23 Νοε 2016

τRομεRα πνευστά

Επεξεργασία και συντήρηση ονείρων 1.0.1

Δωμάτιο σε ξενοδοχείο του Μιλάνου, υγρό, σκοτεινό, σαν σπήλαιο, στην άκρη τού σαν τούνελ διαδρόμου μόνο τρεμόπαιζε το φως, χρειαζόσουν χάρτη για να βγεις, αλλά δεν είχες, πάω στη ρεσεψιόν να πάρω έναν, είπες, αλλά ούτε για τη ρεσεψιόν είχες χάρτη, χάθηκες, βρέθηκες σε κάτι ράγες με φορτηγά τρένα, που αυτά ήταν το φως στην άκρη του τούνελ κι έρχονταν κατά πάνω σου και θυσίασες τότε, ρίχοντάς την πάνω στις ράγες, μιαν γραία που είχε δει κι αυτή το ίδιο φως κι ήτανε κάποτε μέντιουμ κι έλεγε ό,τι της κατέβαινε στους ανθρώπους, αλλά έβγαινε αλήθεια, κι είχε πολύ σουξέ, μέχρι που μια μέρα είδε στον ύπνο της ότι της ζητούσε συμβουλή ο ίδιος ο Θεός και από τότε μόνο έλεγε στον κόσμο να πάει να προσευχηθεί στο Βαρδάρι, στις πορείες και στους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, που στη μικρή βιομηχανική περιοχή προσπαθούσαν με ένα αμυντικό χαφ-κόφτη να σπάσουν το λουκέτο για να μπουν να καταστρέψουν το μνημείο που είχε στηθεί για τον Σουφλιά, και μόλις έσπασε η πόρτα και χιμήξαν σαν τον εμετό οι πασόκοι, χίμηξες κι εσύ στη ρεσεψιόν να βρεις το χάρτη, και παραδίπλα τρώγανε το πρωινό τους οι πολύ φραγκάτοι, κάτι σοκοφρέτες σε σχήμα παπιγιόν, πήρες μία κι εσύ, μα ο γκρανμέτρ σού πήρε την μπουκιά από το στόμα, μα τι κάνετε εκεί; τρώτε τη σοκοφρέτα των κυρίων πλουσίων; αυτό δεν είναι για σας, και σε στείλαν πίσω στη σπηλιά σου, τιμωρία, χωρίς χάρτη, χωρίς φαγητό ούτε τροφή.

19 Νοε 2016

Παλιοχαρακτήρας

Έχω κακό χαρακτήρα, το ομολογώ. Γραφικό, εννοώ. Οχι, δεν είμαι γραφικός εγώ ο ίδιος, ούτε ο χαρακτήρας μου, νομίζω. Κι ούτε είμαι κάνας κακός άνθρωπος, αν και καμιά φορά με αρέσει να περιαυτολογώ. Τα γράμματά μου όμως είναι άσχημα. Οχι αυτά των ΕΛΤΑ, αλλά αυτά που κάνω όταν γράφω με μολύβι ή στυλό σε χαρτί.
Γι' αυτό δεν με αρέσει να γράφω. Ναι, εδώ είναι το σημείο που με διακόπτεις και μου λες «μα τι μαλακίες λες, γράφεις καταπληκτικά». Σ' ευχαριστώ, είσαι πολύ ευγενικός, πολύ ευγενική. Προτιμώ, που λες, ν' ακούω από το να γράφω. Οχι μόνο να ακούω μουσική, που νομίζω πως σε αυτό είμαι καταπληκτικός, αλλά γενικά ν' ακούω. Παρότι έχω τρίχες στ' αυτιά -για τις οποίες ντρέπομαι πάρα πολύ από κείνη την ημέρα που τις ανακάλυψα σε μια συνέλευση αναρχικών στο πανεπιστήμιο, πριν από πολλά χρόνια δηλαδή, γιατί πάει πολύς καιρός από το σύντομο όσο και αποτυχημένο μου φλερτ με τον αναρχικό χώρο- ακούω καταπληκτικά, εκτός απ' τις φορές που έχω ένα σφύριγμα στ' αυτιά, ή τις φάσεις που ξύνω τις φαβορίτες μου (κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο) ή που ο άνεμος θροΐζει τις προαναφερθείσες τρίχες στα ώτα μου ή σε φάσεις που κορνάρει κάποιος μαλάκας οδηγός ή μαρσάρει κάνα τσογλάνι με το μηχανάκι του ή βαράει κάνα κομπρεσέρ και θέλω να το χώσω στον κώλο κάποιου, γούστα είναι αυτά. Είμαι πάντως καλός λίστενερ, που λένε και οι άγγλοι, και μου μιλάνε. Οχι μόνο οι Αγγλοι, αλλά όλοι. Δηλαδή όχι και τόσο πολλοί Άγγλοι, γιατί δεν ξέρω και πολλούς. Κυρίως οι Έλληνες μου μιλάνε, ξέρω πολλούς απ' αυτούς. Οχι ότι διακατέχομαι από καμιά ενσυναίσθηση, συμπόνοια και έγνοια για τα προβλήματα των άλλων, απλώς βαριέμαι να μιλάω.
Λόγω λοιπόν του κακού γραφικού μου χαρακτήρα προτιμώ ν' ακούω από το να γράφω και για το λόγο αυτό ποτέ δεν κρατούσα σημειώσεις κι είναι ένας από τους λόγους που αποφεύγω σαν το διάολο κάθε λογής γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, τραγουδιού, ομορφιάς και σκύλων. Καμιά φορά όμως, με στέλνουν, ή πηγαίνω αυτοβούλως, σε κάτι πράγματα που πρέπει να δω ή ν' ακούσω και να κρατήσω σημειώσεις, να γράψω δηλαδή με στιλό και χαρτί. Οχι, δεν είμαι χαφιές, ρουφιάνος, ασφαλίτης, αν και με έχουν περάσει πολλές φορές για τέτοιον. Εσχάτως ανακάλυψα ότι χάρη στα κινητά τηλέφωνα, κι αφού με αρέσει να ακούω περισσότερο από το να γράφω, μπορώ να πηγαίνω, αυτοβούλως ή μη, και να ηχογραφώ αυτό που χρειάζομαι κι έτσι νόμισα πως έχω λύσει το πρόβλημά μου. Μόνο που καμιά φορά συμβαίνει εκεί ας πούμε που είμαι σε μιαν ομιλία κάτι αριστερών κι έχω το κινητό να ηχογραφεί να κάθεται δίπλα μου μια νευρική κοπελίτσα που πίνει το δέκατο τρίτο διπλό εσπρέσο φρέντο σκέτο τίγκα στο παγάκι και το κουνάει καθώς νευρικά ρουφάει τον καφέ της και κάνουν χράκαχράκα τα παγάκια και καλύπτει αυτό που πραγματικά θέλω να ηχογραφήσω, και σκέφτομαι πως μπορεί να είναι προβοκάτσια, ή να με περνάει για ρουφιάνο ή να έχει καταλάβει ότι εγώ είμαι με το αντίπαλο τ' αριστερό γκρουπούσκουλο και με κάνει σαμποτάζ στην ηχογράφηση – και σήμερα, ας πούμε, εκεί που ήμουν σε μιαν εκδήλωση κάποιων πολύ εντάξει τύπων και ηχογραφούσα με το κινητό, ήρθε δίπλα ξάφνου ένα γέρος και, ενώ μιλούσε ο επιστήμονας, ο γέρος πήρε να ξετυλίγει χράτσουχρούτσα ένα σάντουιτς που το είχε χιλιοτυλιγμένο και να μασουλάει πάνω από το κινητό μου και να πλατσουρίζει τα χείλια του εκτοξεύοντας ψίχουλα και σάλια και καλύπτοντας τον ποθητό ήχο του επιστήμονα, και είχε και χυμουλάκι να πιει και τον ρουφούσε μανιωδώς και σκέφτηκα πως κι εδώ πρόκειται περί προβοκάτσιας εναντίον μου, μάλλον με κατάλαβε ότι εγώ, αντίθετα με αυτούς, δεν είμαι και πολύ εντάξει, δεν είμαι στα καλά μου γενικώς, είμαι χαρακτήρας πολύ κακός και γραφικός.

