31 Οκτ 2011

Ωδή στα βιβλία που χαθήκανε νωρίς

Δεν είμαι κομμουνιστής και έχω τέσσερις αποδείξεις για αυτό: τα τέσσερα βιβλία που μου ‘χουν ψειρίσει (ή ξεχάσει να επιστρέψουν) τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι: κατά σειρά εξαφάνισης, τη «Λάμψη» του Κινγκ η ξαδέρφη μου, τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ άγνωστο ποιος κάλπης συμφοιτητής μου, υπάρχουν τρεις τέσσερις ύποπτοι που ο ένας ρουφιανεύει τον άλλον, τους «Αναστημένους» του Ράνκιν μια σειρούλα στο στρατό, την «Αδερφή» του Μπάροουζ ένας φίλος που αφού έχασε το βιβλίο χάθηκε κι αυτός. Αν κάποιος απ’ αυτούς με διαβάζει τώρα, πράγμα πλέον πιθανό, καθότι έχω αρχίσει να γίνομαι πολύ γνωστός, σίγουρα εκτός από αποτυχημένο κομμουνιστή θα με θεωρεί και μνησίκακο, ή έστω μνησίβιβλο ή μνησίχαζο.

30 Οκτ 2011

Ανώφθηνη δήλωση

Ο καρδαροχύστης πανικογάλεται στην προακουστική λαμπρής μεσοτυχίας, γηριώθει αναγούλα όταν δυστυγχάνει αναβίσης όμοιας με της Αννας Γνωρίσση. Ο καρδαροχύστης κλασομπανιέρας καρδαροχέζεται είτε από δειλία είτε από χαρά και ψαχνοτροπίζει για την κατευθεία τού προσβεβλημένου ανφάς σουβλάκια να ‘ναι χωρίς κρεμμύδι.

29 Οκτ 2011

Κωλοτρυπίδες

Θα πω κάτι αντιδημοκρατικό: θεωρώ υπερεκτιμημένες τις απόψεις. Προτιμώ τα γεγονότα. Θεωρώ ηλίθιο να συγχέονται οι απόψεις με τα γεγονότα. Σε κάποιες περιπτώσεις δε αυτή η σύγχυση είναι -εκτός από ηλίθια- και επικίνδυνη, όπως στην περίπτωση του δελτίου ειδήσεων του Μέγκα, που τιτλοφορείται «Μέγκα Γεγονότα» ενώ θα έπρεπε να τιτλοφορείται «Μέγκα Απόψεις».
Γεγονός είναι λοιπόν ότι τη χώρα δυόμισι χρόνια κυβερνά το ΠΑΣΟΚ. Αν κυβερνά καλά ή άσχημα, είναι μια άποψη. Γεγονός επίσης, σύμφωνα με τους αριθμούς, είναι ότι αυτά τα δυόμισι χρόνια η ζωή των Ελλήνων έχει γίνει δυσκολότερη, οι δείκτες ανεργίας ανεβαίνουν, αυξάνονται οι φόροι, μικρομεσαίες επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οι μισθοί και οι συντάξεις μειώθηκαν, έχει μπει φρένο στην επιχειρηματικότητα και στην ανάπτυξη και άλλα πολλά που βαριέμαι να παραθέσω. Αν αυτά συμβαίνουν καλώς ή κακώς είναι μια άποψη. Αν αυτά ήταν (είναι) αναπόφευκτα είναι μια άποψη. Αν αυτά αποτελούν (ή όχι) το μοναδικό τρόπο διάσωσης της χώρας είναι μια άποψη.
Γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές έχοντας υποσχεθεί άλλα. Οι δικαιολογίες που το ίδιο και οι υποστηρικτές του προβάλλουν για να δικαιολογήσουν την ανακολουθία μεταξύ προεκλογικών δεσμεύσεων και μετεκλογικών πράξεων είναι απλώς… δικαιολογίες. Οι ανακολουθίες και τα ψεύδη του ΠΑΣΟΚ αποτελούν γεγονός. Το γιατί είναι ανακόλουθο και ψεύδεται αποτελεί μια άποψη.
Γεγονός είναι ότι κάθε κυβερνητικό (τροϊκανό) μέτρο έχει μέχρι στιγμής αποτύχει, οδηγώντας στην υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων. Το ότι για την αποτυχία αυτή ευθύνεται ο ελληνικός λαός που αντιδρά στις μεταρρυθμίσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι κουκουλοφόροι είναι μια εκτίμηση, μια άποψη, η οποία μάλιστα προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες στις δυνάμεις των προαναφερθέντων πολιτικών φορέων. Το ότι ενδεχομένως θα είχαμε καταστραφεί ήδη αν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε υιοθετήσει αυτά τα μέτρα αποτελεί επίσης μιαν υπόθεση, άποψη, μια εκτίμηση, και όχι ένα γεγονός.
Γεγονός είναι ότι μεταπολιτευτικά είχαμε διαδοχή δύο κομμάτων στην εξουσία, γεγονός είναι πως για να μπούμε στην ΟΝΕ τα νούμερα του Σημίτη μαγειρεύτηκαν (καλώς ή κακώς, είναι μια άποψη), γεγονός είναι ότι ξοδέψαμε πάρα πολλά λεφτά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (καλώς ή κακώς, είναι μια άποψη). Η συνυπευθυνότητα για όλα αυτά αποτελεί μιαν (κατ’ εμέ εσφαλμένη) άποψη: δεν συγκυβερνούσαμε ποτέ για να είμαστε συνυπεύθυνοι. Αλλά αυτό που μόλις είπα είναι μια άποψη.
Γεγονός είναι ότι χτες στη Θεσσαλονίκη ματαιώθηκε η στρατιωτική παρέλαση. Καλώς ή κακώς, είναι μια άποψη. Ντροπή ή όχι, είναι μια άποψη. Γεγονός είναι ότι οργανωμένες ακροδεξιές ομάδες δεν είδα εκεί, οργανωμένα μπλοκ που είδα: ΣΥΡΙΖΑ, αριστεριστές, Πρωτοβουλίες δασκάλων – καθηγητών, Αρδην-Ρήξη, Ηρακλειδείς, Κίνηση «Μίκης Θεοδωράκης», «Αγανακτισμένοι». Οι άνθρωποι που συναπαρτίζανε αυτά τα μπλοκ ήταν λίγοι. Κι αυτό το είδα. Όμως είδα πολλές χιλιάδες κόσμου με τα μάτια μου να κάνουν ντου στο δρόμο. Αν αυτό είναι μια βίαια, καταδικαστέα κίνηση, είναι μια άποψη. Χιλιάδες κόσμου είδα αργότερα και στις τηλεοπτικές εικόνες. Αρα το να καταλογίζεις ευθύνη για τα χτεσινά είτε στην ακροαριστερά, είτε στην ακροδεξιά, ή δεν ξέρω σε ποιαν άλλη ακραία μειοψηφία, δεν αποτελεί απλώς μια εσφαλμένη άποψη, αποτελεί προπαγάνδα και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τις εικόνες που τα ίδια τα ΜΜΕ μεταδίδουν. Το να τα θεωρείς όλα αυτά επικίνδυνα για το πολίτευμά μας είναι μια άποψη.
Γεγονός είναι ότι μέσα σε αυτό το μεγάλο και ανομοιογενές πλήθος εκδηλώνονταν κάθε είδους συμπεριφορές: ακραίες, βίαιες, γραφικές, πολιτικά ορθές, ρεφορμιστικές, επαναστατικές, συγκρουσιακές, εθνικιστικές, αντιεθνικιστικές, αριστερές, δεξιές, απολίτικες, αντιεξουσιαστικές. Δεν μιλάμε για ένα ομοιόμορφο, προδιαμορφωμένο πράγμα, αλλά για την αντίδραση που προκαλούν τα πασοκικά μέτρα στο σύνολο της κοινωνίας. Αυτή δεν έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ούτε είναι δεδομένο ότι θα κινηθεί αριστερά ή δεξιά, αν θα έχει συνέχεια, ή αν θα είναι μια απλή εκτόνωση. Μην ψάχνεις σε όσα συμβαίνουν οδηγίες χρήσης.
Γεγονός είναι ότι κάτι συμβαίνει. Γεγονός είναι ότι κατι συμβαίνει ενάντια σε αυτά που ΠΑΣΟΚ και τρόικα προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Αποψή σου (και επιλογή σου) είναι αν θα επιτρέψεις την επιβολή αυτή (γιατί ενδεχομένως, κατά την άποψή σου, όλα αυτά είναι θετικά και αναπόφευκτα) ή αν θα αντιδράσεις γιατί θεωρείς ότι πλήττεσαι ταξικά. Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή αντίδραση, αριστερά ή δεξιά, είναι και πάλι μια άποψη.
Μια κωλοτρυπίδα. Ολοι έχουμε από μία.

