31 Ιουλ 2009

Γεια χαραντάν

Χαθήκαμε ε;
Το ξέρω αλλά όλο αυτό το μήνα πάμε πίπα, οπίσθια οπή εμπλοκή.
Μόλις τώρα κατάφερα να ξεκλέψω λίγο χρόνο για την πάρτη σας.
Τι μου κάνετε; Καλά ε; Καλή φάση.
Λοιπόν. Σοβαρά τώρα. Ο λόγος για τον οποίο κατάφερα να ξεκλέψω λίγο χρόνο είναι αυτό.
Το διαβάσατε; Μάλιστα. Το έχω δει εδώ και μέρες αλλά δε κατάφερα να γράψω κάτι λόγω πίεσης χρόνου.
Την ιστορία τη θυμόμουν. Αλλά αυτή τη φορά με άγγιξε ένα παραπάνω γιατί εδώ και δεκαοκτώ περίπου μήνες είμαι πατέρας. (Σας είπα ότι οι πιθανότητες να έχουμε πάλι αγόρι είναι πάνω από 80%; Όχι ε; Ε σας το λέω. Θα πούμε και γι' αυτό). Με πιάνει ρίγος και μόνο που σκέφτομαι αυτό που καμιά φορά σου έρχεται στο μυαλό σε κάτι τέτοιου είδους περιπτώσεις:
Κι αν ήταν το δικό σου παιδί;
Δε το χωράει ο νους μου ρε παιδιά. Άντε και πες πως η τράπεζα έχει ένα συγκεκριμένο λόγο και τρόπο να αποδεσμεύσει τα χρήματα. Άντε και υπάρχει. Ε, δε μπορεί να κάνουν κάτι αυτοί οι άνθρωποι για αυτήν την περίπτωση συγκεκριμένα; Ο χρόνος ήταν χρήμα. Αλλά δεν έκαναν. Θυμάμαι επίσης ότι ανακατεμένος στην υπόθεση αυτή ήταν και ένας χοντρομπαλάς απαίσια φάτσα που είχε να κάνει και με την ιστορία με το περίφημο DVD. Είχα δει στον Ρομπέν των Καγιέν Τριανταφυλλόπουλο την οικογένεια του παιδιού να μιλάει για αυτό.
Μπορεί επίσης κάποιος να με βοηθήσει ενημερώνοντας με για το που σκατά πήγαν τελικά τα λεφτά;
Τες πα, σε κάτι άλλο.
Μου την έχει δώσει πραγματικά με το μηχάνημα του ΟΑΣΘ που δε δίνει ρέστα. Θα μου πείτε άντε ρε πόσες φορές παίρνεις λεωφορείο; Έβαλες ένα ευρώ για ένα εισιτήριο των 60 λεπτών και κάτι έγινε. Σκεφτείτε ότι αν σε κάθε γραμμή υπάρχει ένα τουλάχιστο που βάζει ένα ευρώ για εισιτήριο 60 λεπτών πόσα λεφτά μαζεύονται. Το σκεφτήκατε;
Μπράβο.
Φοβερό ε;
Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ. Την τελευταία φορά που μπήκα σε λεωφορείο και ήρθε ελεγκτής του έδειξα το εισιτήριο και τον ρώτησα που πηγαίνουν αυτά τα χρήματα. Μου είπε πολύ απλά ότι δεν ξέρει. Μου είπε να πάρω στο 185 αλλά δε βρήκα κανένα και έτσι πήρα στο κεντρικό νούμερο (2310)981.100. Και εκεί μου είπαν ότι δε ξέρουν και να ξαναπάρω τη Δευτέρα.
Μάλιστα. Μέχρι να μου δώσουν μια απάντηση, και να είναι καλή, θα δίνω το εισιτήριο μου σε κάποιον όταν κατεβαίνω και θα σας βάζω στο μηχάνημα όλα τα χάλκινα κέρματα που έχω μαζέψει στο σπίτι. Και μην πείτε κόψε εισιτήριο του ενός ευρώ. Γιατί αυτό ισχύει για πολύτεκνους μόνο. Και εγώ πολύτεκνος δεν είμαι (αν και έτσι όπως το πάω μάλλον τέτοιος θα καταλήξω).
Πάμε τώρα σε κάτι άλλο.
Οι πιθανότητες που λέτε είναι με το μέρος μου. Δηλαδή. Κατά 80% περιμένω ένα ακόμα αγόρι. Και είμαι ευχαριστημένος. Σε αντίθεση με όλους αυτούς που έλεγαν ότι θα κάνουμε κορίτσι. Ναι καλά κορίτσι. Να κάνω εγώ ένα κάρο θυσίες να το μεγαλώσω και να έρθει το πρώτο τσογλάνι να μου το μαγαρίσει. Να είναι με το τσογλάνι κάπου έξω και να μου λέει ότι ήταν με τις φίλες της. Να της λέει το τσογλάνι να πάνε κάπου και να του λέει ότι ο μαλάκας ο πατέρας της δεν την αφήνει. Να μου βγαίνει με τα μίνια και να τα παίρνω κρανίο.
Μπρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ..........
Άσε ρε...
Πρέπει να σας αφήσω διότι η αγαπημένη Άφρο μαζέυει τα ρούχα στις βαλίτσες για να πάμε...να πάμε...χε χε χε κλάψ κλάψ κλάψ....να πάμε...λύγμ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ

30 Ιουλ 2009

Montreuil, 13 Juillet, πορεία ενάντια στην κρατική καταστολή

Στο γαλλικό προάστιο Μοντρέιγ στις 8 Ιουλίου εκκενώθηκε η κατάληψη στέγης La Clinique. Κατά την ειρηνική εκκένωση ένας 34 χρονος καμεραμάν, ακτιβιστής στο κίνημα αλληλεγγύης των μεταναστών και των αστέγων, έχασε το μάτι του από την αδικαιολόγητη χρήση φλασμπολ από την πλευρά των γαλλικών ΜΑΤ. Φέτος είναι το 5ο θύμα σοβαρού τραυματισμού λόγω της χρήσης αυτού του όπλου από τη γαλλική αστυνομία.
Στις 13 Ιουλίου οργανώθηκε πορεία κατά της αστυνομικής βίας από τις συλλογικότητες της κατάληψης, αριστερές οργανώσεις και τοπικές κοινωνικές ομάδες.

Στην πορεία συμμετείχαν περίπου 700 διαδηλωτές με συνθήματα κατά της αστυνομικής βίας (Αστυνομία παντού, δικαιοσύνη πουθενά). Αφού διέσχισε το κέντρο του Μοντρέιγ, η πορεία πέρασε από το δημαρχείο (δεν μπόρεσε να φτάσει στο αποκλεισμένο αστυνομικό τμήμα), και κατέληξε στην κεντρική αγορά του προαστίου, όπου χωρίς καμία προειδοποίηση από την πλευρά της αστυνομίας, περικυκλώθηκε από τα γαλλικά ΜΑΤ και διαλύθηκε εν μέσω συλλήψεων, δακρυγόνων, καταγραφής σε κάμερες από ασφαλίτες και πολύ ξύλου. Η βία της αστυνομίας προκάλεσε την αντίδραση των πολιτών του Μοντρέιγ που ζητούσαν από την αστυνομία να φύγει, να αφήσει τους διαδηλωτές, ανοίγοντας τις πόρτες των καταστημάτων ώστε να διαφύγουν οι διαδηλωτές. Στα βίντεο φαίνονται τόσο η καταστολή της πορείας όσο και οι αντιδράσεις των κατοίκων, που φώναζαν "σταματήστε, ντροπή, φύγετε" στους ρόμποκοπ των CRS. Το ίδιο βράδυ η δήμαρχος του Μοντρέιγ (εκλέγεται με τους Πράσινους με στήριξη και της υπόλοιπης αριστεράς) καταδίκασε τις βιαιότητες των αστυνομικών και ζήτησε να γίνει έρευνα για τους υπεύθυνους. Με απαράμιλλο θράσος ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας απαντούσε στους κατοίκους που τον ρωτούσαν "Αν δεν σας αρέσει, κοιτάξτε τι γίνεται στο Ιράν, πυροβολούν τους ανθρώπους". Σε ερώτηση δημοσιογράφου εάν η διαδήλωση είχε πάρει άδεια, δηλαδή εάν ήταν νόμιμη, η δήμαρχος απάντησε ότι η διαδήλωση δεν είχε δηλωθεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ήταν απαγορευμένη καθώς η ελευθερία να εκφράζει κανείς ανοιχτά τη γνώμη του πρέπει να είναι σεβαστή. Ανάμεσα στους συλληφθέντες που κρατήθηκαν όλο το βράδυ στην ασφάλεια ήταν και ένας δημοσιογράφος της Μοντ, που αφέθηκε το πρωί παρά τις διαβεβαιώσεις για την ιδιότητά του.




Αναλυτικά στα γαλλικά εδώ και εδώ.

29 Ιουλ 2009

Μησεταγά

Η συνταχτική ομάς του Everything you know is wrong, αποτελούμενη απ' τους Πάνους Καμμένο, Συγκαμμένο, Στρατευμένο, Ξεμωραμένο, Ερεθισμένο, Συνουσιασμένο, Εξοργισμένο, Αποφασισμένο και Ρουφιανεμένο, συνήλθε σύσσωμη εις πολύωρην σύσκεψιν συνοδεία συσκεμπάμπ, σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης της αποκλειστικής αποκλειστικότητας την οποία είχε εις τας χείρας της, αναφορικά με θέμα λεπτόν, το οποίο απαιτούσε εξίσου λεπτούς χειρισμούς και διακριτική παρουσίαση. Το πρόβλημα κατέστη έτι μεγαλύτερο όταν, κατά τη διάρκεια ηλεχτρονικής διαβούλευσης, μέσω τσατανιστικής τελετής, ο καλός μπλόγκερ και άνθρωπος Αργος, σύμβουλος του παρόντος ιστολογίου, επέπληξε σφόδρα την συνταχτική ομάδα διότι το θέμα το οποίο θεωρούσε αποκλειστικήν αποκλειστικότηταν, ήταν στην πραγματικότητα εδώ και χρόνια παγκοίνως γνωστό τοις απάτσι και τοις σίου. “Καλά ρε μαλάκες, τώρα βλέπετε πρώτη φορά ετούτη τη φωτογραφία; Κυκλοφορεί χρόνια στο δίχτυο”, ήταν μια χαρακτηριστική αποστροφή του λόγου του. Η συνταχτική ομάδα, εντέλει, χειρονίψασα, καθότι σύμπασα πεινούσε, κατουριόταν και είχε βαρεθεί τον ψειρισμόν του θέματος, ανάθεσε τη συγγραφή του άρθρου στον ειδικό καρπαζοσυνεργάτορα του ιστολογίου Πάνο Βλαμμένο-Ισερέ.

