29 Οκτ 2014

Εντάξει, ας μη σκίσουμε τα ρούχα μας ακόμη

Επί πολλά έτη ασχολούταν καθόλου επιπόλαια με τα κείμενα (άρα και τις ζωές) των άλλων. Παλιότερα, στην ερώτηση "τι δουλειά κάνεις;", απαντούσε "οικοδόμος, μπετατζής, μερεμέτια κάθε είδους", αν και τα τελευταία χρόνια η ερώτηση αυτή είχε πέσει σε αχρηστία λόγω κρίσης και ανεργίας. Θεωρούσε την αποδοκιμασία της εν λόγω απάντησης απ' όσους ήξεραν την ενασχόλησή του με τα κείμενα περιφρονητική και βαθιά ελιτίστικη, όσο ελιτίστικη είναι και η άποψη που λέει ότι επειδή κάποιος ειναι μορφωμένος πρέπει να αμείβεται περισσότερο, όσο ελιτίστικη ειναι κάθε άποψη που αποδέχεται τις μισθολογικές και γενικότερα εισοδηματικές και ακόμη γενικότερα κοινωνικές ανισότητες, βασισμένη σε οποιοδήποτε φαινομενικά λογικο ή μη κριτήριο. Στην τελικη, η δουλειά του οικοδόμου είναι απολύτως σημαντική καθότι χτίζει τα σπίτια των ανθρώπων, τα δε μερεμέτια κρίνονται απολύτως απαραίτητα για να καταπολεμηθεί η φθορά που επιφέρει ο χρόνος. Ομοίως κι αυτός όταν δούλευε στα κείμενα (άρα στις ζωές) των άλλων λειτουργούσε ως ένας ακόμη μεροκαματιάρης που κάνει μερεμέτια στις οικοδομες και τα σπιτια. Οι λέξεις κάθε κειμένου ύψωναν τοίχους που σχημάτιζαν δωμάτια προτάσεων και διαμερίσματα-παραγράφους και εντέλει κείμενα-πολυκατοικίες, και πολλά μαζί γίνονταν συγκείμενα και παρακείμενες πολιτείες ολόκληρες. Κι ήταν δική του ευθύνη ο έλεγχος των υλικων, αν ήταν τα κατάλληλα και αν είχαν τοποθετηθει σωστά. Επίσης καμιά φορά, μετά την αποπεράτωση των κτιρίων, συνέτασσε πορίσματα σχετικά με τη λειτουργικότητα αλλά και την ποιότητα της κατασκευής τους, τη φιλικότητα προς τον χρήστη και το περιβάλλον, ενώ τώρα τελευταία φρόντιζε για το αλφάδιασμα των τοίχων, την ευθυγράμμιση των τειχίων στο χώρο και τον χρόνο, αλλα και για τον φωτισμό των δωματίων, ώστε να μη σχηματίζονται επικίνδυνες σκιές που φοβίζουν τις ευαίσθητες ψυχές σαν πέσει το σκοτάδι.
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά τα σχήματα που σχημάτιζαν τα κείμενα αυτός ασφυκτυούσε. Μπορεί κανείς να πει πως μέσα στους τοίχους που υψώνανε οι λέξεις αυτός δυστυχώς δυστοιχούσε (sick - και το "sick" sic). Μια μέρα κατηφής αναρωτιόταν πώς θα ξεφύγει απ' αυτό το υπαρξιακό του αδιέξοδο, μέχρι που είδε στο δρόμο έναν συμπολίτη του, από τους γνωστότερους, καλύτερους και συμπαθητικότερους συγγραφείς, του οποίου τα έργα εσχάτως κοσμούσαν (στην κυριολεξία) τις λίστες με τα ευπώλητα, και σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τον πάρει από πίσω, να ακολουθήσει πιστά τα βήματά του, να παρακολουθήσει τη διαδρομή του, μπας και βρει έτσι την έξοδο του κείμενου λαβυρίνθου όπου είχε εγκλωβιστεί, μόνο που ο εξαιρετικός και συμπαθής συμπολίτης συγγραφέας ακολούθησε μια διαδρομή απολύτως ευθεία και κατά συνέπεια σύντομα βαρετή και κουραστική, δίχως να παρεκκλίνει, δίχως εμπόδια, δίχως λακκούβες, ανηφόρες, κατηφόρες, μοιραίες γυναικες, ζιγκ ζαγκ, πυξ λαξ και ιπτάμενα πιάνα στο κεφάλι του, μια ευθεία γραμμή τόσο ευθεία που εν πολλοίς έμοιαζε με την ευθεία γραμμή που βγάζει στις ταινίες το μηχάνημα όταν πεθαίνει ο ασθενής, και τρόμαξε ο μπετατζής, έκλασε μέντες και έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί μέσα στα κείμενα και τις ζωές των άλλων. 