11 Νοε 2016

Μικρή φανταστική ιστορία του κόσμου

Ηταν μια φορά ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, μιλάμε ήτανε τόσο καλός που θλιβόταν πραγματικά για τις στεναχώριες, τα βάσανα και τις δυστυχίες των άλλων, είτε τους ήξερε προσωπικά είτε όχι, ένιωθε όμως ανήμπορος να τους βοηθήσει όλους αυτούς, και μη βρίσκοντας άλλη αποτελεσματικότερη λύση για μιαν ευτυχισμένη κοινωνία αποφάσισε να αρχίσει να βγάζει από τη μιζέρια τους όλους τους λυπημένους, δυστυχισμένους, στεναχωρημένους, προχώρησε δηλαδή κυριολεκτικά στην εξάλειψη της φτώχειας, της λύπης και της δυστυχίας, σκοτώνοντας κάθε ευρισκόμενο σε αυτήν την κατάσταση άνθρωπο, που έβρισκε στο πέρασμά του, μπαμ και κάτω λέμε, έτσι απλά αλλάζω την κοινωνία μωράκι μου φευγάτο, που λέει και ο κι εσύ Λάμπης Μπάμπη μου Λιβιεράτος, μέχρι που δεν έμεινε κανείς, και κατάφερε να φτιάξει την τέλεια, απολύτως ευτυχισμένη κοινωνία, κι ήταν όλοι οι άνθρωποι τόσο ευχαριστημένοι που αποφάσισαν και τον έκαναν Ανωτατο Αρχοντα του Κόσμου, με απόλυτες εξουσίες, σύντομα όμως συνέβησαν τα εξής, αρχικά οι πολίτες, από φόβο μην τυχόν και εντοπιστούν να στεναχωριούνται από το άγρυπνο μάτι του Αρχοντα κι αποφασίσει αυτός με το μακρύ του χέρι να τους βγάλει από τα βάσανά τους μια και καλή, αναπόφευκτα άρχισαν να υποκρίνονται τους ευτυχισμένους (πέθαινε κάνας συγγενής, σαμπάνιες ανοίγανε) και μάλιστα τόσο πετυχημένα που ο Αρχοντας άρχισε να βαριέται και να βρίσκει ότι δεν έχει αντικείμενο και σκοπό η ζωή του κι άρχισε να μη νιώθει και πολύ καλά, αρχικά κάπως σαν στομαχόπονο μέχρι που η θλίψη του έγινε βαρύτατη, ανίατη ασθένεια και το πήρε απόφαση και αυτοκτόνησε τρώγοντας μπαμιες.

Στην κηδεία του Αρχοντα δεν πήγε κανείς. Ηταν όλοι καλεσμένοι σε ένα πάρτι εκεί κοντά. Ευτυχείς, λυπημένοι και πότες.

