιους, σιγά-σιγά, έπαινο στον έπανο, μπράβο στο μπράβο, η εγωπάθειά του μεγάλωσε και κούρασε τον κόσμο. Στην κριτική που δέχηκε, για τον εγωκεντρισμό του, αποφάσισε ν' απαντήσει με κείμενο-καταπέλτη, μια ιδέα τρομερή, καταπληκτική και ανεπανάληπτη, που του ήρθε, όπως όλες οι ιδέες του, λίγο πριν κοιμηθεί, κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σε αυτήν την περίεργη ληθαργική σχεδόν κατάσταση που μόνον οι χοντροί άνθρωποι με βαρύ στομάχι ξέρουν να πέφτουν. Το κείμενο ήταν η διεξοδική ιστορία μιας τρίχας από τα μούσια του (εντάξει, όχι από τα μούσια του, καταλάβατε από πού), κι αυτό αποτελούσε για αυτόν την τρανή απόδειξη ότι δεν ήταν εγωκεντρικός, αυτάρεσκος, νάρκισσος, εγωπαθής, και στην ερώτηση που του έγινε “μα όταν γράφεις μια ολόκληρη ιστορία για μια τρίχα από τα μούσια σου πώς μπορείς να διατείνεσαι πως δεν είσαι εγωκεντρικός, αυτάρεσκος, νάρκισσος, εγωπαθής;”, απάντησε “μα είναι φανερό πως, όταν ασχολούμαι με τρίχες, είναι σαν να ασχολούμαι με όλον τον κόσμο”.
Κι όταν κάποιος του επισήμανε ότι αυτό που έγραψε, αλλα κι αυτό που λέει, δεν βγάζει και πολύ νόημα, απάντησε: "Το ξέρω, αλλά στον ύπνο μου μού φάνηκε πολύ πετυχημένο".


29 Ιουλ 2014

Φου και ξεφού ανελευθερία

Οι μετεωρολόγοι και άλλοι ειδικοί πανεπιστήμονες, όπως φερειπείν οι δημοσιογράφοι, συμφωνούσαν πως το εκείνο το καλοκαίρι, του 2014, ήταν λιγότερο ζεστό από τ' προηγούμενα, ήταν θαρρείς κομματάκι δροσερό, κι ο λόγος δεν ήταν άλλος από έναν κοινό αναστεναγμό, ένα φου και ξεφού απ' άκρη σε άκρη της χώρας, οι άνθρωποι φυσούσαν ξεφυσούσαν, όχι δεν ήταν αλκοτέστ, ούτε ανακούφιση, ούτε κορύφωση ερωτική, σαν αγανάκτηση έμοιαζε, σαν απελπισιά, που δροσίζανε την ατμόσφαιρα, σε σημείο τέτοιο που διάφορα τζιμάνια εντρεπρενούρ σκέφτηκαν γιατί όχι εμείς και γιατί μόνον ο κακός ο λύκος, που φυσώντας ξεφυσώντας γκρέμισε το σπίτι με τα τρία μικρά γουρουνάκια, που δεν ήταν μπάτσοι, ή με τα επτά αγαθιάρικα κατσικάκια, που δεν ξέρω τι επάγγελμα κάνανε, μάλλον άνεργοι που πήγανε ως πρόβατα στη σφαγή, κι είπαν λοιπόν οι εντρεπρενούρ να εκμεταλλευτούν τον αναστεναγμό, το φύσηγμα ξεφύσηγμα ολόκληρης της χώρας, όχι για να την γκρεμίσουνε ρε συ, άλλωστε να γκρεμίσεις τι; τα ερείπια; αλλά για να φτιάξουνε καινοτομία, ενέργεια αιολική και θεόφτηνη, περίπου σαν Δον Κιχώτηδες του υγιούς ανταγωνισμού με τους αναστεναγμούς των άλλων να θέσουν σε λειτουργία τους ανεμόμυλους, το μόνο που χρειαζότανε ήταν να συνεχιστεί αυτή η κυβερνητικη αντιλαϊκή πολιτική που προκαλούσε φου και ξεφού σε μεγάλη μερίδα πληθυσμού και θα είχαμε ξεφυσογενές πλεόνασμα και να τι παράγει επιτέλους αυτή η χώρα, φου και ξεφού, αγανάκτηση και αναστεναγμούς, μόνο που τα πεινασμένα χνώτα βρωμάνε κάπως, είν' αλήθεια, αυτό δεν ήταν μπόχα, ήταν θάλαμος αερίων, και μετά δεν μπορούσε κανείς να πάρει ανάσα, και πώς να κάνεις φου και ξεφού όταν δεν μπορείς ν' αναπνεύσεις;

