24 Δεκ 2014

Αναβελαγμός*

Ήταν ένας που, όταν ξανάρχισε το κάπνισμα, ξανάρχισε να βλέπει τηλεόραση. Αυτά τα δύο γεγονότα μπορεί να σχετίζονταν μεταξύ τους, μπορεί και όχι. Δεν ήξερε. Η επιστήμη δεν είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του. Αν σχετίζονταν μεταξύ τους τα δύο αναμφίβολα θλιβερά και καταδικαστέα γεγονότα, το υπουργείο Υγείας θα έπρεπε να προειδοποιεί «προσοχή, το κάπνισμα προκαλεί τηλεόραση». Ή ενδεχομένως θα μπορούσε να προστεθεί ενας καινούργιος χαρακτηρισμός καταλληλότητας στα τηλεοπτικά προγράμματα: «Ακατάλληλο, αναπόφευκτη η χορήγηση νικοτίνης». Περιφερόταν στους δρόμους συλλογιζόμενος ότι το μοναδικό άλλο πράγμα που βγαίνει περιφορά είναι ο επιτάφιος. Η δική του περιφορά ήταν μάλλον μικρής ενορίας – για την ακρίβεια δεν τον συνόδευε κανείς, πέραν των φανταστικών του φίλων, φανταστικών όχι από άποψη ποιότητας, αλλά αποκυήματα της φαντασίας του. Μια φορά, στον ύπνο του, ακόμη κι ο ίδιος παράτησε τη δική του την περιφορά, αναμφίβολα ανάρμοστη συμπεριφορά, και μπήκε σ' ένα σινεμά. Ηταν γεμάτο, έψαχνε κάπου να κάτσει. Είδε μία θέση και μοναδική δίπλα σ' ένα κορίτσι που όμως επιδεικτικά δεν τον άφησε να κάτσει. Εμεινε να στέκεται και να κοιμάται όρθιος εκεί σκεπτόμενος ότι κοιμόταν πάρα πολύ. Κι ότι ο ύπνος -καταπώς λένε- είναι ένας μικρός θάνατος. Κι ότι η ζωή είναι ένα πεδίο μάχης. Κι ότι αυτή η εκούσια, άνευ όρων παράδοση στον ύπνο δεν ήταν δείγμα καθαρής συνείδησης, αλλά περισσότερο μια άνευ όρων παράδοση, μια παραίτηση από τη μάχη. Αναρωτήθηκε αν αισθανόταν σαν τον Πρωτεσίλαο, που αρχικά δεν θυμόταν το όνομά του, αλλά έγραψε στο γκουγκλ «ο πρώτος νεκρός στην Τροία» και το γκουγκλ του απάντησε ευθύς αμέσως, ο οποίος Πρωτεσίλαος είχε, λέει, υπόψη του το χρησμό ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατήσει το σανδάλι του στην Τροία θα πέσει νεκρός και ωστόσο οικειοθελώς και με αυταπάρνηση αφέθηκε να σκοτωθεί. Κατόπιν σοβαρής σκέψεως αποφάνθηκε πως τελικά δεν αισθανόταν σαν τον Πρωτεσίλαο. Ουδεμία αυταπάρνηση. Μόνον μια σκέτη άρνηση. Αρνησίλαος δηλαδή. Ή μήπως, εφόσον πάει σαν το πρόβατο στη σφαγή, Αρνισίλαος; 

* έτσι στενάζουνε τα πρόβατα, τώρα το αποφάσισα. 

23 Δεκ 2014

διάλυμα

είναι λίγο χαμηλά ο ήχος, άνοιξε τη φωνή.

Τρία (όχι και τόσο) ασύνδετα σημεία για τον Γιόζεφ Ροτ

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Trollingstone στις 24/02/2013
1) O Γιόζεφ Ροτ είναι ο κατεξοχήν γραφιάς-συγγραφέας. Εργαζόταν στις εφημερίδες αλλά δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του δημοσιογράφο ("δεν είμαι δημοσιογράφος ούτε ρεπόρτερ, είμαι συγγραφέας και όχι μάστορας άρθρων για πρωτοσέλιδα"). Όλη του τη ζωή έκανε δύο πράγματα: έγραφε και έπινε. Μιλάμε για έναν τρομέρο πότη (διόλου τυχαία, η τελευταία νουβέλα που πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν από τον πρόωρο θάνατό του έχει τίτλο "Ο θρύλος του Αγίου Πότη") αλλά και για έναν τρομερά παραγωγικό συγγραφέα, ο οποίος πεθαίνοντας στα 45 του χρόνια είχε ήδη προλάβει να γράψει καμιά εικοσαριά μυθιστορήματα και νουβέλες.

Η συγγραφή περιμένει να την απολαύσεις

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο TrollingStone στις 09/02/2013

Εστώ ότι είσαι σερβιτόρος και ονειρεύεσαι να γίνεις συγγραφέας. Στο εστιατόριο όπου εργάζεσαι συχνάζει το είδωλό σου, ο Φίλιπ Ροθ. Τ' αφεντικά σου, επειδή ξέρουν την τρέλα που σε δέρνει, σ' εχουν βάλει να υπογράψεις χαρτί που λέει ότι δεν θα τον ενοχλήσεις ποτέ με τις λογοτεχνικές σου μπούρδες. Και δεν τον ενοχλείς. Άλλωστε, δεν έχεις και κάτι της προκοπής να του δείξεις. Ερχεται μια υπέροχη μέρα όμως που τα καταφέρνεις: έχει μόλις εκδοθεί το πρώτο σου μυθιστόρημα. Με τίτλο "Αρχίδια".