23 Οκτ 2014

Baby we'll be fine

Μέχρι να έρθει η ώρα να πατήσει πάλι το κουμπί, προλαβαίνει να παίξει δύο ακόρντα εναέριας κιθάρας, να κουνήσει τη λεκάνη του μία φορά ρυθμικά προς τα αριστερά και άλλη μία προς τα δεξιά και να μουρμουρίσει κάποιον από τους αγαπημένους στίχους.
Συνήθως το “
baby' we'll be fine”.
Η διαδικασία είναι απλή, μηχανική, την έχει ξανακάνει τόσες φορές στο παρελθόν. Μπορεί να την εκτελέσει κι ενας χαζός, καλή ώρα, ή ένα έξυπνο ανθρωποειδές, ένα ρομπότ. Πατάει το κουμπί και το μηχάνημα σκούζει. Σηκώνει το καπάκι, τοποθετεί καινούργιο υλικό, κατεβάζει το καπάκι. Περιμένει να ανάψει πράσινο. Εκείνο το χρονικό διάστημα είναι που τα κάνει όλα, αυτός ο χρόνος είναι ο απόλυτα δικός του. Μέχρι ν' ανάψει πράσινο το κουμπί: ακόρντα, χορός, τραγούδι.
Baby we'll be fine.
Κάποιες φορές, μέχρι να ξαναπατήσει το κουμπί, σπλαχνικές κυρίες από τα γύρω γραφεία, με καφέ και τσιγάρα, εφαρμόζουν τη δική τους ανταλλακτική οικονομία, αυτή της εξυπηρέτησης και του γνωστού στην κατάλληλη θέση, σ' εξυπηρετώ-με εξυπηρετείς, βρίσκουμε την παρακαμπτήριο, κάνουμε τη δουλειά μας, διότι ειδάλλως με το σύστημα δεν βγάζεις άκρη, δεν υπάρχει κράτος, αγάπη μου, τα διαλύσαν όλα, δεν άφησαν τίποτε όρθιο οι αλήτες – όταν δεν ανταλλάσσουν γνωστούς στην κατάλληλη θέση, αντάλλασσουν ονόματα ιερέων από κάποια ενορία, πάρ' τον τηλέφωνο και πες του να σε διαβάσει στην παράκληση το απόγευμα, είναι καλός, κι όταν τελείωνουν και με τους ιερείς αναρωτιούνται τι φρούτο περίεργο είναι αυτός ο έκτακτος ο καινούργιος, που δεν μιλάει και παίζει κιθάρα στον άερα και λικνίζεται υπό τους ήχους ενός τραγουδιού που μόνο αυτός ακούει μουρμουρίζοντας πού και πού
Baby we'll be fine.
Αλλες στιγμές, σπάνιες, πιο εμπνευσμένες, παρατάει το τραγούδι, το χορό και την κιθάρα, και μέχρι να έρθει η ώρα να πατήσει το κουμπί, σκέφτεται κάτι παππούδες, μια αδίστακτη συμμορία παππούδων, ηλικιωμένων, συνταξιούχων οι οποίοι παραμονεύουν, στήνουν καρτέρι έξω από τα φαρμακεία της πόλης μέχρι να εντοπίσουν ανυποψίαστους και ανήμπορους συμπαππούδες, συνηλικιωμένους συσσυνταξιούχους, άρτι προμηθευθέντες από το φαρμακείο τα φάρμακα του μήνα με τη σύνταξη του μήνα, τους οποίους ξεμοναχιάζουν και τους κλέβουν τα φάρμακα, εκ των οποίων όσα η αδίστακτη συμμορία δεν χρησιμοποιεί για τη δική της υγεία τα βγάζει στη μαύρη αγορά και τα επαναπροωθεί στους ανυποψίαστους, ανήμπορους συμπαππούδες, συνηλικιωμένους, συσσυνταξιούχους, πρώην θύματά τους, αλλά δυστυχώς δεν ξέρει την κατάληξη αυτής της ιστορίας γιατί μέχρι να τη βρει έχει έρθει η ώρα να πατήσει το κουμπί και δεν πρόλαβε καν ετούτη τη φορά να μουρμουρίσει
Baby we'll be fine.