26 Ιουλ 2014

Smiths στην Τσιμισκή (ασχετο αλλά πιασάρικο)

“Ποπό τι πολλά πράγματα που είδα και τι ωραία πράγματα σκέφτηκα για αυτά” μονολόγησες και περπατούσες τρέχοντας σχεδόν στην έρημη Τσιμισκή, τραγουδώντας Smiths, μπας και προλάβεις να τα γράψεις πριν τα ξεχάσεις και τώρα βαριέσαι και δεν σου κάνει όρεξη για τίποτε να πεις, ούτε για τον γέρο, το ραμολί, που τρέμοντας μπήκε στο μαγαζί που πουλά τον φτηνό καφέ του ενός ευρώ, όχι για καφέ, αλλά για τυρόπιτα και νερό, κι ούτε μπορούσε να ακούσει ούτε να μιλήσει και δεν του βγαίνανε και τα λεφτά και στην αρχή σαν να τον λυπήθηκες κάπως, μετά όμως έβγαλε το μασούρι τα χαρτονομίσματα και τον ξελυπήθηκες αλλά στο καπάκι τον ξαναλυπήθηκες γιατί ήταν πολύ μοναχικό ερείπιο με τυρόπιτα νερό μασούρι ευρώ, τρέμουλο βαρηκοΐα, θα μπορούσε βέβαια να είναι και σκληροπυρηνικός δεξιός, αγύριστο κεφάλι, αλλά δεν μπόρεσες να τον ξαναξελυπηθείς, έφυγες λυπημένος με τον δικό σου καφέ, φρέντο εσπρέσο σκέτο, σκέφτηκες γαμημένα γερατειά, και στο στενάκι που κατέβαινε καρφί στο Μέγαρο Μουσικής, από το παράθυρο του ημιωρόφου παλιάς πολυκατοικίας, ας πούμε τέλη εβδομήντα αρχές ογδόντα, πίσω από την κουρτίνα που την πήγαινε πέρα δώθε ο αέρας ακουγόταν το nothing compares to you και σκέφτηκες πως δεν είν' τυχαίο αυτό το τραγούδι, κάποιο καλό άτομο μένει εκεί, μια ραγισμένη ψυχή, που ακούει τη Σινέηντ στη διαπασών, μπορεί βέβαια και να ήταν τυχαία επιλογή απ' το shuffle του υπολογιστή, προτού ακουστεί φερειπείν ένα τραγούδι του Μαζώ, δεν είναι κριτήριο για τους ανθρώπους η γαμημένη η μουσική, σκέφτηκες, περπάτησες στην παραλία, μια όμορφη διάβαζε ένα βιβλίο και το παγκάκι που καθόταν ήταν πολύ μεγάλο, σας χωρούσε και τους δυο, ακόμη και σένα τον χοντρό, και σκέφτηκες να πας δίπλα της να καθίσεις και να τη ρωτήσεις “τι διαβάζεις;”, αλλά δεν πήγες, θα με πάρει για καμάκι, άσε που μπορεί να ήταν αποηγοήτευση το βιβλίο της, τίποτε της Βαμβουνάκη, λίγο πιο πέρα ένα πρεζάκι φώναζε σε άλλο πρεζάκι “είχε ρε λεφτά και πήγες και πήρες τσιγάρα και μπαταρίες ρε; και πως θα γίνουμε ρε με αυτά τα σκατά;” και το έλεγε ξανά και ξανά και σκέφτηκες κι εσύ ξανά και ξανά ότι θα μπορούσε στη θέση τους να είσαι εσύ, οποιοσδήποτε δηλαδή, και μην την παρεξηγείς τη φάση, και χάζεψες τόσα γυμνασμένα κορμιά, ποδήλατο τρέξιμο πάνω κάτω στην παραλία, και σκέφτηκες πως στη θέση αυτών δεν θα μπορούσες να είσαι εσύ, γαμημένε χοντρομπαλά, κι έφτασες σπίτι τελικά και τώρα ακούς Smiths.