Ιδού το Φούκινγκ, ιδού και το πήδημα
του Πάνου Βλαμμένου-Ισερέ

Ριζοσπαστική και συνάμα σπαστική, τουτέστιν σπασοκλαμπανιέρικη απόφαση, η οποία προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην παγκόσμια κοινή γνώμη, η οποία παρακολουθεί τις εξελίξεις ανασοκομμένη, έλαβαν προσφάτως οι αρχές της μικρής αυστριακής κοινότητας Φούκινγκ. Πρόκειται για μια απόφαση η οποία αναμένεται να αλλάξει το χάρτη των ανθρώπινων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, για μια απόφαση που προκαλεί τους ανά τον κόσμο υπερασπιστές του δικαιώματος στον ελεύθερο έρωτα και στο ελεύθερο κάμπινγκ, στην ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο και στην Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Το χωριό Φούκινγκ, αγγλιστι Fucking, είναι ένα χωριό με ιστορία αιώνων, προφανώς όχι τόσο μεγαλη όπως η δικιά μας, διότι εμείς την έχουμε μεγαλύτερην από όλους, την ιστορίαν την ελληνικιάν εννοώ, παρότι κάποιοι ενίοτε εννοούν να την ταυτίζουν με την πούτσαν, έχοντας ήδη προ καιρού μπερδέψει την τελευταίαν με την βούρτσαν, τέλος πάντων εμπέρδεψα τα μπούτια μου με τούτην την πρόταση κι άντε να δούμε τίνι τρόπω ο αγαπητός διορθωτής θα βγάλει άκρη, μια ιστορία αιώνων λοιπόν, η οποία δεν θα πρέπει να κηλιδώνεται απ' την παρανόηση σχετικά με το όνομα αυτού, διότι δεν πρόκειται περί του χωριού Γαμημένο αλλά περί ενός χωριού που έχει πάρει το όνομά του απ' τον Φούκο, ένα Βαυαρό ευγενή του έκτου αιώνα.
Παρατηρώ ότι διέπραξα μέγιστο συγγραφικό ατόπημα, καθότι μετά από δύο παραγράφους βλακειοβρίθουσες, ακόμη δεν έχω αναφέρει την απόφαση περί της οποίας ο λόγος. Αλλά δεν θα το κάμω ούτε και τώρα, αντιθέτως θα πάμε πίσω στο πρόσφατο παρελθόν. Σύμφωνα λοιπόν με δημοσιεύματα πενταετίας, οι 104 κάτοικοι του Φούκινγκ είχαν μέγιστο πρόβλημα με τους τουρίστες, όχι γενικώς, αλλά ειδικώς με τους άγγλους τουρίστας οι οποίοι αρέσκοντο να κλέβουν τας πινακίδας του δρόμου αι οποίαι ανέγραφαν το όνομα της πόλης (Fucking) θεωρώντας το ένα ιδιαιτέρως γουστόζικο αναμνηστικόν απ' την Αυστρία. Η απάντηση του χωριού ήτο άμεσος: Τσιμεντώσαν τας δρομοπινακίδας τοιούτω τρόπω ώστε κατέστη αδύνατος η αφαίρεσίς των. Ομως οι εγλέζοι πλιατσικολόγοι αποδείχθηκαν ιδιατέρως ευρηματικοί: εφόσον δεν ημπορούσαν να κλέψουν την πινακίδα, έβγαζαν αναμνηστική φωτογραφία δίπλα της, πράγμα που θα ήτο απολύτως θεμιτό εάν η φωτογρανάμνηση δεν απεικόνιζε εγλέζους και εγλεζες, εις κάθε αριθμόν και στάσιν, να επιδίδονται εις ακατανόμαστες και απερίγραπτες σεξουαλικάς πράξεις. Κοντολογίς, γαμήθηκαν να γαμιούνται κάτω απ' τις πινακίδες που ανέγραφαν Καλωσήρθατε στο Φούκινγκ.
Και φθάνουμε στο σήμερα (επιτέλους, μας έσκασες, ανόητε ιστολογίσκε). Οι αρχές της κοινότητας αποφάσισαν την εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης τοποθετώντας κάμερες στα σημεία όπου βρίσκονται οι επίμαχες προσκλησυνουσιαστικές πινακίδες. Ως ιστολόγιο, και έχοντας κατά νου τα ανάλογα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι απ' τις πεινασμένες για σεξ ορδές των εγλέζων τουριστών εις τα Μάλλια και τη Ρόδο, αλλά και οι κουμπάροι εις την Αγία Νάπα, καλούμε τις τοπικές αρχές να παραδειγματιστούν απ' κίνηση των αρχών του Φουκινγκ. Και αν παρευχήν δεν επιφέρει τα επιθυματά αποτελέσματα, δηλαδή την καταστολήν των οργίων εις δημόσιους χώρους, ας μην παραβλέπουμε ότι υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το μαγνητοσκοπημένο υλικό διά την είσοδο των πολύπαθων δήμων εις τον ιδαιτέρως επικερδή χώρο της πορνοβιομηχανίας. Διότι σε καιρούς κρίσης, οφείλουμε να είμαστε ευέλικτοι και ευρηματικοί ώστε να επιτευχθεί η οικονομική ανόρθωση του τόπου, ακόμη και μέσω της εκμετάλλευσης της ερωτικής ανόρθωσης ανυποψίαστων μεθυσμένων ερωτοτροπούντων τουριστών.



28 Ιουλ 2009

Ενημερωτικό - Προ(σ)κλητικό

Στη φωτογραφία: Εις εκ των παραγωγών του α-κουράδι-ο επί τω έργω. Τι είναι το α-κουράδι-ο; θα αναρωτηθείς. Εκεί θα βρεις μαζεμένα όλα τα ποντκαστ τα οποία κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν σε αυτό εδώ το ιστολόγιο, αλλά και φρέσκα, ολόφρεσκα, σούπερ καλοκαιρινά, ό,τι πρέπει για το μπιτς μπαρ, για την παραλία των γυμνιστών, για τον νέο, την νέα, τον αγωνιστή, την αγωνίστρια, τον/την κινηματία. Το πλέον πρόσφατο ποντκαστ απ' τον συνιστολόγο Νταβέντρα Μπάνχαρτ είναι αφροδισιακό, ζουμερό και δροσερό σαν του καρπούζι στην κρουαζιέρα του Βαγγέλη Γερμανού. Φουλ στην προστυχιά, λέμε!

ΥΓ. Αν κανείς επιθυμεί να συμμετάσχει στο εγχείρημα, ας το δηλώσει. Μπορούμε να μοιράσουμε ακόμη 98 προσκλήσεις συνεργατών!

26 Ιουλ 2009

Πέτα τα βιβλία, πάμε παραλία, γράψε στο μαγιό σου τη βαθμολογία

Στο ταξί, ψιλοκουβεντούλα με τον οδηγό περί παντοσεπιστητού, ναπερναϊώρα βραδερφέ. Κάπου στη στροφή της Λαγκαδά για Ηλιούπολη, ένας επαίτης στο φανάρι απλώνει προς το μέρος μας, ζητώντας ελεημοσύνη, ένα χέρι που δεν μοιάζει και πάρα πολύ με χέρι. Ο ταξιτζής φορτώνει, βρίζει “να κατέβω να τον πλακώσω στα χαστούκια, με ρωτάει αν θέλω να δω το χέρι του, με ρωτάει αν μου χαλάει τη μέρα, με ρωτάει αν μου ήρθε εμετός με αυτό που είδα”, εγώ περιμένω να πάρει ανάσα, λέω, πάντα διαλλακτικός και πρόθυμος να συμφωνήσω με τον συνομιλητή μου, ειδικά όταν αυτός είναι διπλάσιος από μένα με κάτι χερουκλεσνά, “τι φταίνε κι αυτοί, οι δουλέμποροι που τους φέρνουν απ' τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία φταίνε”, “ε μα κι αυτοί εκεί πέρα δεν ξέρουν τι θέλουνε”, ξαναξεσπάει ο οδηγός, “μου 'ρχονται όλοι εδώ απ' τις πρώην κομμουνιστικές χώρες και σου λένε τι καλά που ήταν με το καθεστώς, ε αμα ήταν τόσο καλά, γιατί το ρίξανε το καθεστώς”, “αλήθεια, γιατί;” τον ρωταθωίζω και χειλιοκρεμιέμαι απάνω του όπως κρεμότανε απ' τα βράχια ο Συλβέστερ Σταλόνε στο Κλιφχάνγκερ, “να σου πω εγώ γιατί”, μου λέει ο ταξιτζής, “γιατί βλεπανε την Ελλάδα πόσο πλούσια χώρα είναι, γιατί μη νομίζεις, υπάρχει πολύ χρήμα στην Ελλάδα, και τα καθεστώτα τους δεν τους αφήνανε να 'ρθουνε εδώ πέρα, οπότε το ρίξανε το καθεστώς, και πλακώσανε όλοι εδώ πέρα, και τώρα μου το παίζανε και κακομοίρηδες και τι καλά που ήταν με τον Στάλιν. Και να σου πω και τ' αλλο: τράβα, ας πούμε, τώρα στη Θάσο: Οσο κι αν ψάξεις Ελληνα να κάνει διακοπές δεν θα βρεις. Ολοι ρωσοπόντιοι είναι. Πρώτα μας πήρανε τις δουλειές, τώρα μας παίρνουνε και τις διακοπές”.

