10 Μαρ 2019

Η κηδεία ενός Φιοντόρ

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ρωσίας, με ρίζες βαμμένες αυστριακές και γαλλικές, ο γεννημένος το 1850 κόμης Φιοντόρ Κέλερ σπούδασε σε στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν τα αριστοκρατόπουλα, στη συνέχεια και χωρίς να μας πιάνει κάνας γκαϊλές αν αποφοίτησε ή όχι με αριστεία, πολέμησε ως εθελοντής στον σερβοτουρκικό πόλεμο του 1876, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και τις πολεμικές του ικανότητες, έκτοτε η ζωή του όλη ήταν ένα πεδίο μάχης, που προσωπικά δεν το γουστάρω, αλλά προφανώς οι άνθρωποι στα τέλη του 19ου αιώνος δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν από πόλεμο, δεν υπήρχαν βλέπεις χίπις και μεηκλαβνοτγουόρ, μόνο μανογουόρ, κι έτσι ο παλιόφιλος ο κόμης Φιοντόρ Κέλερ πολεμούσε απεδώ κι απεκεί, βαριέμαι να κάθομαι να μεταφράζω νυχτιάτικα όλες τις μαλακίες που γράφει η γουκιπίντια, μέχρι που στα 1904 βρέθηκε και στο ρωσογιαπωνέζικο πόλεμο κάπου στην Μαντζουρία και τεσπά μπήκε και το καλοκαίρι και, αντί να πάει για κάνα μπάνιο στη Βουρβουρού, στα Καμένα Βούρλα ή στης Γριάς το Πήδημα, ο γενναίος κόμης Φιοντόρ βρέθηκε στον κώλο της μάνας του διαόλου στην εξωτική και γνωστή για τους λουκουμάδες της Λιαογιάνγκ, τριανταμία του Ιούλη ήταν, σαν σήμερα το θυμάμαι, όπου και πόθανε, έπεσε δηλαδής ηρωικά στο πεδίο της μάχης και τον θάψανε στη Μόσχα με τιμές και με μια μπάντα στρατιωτικιά που έκανε πολύ σαματά και μπέρδεψε τα πλήθη που είχαν μαζευτεί εκείνη την ημέρα στη Μόσχα για να συνοδέψουν στην τελευταία του κατοικία (διόλου ευρύχωρη, ευάερη, ευήλια) τον συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, που είχε πεθάνει στο πεδίο μάχης ενός σπα πίνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια, μα δεν πόθανε από σαμπάνια αλλά από φυματιωση, και ο οποίος είχε έρθει πτώμα, κυριολεκτικά, για την κηδεία του μέσα σε ένα φορτηγό-ψυγείο που μετέφερε στρείδια προς αγανάκτηση του Γκόρκυ, που το βρήκε πολύ κακόγουστη κίνηση, και τεσπά συνέπεσαν οι κηδείες, έπαιζε κι η μπάντα του στρατού κάτι ωραία χιτάκια, μπερδεύτηκαν τα πλήθη και πήγαν με τον γενναίο κόμη και πολεμιστή αφήνοντας στην ησυχία του (νεκρική σιγή, στην κυριολεξία) τον συγγραφέα, για τον θάνατο του οποίου, πρόσεξε τη σύμπτωση, έγραψε στο τελευταίο του διήγημα της τελευταίας του συλλογής διηγημάτων λίγο προτού πεθάνει ο Ρέιμοντ ο Κάρβερ, που προθανάτια αλλά και μεταθανάτια συνεκρίθη με τον Τσέχοφ. Το μόνο στο οποίο ίσως διαφέρανε ήταν ότι η κηδεία του Κάρβερ δεν συνέπεσε, εξ όσων γνωρίζω, με την κηδεία κανενός στρατηγού με μπάντα και ως εκ τούτου ουδείς μπέρδεψε τις κηδείες.  

4 Μαρ 2019

Βλήτα στην προβλήτα

Το βλίτο ή βλήτο είναι ετήσιο φυτό της οικογένειας των αμαρανθοειδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Amaranthus blitum (Αμάραντος το βλήτον). Είναι ιθαγενές της περιοχής της Μεσογείου αλλά έχει εισαχθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως στην ανατολική Βόρεια Αμερική[1]. Τρώγεται σε πολλά μέρη του κόσμου.[2] Εκτιμάται ιδιαιτέρως στην ελληνική κουζίνα όπου οι βλαστοί και τα φύλλα του τρώγονται βραστά με ελαιόλαδο και λεμόνι.
Μεταφορικά βλίτο λέγεται ο χαζός.

πηγή: βικιπαίδεια

Στην προβλήτα όταν ο καιρός είναι καλός μαζεύονται πολλές παρέες, άλλοι ξάπλα χάμω, άλλοι καθιστοί με τα πόδια να κρέμονται πάνω από το νερό, άλλοι αραχτοί στα ευρύχωρα πεζούλια, φωνάζουν, γελούν, βγάζουν σέλφι, αγκαλιάζονται, φιλιόνται, φωτοσυνθέτουν, πίνουνε καφέδες, μπίρες, μπάφους – μόνο κάτι λίγοι, θαρρείς από διακριτικότητα, θαρρείς από ντροπή, πάνε και κάθονται πίσω-πίσω στο στενό πεζουλάκι στη σκιά, που ίσα που χωράει ο κώλος ενός πρώην χοντρού 130 κιλά, νυν και πάλι χοντρού 99 κιλά, αυτοί οι κάτι λίγοι έχουν ένα κοινό, όχι τον μεγάλο κώλο, αλλά ότι κάθονται μονάχοι, λες και δεν θέλουν να φαλτσάρουν στη χαρά των άλλων, που λέει κι  ο ποιητής, λες και δεν θέλουν να είναι στο προσκήνιο κάτω από τον ήλιο με την ασπρουλιάρα μοναξιά τους, και τέλος πάντων όταν ο καιρός δεν είναι καλός οι παρέες των καθήμενων δεν μαζεύονται στην προβλήτα, πάνε κάπου αλλού, δεν ξέρω πού, αυτοί όμως που κάθονται μονάχοι στο στενό πεζουλάκι της σκιάς είναι εκεί, βρέξει χιονίσει, και παρότι γνωρίζει ο ένας μοναχός τον άλλον και παρότι δεν υπάρχουν τριγύρω οι παρέες των πολλών, για να νιώθουν ντροπή που είναι μόνοι, εξακολουθούν να κάθονται χώρια, ο καθείς σε απόσταση ασφαλείας από τον άλλον. Κάθονται, καπνίζουν ή δεν καπνίζουν, στενάζουν ή δεν στενάζουν, αλλά πάντως επιμένουν να κάθονται μονάχοι.
Δεν γνωρίζω αν και πόσοι απ' αυτούς παραμένουν μόνοι και αφού φύγουν από την προβλήτα.

Το μόνο που με στεναχωρεί σε αυτή την ιστορία είναι ότι μεταφορικά βλήτο λέγεται ο χαζός, κι όχι ο μοναχός, και δεν μου κάθισε καλά ο τίτλος.
(Θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα όλο αυτό, αλλά δεν κάνουμε λογοτεχνία εδώ, όποιος θέλει λογοτεχνία να την πάρει στο σπίτι του).