22 Ιουλ 2014

Η μέρα που ξυρίστηκε ο κόσμος

Ξυριζόμουν και τραγουδούσα hey hey I saved the world today και μου φάνηκε πολύ αστείο, χαχαχα, ακούς εκεί ξύρισα τον κόσμο σήμερα, ή και μπορεί να μην έγινε έτσι, μπορεί απλώς να σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ αστείο, χαχαχα, να ξυριζόμουν τραγουδώντας το hey hey I saved the world today και πόσο πιο αστείο θα ήταν αν το τραγουδούσε όχι η Ανι Λένοξ αλλά ένας μπαρμπέρης κι ο μπαρμπέρης αυτός να είναι ο σουπερ-μπάρμπερ, που όχι μόνο ξυρίζει αλλά και σώζει τον κόσμο από τους κακούς – ή τέλος πάντων μπορεί να μην έγινε ούτε έτσι, αλλά όπως κι αν έχει εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να με πιστέψεις, να μου δείξεις εμπιστοσύνη, όπως το κορίτσι εμπιστεύτηκε σε κείνη την ταινία του Χαλ Χαρτλεϊ τον Μάρτιν Ντόνοβαν κι έπεσε στο κενό σίγουρη ότι θα την πιάσει στην αγκαλια του, ότι κάπου μέσα σε όλα όσα σου λέω κρύβεται η αλήθεια ή έστω ένα ψήγμα αυτής.
Αυτό που θέλω να σου πω, ασχέτως αν ξύρισα τον εαυτό μου ή τον κόσμο (όχι), ασχέτως αν έσωσα τον εαυτό μου ή τον κόσμο (ούτε), είναι ότι οι πέντε αισθήσεις μας δεν επαρκούν για να μάθουμε την αλήθεια. Κι όχι μη φοβάσαι, δεν εννοώ τίποτε υπερφυσικό, το ξες πόσο χυδαία υλιστής είμαι. Απλώς η πραγματικότητα είναι ένα συνονθύλευμα από ψέματα που τα καταπίνουμε ολόκληρα και μισές αλήθειες που τις αγνοούμε και λέγονται ψιθυριστά σε διαδρόμους και σε σκοτεινές αίθουσες και κυρίως ενα παζλ από κομμάτια τηλεφωνικών συνομιλιών που αν τα ενώσεις προσεχτικά ίσως κάτι να καταλάβεις, όπως κι αν έχει η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που μαθαίνεις επισήμως, δεν είναι οι επίσημες ανακοινώσεις, δεν είναι οι επίσημες αποφάσεις, δεν είναι αυτό που λέγεται δημοσίως. Η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ξέρουμε, αυτή που μαθαίνουμε, αυτή για την οποία μας πληροφορούν.
Γι' αυτό, όταν σου λέω ότι σήμερα με ξύρισε ο σούπερ μπαρμπέρης λίγο προτού σώσει τον κόσμο από βέβαιη καταστροφή, εσύ πρέπει να με πιστέψεις. Ακόμη κι αν το βράδυ με δεις με πλούσια γενιάδα. Οι τρίχες, με τις οποίες ασχολούμαστε, μεγαλώνουν γρήγορα άλλωστε.