Εγώ κι ο Ερνέστος

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο TrollingStone στις 27/01/2013

Ο Ερνέστος ήταν (είναι ακόμη;) ένα καφέ, στο Λιστόν της Κέρκυρας, δίπλα στον Κοχλία. Στου Ερνέστου καθόμασταν όποτε δεν βρίσκαμε να κάτσουμε στου Κοχλία, όπου συχναζε όλο το τρέντυ φοιτηταριάτο, διαβάζαμε "Πριν", "Προλεταριακή Σημαία" και "Ελευθεροτυπία" (την παλιά, την καλή) και χαζεύαμε την πασαρέλα. Ο χρόνος τότε έμοιαζε ατελείωτος και όλος δικός μας. Τελικά δεν ήταν. Ούτε ατελείωτος, ούτε δικός μας.

16 Δεκ 2014

“Οδυσσέας”: Ένας χρόνος αγώνα ενάντια στον Κύκλωπα του κράτους

Και κάτι -επιτέλους- σοβαρό.
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξη της πιο δύσκολης φάσης της περιπέτειας του
Σχολείου Αλληλεγγύης “Οδυσσέας”, μιας εθελοντικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη που από το Δεκέμβρη του 1997 διδάσκει αδιαλείπτως εντελώς δωρεάν ελληνικά, αλλά και ξένες γλώσσες, σε μετανάστες, πρόσφυγες, παλιννοστούντες και ντόπιους, με 7000 περίπου μαθητές να έχουν περάσει ως τώρα από τα θρανία του. Η περιπέτεια αυτή, για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση, έχει ξεκινήσει το 2012 με τον έλεγχο των λογιστικών του βιβλίων από την Εφορία και την επιβολή εις βάρος του ολωσδιόλου άδικων και καταφανώς δυσβάσταχτων προστίμων (62.000 ευρώ περίπου) για τυπικές και γραφειοκρατικές παρατυπίες στα λογιστικά του βιβλία. Για την ιστορία, αυτές οι παρατυπίες συνίσταντο κυρίως σε λογιστικές παραλείψεις που παρουσίαζαν τα – εκ του νόμου μη φορολογητέα- έσοδα του Σχολείου κατά πολύ λιγότερα από τα έξοδα της περιόδου 2001-09, και σε εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδείξεων είσπραξης και πάλι μη φορολογητέων ποσών της ίδιας περιόδου.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 λοιπόν, κινήθηκε αυτόφωρη διαδικασία εις βάρος του νόμιμου υπεύθυνου του “Οδυσσέα”, Αντώνη Γαζάκη, προέδρου του ΔΣ, καθώς τα επιβληθέντα πρόστιμα του 2012 μετατράπηκαν σε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο λόγω αδυναμίας καταβολής των χρημάτων, αφού ο “Οδυσσέας” εδώ και αρκετό καιρό δεν είχε παρά αμελητέα έσοδα, και καμία περιουσία φυσικά.

Μπροστά στο πολύ ορατό ενδεχόμενο να δικαστεί και να καταδικαστεί ο Αντώνης Γαζάκης και να κινδυνέψει, όντας εκπαιδευτικός στη δημόσια εκπαίδευση, με πειθαρχικές κυρώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στην αργία/απόλυσή του, αλλά και για να μην επικρέμαται αιωνίως αυτό το χρέος πάνω από τον “Οδυσσέα”, η Γενική Συνέλευση των μελών του, έχοντας στο πλευρό της έκτοτε αλληλέγγυα εκπαιδευτικά σωματεία, αντιρατσιστικές οργανώσεις, μεταναστευτικές οργανώσεις, πολιτικούς χώρους και άτομα, αποφάσισε να προχωρήσει άμεσα σε ρύθμιση των οφειλών και την αποπληρωμή του ποσού των σχεδόν 78.000 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις σε 43 δόσεις των 1810 ευρώ, και ταυτόχρονα να επιδιώξει την πολιτική ρύθμιση του ζητήματος εκ μέρους της πολιτείας, είτε μέσω μιας διαγραφής της οφειλής είτε μέσω μιας κρατικής χρηματοδότησης ίσου ύψους με αυτή.

Πράγματι, η έναρξη της καταβολής των δόσεων, με χρήματα που μαζεύτηκαν με κόπο από αλληλέγγυους, οδήγησε στην αναστολή της δίωξης του προέδρου του ΔΣ για όσον καιρό θα αποπληρώνεται με συνέπεια η οφειλή, μέχρι τη συνολική αποπληρωμή της. Ως το Δεκέμβρη του 2014 είχαν καταβληθεί περίπου 22.000 ευρώ που συγκεντρώθηκαν μετά κόπων και βασάνων, μέσα από μηνιαίες εισφορές μελών και φίλων του “Οδυσσέα”, από έκτακτες οικονομικές εισφορές εκπαιδευτικών σωματείων και άλλων οργανώσεων, από εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης (πάρτι, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κα.), και από τον οβολό διαφόρων αλληλέγγυων ατόμων, ακόμη και παλιότερων μαθητών του. Ο “Οδυσσέας” είναι κάτι παραπάνω από ευγνώμων προς όλους αυτούς, γιατί δεν θα είχε καταφέρει να φτάσει αλώβητος ως εδώ μόνο με τις δικές του δυνάμεις.

