30 Μαΐ 2010

Η ομάδα Δίας ανέμισε για μια στιγμή το μπολερό και μπούκαρε στην κάβα Δίας

Αντιγράφω απ' το "Ραβέλ" του Jean Echenoz:

Ανέκαθεν του άρεσαν τ' αυτόματα και οι μηχανές, του άρεσε να επισκέπτεται εργοστάσια, βιομηχανικά τοπία [...] Τώρα πάντως είναι πολύ συγκεκριμένη η φάμπρικα που αρέσει στον Ραβέλ, μια φάμπρικα που τον εμπνέει και πώς τον εμπνέει; Αυτό που συνθέτει τώρα θυμίζει αλυσιδωτή παραγωγή. Αλυσιδωτή και επαναληπτική η σύνθεση ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο, μετά από μόνο ένα μήνα δουλειά, μοναδικό πρόσκομμα της οποίας ήταν ένα μεγαλοπρεπές κρυολόγημα. [...] Ξέρει πολύ καλά τι είναι αυτό που έχει γράψει, ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε φόρμα, δεν υπάρχει θεματική ανάπτυξη ούτε μετατροπίες, μόνο ρυθμός και ενορχήστρωση. Με λίγα λόγια πρόκειται για ένα πράγμα που αυτοκαταστρέφεται, μια παρτιτούρα χωρίς μουσική, μια ορχηστρική φάμπρικα άνευ αντικειμένου, μια αυτοκτονία που όπλο της έιναι απλώς και μόνο η βαθμίαια διεύρυνση του ήχου, μια φράση που αναμασάται, κατι που δεν έχει ελπίδα, κι απ' το οποίο δεν προσδοκά κανείς τίποτα [...] Μια μέρα, αφού εχει ολοκληρώσει τη σύνθεσή του, περνάει με τον αδερφό του έξω απ' τη φάμπρικα του Βεζινέ και "κοίτα", λέει ο Ραβέλ, αυτό είναι το εργοστάσιο του Μπολερό.



Σε περίπτωση που δεν κατάλαβες,
ξεκαθαρίζω ότι απο δω και κάτω δεν αντιγράφω,
αντιθέτως σκέφτομαι (λεμε τώρα...) και γράφω:

Κάτι τέτοια κουλτουριάρικα, του τύπου "ρυθμός->χτύπος της καρδιάς->τύμπανα και νταούλια->μουσική->αστικός θόρυβος->εργοστάσια κτλ." είναι πολύ της μοδός (ειδικά άμα κάτσεις να σκεφτείς πόσοι χίπστερζ θέλουν να μάθουν τουμπερλέκι, μπόγκος ή τζιτζιφιόγκοζ). Θυμάμαι με δέος, πιτσιρικάς, τον Αλ.Καλοφωλιά των Λαστ Ντράιβ σε μια συνέντευξή στον Αργ. Ζήλο στην ΕΡΤ2, να λέει ότι μουσική μπορεί να παράγει κι ένα κομπρεσέρ (αργότερα εμαθα τους Αϊνστερζούντε Νόιμπάουντεν -ή κάπως έτσι). Τότε μου 'χε φανεί πολύ γουάου άποψη. Σήμερα εξακολουθώ να τη θεωρώ γουάου. Γουάου μου φαίνεται κι η ατάκα του Ραλφ, μέλους του κατεξοχήν "βιομηχανικού" συγκροτήματος, των Κράφτβερκ, στον "Ωκεανό του Ηχου" του Ντ. Τουπ: "Οι μηχανές χορεύουν".
Και αυθαίρετα ίσως καταλήγω με την εξής σύνδεση: Ο Ραβέλ γράφει το Μπολερό, σύμφωνα με το "Ραβέλ" του Jean Echenoz, ύστερα από μια περιοδεία του στην Αμερική όπου έρχεται σε επαφή, εκτός απ' τα εργοστασια, και με την τζαζ μουσική. Αρα: Τζαζ -> Ντιτρόιτ -> εργοστάσια αυτοκινήτων -> Ραβελ/Μπολερό -> επανάληψη -> βιομηχανία -> αυτοκινητόδρομοι/ότομπαν -> Κραφτβερκ -> πρωτόλειο τέκνο -> ξανά Ντιτρόιτ.
Αλλά, μην ξεχνιόμαστε, μπορεί και να λέω μαλακίες.
Στην τελική εγώ τον Ραβέλ τον έμαθα μόλις πέρυσι.

ΥΓ. Η -ελαφρώς πετσοκομμένη- φωτό είναι απ' την περσινή εκδήλωση της ΚΟΘ στην πλατεία Αριστοτέλους (βλέπε λινκ παραπάνω) και την τράβηξε αυτός ο μάστορας.

28 Μαΐ 2010

Ρε άι-παντ' όλοι στο διάλο!