21 Ιουλ 2014

Αδιάφορο

Στην μπορχική δημιουργία “Άλεφ”, ο Κάρλος Αρχεντίνο, ο οποίος φιλοδοξούσε να μεταφέρει σε στίχους όλη την επιφάνεια του πλανήτη, να γράψει δηλαδή μια έμμετρη περιγραφή της Γης, προέβλεψε πως στο μέλλον ο άνθρωπος θα βρίσκεται στο γραφείο του περιτρυγυρισμένος από τηλέφωνα, τηλέγραφους, φωνογράφους, ραδιοτηλεφωνικές συσκευές, κινηματογράφους, μαγικές λυχνίες, γλωσσάρια, θα είναι δηλαδή τόσο εξοπλισμένος που δεν θα έχει καμία ανάγκη να ταξιδέψει, όλη η γή θα βρίσκεται στο γραφείο του – θαρρείς και με έβλεπε, εμένα, εσένα, αυτόν, αυτήν, όλους εμάς που μέσα από την οθόνη του υπολογιστή έχουμε πρόσβαση και εικόνα όλα του κόσμου. Ωστόσο, παρότι σωστός στην περιγραφή του, λάθεψε ο Αρχεντίνο στην τελική του πρόβλεψη, αναφορικά με την αναγκαιότητα του ταξιδιού. Σήμερα, αυτή η ανάγκη είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε.

13 Ιουλ 2014

trash

Στο σπίτι έχουν πολλές σακούλες. Πλαστικές. Απ' αυτές του σουπερμάρκετ. Είναι τρόπον τινά μια ανακύκλωση κι αυτή: προϊόντα από το σουπερμάρκετ σε σακούλες μεταφέρονται εντός της οικίας ώσπου να μετατραπούν σε σκουπίδια και να τοποθετηθούν ξανά στις ίδιες σακούλες και να κάνουν τη διαδρομή, αυτή τη φορά, από το σπίτι στον κάδο απορριμμάτων, και είναι μια απορία που την έχω χρόνια, από τον προσωπικό μου κάδο με τις απορίες, κάδο απορημάτων δηλαδή: γιατί να μην αντιστρέψουμε πλήρως τη διαδικασία; αφού τα προϊόντα γίνουν σκουπίδια, να επιστρέφονται στο σούπερμάρκετ ξανά εντός της σακούλας όπου αναγράφεται -εν είδει ονομασίας προελεύσεως σκουπιδοπροϊόντος- το όνομα της αλυσίδος του σουπερμάρκετ;