 ΥΓ. Καμιά φορά οι φάτσες που βλέπεις ν' ακούν τη μουσική που σε αρέσει και σένα σε κάνουν να νιώθεις κάπως άβολα


21 Οκτ 2014

θεατρόφιλος και book-stalker

Ενας τύπος μια φορά (στη ζωή του) πήγε σε μια θεατρική παράσταση, αδιάφορο ποια, αδιάφορο επίσης ποιανού δημιουργού, ποιανού σκηνοθέτη, ποιανού ηθοποιού, ούτε έχει σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας, παγκόσμιας και τοπικής, αν του άρεσε η παράσταση ή όχι, πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς, η παράσταση τον σημάδεψε ανεξίτηλα - χάρη στη μοναδική ποσοτικά αλλά και ποιοτικά αυτή εμπειρία σχημάτισε μιαν άποψη εμπεριστατωμένη και επιπαντοσεπιστητούτια και κάθε φορά που άκουγε να μιλάνε για το θέατρο γενικά ή για μιαν οποιαδήποτε άλλη παράσταση στο θέατρο, ή για το θέάτρο κάποιου ποδοσφαιριστού, για κάποια παράσταση διαμαρτυρίας, για την παράσταση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και για πράγματα άσχετα με τις παραστάσεις και τα θέατρα, έπαιρνε το λόγο και ξεκινώντας με τη φράση "εγώ έχω πάει στο θέατρο" ξιφουλκούσε εναντίον όλων βγάζοντάς τους λάθος, τι ξέρανε σάμπως κι αυτοί; αυτός, μόνον αυτός, είχε εμπειρία από πρώτο χέρι, είχε δει με τα ίδια του μάτια, είχε εντυπωσιαστεί και σχηματίσει εντύπωση και ήταν αποφασισμένος να κάνει εντύπωση με ένα (και μοναδικό, ποιοτικά και ποσοτικά μιλώντας) μοντέλο σκέψης καλύτερο και από τη Λιντα Εβαγκελίστα. Και επειδή είχε πρήξει των πάντων αγίων και μη τους όρχεις, τούς είχε κάνει κύμβαλα για να παίζουνε διάφοροι χεβιμεταλάδες, χαρντκουράδες, φρίκουλες, ρασταφάριανς και λοιποί ζογκλέρ, που κάνουν κόλπα με μπαλάκια βγάζοντας φλόγες από το στόμα, τον πλησίασε μια μέρα κάποιος ξαφνικά, ζορισμένος από το οίδημα στους όρχεις και του είπε “ε, μα σκάσε επιτέλους, εξαιτίας σου και του οιδήματος που μου προκαλείς κοντεύω να χάσω τη δουλειά μου”. Η δουλειά του κάποιου αυτού ήταν αυτό που στην πιάτσα και στη Γηραιά την Αλβιόνα και στην αγγλική τη γλώσσα το λένε “book stalker”, στην Ελλάδα δεν είναι ίσως δόκιμος ο όρος “βιβλιοπαραμονευτής” ή “βιβλιοκαταδιώκτης” ή “βιβλιοψύχ” ή “βιβλιοπαρακολουθητής” αλλά αυτό έκανε ο συγκεκριμένος: παρακολουθούσε βιβλία, προσοχή παρακαλώ, εντάξει και ανάπαυση, η οποία είναι προτιμότερη από την ημιανάπαυση, σε αντίθεση με την ημιμάθεια που είναι προτιμότερη από την αμάθεια (κι επ' αυτού μην ακούτε τους ημιμαθείς που λένε περί του αντιθέτου), απόδειξη δηλαδή ότι το ίδιο μοντέλο σκέψης δεν προσαρμόζεται παντού, εν πάση και εν σούτι (γκολ!) περιπτώσει, δεν πα' να 'ναι κι η Λίντα Εβανγκελίστα ή η Σούλα από την Ευαγγελίστρα, έλεγα λοιπόν πως προσοχή ούτος, δηλαδή αυτός και όχι ο άλλος, ο βιβλιοπαραμονευτής, ο μπουκ ο στόκερ, καμία σχέση με τον Μπραμ, συγγραφέα του Δράκουλος, ουτε και με τις μελιτζάνες τις Μπρ(ι)αμ, ούτος -λέγε επιτέλους!- ο βιβλιοκαταδιώκτης παρακολουθούσε μόνο τα βιβλία, την πορεία τους, όλες τις εκδόσεις, τι βγαίνει, τι δεν βγαίνει, πόσο τιμάται και γιατί, τι γράφει η κάθε κριτική, έντυπη και διαδικτυακή, διάβαζε και του βιβλίου την περίληψη αλλά μέχρις εκεί, δεν διάβαζε ποτέ του τις σελίδες, αρχή, μέση και τέλος, δεν ήξερε ποτέ του την ουσία, τα πώς και τα γιατί, τι κατέβαζε η γκλάβα του συγγραφέα, ήξερε όμως καλά όλες τις κυκλοφορίες και όλες τις πληροφορίες, σαν “βιβλιοασφαλίτης”, που είναι ελάχιστα πιο αξιοσέβαστο επάγγελμα από το σχεδόν χειρότερο του κόσμου, αυτό του βιβλιοασφαλιστή, διότι υπάρχει κι ο απόλυτος πάτος, το επάγγελμα του βιβλιοβασανιστή, που για όλα αυτά θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά που θα μ' έχει πιάσει ανάλογη βλακεία. 