Παράλληλα με τη συγκέντρωση των χρημάτων για τη συνεπή αποπληρωμή των δόσεων, ο “Οδυσσέας” και οι φίλοι του ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης και ταυτόχρονα πολιτικής πίεσης. Δόθηκαν συνεντεύξεις τύπου, έγινε παράσταση διαμαρτυρίας στην Α΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, διοργανώθηκαν δημόσιες εκδηλώσεις-συζητήσεις για το συγκεκριμένο θέμα, δημοσιεύτηκαν ρεπορτάζ και άρθρα γνώμης στον τοπικό και αθηναϊκό τύπο, έγιναν τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά ρεπορτάζ, αφιερώματα και παρεμβάσεις, κοινοποιήθηκε το ζήτημα ευρέως και στο διαδίκτυο, με αποκορύφωμα ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο twitterstorm, και ο “Οδυσσέας” έγινε -δυστυχώς όχι για τους λόγους που θα ήθελε- γνωστός σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό από ό,τι στο παρελθόν.

Σε πολιτικό επίπεδο, ένα ψήφισμα υπέρ του “Οδυσσέα” έχει ήδη υπογραφεί από δεκάδες φορείς, συλλογικότητες και οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η ΟΛΜΕ, το ΕΚΘ, και άλλοι από όλη τη χώρα, αλλά και το εξωτερικό. Το ίδιο ψήφισμα, με τη μορφή έκκλησης προς το Υπουργείο Οικονομικών έχει συγκεντρώσει μέχρι σήμερα πάνω από 4000 διαδικτυακές υπογραφές και συνεχίζει. Κατατέθηκε επίσης αίτηση ακύρωσης των φύλλων ελέγχου που οδήγησαν στα πρόστιμα εις βάρος του. Στο πλευρό του “Οδυσσέα” έχουν ταχθεί κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ, έχουν κατατεθεί ερωτήσεις στη Βουλή για το θέμα, ενώ μετά από το twitterstorm που αναφέρθηκε πιο πάνω, ο τότε Γενικός Γραμματέας Εσόδων του ΥΠΟΙΚ, Χάρης Θεοχάρης, παραδέχτηκε δημόσια ότι πρόκειται για μια μεγάλη αδικία λόγω υπερβάλλοντος ζήλου και δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να διορθωθεί.

Δυστυχώς όμως παρά τις δεσμεύσεις, και παρά το γεγονός ότι έχει λάβει γνώση του θέματος ο υφυπουργός Οικονομικών, το Υπουργείο Παιδείας, και ο Γενικός Γραμματέας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής και άλλοι κυβερνητικοί/υπηρεσιακοί παράγοντες, καμία θετική εξέλιξη δεν υπάρχει από την πλευρά της κυβέρνησης μέχρι τώρα. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα βέβαια ακούσαμε για ΜΚΟ που -σε αντίθεση με τον “Οδυσσέα”- έπαιρναν τεράστιες χρηματοδοτήσεις, συχνά για ανύπαρκτο έργο, αλλά βρίσκονται στο απυρόβλητο γιατί όλα τα έκαναν νομότυπα, για εταιρείες που γλίτωναν τη φορολόγησή τους μέσω Λουξεμβούργου, για “επιχειρηματίες” που έχουν φεσώσει το ελληνικό δημόσιο εκατομμύρια ευρώ και αποφυλακίζονται πληρώνοντας εγγυήσεις μεγαλύτερες από τα συνολικά χρέη του “Οδυσσέα” για να κάνουν πάρτι στη Μύκονο.
Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανενός είδους πολιτική βούληση εκ μέρους της παρούσας κυβέρνησης να άρει την κατάφωρη και πανθομολογούμενη αδικία. Οι διάφοροι φορείς της δηλώνουν αναρμόδιοι, υποχρεώνοντας έτσι ανθρώπους που έχουν αφιερώσει αφιλοκερδώς πολύτιμο χρόνο και ενέργεια στον “Οδυσσέα” και έχουν χτυπηθεί από την οικονομική κρίση, να αναζητούν διαρκώς τρόπους για να εξασφαλίσουν τις δόσεις της ρύθμισης και, κατά συνέπεια, την επιβίωση του “Οδυσσέα”, μιας οργάνωσης με αναγνωρισμένο κοινωνικό έργο. Αν κάνουμε λάθος, ας μας διαψεύσει η ίδια η κυβέρνηση με πράξεις.

Ένα χρόνο μετά λοιπόν, ο “Οδυσσέας” συνεχίζει να πιέζει για μια οριστική πολιτική λύση που θα τον λυτρώσει από τον βραχνά των δόσεων το συντομότερο δυνατό. Οι οικονομικές δυνατότητες και αντοχές του όμως έχουν φτάσει σχεδόν στο όριο τους. Τα 1810 ευρώ συγκεντρώνονται όλο και δυσκολότερα. Γι' αυτό, αποφασίστηκε πριν μερικές μέρες να προχωρήσει σε νέα ρύθμιση κάνοντας χρήση της πρόσφατης τροπολογίας για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο. Έτσι, θα καταβάλλει πλέον 823 ευρώ το μήνα, αυξάνοντας των αριθμό των μηνιαίων δόσεων σε 72 (6 χρόνια!), ώστε να αποδυθεί με λιγότερο άγχος στον αγώνα για την καλύτερη δυνατή πολιτική λύση στο ζήτημα, απαιτώντας από την όποια κυβέρνηση να κάνει άμεσα το αυτονόητο: σεισάχθεια για τον “Οδυσσέα” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!

