21 Μαΐ 2015

Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου που έλεγε κι ο Τσάντλερ (όχι αυτός από τα φιλαράκια)

Κίνδυνοι του επαγγέλματος. Του ντετέχτιβ, ας πούμε, που θα ήθελα να είμαι. Μπορεί να του στραβώσει (κι άλλο) η μύτη από καμιά γροθιά (όλοι οι ντετέχτιβ έχουν στραβή μύτη, όσο πιο στραβή τόσο καλύτερα λαγωνικά, και κατά βάθος καλή καρδιά), μπορεί να γλιστρήσει και να πέσει πάνω σε κάνα μαχαίρι εξαιτίας της βροχής (πάντα βρέχει όταν είσαι ντετέχτιβ), μπορεί να φάει πεινασμένος καμιά σφαίρα (όλοι οι ντετέχτιβ πεινάνε, καθότι πίνουν πολύ και αμείβονται με ψίχουλα -κι άντε να χορτάσεις με ψίχουλα- λόγω της μεγάλης τους καρδιάς και της στραβής τους μύτης που δεν τους επιτρέπει να κάνουν παράλληλη καριέρα στο μόντελινγκ).
Και στο δικό μου τον επαγγελματικό χώρο πολλοί κίνδυνοι παραμονεύουν: τα εμφράγματα, η κατάθλιψη, ο αλκοολισμός, ο καρκίνος και οι πισώπλατες μαχαιριές. Οι συνάδελφοι. Η εξουσία και η διαφθορά επίσης. Το ίντερνετ, η ανασφάλιστη ή και η δωρεάν εργασία. Τα μπλοκάκια. Το ΤΕΒΕ. Εσχάτως, τα τελευταία χρόνια, η ανεργία.
Μερικοί από τους πιο υπέροχους ανθρώπους που γνωρίζω είναι αρχειονόμοι ή δουλεύουν σε αρχεία. Τι κίνδυνο να διατρέχουν κι αυτοί; σκεφτόμουν -όχι απαξιωτικά ούτε με φθόνο, προς Θεού (προς επιστήμης και προς ό,τι άλλο πιστεύετε) αλλά περισσότερο καθησυχασμένος. Πολλή σκόνη, σαφώς. Κατά τ' άλλα, μια σχετική ασφάλεια πίστευα μέχρι πρόσφατα ότι την είχαν. Πλανιόμουν πλάνην οικτράν. Μού άνοιξε τα μάτια η λογοτεχνία, αυτή που διαβάζω όταν με παίρνει ο ύπνος, περίεργο σχήμα αυτό, να σου ανοίγει τα μάτια κάτι που σε αποκοιμίζει.
Εξηγούμαι.
Ο Γκιόργκι Κόριμ, ήρωας του άρτι βραβευθέντος με Μπουκερ Λάζλο Κρασναχορκάι (αν μπορείς πες το πολύ γρήγορα δέκα φορές) στο μυθιστόρημα «Πόλεμος και Πόλεμος», δουλεύει σε κάτι αρχεία μιας μικρής επαρχιακής πόλης και η ζωή του γίνεται άνω κάτω όταν βρίσκει ένα συγκλονιστικής ομορφιάς χειρόγραφο. Δεν ξέρω τι γίνεται παρακάτω, αλλά και να ήξερα σιγά μη σας πω, τι με περάσατε, για κάναν ρουφιάνο δημοσιογράφο; Παράτησα το διάβασμα για να προειδοποιήσω τους φίλους μου που δουλεύουν στ' αρχεία. Το νου σας, ρεμάλια, ο κίνδυνος είναι παντού! 
Δεν είναι βιβλιοπαρουσίαση αυτό αλλά κάλεσμα για εγρήγορση και επιφυλακή. 