22 Οκτ 2011

Μαζιστάρ

Είχα σκοπό να σου πω για κείνη την απαστράπτουσα κοπελιά, που είδα σήμερα στο βιβλιοπωλείο, η οποία δυστύχαινε της συνοδείας πράγματος τινός, αποκαλούμενου και χίπστερ, με μύστακα παχύ, ξεπλυμένο βυσσινί παντελόνι και γυαλί ηλίου, ξεφύλλιζε τάχαμου βιβλία, η δε απαστράπτουσα φορούσε ένδυμα ταυτότητας αγνώστου, ήτο φουστάνι; ήτο παντελόνι; παντελόνι που φουστίζει ή φούστα με μπατζάκια; μέσα στο ακαθόριστο ετούτο ένδυμα το σώμα της δεν διαγραφόταν το λοιπό, παρεκτός το πρόσωπο, λίαν εκθαμβωτικό, κι ένας καταπληκτικός, φιδογυριστός κότσος, βαλμένος στην αριστερά πλευρά της κεφαλής - του πράματος, του συνοδού, με το μουστάκι το παχύ σαν βούρτσα (άραγε υποκαθιστόν το πάχος της πούτσας, φτηνό τ’ αστείο, το γνωρίζω) ένιωσα μια ορμή να του χιμήξω ως άλλος ΚΝΑΤ, ως άλλος μπαχ, ως άλλος εντέλει ΜΑΤ, αλλά κατόπιν αποφάσισα, καταπώς το συνηθίζω, με δεξί κλικ πάνω στο «Σακης Σερέφας» να γκουγκλίσω, βρήκα μια ανάρτηση παλαιά, ενός εξέχοντος ιστολόγου, στην οποία σχολίαζαν κατά δεκάδες λοιποί εξέχοντες ιστολόγοι, σχετικώς με κάποιο σχόλιο του όρου αναζήτησής μου για τα μπλογκ και την ανωνυμία των ιστολόγων, και έπνεαν εν χορώ τα μένεα εναντίον του, έχοντας εν πολλοίς δίκιο, ωστόσο ενοχλήθηκα τα μάλα και θεώρησα ότι στήσανε μια εικονική κρεμάλα και λέγανε εναντίον του αλλαγιάλλα της Παρασκευής το γάλα, με διάθεση ρουμπωτική και απαξιωτική, αφρίζανε, αφόριζαν και λέγαν «ποιος είναι ετούτος ο Σερέφας;» και «σιγά τον συγγραφέα, εγώ δεν τον εξεύρω», λες και το κύρος και κυρίως το έγκυρον μιας γνώμης έχει να κάνει με τη δημοφιλία, αναγνωρισιμότητα και το ποσοστό αποδοχής στα γκάλοπ της ΕμΑρΜπί - ακόμη χειρότερο, σχετικώς με τις απόψεις αυτές, ήταν το στιλ «για να μην τον έχω πάρει πρέφα τον Σερέφα, πάει να πει ότι πρόκειται περί συγγραφέως μπουχέσα», το οποίο επίσης κρύβει έτερον κίνδυνο ότι μόνον οι συγγραφείς αποδοχής είναι της προκοπής, πρόσωπο κοινής αποδοχής πριν λίγα χρόνια ήταν κι ο Γιωργάκης, και τέλος πάντων ξάφνου ο χίπστερ με το παχύ μουστάκι σαν τη βούρτσα το υποκαθιστόν την πούτσα έφυγε για τσιγάρα, και αντί να χιμήξω προς τον αντικειμενικό σκοπό, την απαστράπτουσα κορασίδα με την τρελή κοτσίδα, τον πήρα κατά πόδας, τον έπιασα απ’ το μαλλί, του έσπασα το γυαλί και τού σκισα το παντελόνι Λι το βυσσινί. Τα 'χε κάνει απάνω του ο κακομοίρης: είμαι σκατά της βίας, απ' όπου κι αν προέρχεται, μού είπε. (ναι, ξέρω το 'χω ξαναχρησιμοποιήσει αυτό το αστειάκι, επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως, κι αυτό το 'χω ξαναπεί)