(όσοι ξέρετε τον ήπιο, στα όρια της δειλίας, χαρακτήρα μου, θα έχετε καταλάβει φυσικά δεν επιχειρηματολόγησα, αλλά περιοριστήκα μόνον σε ένα κούνημα του κεφαλιού γεμάτο κατανόηση).

Και τώρα, μετά τη βαρετή θεμάσχετη περιαυτολογία, το κυρίως άρθρο:

Νοσταλγός του καθεστώς
(προς το συνάδελφο διορθωτή: γνωρίζω ότι η λέξη “καθεστώς” είναι σε λαθος πτώση. Παρακαλώ να μείνει ως έχει, ποιητική αδεία, προκειμένου να κάνει ρίμα με τη λέξη “νοσταλγός”).
του Πάνου Αιφνησοβαρεμένου

Ο Μάριο Ρόλιγκ φιλοξενήθηκε επί τρεις μήνες σε σωφρονιστικό ίδρυμα της Στάζι, το 1987. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η ανάμνηση αυτής της εμπειρίας δεν του είναι ιδιαίτερα ευχάριστη. Είναι ένας απ' τους 250.000 πολιτικούς κρατούμενους στην Ανατολική Γερμανία που θέλουν την αναγνώριση των παθών τους και να μπει ένα τέλος στη νοσταλγία για το καθεστώς. Στα 41 του, σήμερα, περιγράφει τη φυλακή σαν ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το έγκλημά του; Προσπάθησε να φυγει απ' την Ανατολική Γερμανία, για να γλιτώσει απ' τις πιέσεις της Στάζι να ρουφιανέψει φίλους του απ' το Δυτικό Βερολίνο. Ο Ρόλιγκ αρχικά φάνηκε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του μετά την πτώση του Τείχους. Έκανε οικογένεια και απολάμβανε τη ζωή του στην Ενωμένη Γερμανία μέχρι που μια μέρα κατέρρευσε, όταν συνάντησε τυχαία, το 1999, σε ένα πολυκατάστημα έναν από τους ανακριτές του. Εκείνη τη νύχτα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Εκτοτε υποφέρει από μετατραυματικό στρες. Δεν μπορεί να εργαστεί και μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Ωστόσο, ο Ρόλιγκ ανησυχεί και για κάτι ακόμη: τη νοσταλγία που αναπτύσσουν πολλοί συμπατριώτες του για την Αν.Γερμανία, την οποία θεωρεί ότι εν πολλοίς τροφοδοτεί το Αριστερό Κόμμα. Θεωρεί ότι κάποιοι παραβλέπουν τη σκληρότητα του καθεστώτος, που περιόριζε τους πολίτες του πίσω από ένα τείχος, τους κατασκόπευε, και κατεδίωκε οποιονδήποτε ασκούσε κριτική, αναδεικνύοντας αντίθετα την άποψη ότι η Ανατολική Γερμανία είχε ένα εξαιρετικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, καλά σχολεία και μηδενική ανεργία. O Ρόλιγκ αυτήν την περίδο προσπαθεί να ξεπεράσει τα ψυχολογικά του, ταυτόχρονα όμως έχει επιδοθεί σε μια καμπάνια κατά της νοσταλγίας του καθεστώτος, και υπέρ της απόδοσης σύνταξης σε όσους φυλακίστηκαν και καταδιώχθηκαν από τη Στάζι. Ήδη έχει αρχίσει να σημειώνει κάποιες μικρές νίκες: Τον περασμένο μήνα κέρδισε μια δικαστική διαμάχη με έναν πρώην αξιωματούχο της Στάζι ο οποίος τον αποκάλεσε αρχιψεύταρο σε κάποιο διαδικτυακό φόρουμ. Τα 2.785 ευρώ που κέρδισε ο Ρόλιγκ θα τα χρησιμοποιήσει για να πραγματοποιήσει ένα απ' τα όνειρά του: μια κρουαζιέρα στη Νέα Υόρκη...
Προφανώς, ένα απ' τα πράγματα που κάνουν τον κύριο Ρόλιγκ να χάνει τον ύπνο του, είναι και κάποιες δημοσκοπήσεις που διενεργούνται τελευταία στη Γερμανία, σύμφωνα με τις οποίες περισσότεροι από τους μισούς πρώην ανατολικογερμανούς βλέπουν με συμπάθεια τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Ο Μπίργκερ είναι 30 χρονών. Επιτυχημένο στέλεχος μιας επιχείρησης (χρυσομειράκιον δηλαδή), σχεδιάζει τις καλοκαιρινές του διακοπές κάπου στη Μεσόγειο. Θα έλεγε κανείς πως είναι η περίτρανη απόδειξη της επιτυχίας του καπιταλιστικού συστήματος. Εντούτοις ευθαρσώς δηλώνει: "Οι περισσότεροι Ανατολικογερμανοί περνούσαν καλά. Εν πάση περιπτώσει δεν νομίζω ότι είναι και πολύ καλύτερα τα πράγματα σήμερα. Τότε υπήρχε η Στάζι, σήμερα η Schäuble και η GEZ. Τότε δεν μπορούσες να φύγεις απ' τη χωρα λόγω του καθεστώτος, σήμερα λόγω της φτώχειας".
Αναγνωρίζει βέβαια ότι την καταπίεση του καθεστώτος και την κατακρίνει. Παρόμοιες απόψεις, υπερασπιστικές του καθεστώτος της πρώην ανατολικής Γερμανίας, εκφράζει σήμερα, είκοσι χρόνια από την πτώση του τείχους, το 57% των ανατολικογερμανών. Το 49% θεωρεί πως τα θετικά στοιχεία του καθεστώτος ήταν περισσότερα από τα αρνητικά, και πως η ζωή, παρά τα προβλήματα, ήταν σε γενικές γραμμές καλή. Κι ένα 8% αρνείται κατηγορηματικά κάθε κριτική στο καθεστώς και δηλώνει καθαρά και ξάστερα πως η ζωή στην Ανατολική Γερμανία ήταν καλύτερη απ' τη ζωή στην ενωμένη Γερμανία. Ο Μπίργκερ είναι επίσης ξεκάθαρος: “Ακόμη και χωρίς την επανένωση, θα είχα μια εξίσου καλή ζωή”.

Διαβάστε περισσότερα και καλύτερα και τελος πάντων πιο καθρεφτίζοντα: 1, 2, 3

ΥΓ. Προς τον αγαπητό συνάδελφο υλατζή: η φωτογραφία που ζητώ να συνοδεύει το κείμενο, ενδεχομένως να είναι μην ταιριάζει απόλυτα με το κείμενο, ωστόσο η νεαρά νοσταλγός της φωτογραφίας έχει εξαιρετικό πρόσωπο, τραβηχτικό τολμώ να πω, κι εν πάσει περιπτωση ομορφαίνει ένα κατά τ' αλλα βαρετό κείμενο. To δε βίδεο που ακολουθεί είναι μια ακουστική αλλά και συνάμα οπτική όασις...


25 Ιουλ 2009

Ολοι είναι ύποπτοι

Ο αστυνόμος Λιμπερτί Βαλάνς είναι ο πρώτος δολοφόνος που δεν επιλέγει μόνο τα θύματά του αλλά και τους ενόχους του. Και το αποτέλεσμα θα ήταν αποτρεπτικό και για τους ίδιους τους δολοφόνους που το να βλέπουν τόσους υποτιθέμενους συναδέλφους τους να καταδικάζονται θα τους έκανε σίγουρα να διστάζουν περισσότερο την κρίσιμη στιγμή, εντυπωσιασμένοι από την πρόσφατη αποτελσματικότητα της αστυνομίας. Αλλωστε ο Λιμπερτί πιστεύει πως πρέπει ο φόνος να ωφελεί και αν επειτα από κάθε φόνο "συλλαμβάναμε το πρώτο ή το δέυτερο άτομο που εμφανιζόταν δεν θα υπήρχε πια ατιμώρητο έγκλημα (καλύτερα εκατό αθώοι στη φυλακή παρά ένα έγκλημα ατιμώρητο), και η αστυνομία θα κέρδιζε απίστευτο χρόνο, τον οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει σε επιχειρήσεις ασφαλείας για να καθησυχάσει τον πληθυσμό". Ο Βαλάνς διαλέγει για θύμα του έναν αστυνομικό, προκειμένου να επιβάλει μια παραδειγματική τιμωρία σε έναν προκαθορισμένο ένοχο, ώστε κανείς πια να μην αγνοεί ότι τέτοιες ανανδρες δολοφονίες θα τιμωρούνται αλύπητα.

Κι αν σε κάποιους όλα τα παραπάνω θυμίζουν Ντέξτερ -την τηλεοπτική σειρά, όχι το βιβλίο, διότι το βιβλίο δεν το 'χω διαβάσει- δεν είναι ακριβώς έτσι. Διαβάστε τη Μαθητεία, του Ραφαέλ Μαζάν, εκδ. Μελάνι, και θα δείτε, πέρα απ' τις ομοιότητες και τις διαφορές.

