18 Οκτ 2018

το μπαλάκι κι ο σκύλος

Περπατάει στο δρόμο, στέκεται στο φανάρι, στην τσέπη της ζακέτας ένα μήλο, μισοφαγωμένο, στην άλλη τσέπη ένα άδειο θερμός με καφέ, στέκεται και  κοιτάει τον σταμάτη περιμένοντας να σκάσει μύτη ο γρηγόρης, καμιά φορά, άμα δεν έχει πολύ κόσμο τριγύρω, τους μιλάει κιόλας, τι χαμπάρια, ρε μαλάκες, γαμάτε τίποτε; τους ρωτάει, αλλά συνήθως σκέφτεται ότι θέλει με κάποιον να μιλήσει, κάποιον να πάρει τηλέφωνο και δεν ξέρει ποιον, ίσως έναν αριθμό στην τύχη, ή έναν περαστικό στον πεζόδρομο όπου τώρα περπατάει ή εκείνη την τρελή γριά που βρίζει τούς πάντες, το πρωί τουλάχιστον μιλάει με τον κουλουρτζή, που παίζει μπιλιάρδο στο κινητό και του λέει κάθε φορά για το μπιλιαρδάδικο της νιότης του, αυτός δεν έχει τίποτε να πει για τα μπιλιάρδα, στη νιότη του μόνο βιβλία, που τα 'χει αποκηρύξει τώρα, όπως και το κίνημα της νιότης του, κι αυτό το 'χει αποκηρυγμένο, εσχάτως μάλιστα κατέληξε πως σε αμφότερα, όταν αυτά επικαλούνται, αποδίδονται θεολογικές διαστάσεις, μεταφυσικές, μαγικές, ότι και καλά τα βιβλία από μόνα τους είναι αρκετά για έναν καλύτερο κόσμο ή ότι το κίνημα, που ποτέ δεν είμαστε εμείς, αλλά είναι κάτι άλλο, πέρα από μας, και τού ζητάμε να μας βοηθήσει, θα μας σώσει, τέλος πάντων, δεν έχει και κανέναν να τα πει όλα αυτά, καλύτερα ίσως, ποιος να κάτσει να ακούσει τέτοιες μαλακίες, και συνεχίζει το δρόμο του, πρώτα ακούει και μετά βλέπει τον τύπο που σνιφάρει κόκα (ή κάτι άλλο) στο πεζούλι μιας εκκλησίας, η θρησκεία το όπιο του λαού, πόσο ταιριαστό, σκέφτεται, παραπάνω φοιτητές δίνουν ραντεβού στο ροκ μπαρ τρέχαγύρευε, το ίδιο στο οποίο δίνανε ραντεβού οι φοιτητές και πριν από είκοσι χρόνια, ίδιοι οι φοιτητές παντού και πάντα, πιο πέρα πρεζάκια, ίδια τα πρεζάκια, παντού και πάντα, λίγο πιο πάνω μούρη με μούρη με γνωστό δημοσιογράφο-λογοτέχνη κεντροαριστερό τσεγκεβάρα και τσοπερά, πφ, μεγάλωσε ο τύπος, αλλά θα μου πεις περάσαν τα χρόνια, τι πλάκα που δεν με ξέρει, σκέφτεται, κι εγώ ξέρω τόσα γι' αυτόν, πάνε χρόνια από τότε που με παίνευε χωρίς να ξέρει ποιος είμαι για κάτι που είχα γράψει για έναν συγγραφέα που 'χε πεθάνει, τώρα αυτός μεγάλωσε, κι εγώ δεν γράφω, σκέφτεται, αλλά τουλάχιστον εξακολουθεί να μη ξέρει, καλό είναι να μένουν κάποια πράγματα ίδια, λίγο μετά πατσατζίδικο, ουζερί, ένα σκυλί πολύ χαρούμενο που κυνηγάει το μπαλάκι, θα πιάσω κουβέντα με αυτό, το μπαλάκι, όχι τον σκύλο, ο σκύλος είναι χαρούμενος, δεν μου φταίει σε τίποτε ο καημένος. 




8 Οκτ 2018

Back from the living

Τα τείχη ήταν φτιαγμένα από χρώμα, κρυμμένος πίσω από μια σελίδα χαρτί, σε στάση αναφανδόν πρηνηδόν ξερνούσα barcode οπλισμένος με κολλητική ταινία, που ήταν η καλύτερη ταινία που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και την έβλεπα με μεγάλη ευχαρίστηση ξανά και ξανά.
Είχαμε ξεκινήσει μέρες, μήνες, χρόνια πριν για τη συναυλία που θα δίνανε τα Μωρά στη Φωτιά, εγώ, που θα με προσδιόριζα ως έναν αδιάφορο ιστορικό ενεστώτα, ένας συμπαθητικός παρακείμενος κι ένας αντιπαθητικός τετελεσμένος μέλλοντας, αλλά μας πρόλαβε ο πόλεμος, τα βόλια βρήκανε πρώτα τον συμπαθητικό παρακείμενο που κείτεται νεκρός δίπλα μου στο χρωματιστό μας μετερίζι, ο δε αντιπαθητικός τετελεσμένος μέλλοντας έκλεψε το άλογο ενός καβαλάρη και λιποτάκτησε φωνάζοντας τετέλεσται και σαλπίζοντας τη συντέλεια του κόσμου. Ηρθαν και τα παιδιά απ' τις γειτονιές με τα φορτηγά και προς στιγμήν νόμιζα πως ήταν για τη συναυλία, αλλά στάθηκαν καταμεσής του δρόμου, γκαβλωμένα με την προοπτική του πολέμου και λογάριαζαν πόσους και πώς θα σκοτώσουν, πού θα στήσουν την ενέδρα, κάνανε κάλυψη - απόκρυψη αριθμού και φραγή εισερχομένων εχθρών. Τούς μαζέψανε στην εκκλησιά, να τους ευλογήσουν, εγώ στάθηκα στον πρόναο, δεν μπήκα παραμέσα -κι όταν βγήκα, ελπίζοντας σε μια διαφυγή την ύστατη στιγμή καβάλα ίσως απάνω σε μια από θεού μηχανή, σε μια από μηχανής θεά, σε έναν από θεού θεό, προς θεού δεν κάνω διακρίσεις όταν έχει να κάνει με το συμφέρον μου, βρήκα μια τετράτροχη, αργοκίνητη μαύρη χελώνα να κατουρά το πάλαι ποτέ χρωματιστό μου μετερίζι. Στο βάθος του ορίζοντα ο Χέρμπι το κατσαριδάκι και η μια κατσαριδούλα Μικρή Τερέζα τρέχανε να ξεφύγουν από χημικά που έριχνε ο ουρανός αυτοπροσώπως.
Ξέρασα ξανά μπαρκόουντ. Η ζωή κι ο θάνατος σε επανάληψη είχαν μόλις αρχίσει ξανά.