ΥΓ. Είμαι φίλος της φίλης του Μπεν. 


19 Οκτ 2014

H Αποπάνω

Η Αποπάνω, συμπληρώσασα (να κι αν είν' σωστή η μετοχή, να κι αν δεν είναι...) χρόνους πολλούς σκληρής και αφοσιωμένης εργασίας, θέλοντας και μη αναγκασθείσα να συνταξιοδοτηθεί, ξυπνούσε κάθε πρωί, έρημη, μοναχή, στο ρετιρέ της, τη θέα από το οποίο αδυνατούσε ν' απολαύσει, πόσο κανείς τα πουλιά και τον ουρανό πια να κοιτάξει; βαριότανε βλέπεις, γραία και συνταξιοδοτημένη, ευρισκόμενη τόσο ψηλά, δίχως ένα απέναντι μπαλκόνι σαν κι αυτά που είχε ακούσει ότι παλαιόθεν είθισται να βγαίνουν και να κάθονται άλλοι συνταξιοδοτημένοι, είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί και να πίνουνε καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν κοιτώντας κατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, που κι αυτοί είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί πίνουν καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν και αντικοιτούν αντικατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, τέλος πάντων θέλω πω πως η Αποπάνω δεν είχε κανέναν απέναντι από το ρετιρέ της να κοιτάζει αλλά και να την κοιτάζει, μόνη της χαρά και ενδιαφέρον και περηφάνεια ο απέραντος χώρος της οικίας της, του ρετιρέ της, τόσα τετραγωνικά, τόσος ΕΝΦΙΑ πάντα στην ώρα του πληρωμένος και έπιπλα από τα καλά, που πάνω τους, στις καλές εποχές, κάθισαν τα παχουλά πλειστάκις κρυφίως αεριζόμενα εξέχοντα οπίσθια όλης της καλής κοινωνίας, τώρα όμως που εσυνταξιοδοτήθη ουδείς την ενθυμείται, ουδείς εχει ανάγκη τις επαγγελματικές της υπηρεσίες, κι έτσι η Αποπάνω άλλο τι να κάμει καθημερινώς δεν έχει πέρα από το να σηκώνεται κάθε πρωί και να καθαρίζει το σπίτι, να μετακινεί τα έπιπλα, να χτυπάει τα χαλιά, φορώντας πάντα παπούτσια με τακούνι, και αφού τελειώσει το συγύρισμα, ξαναμετακινεί τα έπιπλα, άλλωστε τόσο χώρο έχει, κρίμα να πηγαίνει χαμένος, μέχρι που μια μέρα, Κυριακή ήτο, θυμούμαι, 19 του Οκτώβρη, Ιωήλ Προφήτου, Ουάρου μάρτυρος, Μνάσωνος επισκόπου Ταμασού Κύπρου, που έχει γενέθλια και μια παλιόφιλη και συμμαθήτρια του γράφοντος, χτύπησε το κουδούνι κι η Αποπάνω εχάρη, εις επισκέπτης την ενεθυμήθη, αν και απροειδοποίητα, αααα, μα δεν θα παραλείψει να τον επιπλήξει, έσιαξε