22 Ιουλ 2009

Banlieues Parisiennes

Vitry, coucher de soleil, 21h35



Ivry, périphérique de Paris, 22h05


Η ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΓΡΙΠΗΣ

Ο Νικολάκης Διάσελος, και γαμώ τους ιδιωτικούς αστυνομικούς της μπλογκόσφαιρας, με αρχίδια και καρύδια, μύγδαλα και βερύκοκα, απο τότε που άρχισε να διαβάζει και πάλι εφημερίδες ενώ αφόδευε-σταματώντας έτσι την ανάγνωση Ισπανόφωνων μυθιστορημάτων γραμμένων από συγγραφείς με ψευδή (ή ψευδά;) επίθετα-, ένιωσε πάλι εκείνον τον υπέροχο και καθησυχαστικό τρόμο, που τόσο του είχε λείψει. Κι αυτή τη φορά, δεν είχε να κάνει ούτε με φαντάσματα του παρελθόντος, ούτε με νεκροζώντανους ποιητές, ούτε με τον Πιερ Μπουρντιέ, ούτε με την δυσκοιλιότητα, ούτε με σφαίρες, ανακρίσεις και πληρωμένους δολοφόνους. Αυτή τη φορά ο τρόμος ήταν εδώ, απτός και αληθινός, σε κάθε φτάρνισμα, σε κάθε δέκατο του πυρετού. Έπρεπε όμως να τον περιχαράκωσει αυτόν τον τρόμο. Να μην του ξεφύγει ούτε ίντσα απ' την συναχωμένη εξουσία του. Να τον ζήσει με όλες τις αισθήσεις του, να τον απολαύσει στην ολότητά του. Ακύρωσε τα εισητήρια των διακοπών, περιορίστηκε σε 2-3 τυπικές κουβέντες με τον Ειδικό Νίντζα (ακολουθεί χαρακτηριστικός διάλογος: Ε. Ν. Ωραίος αυτός ο Τεσιγκαχάρα. Ενσωματώνει την παραβολή και τον μύθο μέσα στις δομές μιας μετα-βιομηχανικής και αλλοτριωμένης χώρας για να περιγράψει την αποξένωση του ανθρώπου-ζόμπι σε μια εσωτερική και εξωτερική γεωγραφία καθαρτηρίου. Ν.Δ. Ναι, έχεις δίκιο. Ε.Ν. Θεωρώ ότι η κρατικοποίηση των πετρελαίων της Ζουαζιλάνδης θα συμβάλλει στην κατακόρυφη άνοδο της ανάπτυξης της χώρας Ν.Δ. Ναι, Ζουαζιλάνδη, κτλ), κράταγε την μύτη του για να μην αναπνέει μέσα στο μετρό, κοίταζε άγρια τους μετανάστες (εκεί που ζούνε σαν τα ποντίκια ακόμα και χολέρα θα μας κολλήσουν), σφαλιάρισε δυνατά με μεσήλικη κυρία στα Notos Galleries επειδή έβηξε μέσα στην μούρη του, κάπνιζε τσιγάρα με μια ρουφηξιά, έπαιρνε πέντε ειδών βιταμίνες πρωί, μεσημέρι, βράδυ, τελείωνε ένα μπουκάλι οινόπνευμα μέσα σε δύο μέρες, απέφευγε τα Εξάρχεια και περίμενε.
Και μέχρι σήμερα, ακόμα περιμένει τον βάρβαρο ιό της γρίπης με την ελπίδα ότι δεν θα διαψεύσει τα όνειρά του για πλήρη υποδούλωση. Για άλλοθι της εσωτερικής του μιζέριας και της ανικανότητάς του να ζήσει έτσι όπως κάποτε ονειρεύτηκε, μέσα απ' τους άλλους και μέσα απ' τον αληθινό του εαυτό. Διότι το να ζεις, σήμερα, αποτελεί μια μορφή τρομοκρατίας. Κι αυτό το γνώριζε καλά ο Νικολάκης Διάσελος, μέγας σαλτιμπάγκος μιας ατέρμονης γελοιότητας...

Jacques Prévert, 1955, Paris


Κάποιος ανώνυμος με αφορμή το ποίημα "Κυριακή" του Πρεβέρ σημείωσε ότι υπάρχει μια φωτογραφία στο λεύκωμα με φωτογραφίες από το Παρίσι του Robert Doisneau. Όπως σημειώνει στο σχόλιό του "μέγας ποιητής, αναρχικός, με παιγνιώδη διάθεση και σφόδρα αντιπολεμικός (γράφει μετά το σφαγείο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου)... σε ένα λεύκωμα φωτογραφιών του Robert Doisneau με θέμα το Παρίσι, ο Πρεβέρ, ηλικιωμένος, κάθεται σε ένα καφέ στο πεζοδρόμιο, καπνίζει, πίνει κρασί και στα πόδια του είναι αραγμένος ένας ράθυμος σκύλος".

17 Ιουλ 2009

Η γοργόνα και τα εννιά πλοκάμια



Εδώ και μια βδομάδα ταξιδεύω. Αρμενίζω, γεύομαι την επαφή με καινούριους ανθρώπους, αγαπώ περισσότερο τους φίλους, εξερευνώ βυθούς, οι αισθήσεις μου γεμίζουν χρώματα και φωνές, ερωτεύομαι ασύστολα κι ενίοτε εντελώς αθώα.

Εγώ, η κατά τα άλλα ακατάπαυστη, ατρόμητη και δυναμική (μέγας ρέκτης λέμε!) δεν είχα κάνει ποτέ κατάδυση στη ζωή μου. Και γενικώς δεν το κρύβω, είχα μια άρνηση και φοβία για κάθε θαλάσσιο σπορ (για τα χιονιού εξακολουθώ να έχω, καθότι κρυουλιάρα και μου φαίνεται εντελώς σισύφιο το ανεβοκατέβασμα πλαγιών).

Το βάπτισμα του πυρός πήρα αφού με ξεμπρόστιασαν κάτι πιτσιρίκια που θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου σε κάποια παραλία της Σαντορίνης όπου οι φίλοι που με φιλοξενούσαν στο νησί έχουν κιόσκι με θαλάσσια σπορ. Εκεί που καθόμουν αμέριμνη και λιαζόμουν έρχονται οι μικροί διάβολοι με τρελή όρεξη να κάνουν κουλούρες "πολύ πολύ γρήγορα!". "Ελάτε και σεις μαζί μας, θα έχει πάρα πολύ πλάκα!" με παρακάλεσαν. Έτσι δέθηκα και γω κι άρχισα να σέρνομαι, να κοπανάω, να πηδάω στον αέρα, να βουτάω στη θάλασσα και να ουρλιάζω γελώντας. Τελικά το καταφχαριστήθηκα. "Αχ κυρία Go-Go, ήταν τέλεια! Τί καλά που ήρθατε κι εσείς, δεν θα ήταν τόσο ωραίο χωρίς εσάς! Να έρθετε και αύριο μαζί μας" με ευλόγησαν οι μικροί μου βαπτιστές όλο χαρά.

Από κει κι έπειτα τί με ήθελες. Και φτάνουμε στο μεγάλο τόλμημα της κατάδυσης με μπουκάλες. Αφού το σκέφτηκα μερικές μέρες, πήρα τη μεγάλη απόφαση και πήγα. Κι επειδή τη μέρα εκείνη φύσαγε αρκετά, ήμασταν μόνο τρεις οι θαρραλέοι βουτηχτάδες. Καθώς οι δύο ήταν πεπειραμένοι έφυγαν με τον ένα εκπαιδευτή για τη μεγάλη βόλτα κι γω έμεινα με το δεύτερο να μάθω για πρώτη φορά να φυσάω και να ξεφυσάω, πράγμα που μου φαινόταν στην αρχή βουνό - και μπορείτε τώρα να φανταστείτε πως κάνει μια γυναίκα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.

Σας ενημερώνω βέβαια ότι δεν είμαι η μοναδική που έβαζε το κεφάλι μέσα και το έβγαζε ευθύς αμέσως γιατί τη μία ένιωθα ότι θα ρουφήξω θάλασσα, τη δεύτερη θόλωνε η μάσκα, την τρίτη έμπαινε μια φράντζα μπροστά, την τέταρτη δεν μπορούσα να συγχρονιστώ με τίποτε, την πέμπτη είδα όραμα ότι με ρουφούσε ένας ροφός κ.ο.κ. Ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά ήρεμος (και κούκλος φυσικά, τί νομίζατε; αφού το αποφάσισα, είπα να το ζήσω κινηματογραφικά) και ενώ εγώ ένιωθα σαν υποχόνδρια new age θείτσα εκείνος προσπαθούσε με χαλαρή φωνή να με πείσει ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό και θα τα κατάφερνα με ευκολία. Όπερ και εγένετο! Και έτσι άρχισε η μικρή Go-Go να εξερευνεί το μεγαλείο του βυθού με τα χιλιάδες χρώματα και την απόκοσμη πραγματικότητά του πιασμένη χέρι-χέρι με το θεό Ποσειδώνα και να ζει το δικό της μύθο στη Σαντορίνη.

Γιατί αγαπητοί μου, πείτε μου, είναι δυνατόν να σας προσφέρουν με αυτό τον τρόπο την πιο ρομαντική βόλτα της ζωής σας και να μην ερωτευτείτε σαν σχολιαρούδι; Όχι πείτε μου δηλαδή, γιατί στο τέλος εγώ ήμουν που καθόμουν και τον κοιτούσα σαν ροφός. Και του το είπα βέβαια μόλις αναδυθήκαμε με όλη την ανιδιοτελή αφέλεια και χαριτωμενιά που μπορεί να με διακρίνει, κι ενώ εγώ περίμενα εν τέλει ιδιοτελέστατα από τον πυγμαλίωνά μου να μου πει "κι εγώ! πάμε να ζήσουμε στο βυθό γοργόνα μου", εκείνος αρκέστηκε σε ένα γλυκύτατο χαμόγελο.

Ουφ τί να κάνουμε, κάτι ήταν κι αυτό. Θα μπορούσε να δώσει μια στο ρυθμιστή πλευστότητας και να με στείλει στα τάρταρα - "ουστ, μωρή φάλαινα που μου θες κι έρωτες". Αλλά φαντάζομαι θα το έχει ακούσει τόσες φορές, είναι σχεδόν νομοτελειακό να πέφτει κάθε παρθενοβουτηχτούλα στα δίχτυα του, είμαι σίγουρη. Βρε τί έπαθα η έρμη στα γεράματα...