Καλούμε όλους τους φορείς, τις συλλογικότητες, τις οργανώσεις και τα αλληλέγγυα άτομα που μοιράζονται τις αρχές, τις ιδέες και τους σκοπούς του “Οδυσσέα” να σταθούν στο πλευρό του και να τον στηρίξουν πολιτικά, ηθικά, οικονομικά, ώστε να φτάσει στην Ιθάκη αυτής της περιπέτειας χωρίς άλλους Λαιστρυγόνες και τρομερούς Ποσειδώνες. Η αλληλεγγύη να νικήσει!

15 Δεκ 2014

μυθοκλόπος

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σπουδαίες ιστορίες και τις αφηγούνται μετά, υπάρχουν κι αυτοί που τις ακούνε. Υπάρχουν και κάτι άλλοι, όπως ένα γνωστός Σαλονικιός συγγραφεύς, που συχνάζουν στα μαγειρεία, στα μπαρ, στην πιάτσα γενικά, ακούνε τις ιστορίες των άλλων, τις κάνουνε δικές τους και τις γράφουνε στα βιβλία τους.
Αυτή που ακολουθεί είναι μια ιστορία που είπε ο τ, την ώρα που ο β έλεγε μια άλλη ιστορία για τότε που κάποιος έσωσε τη ζωή κάποιου άλλου, και που εγώ είπα ότι θέλω να την κλέψω -την ιστορία, την πρώτη, ή και τη δεύτερη, όχι όμως τη ζωή, δεν είμαι ζωοκλέφτης, μόνο μυθοκλέφτης- αλλά δεν θα το κάνω.
Είπα ψέματα, φυσικά.
Στο μικρό νησί του Αιγαίου, δίπλα στο μεγάλο νησί, ζούσαν κυρίως τα μπάσταρδα των παπάδων του μεγάλου νησιού. Μια ταβέρνα, όλη κι όλη, φιλοξενούσε το καλοκαίρι τις ορδές και τις πορδές των τουριστών, κάτι φρικιά που λιώνανε στον ήλιο. Ιδιοκτήτες ταβέρνας, ο Σάλτας κι ο Πήδας, ίδιοι σαρακηνοί πειρατές, σίγουρα κάποιον είχαν σκοτώσει στη ζωή τους. Με τα ιδια τους τα χέρια. Γυμνά.
Τα βράδια, μετά τις 12, σαν φούντωνε το γλέντι κι ήταν όλοι μεθυσμένοι από φεγγάρι και πιοτί, το είχαν παράδοση στο νησί, να φοράνε οι τουρίστες, τα φρικιά, άφρο περούκες και να διαγωνίζονται στον χορό αλά Μάικλ Τζάκσον. Ο νικητής, αν κι αυτό δεν θα το μαθαίνανε παρα μόνον αργότερα, δεν έπαιρνε κανένα έπαθλο -ήταν ο ίδιος έπαθλο. Οι αρχές τον πιάνανε, τον γδύνανε και τον παραδίδανε στις ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις των γριών του νησιού. Και δεν άκουγε ποτέ ξανά για τον νικητή κανείς.
Ακολουθως, Σάλτας κι ο Πήδας αναλαμβάνανε δράση. Διψασμένοι για αίμα και κορίτσια, βγάζανε από τη μέση τα αγόρια. Οχι πια με τα χέρια γυμνά. Σερβίρανε κακαβιά το ξημέρωμα και σκοτώνανε με το ψαροκόκκαλο, σπάζανε τα ποτήρια, ρίχνανε γυαλί μέσα στη ρακή και σχίζονταν τα σωθικά του πότη, ματοβαμμένη γιορτή.
Η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος.
Στην άλλη ιστορία, που δεν σας είπα, στο τέλος κάποιος σώζει τη ζωή κάποιου. 
Επρέπε να 'σουν εκεί να τις ακούς. Καλύτερα, εκεί για να τις βλέπεις. Ακόμη καλύτερα, εκεί για να τις ζεις. 
Οταν δεν δημιουργείς καινούργιες, παίρνεις μερικές από δεύτερο χέρι. 
Ιστορίες ντε.

12 Δεκ 2014

Αρχές, σκοποί και στόχοι του ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι τόσο βλακώδες και επιπόλαιο που μόνο ως δείγμα κάκιστου χιούμορ μπορεί ν' αντιμετωπιστεί - με την υποσημείωση ότι ως ένα σημείο καταγράφει πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν αυτή τη στιγμή γύρω μας.

Θέλω να ιδρύσω έναν σύλλογο, ξέρω τις αρχές, τους σκοπούς και τους στόχους του, αλλά δεν είμαι σίγουρος για το όνομά του: να τον πω «Σύλλογο Φίλων του ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή ΣΦΙΣΥ; ή μήπως ακόμη πιο αναλυτικοπεριγραφικά «Σύλλογο Ατόμων Που Δεν Θα Ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ Αλλά Προσπαθούν Να Πείσουν Τους Άλλους Να Τον Ψηφίσουν», δηλαδή, στάσου... είναι και περίπλοκο...

ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ.

Είμαστε αρκετοί, ξέρεις. Ολοι εμείς που θα ιδρύσουμε τον ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ. Αριστεροί, αριστερίζοντες, συριζοστηρικτές αλλά και συριζόπληκτοι, συριζοπικραμένοι και συριζοαγανακτισμένοι, συριζοανάρχες και συριζοπασόκοι, συριζομαλάκες και συριζοκαταπληκτικοί, συριζοευρωπαϊστές και συριζοδραχμολάγνοι. Ολοι αποφασισμένοι για ένα πράγμα, τα εξής δύο: να γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά χωρίς να τον ψηφίσουμε αυτή τη φορά. Και για να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας, ένα πράγμα μας μένει: ο προσηλυτισμός. Οσο πιο δεξιόστροφο του ακροατήριο, τόσο καλύτερα. Οπου σταθώ κι όπου βρεθώ προπαγανδίζω την αναγκαιότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς, σε όλους τους απογοητευμένους και πληγέντες από τη μνημονιακή λαίλαπα των τελευταίων ετών. Και δεν λέω ψέματα. Πραγματικά το πιστεύω ότι πρέπει να βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να τον ψηφίσω.

Ξέρω τι θα μου πεις: Μα πώς περιμένεις να εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ αν εσύ που είσαι κοντά πολιτικά δεν τον ψηφίσεις; Κοίτα να δεις... Εμείς που είμαστε κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά και ενδεχομένως στον παρελθόν τον έχουμε στηρίξει, είμαστε πολύ λιγότεροι απ' αυτούς που δεν τον έχουν ψηφίσει ποτέ έως τώρα. Αρα αυτούς πρέπει όλοι εμείς που ανήκουμε στον ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ να τους πείσουμε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Για κάθε έναν από μας του ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ, που θα ψηφίσουμε κάτι άλλο, αριστερότερα κατά πάσα πιθανότητα του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τέσσερις πέντε δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι αν τον ψηφίσουν, αναπληρώνοντας και με το παραπάνω τη δική μας ψήφο, θα χαρίσουν στον ΣΥΡΙΖΑ την πολυπόθητη και αυτή τη στιγμή δύσκολα επιτεύξιμη αυτοδυναμία.

Για να το πω πιο απλά: ζούμε σε μια βαθιά δεξιά χώρα.


11 Δεκ 2014

Ξύλο ή μπάλα ή και τα δύο

Παλιά, τότε που στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τα θρυλούμενα, οι πάνκηδες παίζανε ξύλο στην Προξένου Κορομηλά με τους καρεκλάδες κι οι δυο μαζί με τους μπάτσους. Τότε.
Τότε εμείς τα μικρά παίζαμε ξύλο ή μπάλα με τον διπλανό μας στο σχολείο. Κι οι δυο μαζί με τα γύρω τα θρανία. Κι όλη η τάξη έπαιζε ξύλο με το διπλανό το τμήμα, το Δ1, Ε1, ΣΤ1. Κι αν κάποιοι είχαμε την τύχη ή την ατυχία το επίθετό μας να βρίσκεται στο μέσον του αλφαβήτου, καμιά φορά, ανάλογα με τις αριθμητικές ανάγκες των τμημάτων, τη μια μέρα παίζαμε ξύλο με το Ε1 και την άλλη μέρα με το Ε2, χωρίς αναστολές και ηθικούς φραγμούς.
Καμιά φορά παίζαμε, εμείς του 4ου, ξύλο ή μπάλα ή και τα δύο, με το άλλο σχολείο, το 15ο. Ή κάναμε ακριβώς τα ίδια με την άλλη γειτονιά. Καμιά φορά, σταματούσαμε να παίζουμε ξύλο μεταξύ μας, και παίζαμε ξύλο, εμείς της Κάτω Ηλιούπολης, με αυτούς της Ανω (ή μπάλα ή και τα δυο). Κι όλοι μαζί οι Ηλιουπολίτες με τους Ευοσμίτες. Καμιά φορά λέγαμε ότι όλοι εμείς από τα Δυτικά θα πάμε και θα δείρουμε όλους αυτούς τους φλώρους εκεί στα Ανατολικά. Δεν πήγαμε ποτέ, απ' όσο θυμάμαι. Οι πιο ξεβγαλμένοι από μας, αργότερα, πήγαιναν για καφέ στην Αρετσού και γύρναγαν πίσω σαν την καμαρωτή τσουτσού, χωρίς να έχουν δείρει κανέναν φυσικά, μόνο γκομενάκια είχαν «χτυπήσει» - μεταφορικα ρε, όχι στην κυριολεξία, εξ ου και τα εισαγωγικά. Εννοείται ότι μεγαλώνοντας, είτε στα Δυτικά είτε στα Ανατολικά, πάντα δέρναμε τους Αθηναίους. Και εννοείται πως κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία για να δείρουμε όλοι μαζί, Βόρειοι και Νότιοι, Θεσσαλονικείς και Αθηναίοι, τους (βρωμό)Τούρκους.
Δεν θυμάμαι ποτέ να παίξαμε ξύλο φτωχοί εναντίον πλουσίων. 
Η μπάλα δεν μ' ενδιαφέρει πια. 