16 Μαΐ 2015

Γρανάγνωση

Ακολουθεί κείμενο ογκηρόν, με πολύ λαπαλισμό μέσα του, μαριναρισμένο με μαρινισμό και με μπόλικες αντιφάσεις που προδίδουν έναν κάποιον ασυνείδητο μεταμοντερνισμό διπλης ανάγνωσης, ασυνείδητος δηλαδή ηθικά αλλά και αποκαλυπτικός της διαρκούς αποτυχίας του γράφοντος -εμού, όχι του Τουσέτ- να κατανοήσει την επακριβή έννοια του όρου μεταμοντερνισμός, που είναι κάπως σαν τον Μαρξ, πολλοί τον επικαλούνται, λίγο τον έχουν διαβάσει και ακόμη λιγότεροι κατανοήσει.
Το παρόν κείμενο γράφεται παράλληλα με την ανάγνωση της «Οξφόρδης 7», τέταρτου μυθιστορήματος του ισπανού Πάμπλο Τουσέτ και πρώτου μέτριου βιβλίου του μετά το πολυ καλο «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα κρουασάν», τον παρα πολύ καλό «Αρχοντα των χοιρινων» και το καλό «Πεθαμένοι από τα γέλια».
Ή μπορεί και να μην είναι μέτριο. Ισως η αρχική μου εκτίμηση να είναι λανθασμένη. Μπορεί να είναι καλό τελικά το βιβλίο. Ή μπορεί να είναι κατώτερου του μετρίου (spoiler: τελικά, δυστυχώς, ισχύει αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο).
Εξαιτίας της παράλληλης αυτής ανάγνωσης του βιβλίου - γραφής του κειμένου (γρανάγνωση), υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις αλλά ελάχιστες καλές φάσεις στα καρέ των δύο ομάδων. Κυρίως παιχνίδι κέντρου με τα λάθη να διαδέχονται το ένα το άλλο. 
Και το αυτογκόλ να προέρχεται εντέλει, μπορώ να το πω σχεδόν με σιγουριά πια, μετά τη λήξη της ανάγνωσης, από τον ίδιο τον συγγραφέα και μάλιστα από στημένη φάση. Θεαματικό αυτογκόλ, σίγουρα, που επέφερε οδυνηρή ήττα και αποκλεισμό, φυσική απόρροια μιας όχι απλώς μέτριας αλλά σχεδόν κακής εμφάνισης.
Για να μη με παρεξηγείτε, ο Πάμπλο Τουσέτ θα μπορούσε να ειναι φίλος μου. Τα βιβλία του με αρέσουν πολύ παρότι δεν ειναι αυτα που λογίζονται ως σπουδαία λογοτεχνία. Ισως γιατι κατά βάση σπάει πλάκα. Εχει ενα ύφος συγγενες με τον δικό μας Λένο Χρηστίδη (που ως επι το πλείστον δεν με αρέσει) και με τον Κώστα Κοντοδήμο (το έργο του οποίου, άνισο, αγαπώ αφάνταστα).
Ισως δεν τη γούσταρα τοσο πολυ την «Οξφόρδη 7» επειδή τρόπον τινά πρόκειται για ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας (επιστημονική φαντασία, το απεχθέστερο οξύμωρο σχήμα που κατέβασε ανθρώπινος νους, ενας τροπος να κάνεις λιγότερο γοητευτική την έννοια της φαντασίας βαζοντας δίπλα της τη φριχτη λέξη «επιστήμη» -εντάξει, παιδιά, δεν τις πολυπιστεύω αυτές τις ογκηρές μεταμοντερνιστικές μαλακίες που λέω - μάλλον). 
Σε αυτό του το μυθιστόρημα λοιπόν, που προβάλλεται ως «μια κοινωνική σάτιρα με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και ανίερο χιούμορ, εμπνεόμενη από τις αυθόρμητες αντισυστημικές εξεγέρσεις» και που αντλεί έμπνευση εμφανώς και από την οικονομική κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο των τελευταίων ετών, ο Τουσέτ στο δίπολα αντισυστημικός - συστημικός, ιδεαλιστής - τεχνοκράτης επιλέγει... να μην επιλέξει! Επιλέγει τη φυγομαχία. Επιλέγει τις ίσες αποστάσεις! Επιλέγει να αντιμετωπίζει όσους συγκρουόνται λυσσαλέα, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, ως κομμάτια του ίδιου συστήματος και καταλήγει σε παιδιάστικά συμπεράσματα του τύπου «ζήσε τη ζωή σου, κυνήγα την προσωπική σου ευτυχία» και «όλοι έχουν τα δίκια και τ' άδικά τους». 
Συγχαρητήρια στον συμπαθή Πάμπλο, πιονιέρο ενός νέου ιδεολογικού ρεύματος που θα μπορούσε να αποκαλείται καλοκάγαθος συντηρητισμός, μποέμικη μετριοπάθεια και παιδιάστικος ωχαδερφισμός
Κρίμα, γιατί το βιβλίο διαθέτει εξαιρετικά ευρήματα όπως η φουτουριστική εικόνα μπάτσων που σημαδεύουν τους διαδηλωτές με εκτοξευτήρες προστίμων αλλά και σκόρπιες αφοριστικές ατάκες όπως «τέχνη, η υποβαθμισμενη μορφή ανθρώπινης εργασίας» και «ο Γκαουντί ήταν ένας διάσημος ζαχαροπλάστης»...