Στο σπίτι λοιπόν έχουν πολλές σακούλες πλαστικές. Είναι τρόπον τινά αντίστροφοι ρακοσυλλέκτες. Μαζεύουν προϊόντα σε σακούλες μέχρι να γίνουν σκουπίδια στις ίδιες σακούλες. Ενδεχόμενη έλλειψη σακουλών προκαλεί μεγαλύτερο τρόμο και από την ενδεχόμενη έλλειψη προϊόντων. Συχνά μάλιστα γεμίζουν σακούλες με άλλες άδειες σακούλες. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: Αφού τα ψώνια τοποθετηθούν στα ντουλάπια και στο ψυγείο, οι σακούλες ελέγχονται σχολαστικά για τυχόν τρύπες και στη συνέχεια, αφού δεθούν προσεχτικά φιόγκο, αποθηκεύονται εντός άλλων, μεγαλυτέρων σακούλων, αναλόγως με τη μελλοντική τους χρήση: οι άθικτες, άνευ τρυπών στη σακούλα με τις σακούλες για τα σκουπίδια, ώστε να μη γεμίσει σκουπιδοζούμια το πάτωμα, το ασανσέρ και η είσοδος της πολυκατοικίας, οι με λίγες, απειροελάχιστες τρυπούλες τοποθετούνται στη σακούλα με τις σακούλες όπου τοποθετούνται τα ανακυκλώσιμα υλικά, ενώ τέλος οι πολύ τρύπιες, ξεσκισμένες σακούλες, αυτές οι άχρηστες που δεν φέραν εις πέρας την αποστολή τους, που δεν ανταποκρίθηκαν στο σκοπό της ύπαρξής τους, που διέψευσαν τις προσδοκίες μιας ολόκληρης κοινωνίας, που λύγισαν υπό το βάρος των στιγμών, που δεν αντέξαν τη δοκιμασία της μεταφοράς των προϊόντων από το σουπερμάρκετ στο σπίτι, τοποθετούνται κατεθείαν σε μία από τις σακούλες της βήτα κατηγορίας, δηλαδή σε σακούλα με ανακυκλώσιμα υλικά, προκειμένου σύντομα να βρουν τον προορισμό τους εντός του μεγάλου μπλε κάδου ανακύκλωσης στη γωνία του δρόμου, δίπλα στον πράσινο των σκουπιδιών, όπου θα αναπαυθούν εν ειρήνη αναμένοντας την σκουπιδιάρα ανακυκλώσιμων υλικών – μόνον κατι γάτες και κάτι ρακοσυλλέκτες πραγματικοί θα τολμήσουν να διαταράξουν την ανυπαρξία τους, την προσωρινή ανάπαυσή τους στο μπλε καθαρτήριο, προτού ανακυκλωθούν και πάρουν μία ακόμη ευκαιρία για να αποτελειώσουν τη δουλειά που άφησαν στη μέση.

αυτό που ακολουθεί σήμερα το πρωτάκουσα, και το έχω ακούσει ίσα με 63 φορές μεχρι στιγμής, συνεχόμενα, μπράβο ρε Coti K


8 Ιουλ 2014

Κάγκελο

Στέκομαι στο παράθυρο ενός τύπου που δεν την πολυπαλεύει και κάθε τρεις και λίγο βγαίνει και αράζει στη στάση του λεωφορείου για να πιει μια μπίρα -καμιά φορά θα κάτσω κι εγώ μαζί του να μετρήσω πόσες μπίρες αναλογούν σε κάθε λεωφορείο που περνάει- βλέπω τηλεόραση μέσα από τα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, δύο προγράμματα διαφορετικά μεταξύ τους, έτσι για ποικιλία, το πάνω αριστερά παράθυρο παίζει μια ταινία, το κάτω δεξιά παράθυρο ειδήσεις με τη Χούκλη και καμιά φορά η δράση στα ειδησεογραφικά παράθυρα του κάτω δεξιά παραθύρου είναι πιο έντονη από τη δράση στην ταινία που προβάλλεται στο πάνω αριστερά παράθυρο. Η ζωή ξεπερνά την τέχνη, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

(σε ό,τι αφορά το εσωτερικό των σπιτιών, ουδεμία δράση, πλήρης ακινησία)

(χτυπάει το τηλέφωνο, μισό λεπτό ν' απαντήσω, μάλλον θα είναι ο τύπος από τη στάση του λεωφορείου που παίρνει να με πει πόσο μαλάκας είμαι)

(αυτός ήταν, δίκιο έχει, μαλάκας είμαι, συνεχίζω)