15 Οκτ 2011

Στο ψυχομάρκετ

Περαστικός απ’ το Τολέδο, πίνοντας εσπρεσοφρέδο, στάθηκα έξω απ’ τη εκκλησιά, κόσμος να μπαινοβγαίνει, μπήκα κι εγώ, τι να δω, είχε γίνει ο ναός ίντερνετ καφέ, χιλιάδες δικτυωμένοι μιλούσαν μεταξύ τους πριβέ στα chat rooms, και στο ιερό ένας μοντέρνος παπάς, με χίπικο ράσο και high μαλλί με την κιθάρα στην χείρα να παίζει αφιερωμένο σε κάποια παρούσα ζωντοχήρα ένα τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το ίδιο που άκουγε μειράκιον πανωκάτω τρεχούμενο φορώντας ακουστικά σε σχήμα παπαρούνας, η μαμά του οποίου δίδασκε στο γυναικωνίτη για κάθε καλό κορίτσι από σπίτι μοντέρνες μεθόδους μακραμέ, τολοιπόν πάτησα το κόκκινο κουμπί, συνδέθηκα στο ιντερνέτ, έλαβα μήνυμα το προγνωστικόν του καιρού και χρεώθηκα ευρώ ένα κόμμα σαράντα, chatίστηκα, ήταν κοροϊδία, προφανής ληστεία, ετούτη είναι του κέρδους εκκλησία, δηλαδή του chatανά, δεξιά στο ψαλτήρι είδα κάτι βιβλία, δερματόδετα, σε σχήμα και μέγεθος κύβου κνορ, 12 ευρώ το ένα, λίγο πριν την έξοδο, στον πρόναο, μάζεψα από χάμου χαρτί τσαλακωμένο, λερό, χιλιοποδοπατημένο, να τ’ αποθέσω στον κάλαθο των αχρήστων, τι κάνετε κύριε, με επέπληξε η ταμίας, το πληρώσατε πριν το πετάξετε;

13 Οκτ 2011

Πώς προφέρεται το τέλος
ή
Η τέλεια προφορά

Aujourd'hui, dans le cours de français η μαντμαζέλ Κολέτ επισταμένως ζήτησε να διαβάζουμε περισσότερο και να μαθαίνουμε το λεξιλόγιο και την κλίση των ρημάτων γιατί, όταν πάμε στο Παρίσι, δεν θα κυκλοφορούμε με το λεξικό και την μπεσερέλ στο χέρι, και μέσα μου σκέφτηκα χριστέ μου τι καταπληκτική ιδέα, για βιβλίο, για ταινία, τι καταπληκτική ιδέα γενικότερα, ένας τύπος που ζει διαρκώς με το σενάριο του βίου του ανά χείρας, με μια προγραμμένη, προκαθορισμένη και ετεροκαθορισμένη βιογραφία του, και ξέρει ανά πάσα στιγμή πού θα σταθεί, πού θα βρεθεί, τι θα του συμβεί και ανά πάσα στιγμή, όπου σταθεί, όπου βρεθεί, ό,τι κι αν του συμβεί θα ξέρει τι να πει, πώς να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις, με το βιολυσάρι στα χέρια, ακολουθώντας πιστά το σενάριο, χωρίς εκτροπές, περιττούς αυτοσχεδιασμούς και πρωτοβουλίες, ώσπου μια μέρα απλώς θα φτάσει στην τελευταία σελίδα κι εκεί θα γράφει

FIN

To οποίο τελικά ρε φίλε δεν προφέρεται φιν, αλλά περίπου φαν, στο λέω να το ξέρεις…