Κυκλοφόρησε το Αϊ-Παντ ανά τον κόσμο και, κρίση-ξεκρίση, αι καταναλωταί συνέρρευσαν. Ουρές έξω απ' τα καταστήματα για να το προμηθευτούν τα τεχνοφρικιά της υφηλίου. Ιδού μερικαί φωτογραφίαι απ' το Ρόιτερ.


Αϊ-Στάσου στην ουρά.



Αϊ-Χαζά παιδιά, χαρά γεμάτα.



Αϊ-κλαπ κλαπ
(μπράβο μαλάκα, που λέμε στη γλώσσα μας).
Φονική λεπτομέρεια; Το μαξιλάρι/στρωματάκι κάτω απ' τη μασκάλη.


Αϊ εμ Αϊ-παντ (Αϊ-καλά... ή χΑϊντε-χΑϊντε...)


Ετούτος δεν πήρε Αϊ-Παντ, Αϊ-(μάικρο)Φόουν πήρε!

23 Μαΐ 2010

Μας γάμησε ο Κίπλιγκ με το "Αν" του

Πριν από χρόνια σε ένα ο Θεός να το κάνει αμφιθέατρο ενός επαρχιακού -ο Θεός ακόμη δεν το 'χει κάνει- πανεπιστημίου είχε τεθεί από κάποια (ο άντρας της την έκανε) επίκουρη καθηγήτρια το εξής ερώτημα στους διψασμένους για ιστορική γνώση φοιτητές: Τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε συμβεί το Πολυτεχνείο του '73; Θα έπεφτε η χούντα; Συμφωνα με τις αποκλειστικες και διασταυρωμένες πληροφορίες του ιστολογίου μας, ουδείς βρέθηκε να γιαουρτώσει την επίκουρη καθηγήτρια, ή έστω να της απαγγείλει τα γνωστά στιχάκια "αν δεν υπήρχανε οι κνίτες και η ηρωίνη, αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν, θα ήτανε πατίνι".
Και για να μην αγριευτούν οι διάφοροι επιστήμονες ιστορικοί που κατά καιρούς περνάνε απ' το ιστολόγιο αυτό, να ξεκαθαρίσω πως προσωπικά, άσχετα με το τι λέει το πτυχίο μου, δεν με θεωρώ ιστορικό (ελπίζω ωστόσο με το πέρας των χρόνων να καταστώ ιστορική προσωπικότης). Η κοινή λογικη πάντως λέει πως οι υποθέσεις δεν έχουν θέση στην ιστορία: τι θα είχε γίνει, ας πούμε, αν οι σοφοί της αρχαιότητος ήτο εβδομήκοντα επτά και ουχί επτά; Φαντάζεστε το πολλαπλάσιο του μεγαλείου της αρχαιοελληνικής σκέψης; Ή τι θα είχε συμβεί αν ο πόλεμος του 1897 δεν ήτο ατυχής αλλά τυχερός; Αν η μαϊμού δάγκωνε τον Βενιζέλο και όχι τον διάδοχο Αλέξανδρο; Αν ο Βενιζέλος δεν έκαμνε εκλογές το 1920 και λυσσασμένος απ' το δάγκωμα της μαϊμούς που δεν εδάγκωσε τον διάδοχον Αλέξανδρον εδάγκωνε με την σειρά του τ' αφεντικά του, δεξιά και αριστερά, εθνικά, πλανητικά, τι θα είχε συμβεί; Τι θα γινότανε αν ο Μεταξάς είχε καταλάβει λαθος την ερώτηση των Ιταλών και αντί για το "Οχι" είχε απαντήσει "Ναι"; Τι θα γινόταν αν δεν το παίζαμε καλά παιδιά και είχαμε μπουκάρει ευθύς μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα; Θα ήμασταν σήμερα μήπως Αλβανία; Και, αλήθεια, μήπως όλα αυτά θα είχα αποφευχθεί εάν ο έρμος ο Χίτλερ τα κατάφερνε να γίνει ζωγράφος, μεγάλος και τρανός;
Με τις πορδές δεν βάφονται αβγά, με τις υποθέσεις, κατ' εμέ, δεν μελετάται η ιστορία.
Και τι να τις κάνουμε τις υποθέσεις, ω μεγάλε Πανωκάτε;
Αν ήμουν στις κακές μου, θα σας απαντούσα "να τις κάμετε υπόθετα και να τις βάλετε στον γκώλον σας".
Αλλά είμαι στις καλές μου σήμερα.
Και θα σας πω.
(Αντε μας έπρηξες.)
Με τις υποθέσεις λοιπόν μπορεί κανείς να γράψει μια ωραία, φανταστική ιστορία, (της φαντασίας δηλαδής) και ενδεχομένως ένα ωραίο, μη σου πω και φανταστικό (από άποψης ποιότητας αυτή τη φορά) βιβλίο. Τι θα γινόταν, ας πούμε, αν το Γκόλουμ κόβοντας το δάχτυλο με το δαχτυλίδι του Φρόνο έβγαζε φτερά στον πωπό και πετούσε μακριά απ' την φλεγόμενη κόλαση; Τι θα γινότανε αν ο Κουασιμόδος ήταν ένας άντρακλας άνευ καμπούρας; Αν η Στρουμφίτα ήταν λεσβία και αν ο Ριτζ Φόρεστερ διάλεγε για εκλεκτή της καρδιά του την Ηντεν Κάπγουελ απ' το διπλανό σίριαλ; Τι θα γινόταν -α! αυτό είναι πολύ καλό!- αν έχανε τις εκλογές ο Ρουζβελτ στις ΗΠΑ και δεν βγαίνανε ποτέ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ; Φτου, ο Φίλιπ Ροθ το 'χει ήδη κάνει αυτό βιβλίο.
Ανάλογο είναι το κόνσεπτ του "Στην κόψη του χορταριού" του Αρκαΐτς Κάνο, ο οποίος ξεκινά με την εξής υπόθεση το βιβλίο του: Ο Χίτλερ δεν πεθαίνει το 1945. Οι Σύμμαχοι στη Νορμανδία πήραν τα αρχίδια τους. Ολη η Ευρώπη βρισκεται υπό ναζιστική κατοχή. Και ο Χίτλερ οριοθετεί τον επόμενό του στόχο: τις ΗΠΑ. Ο Αδόλφος παίρνει τα καράβια του και τραβάει κατά Αμέρικα μεριά με τον Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος τόλμησε να τον σατιρίσει στο Μεγάλο Δικτάτορα, αιχμάλωτο στα αμπαρια του πλοίου.
Κι εντάξει. Ωραίο βιβλίο: γρήγορο αλλά και πλούσιο σε συναισθήματα - σκέψεις Με καλύτερη όλων αυτή:

Τίποτε δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη ενός επιδεκτικού σε αλλαγές έργου τέχνης. Δεν υπάρχε έργο ολοκληρωμένο που να ξεπερνάει ένα έργο τέχνης αφημένο στη μέση. Η ελευθερία, μονταρισμένη, συνδεδεμένη και βιδωμένη, μπορεί να μετατραπεί σε κάτι πραγματικά εξοργιστικό.


Κι αυτό είναι εντέλει το μοναδικό πλην μεγάλο ψεγάδι του βιβλίου: η ολοκλήρωσή του. Εχει ένα, κατ' εμέ, τόσο βιαστικό και πρόχειρο και άτσαλο τελείωμα, που εύχεσαι να είχε παραμείνει μισό.



ΥΓ. Καλά, όταν έμαθα ποια είναι αυτή που τραγουδάει το πρώτο μισό του τραγουδιού στ' αγγλικά κουφάθηκα. Οποιος το βρει κερδίζει τρία αντίτυπα (ένα να κρατήσει ο ίδγιος και δγύο για να δώσει και στους οικείους του) της πρώτης και εξαντλημένης (απ' την κουραση) ποιητικής μου συλλογής "Είμαι χίπστερ, μη με φοβάσαι και μην το πεις πουθενά".

13 Μαΐ 2010

Λοβιτούρες, ματσακονιές και χυδαία αισθητική
στο Χοιροστάσιο


Σήμερα, απ' τις 10 μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Και ο Στάλιν βοηθός. Κι αν οι τεχνικές δυσχέρειες αποδειχθούν ανυπέρβλητες, ξανά την άλλη Τρίτη. Και ξανά την άλλη Πέμπτη. Και ξανά την παράλλη Τρίτη, και την παράλλη Πέμπτη και ούτω καθεξής. Yes we can. Λεφτά υπάρχουν. Στο Χοιροστάσιο. Χοιρότερα δεν γίνεται. Εχθρός του χοιρότερου ο χασάπης. Το μη χοίρον μόσχος σιτευτός. Κλικ στην είκονα, λέμε.

12 Μαΐ 2010

Ομιλείτε αγγλικά;

Ενα δυο πραγματάκια για ένα όχι και τόσο σημαντικό ζήτημα (θεωρώ ότι μάλλον αφορά είτε αυτό είτε αυτό το μπλογκ) όπου και πάλι θα περιαυτολογήσω: Δεν με χαλάνε ούτε η αμάθεια ούτε η ημιμάθεια. Δεν με χαλάνε επίσης, καθόλου μα καθόλου τα ορθογραφικά, συντακτικά ή οποιασδήποτε άλλης μορφής λάθη. Τουναντίον τ' αγαπάω τα λάθη. Θεωρώ ότι είναι τ' αλατοπίπερο της ζωής. Με χαλάνε αυτοί που θέλουν ντε και καλά έναν κανόνα, έναν μπούσουλα, σχετικά με το τι είναι σωστο ή λάθος στη γλώσσα, τη στιγμή που πολλές φορές -εντάξει, σε εξειδικευμένες περιπτώσεις- άλλο λέει το λεξικό του Μπάμπη Νιώτη και άλλο του Τριάντα Φυλλίδη. Με χαλάνε πάρα πολύ όσοι κουνάνε το δάχτυλο και λένε "αυτό, αυτό, αυτό είναι το σωστο". Πολύ περισσότερο όταν αυτό που θεωρούν σωστό είναι λάθος. Με χαλάει παρα πολύ ξερολίαση, η οποία φυσικά συχνά έχει ως βάση της την ημιμάθεια.