14 Μαΐ 2015

Ο άνθρωπος που τα είχε με τη Σία και που έκανε μερικά πράγματα ακόμη

O άνθρωπος που περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης, αποφεύγοντας τις κεντρικές οδούς ώστε να αποφύγει τους ανθρώπους που συνωστίζονταν εκεί, πράγμα περίεργο, ο συνωστισμός να παρατηρείται σε δρόμους μεγάλους, που θεωρητικά φτιαχτήκανε για να μας χωράνε όλους, ενώ τα στενά της πόλης, στα οποία θεωρητικά δεν χωράνε να περάσουν ούτε καν οι ακτίνες του ήλιου, χωρούσαν τον ίδιον μια χαρά, ο άνθρωπος αυτός λοιπόν γνώρισε τη Σία, από το Απελπισία, όχι στην έβγα της γειτονιάς αλλά στο φεύγα μιας βαρυχειμωνιάς, πάνε τρία χρόνια τώρα.
Από τότε αυτός κι η Απελπισία γίνανε αχώριστοι, μήτε ο σύριζα δεν μπορεσε να τους χωρίσει.

Μια μέρα αυτός ο άνθρωπος που όχι μόνο περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης αλλά επιπλέον είχε στην κατοχή του χιλιάδες αδημοσίευτες, ανέκδοτες αλλά όχι αστείες, σέλφι που στο μέλλον θα χρησιμοποιηθούν για να συγγραφεί από τους βιογράφους η πολύτομη πολύτιμη βιογραφία του, καθότι μια εικόνα -ακόμη και μια σέλφι- ισούται με χίλιες λέξεις, ο άνθρωπος αυτός λοιπόν ξύπνησε με μια γρατζουνιά στο λαιμό, κυκλική θαρρείς αλλά μόνον κατά το ήμισυ, δηλαδή μισός κύκλος, σαν κάποιος να προσπάθησε να του περάσει μια θηλειά στον λαιμό την ώρα που κοιμόταν αλλά επειδή κοιμόταν μόνος του (μόνο στον ύπνο τον άφηνε μόνο του η Απελπισία) συμπέρανε πως δεν του έφταιγε κανείς άλλος για την ημικυκλική κοκκινίλα σαν μισή θηλειά γύρω από το λαιμό του παρά μόνον αυτός ο ίδιος, πάει να πει ότι στον ύπνο του έφτιαξε αγχόνη.
Εκείνη την ημέρα αυτός ο άνθρωπος που όχι μόνο περπατούσε πάντα από τα στενά της πόλης και που όχι μόνο είχε στην κατοχή του χιλιάδες αδημοσίευτες, ανέκδοτες αλλά όχι αστείες, σέλφι και που όχι μόνο έφτιαχνε αγχόνες στον ύπνο του, αλλά επιπλέον δεν άκουγε καλά κατ' επιλογή όχι δική του αλλά των ηχείων του και των ακουστικών του, καθιστώντας τον όχι ανυπάκουο, όπως θα ήθελε, αλλά παράκουο, μη σου πω και παρατράγουδο, ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που έβρεχε μανιασμένα αγόρασε ένα βιβλίο που η πρώτη του αράδα έλεγε πως έβρεχε μανιασμένα και γέλασε γιατί κάποιος του είχε πει πως δεν υπάρχει πιο κλισέ τρόπος απ' αυτόν για να ξεκινάς ένα βιβλίο, με την εικόνα της βροχής δηλαδή, ή έστω με τη σκιά της, που έλεγε κι ο Τάιμπο, που στα βιβλία του συχνά πρωταγωνιστεί η βροχή, αλλά σάμπως κι ο Μπίλυ Κρύσταλ στο πέτα τη μαμά από το τρένο με τη βροχή δεν καταπιάνεται και προσπαθεί να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και γράφει η νύχτα ήταν υγρή, η νύχτα ήταν αποπνικτικά υγρή, η νύχτα ήταν βροχερή και υγρή, και τέλος πάντων δεν του κάθεται με τίποτα ούτε η βροχή ούτε η νύχτα ούτε κι η πρώτη αράδα, όπως και του Χέμινγουεη σ' εκείνο το βιβλίο του Τάιμπο, που προσπαθεί να γράψει την πρώτη την αράδα, ο Χέμινγουεη, όχι ο Τάιμπο, ο Τάιμπο, να 'ναι καλά ο άνθρωπος, γράφει όπως κάποιοι άλλοι χέζουν, ακατάσχετα και ακατάπαυστα, χωρις σταματημό, το λεγόμενο γράψιμο της απλής επαφής με τη σελίδα, και τέλος πάντων σε κείνο το βιβλίο του Τάιμπο ο Χέμινγουεη -και όχι ο Τάιμπο, το ξεκαθαρίσαμε αυτό- δεν μπορούσε να γράψει την πρώτη αράδα από το βιβλίο του και όλο την έσβηνε και την ξανάγραφε, αλλά εμένα μου φάνηκε καλή, δεν τη θυμάμαι απ' έξω τώρα φυσικά, θα ψάξω σε λίγο να τη βρω και θα σου πω τι έλεγε. 