8 Οκτ 2011

Για την κρίση στη σωβρακοποιία

Ενας φίλος μού είπε την ακόλουθη ιστορία: μια φορά κι έναν καιρό σε μια επαρχιακή πόλη υπήρχαν δύο εργοστάσια που έφτιαχναν σώβρακα. Δεν ήταν ούτε τα καλύτερα σώβρακα του κόσμου, ούτε και οι πωλήσεις των δύο εργοστασίων ήταν οι μεγαλύτερες στον κόσμο. Ωστόσο το κάθε εργοστάσιο είχε το αγοραστικό του κοινό. Το ένα, βλέπεις, ειδικευόταν στα φαρδιά σώβρακα σε φάση μπόξερ, το άλλο στα στενά σώβρακα σε φάση σλιπάκι. Ανάλογα τι τον βόλευε να φοράει, ο καθείς αγόραζε πότε απ’ το ένα και πότε απ’ το άλλο εργοστάσιο, δεν ήταν λίγες οι φορές δε που κάποιοι αγόραζαν σώβρακα και από τα δύο, για σφαιρική κατοχή σωβράκων, τόσο στενών όσο και φαρδιών. Το πρώτο εργοστάσιο, παλιότερο, είχε ίσως περισσότερα προβλήματα, παρότι τα σώβρακά του ήταν βαριά σαν ιστορία. Οι εργαζόμενοί του συχνά μένανε απλήρωτοι. Οι εργαζόμενοι στο δεύτερο εργοστάσιο σωβράκων, το νεότερο και λιγότερο ιστορικό, θεωρούνταν τυχεροί, διότι τ’ αφεντικό αγαπούσε πολύ τους εργαζόμενούς του, οι οποίοι μάλιστα χαϊδευτικά τον προσφωνούσαν «κυρ-Μήτσο». Φρόντιζε δε ο κυρ Μήτσος, βρέξει χιονίσει, τα μιστά των υπαλλήλων του να καταβάλλονται στην ώρα τους. Τα δύο εργοστάσια γνώριζαν πολύ καλά ότι η επιβίωση του ενός εξαρτούταν από την επιβίωση του άλλου, αντιλαμβάνονταν ότι η πόλη είχε ανάγκη τα σώβρακα και των δύο και τέλος πάντων κουτσά στραβά υπήρχε μια ισορροπία, τα χρόνια κυλούσαν όμορφα, κι αν ένας σωβρακοποιός για κάποιον λόγο έφευγε απ΄ το ένα εργοστάσιο ήξερε ότι πάντα θα μπορούσε να βρει δουλειά στο άλλο εργοστάσιο σωβράκων.
Ωσπου μια αποφράδα ημέρα ενέσκηψε το ΠΑΣΟΚ και μαζί με αυτό ενέσκηψε η κρίση. Είχαν ψιλοβολευτεί εδώ που τα λέμε κάπως τα δύο σωβρακοποιεία, δεν οσμίζονταν τις τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις που έθεσαν τις βάσεις για τη σωβρακοποιία των πολιτών, όπου πλέον ο κάθε πολίτης μπορούσε μόνος του να φτιάξει το δικό του σώβρακο. Ζόρισαν πολύ τα πράγματα. Μπροστά στην κρίση και στις μειωμένες πωλήσεις σωβράκων, τα αφεντικά των δύο εργοστασίων αποφάσισαν να πάρουν δραστικά μέσα: στο πρώτο, το παλαιότερο, τους ούτως ή άλλως κακοπληρωμένους εργαζόμενους η εργοδοσία σταμάτησε να τους πληρώνει. Μήνες απλήρωτοι παρήγαγαν όλο και χειρότερης ποιότητος σώβρακα. Στο άλλο εργοστάσιο, το νεότερο, ο κυρ Μήτσος, το καλό αφεντικό, αποφάσισε να προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις. Σοκ και δέος για τους μέχρι τότε ευχαριστημένους υπαλλήλους. Δεν ξέρανε πώς να αντιδράσουν, δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους συμπεριφορά από την εργοδοσία. Το σωματείο, διότι οι εργαζόμενοι στα δύο σωβρακοποιεία είχαν από καιρό φτιάξει ένα σωματείο, βρέθηκε ξαφνικά με δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Διότι ευθύς εξαρχής θεώρησε καλό να αντιμετωπίσει διαφορετικά τις δύο υποθέσεις, θεωρώντας ότι τα προβλήματα στα δύο εργοστάσια είναι διαφορετικά. Δεν πρόβαλλε κάποιου είδους κοινή δράση, κοινά αιτήματα απέναντι στο ίδιο ουσιαστικά φαινόμενο: την εργοδοτική αυθαιρεσία και την εργοδοτική επιθυμία για διατήρηση των κερδών με θύματα τους εργαζόμενους.
Αλλά κι αυτοί, οι εργαζόμενοι, αγρόν ηγοράζαν. Οι του μεν εργοστασίου κατηγορούσανε τους συναδέλφους του δε εργοστασίου. Οι απλήρωτοι λέγανε για τους απολυμένους: «Ε, αυτοί τουλάχιστον απολύθηκαν, πήρανε την αποζημίωσή τους, τι άλλο θέλουν πια; Εμείς εδώ είμαστε απλήρωτοι». Οι απολυμένοι λέγανε για τους απλήρωτους «Ε, αυτοί τουλάχιστον δεν απολύθηκαν, έχουν μια δουλειά, κάποια στιγμή θα τα πάρουν τα δεδουλευμένα. Εμείς εδώ δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα». Υπήρχαν κάποιοι, είτε απλήρωτοι, είτε απολυμένοι, που κατηγορούσαν τους άλλους, είτε απολυμένους, είτε απλήρωτους, ότι έχουν και άλλα εισοδήματα από κάποιο χωράφι, ότι είναι από οικογένεια πλούσια και δεν έχουν ανάγκη, ενώ δεν έλειπαν κι αυτοί, είτε απολυμένοι είτε απλήρωτοι, που ισχυρίζονταν ότι τα καλύτερα σώβρακα ήταν τα δικά τους κι αυτοί αξίζουν να εργάζονται και να πληρώνονται για αυτά, σε αντίθεση με τους άλλους, τους χάλια σωβρακοποιούς, που δεν αξίζουν ούτε να δουλεύουν ούτε να πληρώνονται. Οσο η κρίση αυξανόταν, τόσο μεγάλωνε η ανθρωποφαγία κι η σκατοψυχία. Η αλληλεγγύη, το ζητούμενο, άγνωστη λέξη, ουτοπία, ατελέσφορος ρομαντισμός.
Κάπου εδώ ο φίλος σταμάτησε. Και μετά και μετά; ρώτησα. Δεν έχει μετά, μού απάντησε. Τώρα συμβαίνουν αυτά. Δύσκολος ο αγώνας αλλά συνεχίζεται.