την ούτως ή άλλως άψογη κουπ της βιαστικώς εις τον καθρέφτη του πορτμαντό εις το χολ κι άνοιξε παραλείποντας να κοιτάξει από τον οφθαλμίσκο της πόρτας, μέγιστο ολίσθημα, αν το είχε πράξει σίγουρα θα είχε επιζήσει, διότι θα είχε δει η Αποπάνω τον Αποκάτω που τον λέγαν Πάνο και που μην αντέχοντας άλλο τα τακούνια και το συγύρισμα και την καθημερινή μετακίνηση και το σούρσιμο των επίπλων είχε πάρει απόφαση να τη δολοφονήσει.
Κι έτσι πήγε η γραία Αποπάνω, ούτε από πέσιμο ούτε από χέσιμο, αλλά από Πάνο.

11 Οκτ 2014

Lost in the supermarket

Πήρε να γράφει πάνω σε ένα δελτίο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης για τις αυξήσεις στα εισιτήρια του ΟΑΣΘ:
“Καμιά φορά, φαντάζομαι οδοφράγματα στα σουπερμάρκετ. Κι εγώ ψυχοπαθής δολοφόνος. Σαν βιντεογκέιμ. Αλλά ψηλός, σωματαράς, ξανθομάτης, γαλανομάλλης. Ζωσμένος με απορρυπαντικά προχωρώ σε μαζικές εκκαθαρίσεις καταναλωτών που δεν ξέρουν τι θέλουν, αλλά τα θέλουν όλα, τη στιγμή που εγώ ξέρω τι θέλω και πώς να το πάρω επίσης. Πίσω από τα αλλαντικά εκτοξεύω σαλάμια σκόρδου, παστουρμάδες και ροκφόρ, παρακεί στα μπαχαρικά πέφτουν δακρυγόνα και σπρέι πιπεριού, λίγο πιο κει αέρια μουστάρδας, τρέχουν στους διαδρόμους αίματα απο το κέτσαπ. Φτιάχνω ναρκοπέδια με μπανανόφλουδες. Εκτοξεύω γιαούρτια, ντομάτες. Παίρνω μπόμπες από την κάβα, κάποιες τις πίνω, άλλες τις χρησιμοποιώ για να ξεκάνω άμαχο πληθυσμό. Στα χαρτιά υγείας, κρύβομαι και καθαρίζω τις πληγές μου, γεμίζω υγεία, επουλώνονται τα τραύματά μου. Κλάματα, οδυρμοί, παρακάλια. Πετώ στα θύματά μου χαρτομάντιλα έξτρα απαλά και σαμπουάν μπέημπι σαμπού ουρλιάζοντας “όχι πια δάκρυα, καθάρματα”. Τίποτε δεν με κάνει να αναθεωρώ. Ελεος κανένα για κανέναν. Προστατευμένος στο -ουάν νάητ- σταντ με τα προφυλακτικά, ετοιμάζομαι να τελειώσω: Θα τους ξεκάνω όλους. Ενας απ' όλους αυτούς -μπορεί και όλοι- μού έκλεψε τη σειρά. Δεν είναι ότι βιαζόμουν κυριε Πτώμα μου και κυρά-Πληγωμένη μου, όχι, τι να βιαστώ, δεν έχω κάτι να κάνω. Αλλά να, πέρα από το αίσθημα περί δικαίου που με διακατέχει και που ευτυχώς δεν πνίγει εμένα αλλά εσένα, γουστάρω να τα κάνω όλα λίμπα”.
Εβαλε τελεία, έβγαλε αναστεναγμό και πόνο, έβαλε να δει παλιά επεισόδια Κάντυ-Κάντυ.