8 Μαΐ 2015

Αγώνας τρόμου

Τρεις άντρες κάθονται αμίλητοι σε έναν καναπέ. Μπορεί να ειναι συγγενείς, μπορεί και όχι. Τα βλέμματά τους καρφωμένα στην τηλεόραση ή στον τοίχο γύρω απο την τηλεόραση. Στην τηλεόραση παιζει μια ταινία με τον Βέγγο. Ο τοίχος ειναι ανοιχτό γαλάζιο. Ο Βέγγος τρέχει. Οι τρεις άντρες σιωπούν. Οι σκέψεις τους τρέχουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις με διαφορετική ταχύτητα αναλόγως της ηλικίας, όχι των σκέψεων, αλλά των τριών ανδρών. Κανενός οι σκέψεις ωστόσο δεν τρέχουν με ταχύτητα Βέγγου.
Τι σκέφτονται οι τρεις αμίλητοι άντρες που κάθονται στον καναπέ κοιτώντας στην τηλεόραση μια ταινία με τον τρεχάμενο Βέγγο ή τον βαμμένο ανοιχτό γαλάζιο τοίχο;
Κανείς δεν ξέρει.

Εγώ ξέρω. 
Ή τουλάχιστον ξέρω τι σκέφτεται ο ένας απ' αυτούς.
Γιατί ο ένας είμαι εγώ.

Υπόθεση εργασίας: Ο ΣΥΡΙΖΑ αθετεί τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Πολλές απ' αυτές. ΕΝΦΙΑ, κατάργηση μνημονίων κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση, προτιμότερο να του καταλογιστεί πολιτική απάτη και κωλοτούμπα παρά να του αναγνωριστεί πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε αλλά, δεδομένων των συνθήκων και των πιέσεων και των άδειων ταμείων (και μπλαμπλαμπλα), δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω. Διότι σε αυτήν την περίπτωση θα είναι σαν ν' αποδεχόμαστε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ρεαλιστική πολιτική πρόταση, θα είναι σαν να αποδεχόμαστε ότι η Αριστερά, όταν κυβερνά, είναι καταδικασμένη να χάνει τον αριστερό της χαρακτήρα.  