Στις γωνίες των κεντρικών οδών της πόλης αταίριαστα ζευγάρια συμβιώνουν καθημερινά πολλές ώρες θέλοντας και μη. Οι γωνίες είναι περιζήτητες, ο ανταγωνισμός για την κατάληψη μίας εξ αυτών πολύ μεγάλος, ο συμβιβασμός αναπόφευκτος. Ετσι την ίδια γωνιά μοιράζονται ο παραμορφωμένος ανάπηρος επαίτης με τον διανομέα φυλλαδίων, ο πωλητής της Σχεδίας με τον κουλουρτζή, ο τύπος με την κακόηχη ξεκούρδιστη λατέρνα με το κορίτσι που αρωματίζει τους περαστικούς, ο μαύρος μετανάστης που απλώνει στο σεντόνι τις Λουί Βουητό με τον πωλητή προγραμμάτων κινητής τηλεφωνίας, ο γύφτος που πουλάει γιασεμιά με τον γέροντα που πουλάει ρίγανη από το χωριό, η καλοντυμένη μεσήλικη γυναίκα που ζητάει διστακτικά μια βοήθεια τόσο χαμηλόφωνα που σχεδόν δεν ακούγεται με τον τύπο που πουλάει χαρτομάντιλα “ελληνας είμαι κι εγώ ρε παιδιά, πάρτε ένα χαρτομάντιλο”- δεν παίρνω ποτέ, αν είχε άλλο μότο ίσως και να έπαιρνα-, οι πιτσιρικάδες που τζαμάρουν, δυο κιθάρες και μια ντραμς, με τις κοπέλες από ΜΚΟ που μαζεύουν υπογραφές για τη σωτηρία κάθε ζωικού είδους πέραν του ανθρώπινου, δικαίως ίσως, άλλωστε δεν υπάρχει σωτηρία (και δεν την αξίζουμε).

Είναι κάποια σημεία της πόλης -όχι απαραιτήτως αυτά πιο πάνω- που μου προκαλούν απέραντη θλίψη. Να, όπως αυτό το καγκελάκι στην Τσιμισκή, ανάμεσα Γούναρη και Εθνικής Αμύνης. Αντικειμενικά είναι ένα ταπεινό καγκελάκι, παντελώς αδιάφορο, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό. Κατά πάσα πιθανότητα δεν προκαλεί θλίψη σε κανέναν άλλον πλην εμού. Όποτε το βλέπω πάντα θυμάμαι ότι εκεί όρθιος έμαθα τα νέα και χρειάστηκε να στηριχτώ πάνω του για να μη σωριαστώ. Ο υποκειμενικός χαρακτήρας της θλίψης που μου προκαλεί το καγκελάκι ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το νέο που έμαθα δεν ήταν αντικειμενικά κακό. Τουναντίον, για κάποιους -αρκετούς- ήταν υπέροχα νέα, ενώ για τους περισσότερους αδιάφορα, μόνον εμένα πλήξαν σε τέτοιο βαθμό που χρειάστηκε να στηριχτώ πάνω στο κάγκελο.

Αυτό το κάγκελο, καλού κακού, άμα φύγω, θα το πάρω μαζί μου.
Ενθύμιο, σε φάση.


6 Ιουλ 2014

Της αληθείας και της αλητείας

Τελικά ο Τζακ Νίκολσον είχε δίκιο.
Όχι πως εγώ είμαι κάνας Τομ Κρουζ.
Αλλά είχε δίκιο.
Κι αυτό το υποψιαζόμουν.
Τα πάντα υποψιάζομαι άλλωστε.
Είμαι ένας άνθρωπος σε διαρκή αναζήτηση της αλήθειας.
(όχι, δεν βρίσκεται στους σεξ πιστολζ)
Πίσω από μισόλογα, αοριστίες, αδιόρατες χειρονομίες και κρυφά νεύματα.
Όλα μού μοιάζουν ύποπτα.
Σπάω το κεφάλι μου και ανάμεσα στα θραύσματα βρίσκω την αλήθεια.
Κυρίως για όσα δεν με αφορούν, για όσα δεν είναι δουλειά μου.
Χώνω τη μύτη μου στις ζωές των άλλων.
Με θρέφουν τα μυστικά τους. Η αληθεια που κρύβουν επιμελώς.
Τρελαίνομαι μέχρι να τη βρω.
Μα αφού τη βρω, τρελαίνομαι λίγο ακόμη.
Δεν την αντέχω την αλήθεια.
Στο είπα απ' την αρχή.
Ο Νίκολσον είχε δίκιο.
Κι εγώ δεν είμαι κάνας Τομκρουζ.