25 Οκτ 2016

Με ψεκάζουν (χρώματα)

Ομορφη κοπέλα η μπροστινή μου, της το έδειχνε κι ο διπλανός της, που δεν έλεγε να φύγει κι ας τον έδιωχνε αυτή, να μην περιμένει άδικα μαζί της, αλλά είμαι πολύ γέρος πια για να κοιτώ νεαρές κοπέλες, μου το υπέδειξε κι ο πισινός μου, όχι ο κώλος μου, που κι αυτός βέβαια καταδεικνύει την γεροσύνη μου, αλλά ο νεαρός που στεκόταν πίσω μου και μου μίλησε στον πληθυντικό ευγενικά, ενώ πίσω απ' αυτόν στεκόταν στου ταχυδρομείου την ουρά πολύ υπομονετικά μια κυρία με βαμμένα κόκκινα μαλλιά, όχι σαν εκείνα τα λογοτεχνικά του Μουρσελά, ή τ' άλλα τα τηλεοπτικά τα Καραμπετικά, οπωσδήποτε πάντως ήταν μαλλιά χρώματος κόκκινου και θέλω να δοθεί η πρέπουσα σημασία στο χρώμα, γιατί αυτή είναι μια ιστορία για τον πούτσο, γράψε λάθος, μια ιστορία για τα μπάζα, γράψε λάθος, μια ιστορία για τα μπάσα, μακάρι αλλά όχι, μια ιστορία για τα χρώματα, ναι ίσως, και μια ιστορία για τη γλώσσα, ναι, αλλά παρότι τη σκέφτομαι από το μεσημέρι, συμπέρασμα δεν έβγαλα, την έγραψα μάλιστα και σε ποίημα, που αυτό ήταν όντως για τον πούτσο και για τα μπάζα, τέλος πάντων κάποια στιγμή προσπερνάει την ουρά ένας τυπάκος με ένα δέμα και πάει στο γκισέ και πετιέται η κυρία με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και φωνάζει, συγγνώμη δεν είναι η σειρά του... και κάπως κομπιάζει δεν ξέρει πώς να τον προσδιορίσει τον κύριο με το μαύρο δέρμα που κρατά το δέμα, γιατί, πράγματι ρατσίστρια δεν φαινόταν (ούτε και ήταν), παίρνει φόρα λοιπόν και ξαναλέει δεν είναι η σειρά του κυρίου με το κίτρινο δέμα, πράγματι το δέμα ήταν χρώματος έντονου κίτρινου, και από κείνη την ώρα κάθομαι και σκέφτομαι στημένα στην ουρα βαμμένα κόκκινα μαλλιά, προσπέραση από έναν με μαύρο δέρμα που κρατάει κίτρινο δέμα, κάτι σημαίνει αυτό, τυχαίο δεν είναι, μάλλον θα με ψεκάσαν, τέλος πάντων στο γκισέ μού ζήτησαν τρία ευρώ και ενενήντα λεπτά, έβγαλα τα χάλκινα, χάρηκαν που τους έδωσα ψιλά, κι εγώ ανακουφίστηκα που μου μείναν πέντε σέντσια. 

ακούω αυτόν τον δίσκαρο τώρα και την έχω καταβρεί 

10 Σεπ 2016

Ο Μπάρτλεμπυ δεν ήτανε γραφιάς: συγκλονιστικές αποκαλύψεις

Καμιά φορά νιώθει σαν το τελευταίο κομμάτι κρέατος -χοιρινής τηγανιάς, ας πούμε- παρατημένο στο πιάτο γιατί κανείς από τους συνδαιτυμόνες δεν θέλει να το φάει, είτε για να μη φανεί λιγούρης είτε απο τακτ για να το αφήσει να το φάει κάποιος άλλος, προτού σηκωθούν τρεκλίζοντας από το τραπέζι της ταβέρνας και αφού έχουν μαλώσει για το ποιος θα πληρώσει «άστα δικά μου είναι, όχι δικά μου είναι, μα σε παρακαλώ, όχι εγώ σε παρακαλώ και να το ξανακάνουμε αυτό σύντομα», κι εντέλει αυτό το τελευταίο κομματάκι κρέατος, που σκληραίνει και παγώνει στο ζουμί του, το οποίο με τη σειρά του πήζει και βρωμάει και γίνεται πισίνα για τις μύγες, πετιέται στα σκουπίδια ή στην καλύτερη περίπτωση τό τρώνε τα σκυλιά.
Τις προάλλες κόντεψε να τον πνίξει ένα βιβλίο. Οχι δι' απαγχονισμού, δεν θα μπορούσε άλλωστε να φτιαχτεί κρεμάλα από λέξεις ή από σελίδες χαρτιού, αν και κόβουν πολύ βαθιά αμφότερες, αλλά διά στραγγαλισμού. Τον έπιασε το βιβλίο από το λαιμό κυριολεκτικά στον ύπνο. Ήταν ογκώδες και βαρύ, όχι από άποψη περιεχομένου μόνο αλλά κι ως αντικείμενο, απ' αυτά που ονομάζουμε τούβλα, κι έπεσε πάνω του, κοτζάμ τούβλο, καθώς τον πήρε ανάσκελα ο ύπνος, τον έπαιρνε εύκολα τον ύπνο, ελαφροσυνείδητος ή και παντελώς ασυνείδητος ων, ανοιχτό στη μέση πάνω στο στήθος του, έκανε σλάλομ στις ιδρωμένες τριχες και κύλησε προς το λαιμο του κι άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά και μετά αυτός ξύπνησε βήχοντας και θυμήθηκε γιατί προτιμά τα ολιγοσέλιδα βιβλία σαν τον Μπάρτλεμπυ τον γραφιά, του Μέλβιλ, που, κι εδώ ήρθε η ώρα των αποκαλύψεων, δεν ήτανε γραφιάς, αλλά στα ΜΑΤ, έχουμε και το σχετικό φωτορεπορτάζ σε περίπτωση που το αναζητήσει εισαγγελέας, διότι πήγε ο φωτορεπόρτερ να φωτογραφήσει μια κλούβα με ΜΑΤ, κι έκανε στην αρχή πως τάχαμου τραβά μιαν εκκλησία και μετά στα κλεφτά τράβηξε τα ΜΑΤ, κι ήρθαν στο λεπτό δυο ματατζήδες, συγγνώμη, κύριε, την εκκλησία τραβούσατε; - μάλιστα, την εκκλησία - σίγουρα την εκκλησία και όχι την κλούβα, κύριε; - σίγουρα, απάντησε ο φωτορεπόρτερ, και καθώς φεύγανε τα όργανα της τάξεως, πεπεισμένα ότι επιτελέσαν το καθήκον τους στην εντέλεια, τα πισωπλατοχτύπησε με μιαν ερώτηση «συγγνώμη, παιδιά, να σας βγάλω μια φωτογραφία;».
Κι αμήχανα μα σταθερά ο Μπάρτλεμπυ ο ματατζής του απάντησε: «Θα προτιμούσα όχι»*.