6 Οκτ 2011

Έχω μια απορία

Τις προάλλες είχα μια μικρή συζήτηση με τη Rodia300.
Η φιλενάδα αναρωτήθηκε τι θα γίνει σε περίπτωση που το κράτος "κόψει" χρήμα.
Και μου ήρθε η επίφανι. Όπως συνήθως.
Τι θέλω να πω:
Θυμήθηκα ότι το χρήμα δημιουργείται με δυο τρόπους. Ή το κόβεις ή οι τράπεζες βρίσκουν τρόπο να το κάνουν. Πως;
Εξαιρετικά μπακαλίστικα λέω, για όσους δεν έχουν δει κάποιο ντοκιμαντέρ για το πως μας κλέβουν οι τράπεζες, ότι οι τράπεζες είναι οι καλύτεροι ταχυδακτυλουργοί. Δημιουργούν χρήμα από το τίποτα. Είναι αναγκασμένες από το νόμο να κρατάνε μόλις το 10% των καταθέσεων στα ταμεία τους και τα υπόλοιπα τα δίνουν σε δάνεια. Τι κάνουν δηλαδή:
Παίρνεις εσύ ένα δάνειο 100 δραχμές (ναι ρε δραχμές, ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να γίνει σε ένα μήνα) από μια τράπεζα Α. Τα παίρνεις και τα πας στη τράπεζα Β. Η Β κρατάει το 10% στο ταμείο και τα υπόλοιπα 90 τα δίνει σε άλλο δάνειο. Έτσι στην αγορά με τις ίδιες 100 δραχμές έχουμε 190 δραχμές να κυκλοφορούν....χωρίς να υπάρχουν.
Αυτό γίνεται και με τις επιταγές. Πάω εγώ και αγοράζω εμπορεύματα αξίας 100 δραχμών και δίνω μια τρίμηνη επιταγή. Έτσι όπως τα έχουν κάνει στην Ελλάδα, δε μπορείς να πάρεις τα χρήματα πριν την ημερομηνία που αναγράφεται στην επιταγή. Έτσι εγώ, κύριος, μπορεί να μην έχω μια στο λογαριασμό μου αλλά έχω εμπορεύματα αξίας 100 δραχμών. Αυτές οι 100 δραχμές δεν υπάρχουν πουθενά. Έτσι στο τέλος του τριμήνου έχω πουλήσει εγώ τα εμπορεύματα και να έχω βγάλει 200 δραχμές βάζω τις 100 για να καλύψω την επιταγή και είμαι κύριος. Άρα δημιουργήθηκαν 100 δραχμές από τον αέρα.
Είναι όμως αέρας;
Εδώ είναι που έχω σπάσει το κρανίο μου. Αυτές οι 100 δραχμές είναι μεν δημιουργημένες από την επιταγή αλλά έχουν καλυφθεί από το τρέχον ρευστό. Άρα στην ουσία έχω δημιουργήσει 100 δραχμές αλλά έχω στερήσει και 100 δραχμές από το υπάρχον ρευστό.
Σκατά, πάμε πάλι.
Υπάρχει ρε παιδί μου μια μηλιά που έχει βγάλει 100 μήλα νταξ;
Εγώ δεν έχω μήλα αλλά πάω σε έναν τύπο και τον λέω "φίλος δώσε εμπόρευμα και πάρε αυτό το χαρτί που λέει ότι σε τρεις μήνες θα σε δώκω 2 μήλα".
Άρα αυτή τη στιγμή στο κήπο πόσα μήλα υπάρχουν;
Τα 100 της μηλιάς και τα 2 τα δικά μου στο χαρτί. Θεωρητικά 102 αλλά στην πραγματικότητα 100.
Τα 2 μήλα είναι επομένως τι; Χρέος; Τι σκατά; Παθητικό; Τες πα...πάμε παρακάτω.
Αυτή τη στιγμή έχουμε να κάνουμε με τη δική μας κρίση χρέους.
Οι τράπεζες μας δεν έχουν ρευστό καθόλου και όποιος δε το έχει δει αυτό είναι αδαής. Επίσης δε ξέρω αν είναι σύμπτωση ή όχι αλλά όλο και περισσότερους ακούω ότι είναι απλήρωτοι από τα μέσα Ιουνίου-τέλη Ιουλίου.
Συγκεκριμένα φιλενάδα μου που δουλεύει σε εταιρία που τους χρωστάει και τον Ιούλιο μου είπε ότι άνθρωποι μέσα στην εταιρία που έχουν πολλές υποχρεώσεις έφαγαν ότι είχαν στην άκρη και πλέον μην έχοντας άλλη επιλογή, πάνε ακόμα και στο Σούπερ Μάρκετ με την πιστωτική τους. Μέχρι να τις μπουκώσουν και αυτές να τελειώνουν.
Και τώρα πέφτει το ερώτημα:
Έχουμε μια αγορά χωρίς ρευστό. Αυτό γιατί από τα λίγα που ξέρω οι τράπεζες μας χρωστούν με τη σειρά τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα από την οποία δανείζονται με τη σειρά τους. Έχουμε δηλαδή μια μηλιά χωρίς καρπούς.