Μια τέτοια περίπτωση έζησα πρόσφατα στο τουίτερ, τότε που το ΚΚΕ κατέλαβε την Ακρόπολη και κρέμασε το πανό "Peoples of Europe" (η φωτογραφία παρμένη επίσης απ΄το voanews). Εμπλεοι αντικουκουεδισμού, τυφλωμένοι από ένα σχεδόν ρατσιστικό πάθος, οι μοντέρνοι τεκνοφρίκηδες φιλελεύθεροι σούπερ μορφωμένοι χρήστες του τουίτερ ανέκραξαν: "Λάθος, λάθος, το people δεν κάνει πληθυντικό, το σταλινικό αρτηριοσκληρωτικό ΚΚΕ μας κάνει διπλά ρόμπα σε όλο τον κόσμο". Ακούστηκαν και κανά δυο φωνές, μεμονωμένες, που λέγανε "όχι ρε παιδιά, σωστό είναι". Ωστόσο επειδή στο τουίτερ δίκιο έχει όποιος έχει τους περισσότερους φόλλοουερζ, τα περισσότερα ριτουίτς και εν γένει όποιος φωνάζει περισσότερο, οι φωνές αυτές αγνοήθηκαν. Και μέχρι και σήμερα κάποιοι, όταν θέλουν να κοροϊδέψουν το ΚΚΕ, στο "peoples" προσφευγουν.
Για να είμαι ειλικρινής, εγώ δεν ήξερα ποιο είναι το σωστό. Αλλά, χελλόου παιδιά του γκουγκλ, που παίζετε στα δάχτυλα τις νέες τεχνολογίες, άνοιξα λεξικά, ηλεκτρονικά και μη (λεξικό αγγλοελληνικό Σταυρόπουλου σελ. 463), και κατόπιν γκούγκλισα. Και βρήκα. Οτι φυσικά ένα τόσο καλά οργανωμένο κόμμα, όπως το ΚΚΕ, δεν υπήρχε περίπτωση να πέσει σε τέτοιου είδους γκάφα. Και ότι η χρήση της λέξης "peoples of Europe" είναι ακριβώς η επιστημονική απόδοση του όρου "Λαοί της Ευρώπης".
Και κλείνω με την εξής απορία, σχετικά με την πρώτη φωτογραφία, στην αρχή της ανάρτησης, η οποία είναι παρμένη απ' το Αμαζον: Μήπως είναι μέλη του ΠΑΜΕ και οι λεβέντες - λεβέντισσες του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ;



YΓ. Κανονικά εδώ ταιριάζει το καφρικο, μα πολύ κάφρικο, Speak English or die των SOD, αν δεν κάνω λάθος, αλλά επειδή έχουμε και μια μουσική ποιότητα βραδερφέ, προτίμησα τη Χεδερ Νόβα.

10 Μαΐ 2010

Φτωχός εραστής της Μεγάλης Τέχνης*

Νομίζω πως το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» του Αλέξη Σταμάτη θα μπορούσε να είναι ταινία της δεκαετίας του ’70 με πρωταγωνιστές τον Αγγελο Αντωνόπουλο, την Ελενα Ναθαναήλ και τον Μάνο Κατράκη στο ρόλο του Γιατρού. Oι διάλογοι όμως θα μπορούσαν να είναι βγαλμένοι από κουλτουριάρικη ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’80, όπου οι ήρωες όταν δεν μακρηγορούν φιλοσοφώντας μιλάνε μεταξύ τους περίπου ως εξής:

Ημίφως, μια πόρτα ανοίγει, ένας άνδρας φαίνεται στο άνοιγμά της. Μια γυναίκα, σκυφτή, κάθεται σε μια μικρή κουζίνα, πίνει, ελαφρώς μεθυσμένη:
Γ. - Ηρθες;
Αυτός δεν της απαντά, βγάζει τα παπούτσια του αργά-αργά, βγάζει τα ρούχα του, φτύνει στο ταβάνι, μπαίνει στο μπάνιο, κατουράει, κοιτιέται κάμποσο στο καθρέφτη, τον πιάνει τσιγαρόβηχας, λέει «χτικιό», κοντεύει να πνιγεί απ’ το βήχα του, σαν τον Αρη Ρέτσο στην Αστροφεγγιά, φτύνει στο νιπτήρα, βήχει λίγο ακόμη, αυτή εν τω μεταξύ έχει πιει άλλα δύο τσίπουρα κι είναι λιάρδα. Στέκεται, την κοιτά και της απαντά:
Α. - Ηρθα.
Γ. - Πέρασε ο Γιακουμής, νωρίτερα, σε γύρευε για δουλειά, πού γύρναγες;
Αυτός δεν της απαντά, κάθεται στο τραπέζι, αρπάζει το καρβέλι το ψωμί, το κόβει με τα χέρια στη μέση και αρχίζει το τρώει με μεγάλες λαίμαργες μπουκιές.
Στον τοίχο το ρολόι δείχνει ότι έχει ήδη περάσει μία ώρα από τότε που επέστρεψε σπίτι ο άντρας.
Α. - Αμα ξανάρθει ο Γιακουμής, να του πεις να μην ξαναπατήσει τα ποδάρια του εδώ, ακούς; Το τσιράκι των Αμερικάνων, ο λαδέμπορας, ο ρεβιζιονιστής.
Και αρχίζουν να μαλώνουν για τη σφαγή στην Κροστάνδη και τα πλεονεκτήματα της γραμμικής υπογράμμισης με φωσφοριζέ μαρκαδόρο έναντι των χειρόγραφων σημειώσεων με μικρά δυσανάγνωστα γράμματα στο περιθώριο της σελίδας, όπου στο περιθώριο αυτό συναντώνται ο Ουγκό, ο Κοκτό, ο Κουστό, και η άγνωστη ποιήτρια και αμπελουργός της εξέγερσης Ντομ Περινιόν.
Στο τέλος ο Γιακουμής/Γεωργίτσης και ο ανδρας πρωταγωνιστής Αγγελος Αντωνόπουλος κλέβονται και πάνε Αμστερνταμ μέσω Τήλου, ενώ η Ελενα Ναθαναήλ/γυναίκα ανοίγει αλυσίδα από κωλόμπαρα στην Τρούμπα, την Τούμπα, το Ιράν, την Καμπότζη και το Βιετνάμ. Η ταινία τελειώνει με τον Μάνο Κατράκη/Γιατρό πίσω απ’ τα σίδερα της φυλακής να γελά σατανικά.

(καμία σχέση βασικά τα παραπάνω με το βιβλίο, αλλά κάνε λίγο υπομονή και θα καταλάβεις πού το πάω).