(* για την περίφημη αυτή φράση αλλά και γενικότερα για την υπέροχη νουβέλα του Μέλβιλ, εδώ

27 Αυγ 2016

Σάντα Μπάρμπαρα και Σαν τα πουκάμισα



Έχει πέντε γαλάζια πουκάμισα. Σχεδόν πανομοιότυπα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για τους περισσότερους κατόχους τους, τα πέντε γαλάζια σχεδόν πανομοιότυπα πουκάμισα αντιστοιχούν σε μια εργάσιμη ημέρα: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Στη δική του περίπτωση όμως όχι. Τα πέντε γαλάζια σχεδόν πανομοιότυπα πουκάμισα αντιστοιχούν στα κιλά του ανά τα χρόνια: το πουκάμισο των 105, των 110, των 115, των 120 και ολοκαίνουργιο το πουκάμισο των 125 κιλών. Το καθένα φορεμένο από μία φορά: γάμος, γάμος, γάμος, γάμος, βάφτιση.
Έχει κι ένα μαύρο πουλόβερ. Για τις κηδείες. Κι ένα μαύρο μπλουζάκι, με γιακαδάκι, που έλεγε η μάνα του, πόλο, που λένε σήμερα, για τις κηδείες του καλοκαιριού.
Έχει και δύο ζευγάρια μαύρα παπούτσια. Αθλητικά, φτιαγμένα έτσι ώστε να μη μοιάζουν με αθλητικά. Φτιαγμένα, της εταιρίας Α, από ρομπότ, της εταιρίας Ν από χαμηλόμισθους εργάτες του αναπτυσσόμενου πρώην τρίτου κόσμου, ή ακόμη χειρότερα από μικρά παιδιά. Περίεργο: οι χαμηλόμισθοι του αναπτυσσόμενου πρώην τρίτου κόσμου δεν μπορούν να αποκτήσουν τα μαύρα παπούτσια της εταιρίας Ν που οι ίδιοι κατασκευάζουν για να τα αγοράσει αυτός και σε γενικές γραμμές ζουν χειρότερα από αυτόν  παρότι αυτός δεν εργάζεται. Επίσης περίεργο: τα ρομπότ δεν χρειάζονται τα μαύρα παπούτσια της εταιρίας Α που τα ίδια φτιάχνουν και παρότι εργάζονται δεν αμείβονται.
Ο άνθρωπος με τα πέντε σχεδόν πανομοιότυπα γαλάζια πουκάμισα κοίταξε το λεκέ στο ταβάνι από το προπέρσινο καλοκαίρι, όταν είχε πλημμυρίσει η από πάνω κι έκανε πέντε ώρες να γυρίσει από το εξοχικό της στη Χαλκιδική λόγω της κίνησης, και σκέφτηκε πολύ σοβαρά την πιθανότητα να γίνει ρομπότ.