Οχι, δεν σκεφτόμουν αυτό αμίλητος καθιστός στον καναπέ. Αλλά με βόλεψε να το βάλω εδώ, παρότι το έγραψα προ ημερών και το άφησα να κάθεται μονάχο. Δεν ξέρω τι σκέφτονταν αυτές οι γραμμές όσο περιμέναν να γίνει κάτι. Αν ένιωθαν μοναξιά οι λέξεις. Αν θέλαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και δεν μπορούσαν όπως οι τρεις άνδρες που κάθονταν αμίλητοι σε κείνον εκεί τον καναπέ. Αν είχαν τηλεόραση να κοιτάξουν, με Βέγγο ή χωρίς, αν είχαν τοίχο, ανοιχτό γαλάζιο ή άλλου χρώματος. Αν ένιωθαν κι αυτές κούραση και φόβο. Αν τους ένωναν κάποιοι δεσμοί συγγενικοί ή κάποιοι σύνδεσμοι και τι είδους ήταν αυτοί, συμπερασματικοί, συμπλεκτικοί ή μήπως διαχωριστικοί και αντιθετικοί και, αν τυχόν ήταν τέτοιου φυράματος σύνδεσμοι, πώς είναι δυνατόν να συνδέονται οι λέξεις μέσα από τον διαχωρισμό και την αντίθεση - άλλωστε το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους;
Και τελικά θα νικήσει ο μόνος που θα τερματίσει: ο φόβος.  