8 Δεκ 2014

2014 vol 2






 
 
 
 
 
 
 

5 Δεκ 2014

Βλακ νουάρ

Είναι απ' αυτά τα πράγματα που όταν συμβαίνουν σε κάναν γραφιά, στο άψε σβήσε γράφει μια ιστορία, παρότι το όλο συμβάν δεν κράτησε πάνω απ' ένα λεπτό, κι η αλήθεια είναι ότι, από τότε που συνέβη, το σκέφτομαι διαρκώς και δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό.
«Ε, αφού, αγόρι μου, είσαι μαλάκας», μου είπε ένας φίλος όταν του αφηγήθηκα το περιστατικό. «Εννοείται ότι έπρεπε να τη συνοδέψεις μέχρι το ξενοδοχείο της». Δεν τη συνόδεψα. Ηταν βραδάκι και ψιλόβρεχε, κατηφόριζα προς το κέντρο της πόλης έχοντας στις τσέπες μου φρούδες μανταρίνι και φλούδες ελπίδες ότι τα αστεία μου θα αρέσαν σε κάποιαν, όταν την είδα να στέκεται σαν χαμένη και να κοιτά τριγύρω, αναμαλλιασμένη, σέρνοντας ένα βαλιτσάκι απ' αυτά με τα ροδάκια, που τόσο μισώ εξαιτίας του δυσανάλογου σε σχέση με το μέγεθος και τη σημασία τους θορύβου που κάνουνε. «Συγγνώμη, συγγνώμη κύριε», μου είπε, και την κοίταξα, αναμαλλιασμένη, το 'παμε, βαλίτσα με ροδάκια, το 'παμε, λίγο σαν χαμένη, το 'παμε, με κάμποση αγωνία στο βλέμμα, δεν το είπαμε, βλέμμα ωραιότατο, οφείλουμε να το πούμε, χείλη κατακόκκινα, στραβοβαλμένο κραγιόν, στραβό και το χαμόγελο, αλλά κάπως γοητευτικό, η κοπέλα γυάλιζε στο μισοσκότεινο δρόμο, αλλά όχι με την καλή την έννοια, γυάλιζε το πρόσωπό της, θες από ιδρώτα, θες από λιπαρότητα, θες από το ψιλόβροχο που έπεφτε, «μήπως ξέρετε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά, αλλά αν είναι δυνατόν όχι σαν κι αυτό», κι εδειξε με το χέρι της ένα ξενοδοχείο πίσω της, μάλλον κακόφημο, δεν ξέρω γιατί το χαρακτηρίζω κακόφημο, δεν είχα ακούσει ποτέ να λένε κάτι γι' αυτό, αλλά έτσι είθισται σε αυτές τις ιστορίες, ένα ξενοδοχείο, σε ένα κακοφωτισμένο στενάκι, με φώτα νέον, μπλε και κόκινα και λίγο ροζ, να θεωρείται κακόφημο -άρα για να μην είναι κακόφημο θα πρέπει να έχει φώτα γέρον άλλων χρωματισμών;- και τέλος πάντων, κατόπιν ωρίμου σκέψεως της ξεκαθάρισα ότι γνωρίζω δύο ξενοδοχεία ούτε από τα πολύ φτηνά αλλά ούτε και από τα πολύ ακριβά, ωστόσο μάλλον αξιοπρεπή, τόσους και τόσους θιασώτες του θρησκευτικού τουρισμού είχα δει να καταλύουν σε αυτά, όπως και ομάδες του μπασκετμπόλ από τις μικρές που έρχονται από την Αθήνα, καθώς και πενθήμερες εκδρομές λυκείου από την επαρχία, που κανέναν εξ αυτών δεν είχα δει ποτέ στο ξενοδοχείο από το οποίο είχε, άραγε, αποδράσει η αγωνιούσα σαν χαμένη κοπέλα, και τέλος πάντων της έδειξα το δρόμο, διακόσια μέτρα και μετά δεξιά, το ένα απέναντι από το άλλο, δεν ενθυμούμαι τα ονόματά τους δυστυχώς, δεν έχει σημασία, με χιλιοευχαρίστησε η κοπέλα και πήρε την ανακούφισή της, τη γυαλάδα του προσώπου της καθώς και το βαλιτσάκι της με τα ροδάκια και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι κι έμεινα ν' αναρωτιέμαι αν έκανα καλά, αν θα την ξαναδώ ποτέ, αν θα βρει το δρόμο της, κυρίως αυτό, φαντάζεσαι να μην κατάλαβε καλά τις οδηγίες μου και να χαθεί, μικρό και απροστάτευτο κορίτσι σε κακοφωτισμένους δρόμους υπό βροχή, ίσως έπρεπε να την έχω συνοδεύσει για λόγους ασφαλείας, και κάπου εκεί μ' είπε μαλάκα ο φίλος, όταν του είπα την ιστορία, χωρίς φυσικά τόσες φιοριτούρες και χωρίς τα κρύα αστεία, και δεν ήξερα πια πώς να επανορθώσω και πήρα να σκέφτομαι τι μπορεί να της είχε συμβεί, ποια να είναι η δική της εκδοχή της ιστορίας, που τη φαντάστηκα κάπως έτσι, ότι για λόγους που δεν θέλει να διευκρινίσει δημοσίως δραπέτευσε από το άθλιο δωμάτιο του κακόφημου ξενοδοχείου με τα βρώμικα σεντόνια, την μπουκάλα το ουίσκι σχεδόν άδεια δίπλα στον ημιλιπόθυμο τύπο, το περίστροφο γεμάτο στο κομοδίνο με τη τη λιγδιασμένη Αγία Γραφή και έτρεξε σαν την τρελή, κοιτάζοντας συνεχώς προς τα πίσω, στο ημίφως του διαδρόμου ενώ από τα γύρω δωμάτια ακούγονταν βογγητά, τριξίματα του σομιέ και κωλοσκάμπιλα, διέφυγε της προσοχής του μισοκοιμισμένου γηραλέου ρεσεψιονίστα και βρέθηκε, αχτένιστη, κακοβαμμένη, ιδρωμένη μες στη βροχή, να μην ξέρει πού να πάει, έχοντας όμως στο βαλιτσάκι με τα ροδάκια πολλές δεσμίδες χαρτονομίσματα, κι έπρεπε γρήγορα να πάει κάπου αλλού να τα κρύψει και κρυφτεί και πήγε και ρώτησε τον πρώτο τυχόντα, έναν χοντρούλη μεσήλικα με αρχές φαλάκρας και γυαλιά που άκουγε Νάσιοναλ στ' ακουστικά, αλλά αυτό φυσικά ούτε το ήξερε ούτε την ένοιαζε, και που την κοίταζε λίγο σαν ξερολούκουμο και της έδωσε οδηγίες για ένα άλλο ξενοδοχείο, και τέλος πάντων, όλα καλα, έχει ακόμη τη βαλίτσα με τα λεφτά και δεν έχει ιδέα ότι την ψάχνω. Εγώ κι οι παλιοί της φίλοι οι μαφιόζοι. Συμφωνήσαμε: εγώ θα πάρω το κορίτσι, κι αυτοί τα λεφτά.
Εντάξει, αυτή είναι η εύκολη λύση, ο αρχικός μου σκοπός ήταν να το γράψω αλλιώς το περιστατικό, να την αναζητώ διαρκώς, με σκοπό αμιγώς ρομαντικό, να την ξαναβρίσκω ανέλπιστα, κι η μέρα να είναι σαν της μαρμότας, να επαναλαμβάνεται δηλαδή η ιστορία, αλλά ούτε ως φάρσα ούτε ως τραγωδία, μάλλον ως γυμνασιακή κωμωδία, να προσφέρομαι εντέλει να τη συνοδεύσω και να με απορρίπτει. Και τσατισμένος να τη ρουφιανεύω στους μαφιόζους.