8 Οκτ 2014

O σεκιουριτάς τι σχέση έχει;

Εκείνον τον καιρό δούλευε σεκιουριτάς σε ένα πολυκατάστημα, ναι, φυσικά, τον κύριο Πάνο, τον φονιά, τον είχε προσέξει, δουλειά του ήταν άλλωστε, που πήγαινε καθημερινά και ξεφύλλιζε βιβλία, λίγη ώρα το καθένα, πολλά μαζί κάθε φορά, τα έπιανε με τη σειρά στο ράφι, ένα-ένα τα έβγαζε και τα έβαζε πάλι πίσω, μα δεν αγόραζε ποτέ κανένα, γελούσαν όλοι στο μαγαζί, πωλητές και σεκιουριτάδες, με τον κύριο Πάνο, βλαμμένος αλλά άκακος λέγανε, πού να ξέρανε, όχι μόνο ότι ήξερε τι λέγαν γι' αυτόν πίσω από την πλάτη του, πού να ξέρανε ότι ήτανε φονιάς, και μάλιστα κατά συρροήν, όχι μανιακός ωστόσο, ανιαρός περισσότερο, εξ ανάγκης και ουχί καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα, ανιαρός δολοφόνος κατά συρροή, που άλλο τίποτε της προκοπής δεν είχε να κάνει στη ζωή πέρα από το να ξεφυλλίζει βιβλία, αγαπημένο του είδος η βιογραφία κι επειδη τις είχε διαβάσει όλες όλων των σημαντικών προσωπικοτήτων, άρχισε να διαβάζει βίους αγίων, βιογραφικά συγγραφέων γραμμένα στ' αυτάκια των βιβλίων και βιογραφικά αιτήσεων για εργασία που έβρισκε πεταμένα στα σκουπίδια, διότι δεν είχε δική του ζωή, σημαντική, ξεχωριστή, εντούτοις ήθελε διακαώς να αυτοβιογραφηθεί και σκεφτόταν να κλέψει από τα βιογραφικά των άλλων που τα διάβαζε καθώς σκότωνε το χρόνο και την ώρα του στους δρόμους, στα βιβλιοπωλεία και στα πολυκαταστήματα, θα την ονόμαζε "Αναζητώντας τον σκοτωμένο χρόνο" ή "Βίος και πολιτεία μιας δολοφονημένης ώρας".  