Εντάξει, είμαι αστεία προσωπικότητα, γελοίος φιγουρατζής, ασόβαρος συζητητής, υποκειμενικός και για το λόγο αυτό άδικος κριτής της πνευματικής εργασίας ενός ανθρώπου αναγνωρισμένου, που είναι φανερό ότι το ΄χει πονέσει το κείμενό του. Αλλωστε, όπως είναι γνωστό τοις πάσι, ο χειρότερος συγγραφέας παραμένει καλύτερος γραφιάς ακόμη κι απ’ τον καλύτερο βιβλιοκριτικό. Μονο που δεν κάνω βιβλιοκριτική εδώ πέρα. Απλώς γράφω ό,τι μου κατέβει, ό,τι σκέφτομαι για τα βιβλία που διαβάζω. Απλώς να, νιώθω λίγο αμήχανα να γράφω για έλληνες συγγραφείς και δη μπλόγκερ, ανθρώπους δηλαδή που υπάρχει μία πιθανότητα να διαβάσουν αυτά που γράφω για αυτούς.
Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμη. Δεν είμαι υπέρμαχος της άποψης «υπάρχει καλή και κακή τέχνη». Πιστεύω ότι υπάρχει η τέχνη που μ’ αρέσει και αυτή δεν μ’ αρέσει. Και για να το χοντρύνω λίγο ακόμη πιστεύω πως είναι πολύ πιθανό, εγώ προσωπικά να γουστάρω την κακή τέχνη. Αλλά τι να κάνουμε; Αυτή η τέχνη με αρέσει. Χάρισμά σας η καλή, και μπράβο σας που μπορέσατε και τη διακρίνατε απ’ το σωρό. Πρόσφατα, ας πούμε, για να καταλαβετε, ο φίλος μου ο Νικολάκης Διάσελος για να διασκεδάσει την Ειδικό του Νίντζα (εξαιρετικοί οικοδοσπότες και οι δύο) με έβαλε να απαριθμήσω τις αγαπημένες μου ταινίες. Όπως φαντάζεστε, έγινε του Πρίγκηπα της Ζαμούντα ο γάμος…
Αλλη ιστορία κι αυτή... Γιατί, αλήθεια, τα αριστουργήματα του σινεμά (αλλά και στη μουσική) δεν είναι ποτέ χαρούμενα; Αστεία; Κωμωδίες βρε αδερφέ; Δηλαδή δεν είναι αριστούργημα το Silent Movie του Μελ Μπρουκς; Ή δεν είναι μια αμιγώς πολιτική ταινία το Πολυθρόνα για δύο, με τον... ναι, με τον Εντι Μέρφι; Για να μη θυμηθώ το θρυλικό "Ο καλόγερος που αγαπούσε ο Θεός";
Επιστροφή στο θέμα μας όμως, το οποίο είναι και ας αρχίσουν να ρολάρουν τα τύμπανα παρακαλώ, διότι ακολουθεί απόσταγμα σοφίας απ’ τα καλύτερα αποστακτήρια πορδολογίας: υπάρχει λογοτεχνία για όλους – σώπα ρε μεγάλε! Ναι, μικρέ, υπάρχει λογοτεχνία για όλους, όπως υπάρχει και μουσική και για όλους και σινεμάς για όλους. Αυτά που δεν φτάνουν για όλους είναι, αγαπητέ μου Γιωργάκη, τα λεφτά και οι δουλειές, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πώς λοιπόν έφτασα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει λογοτεχνία για όλους; Απλούστατα με την παράλληλη ανάγνωση του "Σκότωσε ό,τι αγαπας" του Αλ.Σταμάτη και του "Μύθου του Ηρακλή Σπίλου" του Νϊκου Κουνενή. Κι εξηγούμαι: ο πρώτος δεν είναι λογοτεχνία για μένα, ενώ ο δεύτερος είναι: ευθύς, απλός, ειλικρινής και πιστός στις προθέσεις του, γράφει ένα σατιρικό μυθιστόρημα, αιχμηρό, καυστικό, υπαινικτικό, αστείο, γελαστικό, κατά στιγμές ξεκαρδιστικό, με γλώσσα αιχμηρή, ανάλαφρη, εύπλαστη, γεμάτη λογοπαίγνια και υπονοούμενα. Δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φιλοσοφία, ψυχολογία και όλα τα κινηματογραφικά κείμενα του Β.Ραφαηλίδη για να το κατανοήσεις. Ο Αλ. Σταμάτης, απ’ την άλλη, γράφει ένα εμπύρετο μυθιστόρημα, που τρώγεται με τις σάρκες του, και ασφυκτιά υπό το βάρος όλων των σπουδαίων πραγμάτων που θέλει να πει. Κάθε πρότασή του θέλει να είναι βαρυσήμαντη και σημαντική, μέσα σε κάθε σελίδα υπάρχουν ευθείες αναφορές (είναι αυτή η διακειμενικότητα που λέγαμε εδώ) σε τουλάχιστον ένα ή δύο αριστουργήματα, λογοτεχνικά και κινηματογραφικά, χώρια τις πλάγιες αναφορές, τα κλεισίματα του ματιού, που εγώ ο αδαής οπαδός του Πρίγκιπα της Ζαμούντα και της παλπ λογοτεχνίας αδυνατώ να αντιληφτώ.
Κλείνοντας, να το ξαναπώ: κατά πάσα πιθανότητα, το βιβλίο Σκότωσε ό,τι αγαπάς του Αλ.Σταμάτη είναι αριστούργημα ή έστω πάρα πολύ καλό. Το πρόβλημα είναι ότι εγώ είμαι κακός αναγνώστης.
Αν βέβαια εγώ είμαι κακός αναγνώστης, μήπως τα καλά μου λόγια για τον Μύθο του Ηρακλή Σπίλου συνιστούν δυσφήμηση;



* Ο τίτλος είναι κλεμμένος απ' τον Νίκο Κουνενή. Οι "Φτωχοί Εραστές της Μεγάλης Τέχνης" ήταν μια συμμορία που έκλεβε έργα τέχνης αμύθητης αξίας με σκοπό να τα προστατεύσει.

ΥΓ. Πληροφορίες για το άσμα εδώ. Εχει τη δική του ιστορία.

9 Μαΐ 2010

Όνειρο Ξ

Είχαμε κανονίσει με τον Μήτσο, τον κάγκουρα συνάδελφο από τη δουλειά, με τις μυτερές μπότες και τα φτηνά, ευωδιάζοντα καβαλίνες, πούρα, αυτόν ντε που ψηλοζώνεται, να πάμε για κυνήγι. Ειχαμε τα όπλα γεμάτα και κρυμμένα καλά στο πορτμπαγκάζ, είχαμε φορτώσει πίσω και τα σκυλιά, που δεν σταματούσαν, όλη την ώρα, γαπ και γαπ, μας είχαν πάρει τα αυτιά. Από τα προάστια και τα γύρω χωριά, άραβες και νέγροι, βεδουίνοι με σπαθιά, είχαν βγει να μας ξεπροβοδίσουν, ήταν και η μπάντα του Δήμου εκεί, να παίζει το «Καλή επιτυχία, καλή επιτυχία» σε στίχους μουσική Θάνου Καλλίρη, ερμηνεία απ’ την Χορωδία Οριλάδων του Βουνού και του Λόγγου. Ακόμη δεν είχε ξημερώσει και τα μαλλιά μου κολλούσαν στο σβέρκο απ’ τον ιδρώτα. Ο ιδρώτας ήτανε κρύος κι εγώ ήμουνα χάλια.