15 Αυγ 2016

O κυκλοποιός

Τη μέρα που αποφάσισα ότι το ίντερνετ τελείωσε με βάλανε σε ένα διαστημόπλοιο-κιβωτό μαζί με όλα τα είδη, το φρύδι, το μύδι, το αρχίδι και το γίδι, και μας ξαπόστειλαν στο διάστημα ταξίδι με μοναδική οδηγία να γράψουμε ό,τι δούμε χωρίς σκουπίδι. Είδα ξεπεσμένα όψιμα πασοκικά στελέχη, που δεν πρόκαμαν να γευτούν και πολλή από την πίτα της εξουσίας, να χορεύουν ντίσκο, και κρισιακά θύματα, που τα θυμάμαι να υψωνουν τη γροθιά σε πορείες - διαδηλώσεις, να σέρνουν πρώτοι το χορό στα νησιώτικα. Είδα από ψηλά στης Γης τα σταυροδρόμια φάλαγγες ηλικιωμένων με πι, εισματικά, δηλαδή είτε εις μάτην, είτε με πείσμα, να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλον. Είδα τη φετιχοποίηση του καλοκαιριού και τις διακοπές ως είδωλο. Είδα το τέ*μα, αναποφάσιστο μεταξύ λάμδα και ρο, μια φάση με άλφα στερητικό, αφασία, μη χρόνος, μη χώρος, αναπαυτικός καναπές με ροζ-λαχανί κουβερτάκι και ευφάνταστες δημιουργίες τρίτων. Είδα εντυπωσιακές χορευτικές φιγούρες και μπλαζέ λικνίσματα της καλής κοινωνίας, είδα και ξεβιδωμενες αυτογελοιοποιήσεις. Στον καθρέφτη κοιτάζοντας είδα τον ανικανοποιήτο κυνισμό του σπασοκλαμπάνια, αμφισβητία μούτσο στις γαλήνιες λίμνες της ευρωπαϊκής νομαδικής κουλτούρας. Ακουσα τραγούδια να συνομιλούν μεταξύ τους και να λένε ιστορίες, ας πούμε για έναν άνθρωπο στο φεγγάρι που χάνει την πίστη του και φεύγει περπατώντας άφοβα, γιατί, στην τελική, όλοι πονάνε, ακόμη και οι λαμπεροί χαρούμενοι ανθρωποι, που πέφτουν για να σκαρφαλώσουν πιο ψηλά και στο τέλος πάνε για νυχτερινό κολύμπι και προσπαθουν να μην αναπνεύσουν, γιατί γράφουν ευαίσθητα και η ευαίσθητη γραφή βρωμάει, αόρατη, θλιβερή, αποκρουστική. Δεν είχα λεφτά για χορδές, μήτε για κρεμάλα, ούτε για εισιτήριο λεωφορείου και νόστιμη διαστροφή ψυχιατρείου. Ημουν στην ιστορία από την αρχή. Ημουν η ίδια η ιστορία, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κι όταν τελείωσα, με κοινοποίησα παραλλαγμένη. Δεν μας τα λες καλά, δεν ήσουν η αρχή, ούτε το φινάλε, έφυγες, σε διώξαμε πριν ν' αρχίσει το καλό, κάπου εκεί που σου χάλασε το μυαλό. Οι γιατροί. Εσύ. Ολοι μαζί. Μια σακούλα πλαστική, γεμάτη λέξεις κατεψυγμένες, προτηγανισμένες, κι άλλη μια, μαυρη βιοδιασπώμενη σακούλα σκουπιδιών, με λέξεις χαλασμένες, σαπισμένες, που στάζαν καφετιά, βρωμερά ζουμιά, κι εβγαζαν μιαν αποφορά – όπως μυρίζει η συμφορά. Τα σημεία στίξης, λεκεδες, σταγόνες από αίμα. Ζωή ρακοσυλλέκτρια, ζωσμένη σακούλες σκουπιδιών, αδύνατα όνειρα, χάπια ληγμένα, ένα για να φτιαχτεί κι ένα για όταν φτιαχτεί πολύ, να σακατευτεί, πέφτοντας από το σκοινί που πάνω του ισορροπεί. Ημουν η θλίψη μου και ήμουν ορατή, αλλά μόνο σε μένα. Εντέλει η θλίψη μου με βαρέθηκε κι είπε να πάρει ένα διάλειμμα από μένα. Δεν πολυχωνεύω τον Ελβις. Αλλωστε, ο ροκάς Έλβις -λένε αυτοί που ξέρουν- τελείωσε όταν πήγε στο στρατό. Χαλάρωσε και μπήκε στη σειρά, που λένε κι οι Τρύπες. Να κι αν τον συμπαθείς, να κι αν δεν τον συμπαθείς, σκέφτεσαι. Κι έχεις δίκιο. Δεν έχει καμία σημασία. Οι ιστορίες γύρω απ' τον Ελβις είναι που έχουν σημασία. Και πολύ ενδιαφέρον. Συνοπτικά μία απ' αυτές: «Μεξικανός πολιτικός και μεγιστάνας στα τέλη της δεκαετίας του '50 καλεί τον Ελβις Πρίσλεϊ να τραγουδήσει στο πάρτυ για τα 15α γενέθλια της κόρης του. Φροντίζει να διαλαλήσει την έλευση του Βασιλιά στον πάρτυ. Ο βασιλιάς όμως αρνείται. Το άρωμα της βασιλικής κλανιάς πλημμυρίζει τα ρουθούνια του μεξικανού και τον εξοργίζει. Στήνει μαζί με κάτι κουτσομπολιογράφους κάτι υποτιθέμενες δηλώσεις του Ελβις, πολύ προσβλητικές, ρατσιστικές, κατά του Μεξικού και κυρίως κατά των γυναικών από το Μεξικό. Ο Έλβις γίνεται περσόνα νον γκράτα. Οι δίσκοι του καίγονται στις πλατείες του Μεξικού. Κάποιοι παραμένουν οπαδοί του και στις προβολές των ταινιών του γίνεται της κακομοίρας. Απαγορεύεται η προβολή των ταινιών του στο Μεξικό. Το 196κάτι, ο Ελβις πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Fun in Acapulco, που διαδραματίζεται στο Μεξικό. Φυσικά, σαν τη βόλτα του Νιλ Αρμοστρονγκ στο φεγγάρι, έτσι και τα πλάνα του Ελβις στο Μεξικό γυρίζονται στα στούντιο του Λος Αντζελες». Οταν τελείωσαν τα γυρίσματα και βγήκα απ' το διαστημόπλοιο, ήταν δεκαπενταύγουστος και μόνο το ίντερνετ είχε ξεμείνει στην άδεια πόλη.

(τα παραπάνω είναι συρραφή ανολοκλήρωτων κειμένων που νομίζω πως δεν δημοσίευσα, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος)


7 Αυγ 2016

Θα είμαι ο καθρέφτης σου

Έχω μόλις τελειώσει ένα βιβλιαράκι του Ενρίκε Βίλα Μάτας (είναι κάπως lubenικό το όνομα, όπως λέμε Σάρα Μάρα Σαχλαμάρα, δες πώς ανανοηματοδοτείται ανορθόγραφα η λέξη λούμπεν εξαιτίας ενός πετυχημένου σάιτ) και χαζεύοντας κριτικές του βιβλίου βρίσκω μία φωτογραφία του εν λόγω συγγραφέα να πίνει γκαζόζες με το Ρομπέρτο το Μπολάνιο και σκέφτομαι, πρώτον, καλώς τα αρχίδια μας τα δυο, δεύτερον, δείξε μας το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι, τρίτον, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, και τέταρτον όμοιος ομοίω αεί πελάζει, τι κρίμα που δεν λέει βελάζει, θα είχε περισσότερη πλάκα, και είναι μια παρα πολύ ωραία, ερασιτεχνική φωτογραφία, και εκείνη την ώρα ο πλέηέρ μου παίζει το "I'll be your mirror", στην εκτέλεση των Rainy Day, που βρίσκω πολύ ταιριαστή με τη φωτογραφία.
Ο Μπόρχες θα ήταν υπερήφανος και για τους δύο.