Έχουμε επιταγές που έχουν χρησιμοποιηθεί και μια και δυο και τρεις φορές για την αγορά ή την εξόφληση αγαθών ή υπηρεσιών ή οτιδήποτε τέλος πάντων.
Από την άλλη έχουμε δημιουργία νέου χρήματος μέσω των πιστωτικών που είναι αέρας κοπανιστός και τίποτα άλλο.ΣύνδεσμοςΤο ρευστό που υπάρχει επομένως δεν επαρκεί για να καλύψει το χρέος. Χρήμα όμως δε μπορεί να κοπεί, όπως έγινε στην Αμερική αλλά το σταμάτησαν κακείν κακώς, γιατί είναι πληθωριστικό καθαρά. Άρα πως θα καλυφθεί το χρέος;
Μπερδεύτηκα.
Μπακαλίστικα πάλι.
Το κράτος δανείζεται.
Το κράτος μέρος των χρημάτων που δανείζεται το δίνει στην τράπεζες για την ενίσχυση τους.
Αυτό σημαίνει ότι δημόσιο χρήμα πάει στις τράπεζες για να καλύψουν οι ίδιες τα χρήματα που έχουν δανειστεί και δεν πάει στην αγορά.
Έτσι το ρευστό λιγοστεύει στην αγορά.
Εταιρία έχει στα χέρια της επιταγές από άλλες εταιρίες που κλείνουν ή δεν έχουν να τις καλύψουν.
Τυπάς δουλεύει στην εταιρία αλλά δε πληρώνεται λόγω των ακάλυπτων επιταγών.
Αναγκάζεται να αγοράζει φαγητό με πιστωτική.
Έχουμε λοιπόν:
Ρευστό έρχεται από έξω αλλά ξαναπάει εκεί.
Ρευστό που υπήρχε στα χαρτιά αποδείχνεται ότι δεν υπάρχει.
Ταυτόχρονα δημιουργείται νέο χρήμα μέσω της πιστωτικής το οποίο όμως δεν αναμένεται να αποπληρωθεί τουλάχιστο σύντομα.
Ταυτόχρονα τοκίζεται. Αυγατίζει δηλαδή συνεχώς.
Για να φτάσουμε επιτέλους σε ένα συμπέρασμα γιατί κουράστηκα και εγώ ο ίδιος με το κείμενο το δικό μου:
Όλοι σκεφτόμαστε τι θα γίνει αν πτωχεύσουμε σαν κράτος. Έχουμε εστιάσει την προσοχή μας εκεί και ξεχνάμε ότι σιγά σιγά πτωχεύουμε σαν σπίτια, σαν οικογένειες εξ αιτίας των παθογενειών του νεο-καπιταλιστικού συστήματος.
Ας μπούμε λίγο ξανά στην θέση του τυπά που αναφέραμε πιο πάνω. Αν μείνει και συνεχίσει να μη πληρώνεται, συνεχώς ανεβαίνει στο χρέος που έχει. Αν φύγει θα μπει στη μέγγενη της ανεργίας και πάλι το χρέος του αυξάνεται. Αν υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή βρίσκει δουλειά τι θα πρωτοκάνει; Θα καλύψει τα τρέχοντα έξοδα του ή θα πληρώνει τα χρέη του; Και πόσο σίγουρο είναι ότι η καινούργια του δουλειά θα του δίνει τα ίδια χρήματα που έπαιρνε από την παλιά;
Νομίζω καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη που το πάω.
Η κρίση αυτή δε δημιουργεί απλώς φτώχεια. Δημιουργεί χρέος. Χέσε το κράτος τώρα. Δημιουργεί χρέος για όλους εμάς. Που θα το κουβαλάμε μια ζωή και ότι και να κάνουμε ΔΕΝ φτάνει το χρήμα που υπάρχει στην πραγματικότητα δε φτάνει για να αποπληρώσουμε. Άρα θα χρωστάμε μια ζωή. Όποια και να είναι η κατάληξη για το κράτος μας (κούρεμα, στάση πληρωμών και κούρεμα, ελεγχόμενη χρεοκοπία σε βάθος χρόνου) υπάρχει ήδη ένα μεγάλο χρέος σε όλους μας που μεγαλώνει συνεχώς και υπάρχει μόνο στα χαρτιά και όχι στην πραγματικότητα. Κάποια στιγμή όλο αυτό θα κάνει ένα μπούμ και θα σκάσει. Μου φαίνεται, εμένα του μπακάλη, ότι το τραπεζικό σύστημα πεθαίνει μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς που ανέπτυξε για να μεγαλώσει.
Και δεν αφήνει τόσο ένα κράτος με χρέος. Στο κάτω κάτω της γραφής το κράτος λέει "δε γαμιέστε δε πληρώνω κάντε κούρεμα" που βεβαίως έχει καταστροφικές συνέπειες.
Ένα νοικοκυριό δεν έχει αυτή τη δυνατότητα.
Πολύ φοβάμαι ότι δε θα αργήσει εκείνη η ώρα που θα σπάει ο κόσμος τα Σούπερ Μάρκετ...
Να μη γίνουμε Αργεντινή; Τώρα πια;