Πάντως, την επόμενη φορά (γιατί θα υπάρξει, σας βεβαιώ) δε θα ψαρώσω τόσο εύκολα και δε θα αφήσω κανέναν να πιάσει το μουλιασμένο μου χέρι, εκτός από το Μπάμπη το χταπόδι. Είμαστε για τέτοιες εκρήξεις αδρεναλίνης τώρα στα 15 μέτρα βάθος;



Υ.Γ.: Ευχαριστούμε τη Μαρουλογοργόνα για την παραχώρηση της φωτό.

Κρυμμένος

– Ημέρα 1η
Από το προηγούμενο βράδυ είχε την εντύπωση το πρωί θα τον ξυπνούσε το χτύπημα του τηλεφώνου. Ή κάποιο επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Ή, χειρότερα, το σπασαρχίδικο κουδούνισμα απ’ το θυροτηλέφωνο. Τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβη, και αισθάνθηκε την απειλή μεγαλύτερη. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε. Ευτυχώς το καζανάκι ήταν χαλασμένο, ειδάλλως ο καταρράχτης νερού, Νιαγάρας και βάλε, θα πρόδιδε τη θέση του. Χειρότερα: θα πρόδιδε την ύπαρξή του την ίδια. Ανοιξε ελάχιστα τη βρύση του μπάνιου, να τρέξει ίσα ίσα ένα λεπτό κορδόνι νερού, για να γεμίσει τον κουβά. Τον άδειασε αθόρυβα στη λεκάνη. Δεν έφτιαξε καφέ. Δεν άναψε τσιγάρο. Εκατσε στον καναπέ και προσπαθούσε να μην αναπνέει. Ανησυχούσε για τα σανίδια που έτριζαν υπό το βάρος των ποδιών του. Ανησυχούσε για την ησυχία που επικρατούσε στο διαμέρισμα. Για τους δυσδιάκριτους θορύβους, έξω απ’ το κλειστό, παρά τον καύσωνα, παράθυρο. Ίδρωνε ακατάπαυστα. Άραγε ο ιδρώτας κάνει θόρυβο; Ήπιε λίγο γάλα, με μικρές φοβισμένες γουλιές, καθισμένος άκρη-άκρη στον καναπέ, αλύγιστος, άκαμπτος. Στις μύτες των ποδιών, πήγε για χέσιμο. Ιδρωσε απ’ την υπερπροσπάθεια να μην κλάσει, φοβούμενος ότι η παραμικρή κλανιά θα πρόδιδε τη θέση του στους απέξω, αυτούς που ενδεχομένως παραμόνευαν έξω απ’ την πόρτα του. Αυτούς που ενδεχομένως από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσαν το κουδούνι. Ή, χειρότερα, με πολιορκητικό αιγόκερω, θα έσπαγαν την πόρτα, ένστολοι, ένοπλοι εφοδεύοντες και θα τον έβρισκαν αφοδεύοντα στο μπάνιο με το χαλασμένο καζανάκι.
Εντέλει την πρώτη ημέρα δεν συνέβη τίποτε. Μόνο κάποια στιγμή, αργά το μεσημέρι, με χίλιες προφυλάξεις, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, βγήκε έξω, τριπλοκλείδωσε, κατέβηκε έναν όροφο με τα πόδια, κάλεσε το ασανσέρ, βγήκε απ’ το ασανσέρ στο πρώτο όροφο, κατέβηκε στο ισόγειο με τα πόδια, και στη συνέχεια πήγε στη δουλειά. Ποτέ του δεν περίμενε ότι η μισθωτή εργασία θα φάνταζε τόσο απελευθερωτική.

– Ημέρα 2η
Τη δεύτερη ημέρα τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Το άφησε να χτυπάει. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε να κρυφτεί μέσα στο πλήθος.

– Ημέρες 3η και 4η
Η τρίτη και η τέταρτη ημέρα ήταν σαββατοκύριακο. Ένιωσε ασφαλής. Ακόμη και οι διώκτες του βρίσκονταν σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής. Αυτός αφέθηκε να λιώσει στα τσιμέντα.

– Ημέρα 5η
Ησυχία. Περνώντας έξω από μια ένα κατάστημα εσωρούχων, χαμογέλασε στην κούκλα της βιτρίνας, κι αυτή ανταποδίδοντας το χαιρετισμό ξεκούμπωσε το σουτιέν της. Συχνά-πυκνά κοιτούσε πάνω απ’ το ώμο του, να δει μήπως το παρακολουθούσε κανείς. Βρήκε καταφύγιο στη δουλειά, αρκετές ώρες νωρίτερα απ’ την έναρξη της βάρδιας. Κατάντια. Έκατσε κι έγραψε, αγχωμένα, βιαστικά, με πολλά ορθογραφικά λάθη, τα συμβάντα των πέντε πρώτων ημερών.

– Ημέρα 6η
Άυπνος με το πρώτο φως του ήλιου, μην αντέχοντας άλλο τη σιωπηλή αναμονή μέσα στους τέσσερις τοίχους, μπήκε στο λεωφορείο για το πιο απομακρυσμένο νοσοκομείο. Πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας στην αίθουσα αναμονής των εξωτερικών ιατρείων. Όταν ήρθε η σειρά του για τα νευρολογικά περιστατικά, την έκανε κατσίκα.

– Ημέρα 7η
Ξύπνησε στο κρεβάτι του με φριχτό χανγκόβερ. Το μαξιλάρι ήταν γεμάτο στάμπες απ’ τα σάλια του, που τρέχανε όλη νύχτα. Τόλμησε να φτιάξει καφέ, όσο πιο σιωπηλά μπορούσε βέβαια, και τον ήπιε με μικρές, βιαστικές γουλιές. Όταν ξάφνου κάποιος χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, κόντεψε να πνιγεί. Σταμάτησε να αναπνέει, τα μηνίγγια του χτυπούσαν μανιασμένα. Ευχήθηκε να μπορούσε να μικρύνει, να γίνει απειροελάχιστος, να μην τον πιάνει ανθρώπου μάτι. Ακουσε βήματα έξω απ’ την πόρτα να απομακρύνονται, να κατεβαίνουν τις σκάλες. Εμεινε πολύ ώρα ακόμη ακίνητος. Σύντομα, παρά τον καύσωνα, άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε μήπως το ρίγος του κάνει θόρυβο και τον εντοπίσουν έτσι. Είχε δεν είχε μια ώρα ξύπνιος και απ’ την υπερένταση ένιωθε κουρέλι. Νύσταξε. Πήγε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε κατευθείαν, αγνοώντας το τηλέφωνο που χτυπούσε ασταμάτητα. Αργά το μεσημέρι, ξύπνησε, ντύθηκε όπως-όπως και ετοιμάστηκε να βγει έξω. Κοίταξε απ’ το ματάκι της πόρτας και του φάνηκε πως είδε δύο σκιές στον τοίχο της εισόδου να παραμονεύουν. Πέρασε πέντε λεπτά κοιτώντας απ’ το ματάκι της πόρτας για να σιγουρευτεί ότι οι φιγούρες που παραμόνευαν ήταν υπερβολικά ασάλευτες για να είναι ανθρώπινες. Πήρε βαθιά ανάσα, ευχήθηκε να πρόκειται όντως για παιχνιδίσματα του φωτός και όχι για τους διώκτες του και ξεκλείδωσε την πόρτα. Κανείς δεν ήτανε απέξω. Βγήκε στο δρόμο, μπήκε στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε απ’ τη στάση, έκατσε δίπλα σε μια ξανθιά ημίγυμνη γκόμενα. Νύσταζε πάλι. Εγειρε το κεφάλι του στον ώμο της ξανθιάς και κοιμήθηκε βαθιά.

16 Ιουλ 2009

Προύνο και μεθώ

Το Everything you know is wrong, το ιστολόγιο των μεγάλων δημοσιογραφικών αποκαλύψεων, την ώρα που όλοι ασχολούνται με τα κινητά και τις συνομιλίες των μαφιόζων φυλακισμένων, φέρνει στο φως αυτό που πίνουν και δεν μας δίνουν στις φυλακές ανά τον κόσμο.

Πιες-πιες της ταραχής το κρασί

Βαρυσήμαντος αποκαλυπτική παρέμβασις
του Πάνου Πιωμένου-Χικχεκχωκοκάκη
σαβουροπότη Εμ Τι (περίμενες;)