(τη φωτό απ' το προσωπικό αρχείο του Ενρίκε Βίλα Μάτας τη βρήκα στο flavorwire)



4 Αυγ 2016

Λίγα λόγια για το φαινόμενο της ακινησίας, προσωπικής και ιδεολογικής

Φοβάμαι πως αυτό το κείμενο θα είναι απόλαυση για κάθε αντιαριστερό. Ας είναι. Άλλωστε, κάποιοι απ' αυτούς, ξέρουν ποιοι είναι, σε πολλές τους εκτιμήσεις, αποδείχθηκαν ορθοί.
Η προσωπική (μου) ακινησία δεν αφορά κανέναν. Αν κάποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει σε αναρτήσεις του ιστολογίου προπέρσινες, αντιπροπέρσινες. Τα ίδια θα έγραφα και σήμερα. Με τη διαφορά ότι όλα αυτά πια τα θεωρώ ανάξια λόγου. Πρώτον, γιατί μπούχτισα με την πρωτοπρόσωπη αντίληψη του κόσμου στον ενικό αριθμό. Μπούχτισα από προσωπικές ιστορίες. Και, δεύτερον, γιατί συνήθισα. Την ακινησία.
Την κρίση όμως; Αλήθεια, έχουμε ακόμη κρίση; Γιατί δεν μιλάει κανείς γι' αυτήν; Την οικονομική – ανθρωπιστική κρίση; Την ξεχάσαμε; Ξεπεράστηκε; Συνηθίσαμε (χωρίς σημείο στίξης εδώ, ας βάλει ο καθένας αυτό που θέλει, ερωτηματικό, αποσιωπητικά, θαυμαστικό, τελεία)
Τις προάλλες είδα να συζητούν κάπου στο facebook για την πιθανή νομοθέτηση της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Αλλού βλέπω ακόμη να συζητούν για τους δημοσίους υπαλλήλους. Πόσο άκυρες συζητήσεις, όταν ο ιδιωτικός τομέας έχει ήδη καταστραφεί. Δεν χρειάζεται η νομοθέτηση της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Αυτές έχουν ήδη γίνει. Κανείς δεν συζητά όχι για το πώς θα απολυθείς από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά για το πώς θα προσληφθείς, ποιες θα είναι οι συνθήκες εργασίας, τα ωράρια, οι αμοιβές. Η δημόσια συζήτηση γίνεται σε ιδεολογικά χαρακώματα με στολές παραλλαγής σταλεγάκια και ξερόλα. Εκατέρωθεν χρησιμοποιούνται τα ίδια όπλα, οι ίδιοι στόχοι, οι ίδιοι σύμμαχοι. Κι ο άμαχος πληθυσμός παραμένει ίδιος.
Κάπου μεταξύ ανεκδότου και πραγματικότητας, τέλη του '80, αρχές '90, θυμάμαι να λένε για τη μελαγχολία που έπιασε πολλούς αριστερούς όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ειδικά η διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν σοκ και διάψευση ζωής για πάρα πολλούς. Φυσικά εκείνα τα (κοσμοϊστορικά) γεγονότα είναι πολύ σημαντικότερα από τα εγχώρια του τελευταίου έτους. Ωστόσο μιαν αντίστοιχη μελαγχολία τη βλέπω σε αρκετούς, τηρουμένων των αναλογιών, μετά τη διάψευση των προσδοκιών, της ελπίδας. Μια μελαγχολία που οδηγεί σε παραίτηση και απραξία. Μια μελαγχολία που ωστόσο δεν τη συμμερίζονται όλοι όσοι χόρευαν πέρσι μετεκλογικό συρτάκι – αυτοί, ίσως σε φάση αυτοάμυνας, για να γλιτώσουν από την ιδεολογική μελαγχολία, έχουν επιλέξει την εθελοτυφλία και τον κυβερνητισμό. Αλλοι πήραν άλλο δρόμο κι έχουν γίνει ιδεολογικές καρικατούρες με γκρέξιτ μπλουζάκια. Φετιχιστές της δραχμής.
Ομως η ρεάλ πολιτίκ είναι αδυσώπητη: δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει, αριστερή κυβερνητική πολιτική σήμερα. Τώρα, αυτή τη στιγμή, επίσης, είναι αστείο να μιλαμε για γκρέξιτ, για διάλυση της ΕΕ, για αλλαγή της εκ των έσω, για τις αριστερή Ευρώπη του Νότου που θα αλλάξει τους συσχετισμούς. Οσο κι αν το θέλουμε κάποιοι. Οσο κι αν δεν μετακινούμαστε ρούπι από (κάποια) απ' αυτά.
Ξάφνου καταλήγεις να σκέφτεσαι ότι πρέπει πρώτα να ωριμάσουν οι συνθήκες.
Κι αυτή η αναμονή είναι τρομακτική όταν βλέπεις τη ζωή σου, τις ζωές των άλλων, να περνάνε στον βρόντο. Κι όταν βλέπεις πισωγυρισμάτα, πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά.
Είναι τρομακτικό σε προσωπικό επίπεδο να νιώθεις ότι διαψεύδεσαι πολιτικά, ότι έχεις ακυρωθεί ιδεολογικά. Να νιώθεις ως ένα σημείο φταίχτης για την τερατογένεση της συριζανελικής κυβέρνησης, ακόμη κι αν δεν τους ψήφισες. Αλλά στο όνομα αυτής της πρώτης φορά Αριστεράς, αυτής της έστω κατ' όνομα Αριστεράς, κρίνεται, δικαίως ή αδίκως, όλη η Αριστερά.
Ενδεχομένως, κάποιοι, πιο αισιόδοξοι, πιο δυναμικοί, να λένε ότι τώρα είναι η ώρα της δικής μας Αριστεράς, της πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στην τελική το λάθος της ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ευθύνη να το διορθώσουν οι ίδιοι που το διέπραξαν. Το θέμα είναι πώς το διορθώνεις; Και πώς θα αποκαταστήσεις τη φήμη της Αριστεράς, που τα έκανε μαντάρα;
Kαι κυρίως πώς θα ξανακινηθούν, πώς θα αρχίσουν να ξαναζούν, άνθρωποι που βρίσκονται σε καθεστώς ακινησίας χρόνια τώρα;