5 Οκτ 2011

Μνημείο του αγνώστου Παναγιώτου

Αν η γνώση είναι δύναμη, προφανώς ανήκω στους αδύναμους της γης. Όχι γιατί δεν έχω γνώσεις, μόρφωση, κουλτούρα, αλλά επειδή δεν γνωρίζω αρκετό κόσμο. Γιατί όμως δεν γνωρίζω αρκετό κόσμο; Κυρίως επειδή δυσκολεύομαι να είμαι συμπαθητικός. Ένα απ’ τα πράγματα, λένε οι ειδικοί, που σε κάνουν συμπαθητικό, είναι να κοιτάς τον άλλον στα μάτια. Σπάνια κοιτώ τον άλλον κατάματα, κυρίως και ιδίως άμα τον έχω ξαναδεί, όχι γιατί (εφόσον τον έχω ξαναδεί) δεν μου κινεί το ενδιαφέρον, αλλά γιατί στις πλείστες των περιπτώσεων ντρέπομαι, γιατί δεν θυμάμαι ούτε αν, ούτε πού, τον έχω ξαναδεί, δεν θυμάμαι το όνομά του κτλ. Τώρα με τα σόσιαλ μίντια, που δεν είμαι ο Παναγιώτης, αλλά ο Πάνως, νόμιζα, φευ, ότι θα βελτιωνόταν η κατάσταση: τζίφος. Θυμάμαι ψευδώνυμα, θυμάμαι τουίτς, θυμάμαι ποστ, αδυνατώ να τα συσχετίσω με κανονικούς ανθρώπους που τους έχω μπροστά μου. Η δεύτερη φορά που ενδεχομένως τούς συναντήσω εκ του σύνεγγυς είναι χειρότερη: αδυνατώ να θυμηθώ το πραγματικό τους όνομα, φοβάμαι μην αποκαλέσω Γιώργο τη Μαρία και Αζόρ τον Νίκο, ως εκ τούτου οι λέξεις βγαίνουν διστακτικά από το στόμα μου, έχω μια στάση ελαφρώς σνομπίστικη, απ΄ την ανομολόγητη ντροπή μου ιδρώνω ακατάπαυστα, κοκκινίζω, βγάζω εξανθήματα και δεν κοιτώ τον άλλον στα μάτια, άρα δεν γίνομαι συμπαθής, άρα μελλοντική επαφή μάλλον δύσκολα θα υπάρξει, όπερ σημαίνει ότι ο κύκλος φίλων και γνωστών δεν μεγαλώνει, δεν γνωρίζω κόσμο (επειδή δεν τον αναγνωρίζω), άρα θα παραμείνω ένα μικρό αδύναμο άσημο σκουλήκι. 

4 Οκτ 2011

ο μινας ο παοκτζης

καπου πηρε αμυδρα το ματι μου στην τηλεοραση στην εκπομπη της βικυς φλεσσα
τον Ηλείο συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλο,
φυσικα δεν ακουσα λεξη απ οσα ειπε
αλλα μου φανηκε ταραγμενος
δεν μπορεσα να καταλαβω το γιατι..
(εψαξα τωρα και νομιζω οτι διαμαρτυρεται γιατι στο ραδιοφωνο της ερτ δεν παιζονται τα τραγουδια του ενω επισης στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ τον έχουν διαγράψει εντελώς ως συνθέτη και αρνούνται να παίξουν τους Προσανατολισμούς,)
βεβαια η ζημια εγινε γιατι απο εκεινο το βραδυ μαζι με τους καθημερινους προβληματισμους για την πληρωμη του δανειου μου προστεθηκε ακομα ενας
υπαρχει πολιτικο τραγουδι σημερα?
τι ειναι αυτο που οριζει ενα τραγουδι ως πολιτικο?
σιγουρα ειναι οι ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται, η ποιότητα και το εύρος της αλληλεπίδρασής του με το κοινό , σε ποιο βαθμο το τραγουδι εκφραζει πολιτικες ανησυχιες....
εχοντας λοιπον ολους αυτους τους ευλογους προβληματισμους ακουσα το τραγουδι του μινα του παοκτζη και ανακουφιστικα
υπαρχει πολιτικη δραση στην ελλαδα σημερα και αυτη η δραση θα φερει σιγουρα αντιδραση...
μπουζουκια και σφυριχτρες του ρεφερι
σηματοδοτουν την εναρξη του τραγουδιου
δεν του εχει φερθει καλα η ζωητου μηνα
με τα πρωτα ακορντα καταλαβαινεις την αδικια
ειναι βασανο η ζηση μες στον ψευτη αυτο ντουνια
ψελιζει ο μηνας ο παοκτζης
η δουλεια κατα διαολου
επιμενει ο μηνας ....αλλα ευτυχως υπαρχει ο παοκ τον οποιο ο ποιητης υμνει με εμφανως υπερρεαλιστικη (το δικαιωμα του να φανταζεσαι ειναι απεριοριστο θα μπορουσα να παραληλισω τον στιχο με αλλοτινο παρελθοντικο υπερεαλιστικο αριστουργημα η αγαπη μας ειναι λιγο πιο μικρη απ τον ηλιο γιατι πρεπει να χωραει καπου)και μανιχαιστικη διαθεση αγαπη για τον παοκ Παντὶ τρόπῳ (ριξε γκολ ρε παοκαρα και ας γκρεμισει ο ουρανος)
μια αγαπη για την ομαδα που θα μπορουσε να κανει τον μινα υπο προυποθεσεις να αλλαξει ακομα και εθνολογικη υποσταση((Γαλλος γινομαι ευχαριστως... γινομαι και Ισπανος ) αλλα η θυσια της παραδοσης της εθνικης κυριαρχης ειναι σαφως οριοθετημενη (μην μου πεις να αλλαξω ομαδα και να γινω αρειανος)
ενω συβιλικη και ουχι αμελητεα ειναι η αποψη του μηνα του παοκτζη για τις σημερινες οικονομικες συνθηκες που ολοι λιγο πολυ αντιμετωπιζουν ...ναι τον εχει επιρεασει η τροικα
τα νεα μετρα ισως τον εχουν φτασει σε καθεστως εξαθλιωσης αλλα αυτος εκει σταθερος στις ιδεες του
(και αν βρωμαω και αν πειναω και αν μπατιρης τριγυρνω λεω παοκ και χορταινω και ολα τα περιφρονω...)
σιγουρα υπαρχει λοιπον πολιτικο τραγουδι σημερα
αρκει να μην εμφανιστει ο μηνας ο παοκτσης η ο δημιουργος του τραγουδιου
και ζηταει τον λογο γιατι δεν παιζονται τα τραγουδια του
στους καθεστωτικους παοκικους ραδιοσταθμους