Μέσα στ’ αμάξι ο Μήτσος αγόρευε ασταμάτητα με τη βροντώδη φωνή του. Ο λόγος του Μήτσου, απόσταγμα σοφίας και γνώσης απ΄ το καλύτερο σχολείο της ζωής, τον δρόμο. Λάτρης των σπορ αυτοκινήτων, των ωραίων γυναικών και όλως περιέργως του περιοδικού WIRED, μ’ είχε παρασύρει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι χωρίς γυρισμό.

Και πού θα πάμε να κυνηγήσουμε ρε Μήτσο; τον ρώτησα κάποια στιγμή που είχε σταματήσει την αγόρευσή του για τη νέα επιχειρηματική τάση στην Αμερική: τις εργατικές πάνες, οι οποίες σημειώνανε τρελές πωλήσεις. Επρόκειτο για πάνες, οι οποίες συνήθως πωλούνταν στη χονδρική, και τις αγόραζαν μεγάλες εταιρείες, που απασχολούσαν πολλούς εργαζόμενους. Κάθε εργαζόμενος με την έλευσή του στο χώρο εργασίας του υποχρεούταν να αγοράσει σε τιμή λιανικής και να φορέσει επιτόπου την πάνα του. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορούσε να προφασιστεί την ανάγκη για κατούρημα σπαταλώντας πολύτιμο παραγωγικό χρόνο σερνάμενος με χαρακτηριστική καθυστέρηση προς και από την τουαλέτα, χώρια το χρόνο που συχνά σπαταλούσε εκεί μέσα είτε πίνοντας μπάφους είτε αυνανιζόμενος ενίοτε καιταδυόμενος.

Στην Αθήνα αγόρι μου, στην Αθήνα πάμε. Το καλύτερο θήραμα θα το βρούμε εκεί.

Και άρχισε να αγορεύει για τις χαρές του κυνηγιού και του ψαρέματος στο κέντρο της Αθήνας, μόνο που εγώ δεν τον άκουγα. Ενιωθα και ήμουνα χάλια στάζοντας παγωμένο ιδρώτα. Ο καπνός απ’ τα πούρα του θεριακλή Μήτσου είχε ακινητοποιηθεί μέσα στ’ αμάξι δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα που με κάλυψε σαν πέπλο ονείρου αγγελοκάμωτης κόρης που χορεύει γυμνή στο ρέμα που υπήρχε δίπλα στη γαλακτοβιομηχανία ΑΓΝΟ, στην Ανω Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης, εκεί περίπου που τώρα είναι η Μπουκαδούρα, όπου σταματήσαμε μια φορά, μια βδομάδα μετά την Καθαρά Δευτέρα, για φαγητό.

Και τα σκυλιά στο πίσω κάθισμα δεν λέγανε να σταματήσουν, γαπ γαπ.

Σε λίγο έπρεπε να σταματήσουμε για μπουγάτσα και βενζίνη. Δεν είχαμε όμως λεφτά. Λεφτά υπάρχουν, μου είπε ο Μήτσος, θα στείλουμε τα σκυλιά να βρουν. Σταματήσαμε στην πρώτη μεγάλη πολιτεία που βρήκαμε στο δρόμο μας και ξαμολήσαμε, γαπ γαπ, τα σκυλιά. Αυτά στάθηκαν έξω από ένα σπίτι. Με το καλάσνικοφ στο χέρι μπήκα μέσα. Γύρισα όλα τα δωμάτια, κανείς. Με την ησυχία μου, άρχισα να ψαχνω μεθοδικά κάθε γωνιά, να βρω τα λεφτά, είχα μαζί μου κι ένα απ’ τα σκυλιά, γαπ γαπ. Τζίφος, δεν υπήρχε σάλιο.

Και τώρα;

Και τώρα καλό μου φιλαράκι, γυρίζουμε πίσω στο χωριό, αποφάσισε ο Μήτσος.

Και το κυνήγι; απόρησα.

Αγόρι μου, είπε, αναστέναξε βαθιά και προσγείωσε ανώμαλα το βαρύ του χέρι στον ιδρωμένο μου ώμο,, τι να τον κάνεις τον κάπρο άμα δεν έχεις φράγκο;

Στο ταξίδι της επιστροφής ένιωθα χάλια κι ο Μήτσος δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Μόνον τα σκυλιά επέμεναν, γαπ γαπ. Γαπ γαπ.

ΓΑΠ.