(ήδη, προτού καν δημοσιευθεί, το κείμενο έτυχε σκληρής κριτικής από την Κ.)


1 Αυγ 2016

Καποιοβιβλιοκριτική

Για ό,τι συνέβη, φταίω εγώ. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό.
Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στη λογοτεχνία. Οι βιβλιοκριτικές για βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ. Ο Μπόρχες είναι η προεξάρχουσα μορφή στον τομέα αυτό.
(Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Σίγουρα το 'χεις αντιληφθεί. Οι προτάσεις είναι μικρές. Και αναρωτιέσαι γιατί.
Οι μπλογκοκριτικές λένε ότι δεν βάζω τελείες. Ποτέ. Σήμερα θα βάλω. Πολλές. Εβαλα ήδη δηλαδή).
Ετούτο εδώ λοιπόν είναι μια βιβλιοκριτική, όχι όμως ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε ποτέ. Αλλά ενός βιβλίου που γράφτηκε. Σε καμία περίπτωση φανταστικού. Ούτε της φαντασίας, ούτε και ποιοτικά μιλώντας, δυστυχώς.
Μόνο που δεν θα αποκαλύψω ποτέ ποιο είναι. Ούτε θα διαγωνιστείτε στα σχόλια για να το βρείτε κερδίζοντας πολλά μεγάλα δώρα. Ποια δώρα και ποια σχόλια δηλαδή; Αφού δεν διαβάζει μπλογκζ πια κανείς.
Το βιβλίο αυτό, καθ' όλα υπαρκτό, πιο υπαρκτό κι απ' το σοσιαλισμό, και γράφτηκε και εκδόθηκε και διαβάστηκε. Κι αναρωτιέμαι: γιατί;
Φταίω εγώ. Σάββατο μεσημέρι, καύσωνας. Ο αφρός του φραπέ ξεραίνεται γρήγορα στα ποτήρια. Ο ανεμιστήρας σκορπίζει τις στάχτες απ' το τασάκι. Ο φίλος με ρωτά τι να διαβάσει μετά. Του λέω, αυτό, εκείνο, το παράλλο.
Σήμερα τον ερωτώ: το διάβασες το παράλλο;
Πρόλαβε και τ' αγόρασε το θηρίο.
Καλό;
Διστάζει, γνέφει αρνητικά. Στο χαρίζω, μου λέει. Εσένα θα σ' αρέσει.
(Συγκαλυμμένη προσβολή. Σου χαρίζω κάτι που δεν θεωρώ καλό, αλλά εσένα θα σε αρέσει. Αρα το γούστο σου είναι σκατά.
Δεν του πετάω το γάντι. Καλοκαίρι άλλωστε. Το πολύ-πολύ να του πετάξω κάνα μαγιό).
Θα γράψεις τίποτε γι' αυτό; τον ρωτώ.
Αμα γράψω, θα το θάψω.
Θάψ' το, ρε φίλε.
Και μετά να 'ρθει κάνας κουλτουριάρης να μου λέει ότι δεν κατάλαβα το νόημα; Ασε που όλοι λένε πως είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησε φέτος από Ελλάδα. Και στην τελική, καλός εκδοτικός οίκος, δεν γίνεται να μην τον στηρίξω.
Επέμεινε να μου το χαρίσει. Το πήρα μαζί με κάτι εργαλεία: σφυριά, μέτρο, κάβουρα, τρυπάνι, βιδολόγο. Δεν χρειάστηκαν τελικά για την ανάγνωση. 
Μικρό στο μέγεθος, αν δεν με αρέσει, θα το κάνω σουβέρ, σκέφτηκα ο μεταπεπεκαρβαλικός. Κι άρχισα να το διαβάζω.
Μόλις τριάντα σελίδες μετά, σταματώ την ανάγνωση, επειδή η ζωή είναι σύντομη. Ορίστε κι η σύντομη, σαν τη ζωή, κι απ' τη ζωή βγαλμένη, κριτική: Θρίαμβος το βίβλιο. Θρίαμβος! Θρίαμβος της τεχνικής επί της ουσίας. Του ύφους επί της ψυχής.
Ένα μεγάλο «ε, και;» πλανάται πάνω από τη λογοτεχνία.
«Ε, και τι έγινε που ξέρεις να γράφεις καλά; Αμα δεν έχεις τίποτε να πεις, καμιά ιστορία, καλή ή κακή, μην παριστάνεις το συγγραφέα».