Προσφάτως ερωτηθείς από νεαρόν γιατρουδάκον σε δημόσιον νοσοκομείον της χώρας, εάν έχω την συνήθειαν να πίνω, η απάντησις μου ήτο «όχι ιδιαιτέρως». Ο ψαράς ιατρός, επιμένων, εζήτησε διευκρινίσεις, «δηλαδή πόσα ποτά την εβδομάδα;». Του απήντησα με έναν βαθύ αναστεναγμό, ότι πλέον -καθότι χρόνια κατάποσης διαφόρων υγρών, ρωσικής κατά βάσιν προελεύσεως, ενίοτε δε φιλανδικής, έχουν παίξει μποξ με την στομαχικήν μου ευαισθησίαν- δεν δύναμαι να ηπιώ άλλο τι, πέρα από κάποιες ποσότητες περιστασιακής μπίρας. Ο ιατρός, απωλέσας την όχι και τόσο ιωβείον, ως κατέστη αυτομάτως ηλίου φαεινότερον, υπομονήν του, με ηγράπωσε από τον γιακά και μου έβαλε ένα περίστροφο στον γκώλο: Λέγε βρε παλιόχοντρε πόσες μπίρες πίνεις την βδομάδα!
Κατόπιν προσεχτικών, πλην όμως ταχυτάτων υπολογισμών, διότι ο νεαρός γιατρουδάκος είχε ήδη απασφαλίσει τον περίστροφον και ήτο έτοιμος να γεμίσει μολύβι την κωλοχαραδρα μου, απεφάνθην: «Μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης, κυριε ιατρέ μου δηλώνω ότι πίνω περίπου τρία τέσσερα λίτρα μπίρας σε κάθε μου έξοδο, όμως οι έξοδοι μου περιορίζονται στον φτωχό αριθμό δύο (2, two, dos, ντούε, τσβάι, πολιτσάι, όχι τσάι δεν πίνω, ευχαριστώ, μου προκαλεί υπνηλία, ξυνίλες και εξανθήματα εις τα κωλομάγουλα). Οπερ σημαίνει κύριε ιατρε μου ότι πίνω έξι με οκτώ λίτρα μπίρας, κατά προτίμηση ξανθιάς, αλλά δεν λέω όχι ούτε στις μαύρες, ούτε στις κόκκινες, γνωστός σαβουροπότης απαξαπανέκαθεν…»
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω ετούτη τη λιτή φράση -η λιτότης άλλωστε και η λακωνικότης με διακρίνουν κυρίως και κατεξοχήν και καταπόλην και κατάκολον- και μανιασμένος ο γιατρουδάκος, επιστήμων απ’ τους κορυφαίους της γενιάς του, με εχτύπησεν εις τον κρόταφον με την λαβήν του περιστρόφου «τομάρι, σκουλήκι, αλκοολικέ!». Ε όχι και αλκοολικός βρε γιατρε μου, τόλμησα να αντιμιλήσω, αλλά νομίζω πως παρατράβηξε ετούτη η εισαγωγή εις το αποκαλυπτικό ετούτο αρθρο που ο αγαπητός εκδότης και νταβατζής μου ΠάνωςΚ με ανέθεσε να γράψω. Η Αποκάλυψις λοιπόν ετούτου του κειμένου, και όχι του Ιωάννη, όχι του Σκορδοπούτσογλου, αλλά ούτε και του Ευαγγελιστή, αγαπητοί αναγνώστες, συνίσταται και ακούει εις μίαν λέξιν και όνομαν, το οποίον είναι και δεν σας κρατώ άλλο σε αγωνία, παρακάλώ να αρχίσουν να βαράνε τα ντραμς, με το ένα, με το δύο, με το.. δυόμισι, με το δύο κι εβδομήντα πέντε, σας έσκασα ε; Λοιπόν: το ποτό των φυλακών είναι το προύνο, ουχί Μπρούνο, ουδεμία σχέση με την αμφιλεγόμενη ταινία με πρωταγωνιστή τον Μπόρατ Κοέν, αλλά βαθυστόχαστες αναλύσεις επ’ αυτού να πάτε να διαβάσετε αλλού.
Το προύνο λοιπόν υπομονετικέ αναγνώστη λέγεται και «κρασί της φυλακής». Είναι εύκολο να φτιαχτεί και μέσα στη φυλακή, διότι τα συστατικά του είναι απλά: μήλα, πορτοκάλια, μια κονσέρβα κοκτέηλ φρούτων, κέτσαπ, παγάκια, ζάχαρη, ψωμί, μια πλαστική σακούλα ή κάποιο πολυμπάγκ, καυτό τρεχούμενο νερό, μια πετσέτα ή κάλτσα. Αναλυτικά η περιγραφή για να φτιάξετε προύνο εδώ πέρα ή εδώ πέρα, ή αμα θέτε ορίστε και η πρώτη-πρώτη συνταγή για προύνο όπως καταγράφηκε σε ποιητική μορφή από έναν θανατοποινίτη του ΣανΚουεντίνο.
Αγαπητέ δύστυχε αναγνώστη που έφτασες μέχρι εδώ πέρα, κλείνοντας ετούτο το άρθρο ήθελον να επισημάνω αφενός ότι η γεύση ετούτου του DIY κρασιού φημολογείται πως είναι εμετική και αφετέρου ότι το προύνο δύναται -και στις πλείστες των περιπτώσεων αυτό συμβαίνει- να αποδειχθεί βλαβερόν διά την σωματική υγείαν του πότη. Δια τον λόγο αυτόν καλό είναι να μην το δοκιμάσετε στο σπίτι. Αντιθέτως στη φυλακή απολαύστε το ελεύθερα και κατά βούλησιν.



15 Ιουλ 2009

Αντίο

Πριν από λίγο μου τηλεφώνησε η μάνα μου για να μου πει συντετριμμένη ότι πέθανε ο Μηνάς.
Εκείνος ο ψηλός, ο ωραίος άνθρωπος με το ατίθασο μουστάκι και τα ξεχτένιστα μαλλιά.
Ο αρχιτέκτονας.
Ο Ιδεαλιστής με τα γελαστά μάτια.
Με τα κιτρινισμένα δάχτυλα απ’ τα στριφτά τσιγάρα, με το ξεφτισμένο τζιν, με τα παλιά παπούτσια.
Και με την ολόφρεσκη, την τεράστια καρδιά που όλους τους χωρούσε. Πόσες και πόσες ψυχές δεν σημάδεψες, Μηνά!
Υπόδειγμα αριστερού, υπόδειγμα αγωνιστή, υπόδειγμα ανθρώπου.
Καλό δρόμο. Είμαι σίγουρη ότι κι εκεί που βρίσκεσαι τώρα με ψηλά το κεφάλι περπατάς.

14 Ιουλ 2009

Αφιέρωμα στη σύγχρονη κατοικία - του συντάχτη μας Πάνου Μασών Δε Κουραδόν

Μια απ' εκφράσεις που φοριούνται πολύ εσχάτως ως βαθυστόχαστο ταγάρι προχειρης σοφίας είναι ότι η αρχιτεκτονική θα σώσει τον κόσμο. Καθώς όμως -κι αυτή- η σωτηρία μοιάζει να κολλάει στη γραφειοκρατία, για να συνδράμουμε στο θεάρεστο έργο της κυρίας Αρχιτεκτονικής, προτείνουμε τρία σημεία εκκίνησης, τυχαία διαλεγμενα καθώς σκάλιζα κάτι φωτογραφίες του Reuters:

Παλαιστίνη


Κίνα


Ναϊρόμπι

ΥΓ. Οταν ήμουν μικρός ήθελα να δουλεύω στην Αυριανή της δεκαετίας του '80, αλλά δεν πρόλαβα. Τον ανάλογο λαϊκισμό σε συνδυασμό με ασχετοσύνη (σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική και τις δυνατότητές της) έβγαλα μόλις σε αυτό το ποστ.

Ο κεφτές γαρ εγγύς*

Θες να μάθεις περί τίνος πρόκειται; Κλικ!

* τo copyright του κεφτέ
εννοείται ότι ανήκει στον τρισμέγιστο Funel.

13 Ιουλ 2009

Νους ασθενής εν σώματι στρουμπουλώ

Αυτός που εμπνεύστηκε το chess boxing, μπορεί να ήθελε να αναδείξει την απόλυτη σωματική και πνευματική αρμονία, ωστόσο σίγουρα η ιδέα του μόνο αρρωστημένη μπορεί να χαρακτηριστεί.



Οσοι αγωνιάτε για την έκβαση της αναμέτρησης, μπορείτε να παρακολουθήσετε το δεύτερο και τελευταίο μέρος εδώ.

12 Ιουλ 2009

Crash test: Κεραυνός vs Έρωτας

Του Πάνου Αστροπελέκη

Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, λέει το άζμα του γνωστού αηδού Μανταρίνογλου με το συγκρότημά του, τους Fuckμέ.
Λογικά λοιπόν, ο έρωτας μπορεί να hurts, αλλά σίγουρα δεν σκοτώνει. Αντίθετα ο κεραυνός μπορεί και να σε αφήσει στον τόπο. Αρα η αγάπη δυναμώνει, ο κεραυνός σε αποτελειώνει. Αυτός είναι ο κανόνας και εξαιρέσεις σε αυτόν δεν χωράνε.
Ωστόσο, είναι αυτή η βαλίτσα εδώ; Is that the case here?
Ας μιλήσουμε λίγο για τον Ρόι, τον παλιόφιλο Ρόι Σάλιβαν, τον έφιππο δασοφύλακα στο Shenandoah National Park επί 36 συναπτά έτη, ξεκινώντας απ΄ το 1940. Ο Ρόι, σε πρόσφατη έρευνα του ονλάιν περιοδικού Cracked, κατατάχθηκε εις την τρίτη θέση των πλέον κακότυχων ανθρώπων στην ιστορία!
Ο λόγος; Επτάκις εχτυπήθη από κεραυνό στη διάρκεια της ζωής του! Κι επέζησε και τις επτά φορές, με μοναδικές απώλειες δύο αγαπημένα του Στέτσον καπέλα!