4 Δεκ 2014

Μάλλον


Ενα από τα πράγματα που μ' ενοχλούν και μου προκαλούν αμηχανία και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τη νύχτα, ακόμη κι όταν έχω χώσει τη μύτη μου μέσα στα βιβλία, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που έρχεται καταπάνω μου με συγκρατημένο μεν, έκδηλο δε ενθουσιασμό κι ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά, που πεταρίζουν χαρωπά, καθώς στις άκρες των χειλιών του λιμνάζει σάλιο ενώ απ' τη μύτη του τρέχει ποτάμι η μύξα κι απ' τους κροτάφους του δυο παραπόταμοι ιδρώτα, και μου σφίγγει το χέρι με τα δυο δικά του κουνώντας τα πάνω κάτω και ταυτόχρονα με έγνοια και συγκίνηση, με δυο βούρκους στις άκρες των ματιών του, ρωτάει να μάθει «τι γίνεται; καλά; όλα καλά;» τονίζοντας με νόημα το «όλα» και θαρρώ δεν θα ικανοποιηθεί άμα δεν του πω απνευστί απερισκεπτί «όλακαλαδοξατωθεω», θαρρείς και ξέρω για τι πράγμα μιλάω, θαρρείς και ξέρει για τι πράγμα ρωτάει, κι όταν εντέλει αφήνει το δικό μου ελεύθερο για να δεσμεύσει κάποιο άλλο, βρίσκω μες στο χέρι μου ένα κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, χειροπιαστή απόδειξη πως υπάρχει ο άνθρωπος αυτός με τις λίμνες σάλιου στις άκρες των χειλιών, τους βάλτους δακρύων στα μάτια, τους παραπόταμους ιδρώτα στους κροτάφους και τα ποτάμια μύξας στα ρουθούνια, κι ας μην ξέρω ποιος είναι, κι ας μην έχω βρει ακόμη ούτε μια πόρτα κλειστή με το μαγικό κλειδί μου ν' ανοίξω. Το χειρότερο είναι πως ο άνθρωπος αυτός μάλλον μού μοιάζει.