υγ1 ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΑΟΚ



3 Οκτ 2011

Όταν ήτανε μικρός, ο Γιώργος ήθελε να γίνει πυροσβέστης. Αντ' αυτού έγινε πρωθυπουργός. Εμείς τι φταίμε;

Τόσα και τόσα έχουν γραφτεί για τους μεταπολιτευτικούς νεολογισμούς στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται ίσως όχι τυχαία από το ΠΑΣΟΚ. Μια διαφωτιστικότατη λίστα μπορεί κανείς να βρει σε αυτό το προ διετίας άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Ο ΓΑΠ σήμερα το πρωί εισήγαγε έναν ακόμη νεολογισμό: "σβήνουμε τη φωτιά που άλλοι ανάψαν στη χώρα", είπε και τη στιγμή που το ξεστόμισε απογοητευμένος ο Ντεκάρτ πήγε στο περίπτερο, πήρε τον "Αστρολόγο" της Λίτσας Πατέρα, μια Σούπερ Κατερίνα κι έναν "Πρωταθλητή" και άραξε για καφέ στο Ντακάπο. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αντικρούσεις τον παραλογισμό του ισχυρισμού ενός ανθρώπου που είναι πρωθυπουργός τα τελευταία δύο χρόνια, βασικότατο στέλεχος τα προηγούμενα χρόνια του κόμματος που κυβερνά τον τόπο στο μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολίτευσης. Ας σταθούμε ωστόσο στο νεολογισμό αυτόν καθαυτόν και στις προεκτάσεις του: θέλοντας ξεκάθαρα να επιρρίψει ευθύνες στους "άλλους", στους κακούς, τεμπέληδες, νωθρούς νεοδημκράτες που κυβερνούν στα διαλείμματα των πασοκικών κυβερνήσεων, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το πολυφορεμένο κλισέ "παραλαβαμε καμένη γη", που πρώτος ο μέγιστος δημαγωγός και πολιτικός απατεών πατήρ του ξεστόμισε το 1981, μετά την ντεμέκ Αλλαγή. Δεν ξέρω τι οιδιπόδεια συμπλέγματα έχει ή δεν έχει, αλλά διακρίνω στην γιωργάκεια αυτή κίνηση μια σαφή διάθεση απάρνησης του παρελθόντος, μια ιδεολογική πατροκτονία αλλά και μια διάθεση προλείανσης του εδάφους για την (όποια) νέα, μη πασοκική κυβέρνηση, η οποία, κλείνοντας τον πολυκλεισμένο κατά το δοκούν κύκλο της μεταπολίτευσης, εφόσον τώρα οι πασόκοι σβήνουν τις φωτιές, θα δικαιούται και πάλι να πει "παραλάβαμε καμένη γη". Διότι, όπως λέει το άλλο κλισέ, η ιστορία κύκλους κάνει, επαναλαμβάνεται πότε σαν φάρσα, πότε σαν τραγωδία, πότε σαν αηδία.

1 Οκτ 2011

Υποχθόνιος κυνηγός στη Λισσαβώνα


Απελπισμένα ερωτικός, οπως οι Υποχθόνιοι, ντιπ για ντιπ τζαζ, όπως ο Κυνηγός, ο Χειμώνας στη Λισσαβώνα είναι ένα εξοντωτικό στην ανάγνωση αριστούργημα γεμάτο αξιομνημόνευτες ατάκες όπως "είχε τη σφραγίδα του ισχυρού χαρακτήρα που έχουν πάντα όσοι κουβαλάνε μια ιστορία κι όσοι κουβαλάνε ένα περίστροφο. Δεν κάνω έναν κενό και ανούσιο φιλολογικό παραλληλισμό - είχε πράγματι ιστορία και κρατούσε περίστροφο" ή "Αυτό το κακό έχουν τα μπαρ όταν παλιώνουν: γεμίζουν φαντάσματα". Θα μου πεις, ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;