1942: Ο Σάλιβαν βρίσκεται σε ένα παρατηρητήριο. Ο κεραυνός τον βλέπει να στέκεται αμέριμνος και πέφτει απάνω του με μανία. Ο Ρόι δεν μασάει μία. Απώλεια: Ένα νύχι στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του.
1969: Ο Ρόι Σάλιβαν οδηγεί το φορτηγάκι του κάπου σε έναν ορεινό δρόμο. Ο κεραυνός τον βλέπει, θυμάται τότε, πριν από 17 χρόνια, που παρανυχίδα τον άφησε στον τόπο, και του την πέφτει. Απώλεια: Οι ασθήσεις του (προσωρινά) και τα φρύδια του.
1970: Ο Ρόι αράζει, άρα ζει, παρά τα κεραυνοχτυπήματα της μοίρας, στην αυλή του σπιτιού του. Ο παλιοκεραυνός, μνησίκακος ων, του καίει τον αριστερό ώμο. Απώλεια: Το 1970 ήταν μια χρονιά με μεγάλες απώλειες στο χώρο της ροκ μουσικής: Τζίμι Χέντριξ, Τζάνις Τζόπλιν... ουπς, σόρι, αυτό είναι από άλλο άρθρο.
1972: Ο κεραυνός τα ΄χει πάρει στην κράνα και σημαδεύει το κρανίο του Ρόι, παρότι ο τελευταίος βρίσκεται σε στεγασμένο χώρο, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά τα μαλλιά του. Απώλεια: Ο μπαρμπά-Γιάννης κανατάς χάνει μία απ’ τις κανάτες του, καθότι ο Σάλιβαν αποφασίζει να έχει πάντα μαζί του μία κανάτα γεμάτη νερό.
1973: Και πάλι ο Σάλιβαν βρίσκεται στο αυτοκίνητό του, και πάλι τρώει τον κεραυνό κατακέφαλα. Μετατρέπεται μάλιστα σε ανθρώπινη οβίδα και εκτοξεύεται αρκετά μέτρα μακριά απ’ το αμάξι του. Απώλεια: Το αμάξι του Σάλιβαν. Το οποίο πήρε φωτιά.
1974: Ο Σάλιβαν κάνει κάμπιγκ (μα κι αυτός, ουδεμία προφύλαξη;). Βλέπει ένα σύννεφο, καταλαβαίνει τι πρόκεται να συμβεί και το βάζει στα πόδια. Το σύννεφο τον καταδιώκει. Ο κεραυνός τον βρίσκει στον αστράγαλο. Απώλεια: Ο κεραυνός έχει χάσει πια την αυτοπεποίθησή του.
1977: Ο Ρόι Σάλιβαν -δεν γαμεί που δεν γαμεί- έχει πάει για ψάρεμα. Ο κεραυνός τον βρίσκει απροετοίμαστο, ωστόσο και πάλι αποτυχαίνει. Ο Σάλιβαν τη γλιτώνει με εγκαύματα στο στήθος και στην κοιλιά. Απώλεια: Κάμποσες τρίχες απ’ το στήθος και την κοιλιά του Ρόι, ο δε κεραυνός, έχοντας απολέσει την υπομονή αλλά και την αξιοπρέπειά του, καταφεύγει στον Ερωτα και ζητά τη βοήθειά του.
1983: Ο Ρόι Σάλιβαν στα 71 του αφήνει την τελευταία του πνοή, αφού αυτοπυροβολήθηκε με καραμπίνα. Οι φήμες λένε πως οδηγήθηκε στην αυτοκτονία λόγω ερωτικής απογοήτευσης.

Οι πιθανότητες να σε χτυπήσει κεραυνός μία φορά στη διάρκεια της 80ετούς ζωής σου, φίλε αναγνώστη, είναι περίπου μία στις τρεις χιλιάδες. Οι πιθανότητες να σε χτυπήσει δύο φορές κεραυνός και πάλι μέσα σε μια 80ετία είναι μία στα εννιά εκατομμύρια. Επτά φορές; 2.187.000.000.000.000.000.000.000!
Η ιστορία, φίλε αναγνώστη, που ενδεχομένως έχει μείνει στήλη άλατος απ’ αυτά που διαβάζεις, σαφώς μπάζει από παντού. Σαφώς είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για υπερβολές, ή και για κάποιον αστικό μύθο. Και σίγουρα διατυπώνονται λογικές ενστάσεις. (άλλες πηγές: 1, 2, 3, 4, 5, 6)
Αλλά ποιος νοιάζεται; Όλα αυτά ήταν μια καλή αφορμή για να ποστάρω αυτήν την τραγουδάρα, η οποία μου θυμίζει μίνι βανδαλισμούς στις καταλήψεις του 1991:



11 Ιουλ 2009

Αλληλεγγύη στους μετανάστες-Σκατά στον Φύρερ



Πηγή: Εθνικό μουσείο ιστορίας της μετανάστευσης http://www.histoire-immigration.fr/

9 Ιουλ 2009

8 Ιουλ 2009

Dimanche


Dimanche
Entre les rangées d'arbres de l'avenue des Gobelins
Une statue de marbre me conduit par la main
Aujourd'hui c'est dimanche et les cinémas sont pleins
Les oiseaux dans les branches regardent les humains
Et la statue m'embrasse mais personne ne nous voit
Sauf un enfant aveugle qui nous montre du doigt.

Κυριακή
Ανάμεσα στις δεντροστοιχίες της λεωφόρου Γκομπλάν
ένα άγαλμα από μάρμαρο με οδηγεί με το χέρι
Σήμερα είναι Κυριακή και τα σινεμά είναι γεμάτα
Τα πουλιά στα κλαδιά παρατηρούν τους ανθρώπους
Και το άγαλμα με αγκαλιάζει αλλά κανείς δε μας βλέπει
Παρά μόνο ένα παιδί τυφλό που μας δείχνει με το δάχτυλο.

Jacques Prévert (1900-77)



Οδηγώ και χαζεύω

Απόψε, πάνω από το Κιάτο, στο δρόμο για Αθήνα, είδα ένα σχεδόν αραχνοΰφαντο πορτοκαλί δίσκο να υπερίπταται. Και μερικά λεπτά αργότερα, όταν το φεγγάρι ανέβηκε ψηλότερα, πήγε και στάθηκε ακριβώς πάνω από την Ακροκόρινθο, ρίχνοντας φωτεινά χάδια στα επιβλητικά βράχια. Ήταν από τις πιο όμορφες εικόνες που έζησα εδώ και πολύ καιρό και μακάρι να μπορούσα να σταματήσω για μια φωτογραφία. Ή έστω να μπορούσα κάπως με τα λόγια να σας μεταφέρω λίγη από τη μαγεία εκείνης της στιγμής που ένιωσα, αλλά ούτε ποιήτρια είμαι (μου φαίνεται ούτε σοβαρά δεν μπορώ να γράψω, άβολα νιώθω).

Τη στιγμή πάντως που το μάτι μου αντίκρυσε την ομορφιά, έβγαλα μια κραυγή. Το τρακάρισμα το γλίτωσα, ευτυχώς. Τότε σκέφτηκα πόσο εύκολα η ομορφιά μπορεί να οδηγήσει σε τραγωδία, όπως ακριβώς κι ο έρωτας.

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο κάστρο με εντυπωσιάζει. Πριν κάποιους μήνες, νύχτα πάλι οδηγώντας, ήταν λες και το μοναδικό σύννεφο που υπήρχε στον ουρανό είχε στεφανώσει την κορυφή και ο φωτισμός αντανακλούνταν δίνοντας μια όψη αιθέρια και απόκοσμη. Μάλλον δεν είναι τυχαίο που είναι αφιερωμένη η Ακροκόρινθος στην θεά Αφροδίτη.


Ίσως κάποια στιγμή επισκεφθώ το κάστρο, αλλά δε νομίζω ποτέ αυτή η επίσκεψη να υπερκεράσει αυτές τις δύο ξεχωριστές στιγμές. Άλλωστε οι γνώσεις μου στην αρχαιολογία είναι μηδαμινές και είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένιωσα δέος μπροστά στη θέα αρχαίων μνημείων.

Ελπίζω να καταλάβατε ότι η διάθεσή μου προμηνύει διακοπές. Εύχομαι να απολαύσετε κάποια μαγευτική στιγμή, κάπου, με κάποιον. Εγώ πάντως, και τις δύο φορές ήμουν μόνη μου, αλλά καλύτερα, γιατί όποιος και να'ταν συνοδηγός θα τρόμαζε. Είμαι και γυναίκα οδηγός βλέπετε. Έχουμε ένα θεματάκι με το σπορ, έτσι δεν είναι; Πάντως, όπως είδατε δικαιώθηκα για το τρακάρισμα και δεν έχω προκαλέσει ποτέ άλλο τόσα χρόνια. Μόνο μια λεμονιά την πάτησε, κάποτε...

6 Ιουλ 2009

Μετάνκς

Ό,τι απέμεινε απ' τη σημερινή πορεία
των εργαζομένων της ΕΛΒΟ στη Θεσσαλονίκη;

Update: Και θα διαφωνήσω συμφωνώντας με τον φίλο μου στο thess.gr: ΕΛΒΟ όπως Ελεύθερος Τύπος, δηλαδή δεν με αρέσει το προϊόν (όπλα, δεξιά πολιτική προπαγάνδα) αλλά στηρίζω ολόψυχα τα δικαιώματα και τους αγώνες των εργαζομένων. Οσο αντιφατικό κι αν μοιάζει αυτό.

TVs of mass destruction

Στην προσέγγιση και τον διάλογο των ΗΠΑ με τον αραβικό κόσμο,
η κάθε πλευρά προσήλθε επιδεικνύοντας τα όπλα της.

Is this art or is it fishography?

Και μια για τον Σαλαδίνο, που τ' αρέσει το σούσι...

Για τους φίλους, σκέτο Σούι

Φενγκ Σούι Γκεβάρα.

4 Ιουλ 2009

Γειτόνοι!!


Το ότι παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τους γείτονές μου, το έχω αναφέρει και στο παρελθόν. Επανερχόμενη μετά από τόσο καιρό, συνειδητοποίησα ότι τους καινούριους μου γείτονες καθόλου ενδελεχώς δεν σας τους έχω περιγράψει κι είναι πολύ, μα πολύ, κρίμα.
Προτού περιγράψω τους πιο ενδιαφέροντες, κατ’ εμέ, ενοίκους της πολυκατοικίας μου, να σας θυμίσω ότι δεν πρόκειται για κτήριο της σειράς. «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα κλαις» έπρεπε να τιτλοφορήσω το παρόν, αλλά είπα να επιλέξω κάτι πιο πιασάρικο. Είναι ένα από αυτά τα κτήρια που χτίστηκαν με την τελευταία λέξη της αρχιτεκτονικής μόδας στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα και κατοικήθηκαν ευθύς εξαρχής από ανώτερης τάξης αστούς, οι οποίοι ήταν (και παραμένουν μέχρι σήμερα) στη συντριπτική τους πλειονότητα και ιδιοκτήτες των ευρύχωρων, ευήλιων -και όλα τα αντίστοιχα επίθετα- διαμερισμάτων.
Αφού κάναμε την απαραίτητη εισαγωγή, ας περάσουμε στο προκείμενο.