3 Δεκ 2014

Αφήστε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο*

Ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έριχνε άπλυτο το φως του καίγοντας με τον νεοδημοκρατικό πυρσό απ' άκρη σ' άκρη ολόκληρη τη χώρα, μια καμμένη γη, ένα ερημικό τοπίο, στην άλλοτε πολυσύχναστη αγορά κείτονταν χιλιάδες κορμιά, κουφάρια πρώην δούλων που οι δεσπότες απέλυσαν. Μόνον τ' αρπακτικά όρνεα (λες αυτό να είναι πλεονασμός σε εποχή λιτότητας;) κάνανε βόλτες πάνω απ' τα ψοφίμια κι αντάλασσαν σκόρπιες κουβέντες μεταξύ τους, του τύπου «ξέρεις από ΕΣΠΑ;», «δεν κινείται τίποτα», «ψόφια τα πράγματα», «νέκρα ρε πούστη μου», και «άκου να δεις ρε τι μού 'τυχε τις προάλλες, τι μου 'πε το ψοφίμι, δεν θέλει λέει να πέσει στα νύχια μου για λίγα λεφτά, δεν αξίζει τον κόπο, δεν καταδέχεται, ακούς εκεί ρε το θρασύμι το ψοφήμι, μου το 'πε και κουλτουριάρικα ρε, κάτσε να δεις πώς: 'αφήστε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο', κι έκανε ηλιοθεραπεία ρε, διαβάζοντας και βιβλίο, ο πεινασμένος ρε, άκου να δεις, λιαζότανε κι έστριβε τσιγάρο», και τ' άλλο όρνεο είπε στο πρώτο που μιλούσε «εσύ φταις, που δεν πρόσεξες, και δεν άφησες το πτώμα να αποσυντεθεί για τα καλά, μόνο βιάστηκες να το εκμεταλλευτείς όσο είχε λίγη ζωή μέσα του ακόμα, όσο είχε ακόμη λίπος», γιατί πάνω απ' όλα αυτό έκαιγε τα όρνεα κι αυτό αναρωτιούνταν μεταξύ τους «βλέπεις μήπως κάνα καλο ψοφίμι; κάναν άνεργο, που να 'χει μεγάλη ανάγκη;» και σαν τον εντοπίζανε, δεν περιμέναν καν το σύνθημα, χιμούσαν μανιασμένα, ποιο θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, «πτωχούλη άνεργε, μοιάζεις με πτώμα, πεθαίνεις απ' την πείνα, (μας) έχεις ανάγκη, εμείς θα σε σώσουμε, όρνεα σπλαχνικά, θα σε κατασπαράξουμε και θα σου δώσουμε κάτι λίγα λεφτά, όχι πολλά, αλλά και τα λίγα είναι οπωσδήποτε καλύτερα απ' τα καθόλου που δεν έχεις, θα σε ξεζουμίσουμε κι άμα διψάσεις θα σου δώσουμε να πιεις απολύτως δωρεάν λίγο απ' το ζουμί σου, κι άμα πεινάσεις, θα σου προσφέρουμε λίγες απ' τις σάρκες σου που θα τις κατασπαράζουμε, μην είσαι πλεονέχτης, αλλάξαν οι καιροί, τι περιμένεις; δουλίτσα μόνο να υπάρχει».

ΥΓ. Ο τίτλος κλεμμένος, φυσικά, απ' αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα.

(κι ένα ωραίο άσμα)


2 Δεκ 2014

Τελειώνει με βρισιά

Η επίθεση ξεκίνησε ξημερώματα, με τα υπερηχητικά, υποηχητικά, γενικότερα σκατοηχητικά χτυπήματα του ξυπνητηριού, είχαν προηγηθεί, ως αρμόζει στον ταξικοπολεμικό κώδικα μισοτιμής, προειδοποιητικά όνειρα – εφιάλτες και νυχτερινά αέρια προερχόμενα από λουκάνικα με μουστάρδα, τα οποία αέρια προκάλεσαν άπνοιες, παράνοιες και μακροπρόθεσμες γεροντικές άνοιες. Το μεγαλύτερο πλήγμα, ωστόσο, που κατακρήμνισε το ηθικό του πολιορκημένου, υπήρξε η προβοκάτσια, σίγουρα από τον εσωτερικό εχθρό, από διπλούς πράκτορες-κατασκόπους-σαμποτέρ, που βουλώσαν με δηλητηριώδη άλατα την καφετιέρα κι έτσι δεν μπόρεσε να πιει τον καφέ του, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, κι έτσι, με δίχως καφέ, βγήκε, με δίχως ομπρέλα, στην όξινη βροχή, με την οποία τον ψέκαζαν αόρατοι εχθρικοί ανάλγητοι θεοί, πλημμυρισμένοι οι δρόμοι κι αυτός με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά, δίχως κατοχή και πείνα χωρίς ρετσίνα, μόνο με εχθρικά περιστέρια-στούκας που αμολήσαν απάνω του τις σκατοσακούλες τους καθώς περνούσε ακάλυπτος από την πλατεία, κι όλα τα φανάρια των δρόμων ήταν κόκκινα αλλά ακόμη και στα μπουρδέλα του είπαν να σταθεί να περιμένει απ' έξω, κι όταν βαρέθηκε κι άνοιξε την πόρτα, ήταν παγίδα, τον βρήκε κατακούτελα μια λάμπα που του άλλαξε τα φώτα και μέχρι να συνέλθει να ξαναβρεί το φως του, είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως ο εχθρός του, που του επιτέθηκε φραστικά μα απολύτως αποτελεσματικά, μια όταν τον είπε «ρε φιλόλογε» κι ακόμη μια όταν τον είπε «καλλιτέχνη» - και για χαριστική βολή, όταν ο ελεύθερος πολιορκημένος, σαν γκολκίπερ μεσολογγίτης, επιχείρησε έξοδο ηρωική μα πολυέξοδη, ο εχθρός του φύλαγε το χειρότερο, ένα μηχανουργείο, γεμάτο γρανάζια, ιμάντες, βίδες, κατσαβίδια, κατσαρίδες, και στο βάθος ένα κόκκινο κουμπί που δεν έγραφε don't panic όπως σ' εκείνο το βιβλίο αλλά «πάτα και γαμήσου».