6 Οκτ 2014

Μούσα, σας βαρέθηκα

Καθισμένος στο γραφείο μου βαριόμουν. Το βιβλίο που διάβαζα, πάνω από χίλιες τόσες σελίδες, μου 'χε πέσει κομματάκι βαρύ. Βαριέμαι τον αθλητισμό, το ξέρεις, και κυρίως την άρση βαρών και την άρση βαριών βιβλίων, τούβλων δηλαδή, που κάνουν και για την οικοδομή, αλλά και βαρέων νοημάτων, όσο από ένσημα ούτε ένα βαρέο και ανθυγιεινό δεν κόλλησα ποτέ μου, τα τελευταία χρόνια μάλιστα ούτε καν από τα ελαφριά σαν πούπουλο δεν έτυχε να κολλήσω -περίεργο που τις αρρώστιες και τα ένσημα αμφότερα τα κολλάμε- κι όχι, δεν ήταν από βαρεμάρα. Εσχάτως μέχρι και την άρση μπιρών βαρέθηκα, γέρασα, δεν το σηκώνω πια το πολυ το αλκοόλ. Καθισμένος στο γραφείο μου, ηθελα εδώ και ώρα αλλά βαριόμουν να κινηθώ προς τα δεξιά, άλλωστε το έκανε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ καλύτερα από μένα. Κι όπως ήταν αναπόδραστη αναγκαιότητα για το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να κινηθεί προς τα δεξιά, προκειμένου να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή, έτσι ήταν ζωτικής σημασίας για την ψυχική μου ευφορία να κυλήσω ελαχίστως την τροχήλατη καρέκλα μου προς τα δεξιά, τόση δα μικρούλικη κίνηση να κάμουν τα ροδάκια, σαν να λέμε από τα έξω δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τα έξω αριστερά της ΔΗΜΑΡ, προκειμένουν να υπάρξει μουσική αλλαγή, διότι είχα βάλει από το πρωί να παίζει στο repeat ένα σιντί των Μιουζ -που, τι παράξενο, σημαίνει Μούσα, είναι δυνατόν να βαρεθεί κανείς τη Μούσα και τα μούσια (του); τριχες δηλαδή- κι είναι αλήθεια πως μετά από τόσες ακροάσεις, δεν θέλει και πολύ να γίνει η στραβή, είχα βαρεθεί τη ζωή μου, σε σημείο τέτοιο που να λέω πού το 'χω το πιστόλι, κάπου σ' εκείνο το ντουλάπι στ' αριστερά μου, αλλά δεν βαριέσαι, πού να ξεσηκώνεσαι τώρα και να παίρνεις τα όπλα, κάνε λίγο τη ρόδα δεξιά και άλλαξε cd, να ομορφύνει η ζωή, και για δες που ξεκίνησα να γράφω, κυριολεκτικά, από βαρεμάρα, και κατέληξα να γράφω αλληγορικά και τάχαμου πολιτικά...

ΥΓ. Ναι, σωστά κατάλαβες, τελείωσαν οι μπαταρίες του τηλεκοντρόλ του στερεοφωνικού, νομίζω επί κυβέρνησης Κωστάκη, και βαριέμαι να τις αλλάξω...