Μέρος Α’

Η κυρία Τάσα (εννοείται ότι πρόκειται για ψευδώνυμο)

Κλασάτη και κοτσωνάτη (παρά την εγχείρηση πλήρους αντικατάστασης ισχίου πριν από μερικά χρόνια) ογδονταπεντάρα χήρα, μένει στους πρώτους ορόφους. Το μπαλκόνι της είναι το μοναδικό που είναι πέρα ως πέρα γεμάτο λουλούδια. Ιδιαίτερη αγάπη τρέφει για τα γεράνια, αλλά της αρέσουν και οι πρασινάδες, γενικώς.
Βρέθηκα να της χτυπάω το κουδούνι αλαφιασμένη ένα απόγευμα πριν από κάμποσους μήνες, μετά από την απόπειρα διάρρηξης του διαμερίσματός μου μέρα μεσημέρι, ενόσω εγώ βρισκόμουν στο μπάνιο (σημείωση: ο παρ’ ολίγον διαρρήκτης έγινε μπουχός όταν, αφού συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, άρχισα να κατεβάζω ό,τι καντήλι ήξερα τρέχοντας προς την πόρτα. Το πιο χαρακτηριστικό εκ των καντηλίων ήταν το «θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα σου τα περάσω σκουλαρίκια, παλιοπούστη»). Μπουχός, ξεμπουχός, είχε προλάβει να κάνει την κλειδαριά σαν τον κώλο του και έπρεπε να βρω κλειδαρά να την αντικαταστήσει. Κι επειδή οι ένοικοι της πολυκατοικίας μας είναι μανιώδεις με τη διατήρηση της καθαριότητας και της ευπρέπειας του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν, ξηλώνουν ό,τι αυτοκόλλητο και διαφημιστικό καρτελάκι κολλάει κάθε φουκαριάρης κλειδαράς στο ασανσέρ (υποψιάζομαι ότι όλοι τους κυκλοφορούν με την προσωπική τους σπάτουλα στην τσέπη, για να ξεκολλάνε πιο εύκολα τα προαναφερθέντα διαφημιστικά) με αποτέλεσμα να πρέπει να βρω άλλη λύση.

Η κυρία Τάσα, ως πρώην διαχειρίστρια, ήταν ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνθηκα για τις σχετικές πληροφορίες. Ευγενέστατη, με προσκάλεσε να περάσω μέσα μέχρι να τηλεφωνήσει στον «κλειδαρά της» να έρθει. Εννοείται ότι μου πρόσφερε καφέ και φρεσκότατα, αέρινα σχεδόν, βουτήματα βουτύρου. Από την πρώτη στιγμή μού έπεσε η μασέλα από το ολυμπιακών διαστάσεων σαλόνι της:
τρεις τεράστιες τρίφυλλες μπαλκονόπορτες καλυμμένες με βαριές βελούδινες κουρτίνες χρώματος χρυσοπράσινου, τις οποίες συγκρατούσαν δεξιά και αριστερά κάτι χρυσά στριφτά παλαμάρια που κατέληγαν σε χοντρές φούντες κροσσωτές. Τρία (ναι, τρία) σαλονάκια –το υποκοριστικό είναι κατ’ ευφημισμόν, διότι όλοι οι καναπέδες τριθέσιοι και βάλε ήταν- διαφορετικού στιλ και χρώματος το καθένα, σοφά τοποθετημένα ώστε να εξυπηρετούν τους ιδιοκτήτες όλες τις ώρες της ημέρας. Αυτό με τα λιονταρίσια (ή κατσικίσια, θα σας γελάσω) χρυσά ποδαράκια εδέσποζε στη μέση, ως το γκραν κομμάτι της επίπλωσης, υποθέτω. Εγώ κάθισα σε ένα άλλο, αριστερά, χρώματος κρασιού βουργουνδίας, με στόφα από βελούδο που το πέλος του σχημάτιζε τετραγωνάκια, οπότε ας πούμε ότι ήταν καρό. Το ορθογώνιο τραπεζάκι μπροστά μου ήταν μάλλον από κερασιά (του λιονταρίσιου ήταν μακρόστενο οβάλ, ανοιχτόχρωμο και κάτι σαν πατιναρισμένο ντεκαπέ με σκαλιστά άνθη και περικοκλάδες). Απέναντί μου ήταν το τρίτο σαλόνι, χρώματος πράσινου του φρέσκου αμυγδάλου, λίγο πιο ματ από τα άλλα δύο.

Πέραν αυτών, στο χώρο υπήρχε μια τραπεζαρία από σκούρο μασίφ ξύλο με οκτώ δερμάτινες καρέκλες, την οποία στόλιζε, μεταξύ άλλων, ένα ψηλό κρυστάλλινο βάζο γεμάτο φρέσκα κόκκινα τριαντάφυλλα, δύο μπερζέρες με υποπόδια, τουλάχιστον έξι πολυθρόνες με ψηλή πλάτη και μπράτσα, ένα κλειδωμένο σεκρετέρ, διάφορα βοηθητικά τραπεζάκια με τασάκια-φονικά όπλα, καπακωτά και ξεκαπάκωτα κινέζικα και μη βάζα, ασημένια καντηλέρια, μπρούτζινα κηροπήγια και σετ από κουτάκια, ένας μπουφές γεμάτος πορσελάνες και ένα σύνθετο γεμάτο κρύσταλλα, κάμποσα αμπαζούρ (μπορντώ με χρυσά κρόσσια ήταν τα περισσότερα), πορτατίφ από χρωματιστό φυσητό γυαλί, πίνακες ζωγραφικής με βαρύτιμες σκαλιστές γύψινες κορνίζες, ζωγραφιστά πιάτα αραδιασμένα το ένα κάτω απ’ τ’ άλλο και αμέτρητες μικρομέγαλες οικογενειακές και άλλες φωτογραφίες στους τοίχους, φυτά εσωτερικού χώρου (μια μεσαίας κατηγορίας φτέρη, ένα γιγάντιο μπένζαμιν και μια φυσιολογικού μεγέθους δράκαινα ξεχώρισα, τα υπόλοιπα δεν πρόλαβα να καταλάβω τι ήταν), συν ένας γερτός, πλάτους τουλάχιστον δύο μέτρων, καθρέφτης με χοντρή (χρυσή και πατιναρισμένη κι αυτή) κορνίζα, που ήταν κρεμασμένος πάνω από τον λιονταρίσιο καναπέ κι έκανε αυτό το αεροδρόμιο να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερο. Απ’ το ταβάνι κρέμονταν και τρεις ανακτορικοί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι μεγέθους καθεδρικού ναού, εις εξ αυτών ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου. Το περίεργο πάντως είναι ότι, παρά τα τόσα έπιπλα και τα ακόμα περισσότερα τζάτζαλα που υπήρχαν εκεί μέσα, είχες την αίσθηση της άπλας, της άνεσης, περίσσευε και χώρος να κυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα άμα αναπνεύσεις θα κάνεις ένα εκατομμύριο ζημιά, ρε παιδί μου.

Ενόσω λοιπόν τηλεφωνούσε στον κλειδαρά η κυρία Τάσα, εγώ προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου απλώς ανοιχτά αντί για γουρλωμένα και τη μασέλα μου στη θέση της. Την προσοχή μου τράβηξαν μια σειρά φωτογραφίες ενός άντρα, του οποίου η φυσιογνωμία μου ήταν σχετικά οικεία, δεν μπορούσα όμως να θυμηθώ από πού τον ήξερα. Κι εκεί που ήμουνα έτοιμη να θεωρήσω ότι ο κύριος αυτός μάλλον μου θύμιζε απλώς κάποιον γνωστό μου, συνειδητοποίησα ποιος ήταν. Δυστυχώς, δεν μπορώ να αποκαλύψω την ταυτότητά του διότι έτσι θα αποκάλυπτα πάραυτα και την ταυτότητα της κυρίας Τάσας. Είναι πάντως από εκείνους που ο Σκάι πολύ εύκολα θα συμπεριλάμβανε στους εκατό μεγαλύτερους Έλληνες όλων των εποχών. Μπορεί και να τον έχει συμπεριλάβει κιόλας, δεν το έψαξα.

«Ο σύζυγός σας είναι αυτός;», ρώτησα επιφυλακτικά την κυρία Τάσα όταν επέστρεψε στο σαλόνι. Ουσιαστικά, έριχνα άδεια να πιάσω γεμάτα. Μπορεί να τον θαύμαζε απλώς η γυναίκα και να τον είχε κοτσάρει στον τοίχο της. Εμείς πώς βάζαμε τις αφίσες των ποπ ινδαλμάτων μας στους τοίχους του δωματίου μας όταν ήμασταν έφηβοι; Αν και σ’ αυτή τη θεωρία δεν κολλούσε το ότι σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία καθόντουσαν, νέοι πολύ και οι δύο, δίπλα-δίπλα σ’ ένα πέτρινο πεζούλι και η κυρία Τάσα τον κρατούσε αγκαζέ.

«Όχι, ο αδερφός μου», μου απάντησε εκείνη φυσιολογικότατα.
Είδε μάλλον την έκπληξη στο πρόσωπό μου γιατί χαμογέλασε και μου είπε να μην ανησυχώ, διότι όλοι όσοι δεν το ξέρουν την ίδια αντίδραση έχουν όταν τους το λέει.
Ε, μετά ήρθε ο κλειδαράς, την ευχαρίστησα και αποχώρησα.

Το μπι κοντίνιουντ