5 Ιουλ 2014

Η κατάρρευση των 50 και των 100 χιλιάδων ευρώ

Η ερώτηση για τις 50.000 ευρώ είναι: “Έχεις δει ποτέ σου άνθρωπο να καταρρέει;”.
Εχω δει κι ήμουν 20 χρονών.
Κατέρρευσε ολοκληρωτικά μπροστά στα έντρομα μάτια μου. Ημουν 20 χρονών κι ανήμπορος να τον βοηθήσω. Αυτός σχεδόν 40.
Καλοκαίρι και στο αυτοκίνητο, που μόλις το είχε αγοράσει -ακόμη δεν είχε ούτε τα πλαστικά βγάλει- γιατί λογάριαζε να κάνει ταξίδια με την αγαπημένη του, η ατμόσφαιρα, με τα παράθυρα κλειστά, ασφυκτική. Ο ιδρώτας μου κυλούσε ποτάμι. Οπως τα δάκρυα του. Με τα χέρια στο κεφάλι και το κεφάλι στο τιμόνι, έκλαιγε σπαρακτικά. Τα ηχεία έπαιζαν όπερα.
Κατάρρευσε γιατί τον χώρισε. Που για χάρη της στα 40 του έβγαλε και δίπλωμα οδήγησης.
Αλλά αυτή είναι μια ιστορία για τον πέμπτο τόμο της πολύτομης πολύτιμης αυτοβιογραφίας μου.
Η ερώτηση για τις 100.000 ευρώ είναι: “Εχεις δει ποτέ σου μια κοινωνία να καταρρέει”.
Νόμιζα πως είδα κι ήμουν τριαντακάτι χρονών. Τρία-τέσσερα χρόνια κατέρρεε συνεχώς. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια κατάρρευση όλων των εποχών. Μέχρι που οι ειδικοί -και της μιας και της άλλης πλευράς- διέγνωσαν πως δεν είναι έτσι. Ουδεμία κατάρρευση, ουδεμία ανθρωπιστική κρίση. Μια μικρή κοινωνική αναπροσαρμογή. Δεν εξαθλιώθηκε ακόμη η ελληνική κοινωνία. Υπάρχει λίπος ακόμη να καεί.
Ετσι λένε. Εγώ δεν έχω άποψη.
Και θα σου πω γιατί.
Από ένα σημείο και μετά, όταν βρίσκεσαι στα πρόθυρα της δικής σου κατάρρευσης, παύεις να βλέπεις τι γίνεται τριγύρω. Τα βλέπεις όλα μέσα από το δικό σου, καταρρέον, πρίσμα. Κοιτάς γύρω κι όλα είν' αντικατοπτρισμοί της δικής σου συναισθηματικής κατάστασης. Ξάφνου ασχημαίνει ο κόσμος, οι άνθρωποι, η πόλη, οι δρόμοι, οι γειτονιές.
Είσαι σίγουρος για την απάντησή σου; με ρωτάει ο κριτής.
Σίγουρος.
Το κοινό -άραγε υπάρχει κοινό; έχουμε εμείς οι δυο κάτι κοινό; υπάρχει εκεί έξω κάτι που να είναι κοινό εκτός από εμένα τον κοινό -κοινότατο- παίχτη αυτού του παιχνιδιού; υπάρχει άραγε κοινό περί δικαίου αίσθημα; υπάρχει κοινή αντίληψη της ζωής; κοινό συμφέρον; υπάρχει κοινή γνώμη; κι αν ναι, είναι με τα καλά της;- το κοινό λοιπόν πρώτα παραληρεί, χειροκροτά, με αποθεώνει και μετά ξαφνικά σωπαίνει, περιμένει ν' αποφανθεί ο κριτής αν οι απαντήσεις μου για τις 50 και τις 100 χιλιάδες είναι οι σωστές.
Σιωπή.
Να πέσει το βίντεο παρακαλώ.
Στο βίντεο, ο σημερινός μου τρελός, διπλάσιος σε μέγεθος από μένα, έτρωγε ένα σάντουιτς μαζί με τη χαρτοπετσέτα περπατώντας μπροστά στο αρχαιολογικό μουσείο κι αντί για ψίχουλα πίσω του πέφτανε προγράμματα θεατρικών παραστάσεων και απορριφθέντα σενάρια ερωτικών κομεντί.
Τώρα μιλάω εγώ στην κάμερα.
Πες μας κάτι για τον εαυτό σου.
Λέω.
Πιο πολύ απ' όλα, να ξέρεις, με τρομάζει η ακινησία, ίσως γι' αυτό περπατώ τόσο πολύ. Η ακινησία των ζωντανών που μοιάζει νεκρική. Πάω καμιά φορά και τους κλωτσάω, να σιγουρευτώ, βρε είναι ζωντανοί όλοι αυτοί στα προποτζίδικα, ασάλευτοι, στραμμένοι σε μιαν οθόνη ή σκυμμένοι σε μια εφημερίδα, σε ένα κουπόνι (ναι, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), και κάτι άλλοι μοναχικοί μεσήλικες, 11 το βράδυ Παρασκευής, ένας σε κάθε τραπεζάκι φαστφουντάδικου να πίνουν φραπέ και κάτι άλλοι γέροντες που τις εργάσιμες τα μεσημέρια κάθονται ακίνητοι στα φτηνομαγειρειά με το φαγί τους ανέγγιχτο, ασάλευτη μάζα που από πάνω στήνουν γαϊτανάκι σε πάρτυ τρελό οι μύγες και δεν ξες αν μυρίστηκαν τροφή ή ανθρώπινο ψοφίμι;
Δεν μ' ενοχλούν, μ' ανησυχούν και με τρομάζουν.
Ισως είναι τα ερείπια μετά την κατάρρευση.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ. Ή εσύ.
Μπα, όχι. Σε καμία περίπτωση εσύ.
Σίγουρα όμως θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση τους.
Ο ιδανικός υποψήφιος για την επόμενη κατάρρευση.
Στην ερώτηση των 50 και των 100 χιλιάδων απάντησα λάθος κι αποκλείστηκα απ' τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού.