5 Οκτ 2014

Δυο τύποι σ' ένα μπαρ

Δύο τύποι κάθονται σ' ένα μπαρ, ψέματα, στην πραγματικότητα στέκονται, παρκαρισμένοι θαρρείς έξω από το μπαρ, κοιτούνε μέσα, κόσμος μπαίνει βγαίνει, αυτοί ασάλευτοι, φαντάζονται πως κάθονται στο μπαρ και πίνουν το ποτό τους, πίνουν, καπνίζουν, συγγνώμη, λέει ο ένας, μήπως σας ξέρω από κάπου; από πού; αναρωτιέται ο άλλος, αλλά, ναι, οπωσδήποτε, μού είστε γνωστή φυσιογνωμία, πού υπηρετήσατε στο στρατό; δεν ήταν στο στρατό, όχι, συζητώντας και ρωτώντας τα εξαντλήσανε όλα, πιθανά και απίθανα, πού μπορεί να είχαν γνωριστεί και δεν το βρίσκανε, εντέλει μήπως σας ονειρεύτηκα προχθές; πέταξε σχεδόν απελπισμένα ο ένας, δεν ξέρω, δεν συνηθίζω να συχνάζω στα όνειρα των άλλων, απάντησε ο άλλος, μα πώς, επέμεινε ο ένας, σας είδα, εκεί σας είδα στο όνειρό μου, ξεφλουδίζαμε και στρίβαμε μαζί κάτι... - κάτι φυστίκια; τον διέκοψε φωνάζοντας ο άλλος, ναι-ναι, τώρα σας ενθυμούμαι, βεβαίως, φυστίκια στρίβαμε, μα δεν ήταν δικό σας όνειρο αυτό, ήταν δικό μου, από κει σας ξέρω, σας είδα στο όνειρό μου να ξεφλουδίζουμε και να στρίβουμε μαζί τα τσόφλια από τα φυστίκια, και να τα καπνίζουμε ναι! Ω μα ήταν το ωραιότερο φτιάξιμο της ζωής μου, και δεν μπορούσες πια να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλο που είχαν δει κι οι δυο το ίδιο όνειρο ακριβώς, και στο κοινό τους όνειρο είχαν γνωρίσει ο ένας τον άλλον και το πήραν πρέφα μέσα στο μπαρ όπου φαντάζονταν ότι πίνανε ποτά καθώς στέκονταν στην πραγματικότητα κι οι δυο έξω απ' αυτό, ακίνητοι, παρκαρισμένοι, ανέλπιδοι, έχοντας άγνοια ο ένας για την ύπαρξη του άλλου αλλα και για το γεγονός ότι αμφότεροι ζούσαν τον ίδιον εφιάλτη.


1 Οκτ 2014

Το λειτούργημα και η μετεξέλιξή του σε καιρό πολέμου (τυχαία συνέχεια εκ του προηγουμένου)

Σύντομα, ξέσπασε πόλεμος. Στον πόλεμο αυτόν κατέρρευσαν όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι. Από τα παλιά επαγγέλματα τα μόνα που επιβίωσαν ήταν αυτά του μπάτσου, του ρουφιάνου, του λιβελογράφου και του χειροκροτητή. Επίσης άντεξαν οι σε προηγούμενη ανάρτηση αναφερθέντες παραποιητές – παραφραστές, όχι μόνο άντεξαν δηλαδή, αλλά γνώρισε τέτοια άνθηση ο κλάδος που σύντομα δημιουργήθηκε ανάγκη για όλο και περισσότερους από δαύτους, αλλά και για τη μετεξέλιξή τους σε παρερμηνευτές - αποψάκηδες επιπαντοσεπιστητοιούτους. Κάποιοι απ' αυτούς ήσαν παλιοϊδεολόγοι, άλλοι ιδεοκώλοι, κάποιοι κωλολόγιοι και πολλοί εξ αυτών φραγκοφονιάδες, οι οποίοι ρίχνονταν με τα μούτρα, με περίσσειο θάρρος και θράσος, στον πόλεμο χαρακωμάτων που είχε ξεσπάσει, ο καθείς από το δικό του μετερίζι, γραφείο, οθόνη, και ερμήνευε την πραγματικότητα κατά το δοκούν ή κατά παραγγελία. Η δόλια η πραγματικότητα στη μέση, παρερμηνευμένη, παραβιασμένη όσο και η λογική, γινόταν στόχος κάθε είδους βόμβας, πότε τύπου hot bomb από τη μια και πότε τύπου protabomb από την άλλη, η κάθε πλευρά είχε την τεχνολογία της βλέπεις, το διόλου μυστικό συστατικό της οποίας ήταν τα σκατά, τα οποία εντέλει, καθώς οι βόμβες πέφταν βροχή πότε απ' εδώ και πότε απ' εκεί, γίναν βασικό συστατικό της πραγματικότητας όλων. Και το χειρότερο; Σύντομα, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα παρουσιαζόταν έλλειψη σε κωλόχαρτο, θα στερεύανε τα καζανάκια και το σκατό μας θα γινόταν παξιμάδι.

Εγώ; Όπως τα λέει ο διάσημος σαϊεντολόγος στο βίντεο