2 Μαΐ 2020

αράχναι

Ο άνθρωπος αυτός μισούσε την από οπουδήποτε προερχόμενη πειθαρχία, αν και ένιωθε αμήχανος μπροστα στην πειθαρχημενη απειθαρχία, την επιβεβλημενη απ' την ανάγκη, και συχνά αναρωτιόταν αν αυτό που έλειπε από τους απειθαρχους, για να επιβληθούν επί των πειθαρχημενων, ήταν αυτή ακριβώς η πειθαρχία που τόσο μισουσε. Κάθε φορά που τον βασάνιζε αυτό το ερώτημα εβγαινε στο μπαλκόνι του και φώναζε "όλοι μέσα ρε, μεσα" μόνο και μόνο για να χαρεί που το πλήθος που σουλατσαριζε αγνοούσε επιδεικτικά την εντολή του. Μια φορά μόνο άλλαξε τροπάρι και πήρε να φωναζει "όλοι έξω ρε, έξω", σαν αντικρυσε ερήμους τους δρόμους, θαρρείς και τα πλήθη είχαν συνεννοηθεί να του κάνουν φάρσα κι είχαν μείνει σπίτι κι ήταν έρημοι οι δρόμοι, λες κι έχει πέσει κάποιος επικίνδυνος θανατηφόρος ιός, πράγμα φυσικά απίθανο, αδιανόητο και επισημονικοφανταστικο, τέλος πάντων, μια και κάνεις δεν βγήκε έξω πάρα την εντολή του, χάρηκε πάλι με τη δημόσια απειθαρχία, όλων παρεκτος ενός γέρου, θεοκουφου, που, ανεξαρτήτως εντολών, ιών και ατομικής ευθύνης, περπατούσε όλη μέρα πεισματικά πάνω κάτω στηριγμένος σε ένα μπαστούνι, έχοντας στο χέρι του δεμένη μια μπλε πλαστική σακούλα με όλα τα απαραίτητα (ταυτότητα, βιβλιάρια υγείας και τραπεζης, χάπια για την πίεση, κλειδιά, όνειρα ματαιωμενα). Ο άνθρωπος αυτός, που μισούσε την πειθαρχία, αγαπουσε τις λέξεις και τις εικόνες, αλλά αυτές, καθότι λέξεις και εικόνες, αγνοούσαν με τη διττή έννοια της λέξης τα συναισθήματά του, επιδεικνύοντας μια θρασυτατη απειθαρχία στην επιθυμία του για αυτές, τόσο γοητευτική μα και συνάμα βασανιστικη, που θα προτιμούσε να μην υπάρχουν, ούτε οι λέξεις ούτε οι εικόνες, και μην αντέχοντας τες άλλο, έκλεισε τα μάτια, να μην τις βλέπει. Κι έμειναν τόσο καιρό τα μάτια του κλειστά που πιάσανε αράχνες και σχημάτισαν ιστους αρχικά στα κάτω βλέφαρα, ανοίγοντάς του με το βάρος τους ξανά τα μάτια, αποκαλύπτοντας του εκ νεου την ομορφιά των εικόνων και των λέξεων, κι ήταν τετοιος ο τρόμος που ένιωσε μπροστά τους που ζήτησε από τις αράχνες να φτιάξουν ιστό και στα πάνω βλέφαρα, ώστε τα μάτια του να κλείσουν σφιχτά κι οριστικά, κι αυτές ξεκινώντας από κει αποφάσισαν να κάνουν μαζί του τον γύρο του κόσμου, κι απλώσαν τον ιστό τους σε ολόκληρη τη γη, υποδουλωνοντας τους πάντες, εκτός από έναν, εκείνον τον θεοκουφο γερό που πεισματικά επέμενε να σέρνει τα πόδια του έξω από τον ιστό.