3 Μαΐ 2010

Ο κόσμος χάνεται
κι ο Πάνος Μουσηκωμάρας
(δεν) ακούει τζαζ
* Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Παπανδρέου

Σύμφωνα με τον φίλο μου, τον Σκύλο της Βάλια Κάλντα, ο Ζ.Π. Μανσέτ ήταν λίγο μαλάκας, βουτυρομπεμπές του δημοτικού και αρχίδια νουάρ (η αλήθεια είναι πως δεν αποδίδω πολύ πιστά τα λόγια του Σκύλου, όχι από δόλο αλλά γιατί ήμουνα λιγάκι γκολ προψές το Σάββατο). Η νέα εκδοση του "Τι λούκι" πάντως δεν καταγράφει την άποψη του Ζ.Π. Μανσέτ για τον Σ.τ.Β Κάλντα, μόνον ότι ο βουτυρομπεμπές του δημοτικού είχε πάθος με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την τζαζ.

Καταραμένα ακουστικά, βαρέθηκα να ακούω τζαζ - κουκουτζά.

Εχει πολύ μεγάλη σημασία η προφορά της λέξης τζαζ. Και μεγάλες αποκλίσεις επίσης. Αλλοι το λένε κοφτά, τζ-αζ. Αλλοι μακρόσυρτα, κάνοντας διάφορα ακροβατικά με τα χείλη και τη γλώσσα τους, σαν να δίνουν γλωσσόφιλο στον εαυτό τους στον καθρέφτη, με στιλ και ξενική προφορά: τζτζτζτζααααζζζζ.
Η ίδια η τζαζ έχει τόσα πολλά διαφορετικά στιλ, που εντέλει κανείς απ' τους ακροατές της δεν εννοεί το ίδιο πράγματα λέγοντας τζαζ. Αλλοι εννοούν μελαγχολικες μπαλάντες με πιάνο και φωνή, με ολίγη από σαξόφωνο και κουρκουμπίνια βουτηγμένα στο δάκρυα. Αλλοι λέγοντας τζαζ αναφέρονται στο σουίνγκ ή το μπί μποπ, και στην Μπλου νόουτ και στα φοβερά, κοινης αισθητικής εξώφυλλα της εταιρείας. Αλλοι καταννοούν την τζαζ ως μια μακρόσυρτη, εκνευριστική, αυτοσχεδιαστική μουσική χωρίς μελωδία, αλλοι ως μια ευκαιρία επίδειξης δεξιοτεχνίας και εκτελεστικής αρτιότητας, αλλοι αντιλαμβάνονται ως τζαζ κάτι σκατομπιτάκια που κυκλοφορούν με κάνα sample παρμένο από κάποια γνωστή παλιότερη τζαζ επιτυχία, αλλοι την αντιλαμβάνονται ως μουσικό προοίμιο ερωτικής συνεύρευσης και άλλοι ως μουσικό χαλί σε κοσμικό πάρτι ή σε επιχειρηματικό δείπνο σε μπαρ ρεστοραν.

Για μένα η τζαζ, ως μουσική προτίμηση περισσότερο, παρά ως μουσικό είδος, είναι το είδος που ακούει ο ελιτιστής, ο σνομπίστας, αυτός που ορίζει ως κορύφωση της μουσικής τέχνης την κλασική μουσική και την όπερα, και ισχυρίζεται ότι τη βρίσκει ακούγοντας Μέντελσον, Προκόφιεφ και διάφορους τύπους με δυσπρόφερτα και ευλησμόνητα ονόματα -ουτε καν τους "ποπ" Μπετόβεν, Μότσαρτ, Στράους. Η τζαζ είναι το αναπόφευκτο τέλος του ταξιδιού ενός ακροατή από είδος σε είδος, ενα ασφαλές, χωρίς απεργούς λιμενεργάτες και συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ λιμάνι, μια τάχα μου δήθεν Ιθάκη, στην οποία φτάνει μόνος με το κανό του ο Γιωργος Παπανδρέου (στην έφερα, εντέλει και σε αυτήν την ανάρτηση συμμετέχει ο ΓΑΠ). Είναι η μουσική που κάθε ντιτζέη που σέβεται τον ευατό του ισχυρίζεται ότι ακούει στο σπίτι του, άσχετα αν στο μπαρ που δουλεύει παίζει Τζέημς, Λαίδη Γκαβάντι, Λαίδη Γκαγκά και Λαίδη Αντζελα.
Τζαζ όπως αυτή του Κέρουακ στο Δρόμο ή τζαζ σαλονάτη για τους αστούς, με ψυχολογικά προβλήματα, απόρροια της ευημερίας τους, ήρωες του Ισιγκούρο (μη με δίνετε σημασία, το βιβλίο του Ισιγκούρο είναι και γαμώ) ή τζαζ αλά Κρστιάν Γκαγί, ποτισμένη στο αλκοόλ, ζήτημα ζωής και θανάτου;
Ιδέα δεν έχω. Σαν κάτι λείπει απ' το τουρλού. Μάλλον έπρεπε να είχα καταγράψει και την άποψη του Σκύλου της Βάλια Κάλντα για την τζαζ.

Πάντως κι εγώ ακούω ένα κάποιο είδος τζαζ, αυτό:



See you at the barricades, babe...