2 Ιουλ 2014

Εκεί που νομίζεις πως θέλει μι, συνειδητά έβαλα πι

Καμιά φορά γίνομαι stalker. Παρακολουθώ τρελούς. Τους παίρνω από πίσω. Το ξέρω πως δεν είν' σωστό. Ούτε που τους ακολουθώ, ούτε που τους χαρακτηρίζω έτσι.
Ο σημερινός μου τρελός, μόνος μιλούσε, μόνος περπατούσε στο λιοπύρι, αδύνατος, παντελόνι με τον κώλο κρεμασμένο, αδύνατος, μύτη γαμψή, μάγουλα ρουφηγμένα, κακοξυρισμένα, τα ρούχα γεμάτα μελάνια, μπλε, μαύρα, κόκινα, στα χέρια κρατούσε τρία διαφορετικά πακέτα τσιγάρα, μπλε, μαύρα, κόκκινα. Οποιον έβλεπε, όποιον περνούσε, πεζούς και οδηγούς, μπάτσους και ζητιάνους, τούς χαιρέτιζε στρατιωτικά. Δίχως να σταματά. Να περπατά και να παραμιλά. Κι εγώ ξωπίσω του.
Μέχρι που μπήκε σε κατάστημα οπτικών. Στάθηκα απ' έξω να περιμένω.
Λίγο μετά, βγήκε ντυμένος Σούπερπαν.
Εγώ είμαι εσύ, είπε σε κανέναν, ύστερα με κοίταξε μες την ολοκαίνουργια, αστραφτερή στολή του, μού κλεισε το μάτι κι είπε “we are the good guys, εμείς ρε είμαστε οι καλοί της ιστορίας”.
Εβαλε μετά κάτι γυαλιά ηλίου ρέημπαν και πέταξε στον ουρανό.