4 Μαΐ 2015

Μέχρι το περίπτερο και πίσω πάλι

Κοιτάζω φωτογραφίες. Φωτορεπόρτερ δρόμου. Η πόλη μου τα τελευταία πέντε χρόνια. Ανοίγω την πόρτα, βγαίνω έξω, κλείνω την πόρτα, κλειδώνω, καλώ το ασανσέρ, καλό το ασανσέρ κι υπάκουο, έρχεται, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα, πιέζω το μπουτόν, κατεβαίνω. Κάποιες φωτογραφίες δείχνουν το πέρασμα από την καθημερινή ένταση στους δρόμους, κάτι που έμοιαζε με εξέγερση, στη σταδιακή αποκλιμάκωση – στις νέες μορφές δράσης στους δρόμους: μαξιλαροπόλεμος, χρωματοπόλεμος, κάθε είδους πόλεμος, αρκεί να μην είναι κοινωνικός και ταξικός, αρκεί να εκτονώνει, αρκεί να μας κάνει να ξεχαστούμε βρε αδερφέ, φτάνει πια με το μίσος, την γκρίνια τη μιζέρια, ήρθε ώρα να βάλουμε πλάτη κι εμείς γιατί αυτοί που μας το ζητάνε τώρα είναι οι καλοί, να πληρώσουμε τώρα τους φόρους μας γιατί μας το ζητάνε οι καλοί. Ετσι λένε. Ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ, ανοίγω της εισόδου, βγαίνω έξω. Στο πεζοδρόμιο. Κόσμος πάει κι έρχεται. Στ' αριστερά, φούρνος. Ανοιχτός νυχθημερόν. Σταματούν οι μπάτσοι αργά το βράδυ. Σταματούν κι οι μεθυσμένοι. Πιτοειδή τεραστίων διάστασεων. Ετσι είναι πια ο ανταγωνισμός. Το πιο μεγάλο, το πιο φτηνό. Κι οι χειρότερες εργασιακές συνθήκες. Αφίσες στους τοίχους. Στη στάση λεωφορείων, αγγελίες, φορμάτ 10 ευρώ. Φορμάτ απλό, ακόμη πιο φτηνό, πέντε ευρώ. Πέντε ευρώ; Φτηνά, δεν λέω. Είναι καλό; είναι κακό; Ολοι βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Τα σέρνουν από το λουρί. Μια μέρα τα σκυλιά θα βγάζουν βόλτα τους ανθρώπους. Ούτως ή άλλως το λουρί πολλοί εθελουσίως το 'χουμε περάσει στο λαιμό μας. Θηλιές όλων των ειδών. Η αγχόνη που αγχώνει. Τράπεζες δολοφόνοι. Περπατώ στο πεζοδρόμιο ανάμεσα σε σκύλους, ζευγάρια αχώριστα, σερνάμενα γερόντια, μεθυσμένους που κάνουν οκτάρια, αριστερά μου μαγαζί με εκκλησιαστικά είδη. Στίφη τουριστών. Τα πούλμαν τριπλοπαρκαρισμένα προκαλούν μποτιλιάρισμα και σχετικές αναλύσεις των οδηγών ταξί. Θρησκευτικός τουρισμός. Σέλφι στικ για σέλφι με την Παναγιά και τον Χριστούλη και τον Αγιο τον Μυροβλήτη. Το ντάκφέις είναι ντεμοντέ. Το τερμάτισε η Σώτη. Απέναντι και δεξιά, στην τράπεζα, σύνθημα, να μη συνηθίσουμε στον θάνατο. Μα τον συνηθίσαμε ήδη. Συνηθίσαμε πολλά. Γρήγορα. Αγόγγυστα. Συνηθίσαμε κάποιοι να επιβιώνουμε χωρίς προοπτική. Ακόμη κι η διάψευση της ελπίδας δεν μας κάνει εντύπωση πια. Περπατώ. Έφτιαξε ο καιρός, τα κορίτσια φορέσανε πάλι σορτς. Ωραία. Στ' αριστερά, ένα σύνθημα κατά του Σόιμπλε. Να πάθει φούιτ, τον καταριέται. Σκέφτομαι κάθε μέρα να το φωτογραφίσω. Αρνούμαι. Να μη συνηθίσω στην σκατοψυχιά. Να παραμείνω καλός. Καλό παιδί. Ναι. Λίγο μαλάκας. Παραπέρα, τυροπιτάδικο. Εκείνος ο τυπάς ο χωρίς χέρια, που πουλάει χαρτομάντιλα και που μου έλεγε ο Θωμάς γι' αυτόν. Κάθεται και πίνει καμιά μπίρα. Κάνει κάνα τσιγάρο. Παραπέρα προποτζίδικο, ψιλικατζίδικο, γυράδικο και μια περίεργη καφετέρια, θα το γράψω κι ας ακουστεί σεξιστικό, μόνο γυναίκες βλέπω να κάθονται εκεί πέρα και να διαβάζουν το φλιτζάνι, ναι, μα τω Θεώ, αληθεια λέω, το φλιτζάνι και τα ταρό. Τα ταρό του έρωτα άλλωστε τα ύμνησε κι ο Ελύτης. Παραπέρα πωλείται μεταχειρισμένο ψυγείο ιχθυοπωλείου. Κι άλλα ζευγάρια με σκυλιά. Κλειστά μαγαζιά. Σκονισμένες βιτρίνες, καλυμμένες από αφίσες και σπρέι. Απαγορεύεται η αφισοκόλληση. Κάποια ανοιγοκλείνουν. Μέχρι ν' ανοίξει έχει προλάβει να κλείσει και να ξανανοίξει ως κάτι άλλο. Μόνο το παλιό στέκι, εκείνο το ωραίο το μπαρ, δυο χρόνια τώρα κλειστό, ξενοίκιαστο ακόμη το ρημάδι. Σκυλόσκατα στο δρόμο. Παραπέρα κατηφόρα. Ευθεία κάτω και αριστερά, θα φτάσεις στο ρουφ γκάρντεν. Γεμάτο. Ρουφ, ρουφιάνοι. Πήγε μια φορά εκεί ένας φίλος. Είδε τον Τσοχατζόπουλο. Παρατρεχάμενους. Πιστούς. Ακόλουθους. Χαμός έγινε, ποιος θα του πιάσει το χέρι πρώτος. Του Τσοχατζόπουλου, όχι του φίλου. Αυτόν, ούτε να τον φτύσουν. Αλλά για τον Ακη; Χαλασμός για μια χειραψία. Τότε δεν είχε σέλφι. Μόνο χειραψίες με τους υπουργούς. Σήμερα κανείς ποτέ δεν θυμάται να έπιασε το χέρι του Τσοχατζόπουλου. Κανείς δεν λέρωσε τα χέρια του ποτέ. Αλλωστε υπάρχουν κι αλλού χέρια που κάνουν χειραψίες, που βγάζουν σέλφι, που μοιράζουν υποσχέσεις. Στο ρουφ γκάρντεν. Ή κι αλλού. Ανοίγω την εξώπορτα, μπαίνω στην είσοδο, πάλι κάτι βρωμάει, καλό το ασανσέρ, με περίμενε εκεί, δεν είχε φύγει, ανοίγω την πόρτα, πιέζω το μπουτόν, ακούω τον ιμαντα να τρίζει, ο ιμάντας είμαι εγώ, με φωνάζουν κι έτσι, εκτός από μαλάκα, τρίζω κι εγώ, τρίζω τα δόντια, τα σφίγγω, το ασανσέρ σταματά, ξεκλειδώνω την πόρτα, μπαίνω στο σπίτι. Περνάει ο καιρός.