14 Ιουλ 2016

για τη χαμένη ορθοπεδικότητα

μια φορά ήταν ένας τύπος που καθότανε και λέγοντας «καθότανε» το εννοώ κυριολεκτικά, απλώς καθότανε, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο, ούτως ειπείν δεν έκανε σχέδια, επιχειρηματικά, ζωής ή και θανάτου, δεν κυνηγούσε πόκεμον ούτε και ανέμους, δεν τουίταρε, δεν γκούγκλιζε, δεν πόσταρε, δεν μπλόγκαρε, δεν έγραφε στάτους στο φουμπού, δεν εξέφραζε άποψη, δεν τσάταρε, δεν μοίραζε κείμενα, δεν έκανε λάικ, φαβ και ριτουίτ, δεν καρφίτσωνε τίποτε σε εικονικούς τοίχους, δεν φωτογράφιζε τις πατούσες του, ούτε και και κάνενός άλλου (μια φορά φωτογραφισε τις πατούσες μιας όμορφης, τον είπανε θαφωνάξωτηναστυνομίαανώμαλεεανώμαλε) μήτε την αποβλακωμένη του φάτσα την ώρα που καθόταν, αλλά ούτε και των άλλων που ήταν σκυμμένοι στις οθόνες τους, ο τύπος απλώς καθότανε, σε μια στάση όχι ορθοπεδικώς ορθή, ούτε και καθιστοπεδικώς καθιστή βεβαίως, θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι ήταν κάπως καμπουριαστός μολονότι αραχτός, με τα ποδάρια ανοιχτά, λες κι η ζωή του 'χε κάνει τούμπανο τα αρχίδια, και τα χέρια απλωμένα στο παγκάκι, λες και είχε συγκαεί στις αμασχάλες, και με την κοιλάρα του προτεταμένη να ρίχει βαριά και παχιά τη σκιά της στα ζωύφια που μαζεύονταν γύρω του, καθώς αυτός, απλώς καθιστός, έμοιαζε να αποσυντίθεται σιγά σιγά, και το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω, λίγο πριν δημοσιεύσω αυτό το κείμενο, ήταν που ήρθε η αστυνομία και τον συνέλαβε ως δημόσιο κίνδυνο, με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς, ότι απλώς καθόταν τη στιγμή που όλοι γύρω του τρέχαν και κάτι παρήγαγαν ή κατανάλωναν, θερμίδες, προϊόντα, πλούτο ή περιεχόμενο, έστω και πατουσάκια στο ίνσταγκραμ ή χόαξ στα μπλογκζ.
Και μετά έπαψε να υπάρχει καθιστός στο παγκάκι. Ούτως ή άλλως, για τον υπόλοιπο κόσμο, όσο ήταν καθιστός στο παγκάκι, δεν υπήρξε ποτέ.  

25 Ιουν 2016

ΤΑΟΤΚ *

Η ΜΚΟ «Ο καλύτερος φίλος του καλλιτέχνη» είχε χτίσει ένα σπίτι από γυαλί σε μιαν ερημική παραλία, που τη κτυπούσε ολημερίς το νέο κύμα, με σκοπό να φιλοξενεί καλλιτέχνες, συγγραφείς, μουσικούς, εικαστικούς, μάγειρες, μπλόγκερ, τεχνοκράτες και εντρεπρενούρ, που θέλανε να απομονωθούν στο ιδανικό περιβάλλον για να δημιουργήσουν το αριστούργημά τους, μόνο που είχανε προλάβει να κάνουν κατάληψη στο σπίτι εκατοντάδες ατάλαντοι σκύλοι, μπάσταρδοι, αδέσποτοι, κακότροποι και κακομούτσουνοι, με βρώμικα χνώτα και όζουσες πληγές, και το υπηρετικό προσωπικό, πρώην επαγγελματίες δολοφόνοι, που εξέτιαν ποινή εναλλακτικής κάθειρξης στο γυάλινο σπιτι, σέρβιραν ρυζότο μέσα σε κάλυκες από σφαίρες αποτυχημένων αποπειρών δολοφονιών σοσιαλδημοκρατών πολιτικών και φιλάνθρωπων εφοπλιστών και πρώην αντισυστημικών της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα που εξέδιδαν ευπώλητες τις αναμνήσεις τους. 

17 Ιουν 2016

Δεν φαίνεται αλλά πρόκειται περί κριτικής - εαυτού ή βιβλίου δεν γνωρίζω

Πρώτα έβγαλα μια σέλφι, μετά τη φωτογραφία ενός μαυροπίνακα, που έγραφε «απαγορεύεται ν' απαγορεύεις», αλλά στα γαλλικά, που τώρα δεν θυμάμαι πώς ακριβώς το λένε στα γαλλικά ή τεσπά νομίζω πως θυμάμαι αλλά φοβάμαι μην κάνω λάθος και δεν είμαι δα κι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να τραγουδάω άσε με να κάνω λάθος, άσε που εγώ γουστάρω να σωθώ, ένιγουέη, πάνω απ' όλα ομιλούμε και χειριζόμεθα σωστά την ελληνικήν και την αγγλικήν, διά την γαλλικήν ποίος εχέσθη, άραγε πώς είναι το ένιγουεη στα γαλλικά, κάτι με φασόν μάλλον, φασόν βιοτεχνίες είχαμε στην παλιά τη γειτονιά τη λαϊκιά, αλλά τώρα κλείσανε, πρώτα εκσυγχρονιστήκανε και μετά χρεοκοπήσανε, όπως η χώρα, δηλαδή τούτη η χώρα είναι μια βιοτεχνία φασόν, ουφ, σκάσε, και μετά τη φωτογραφία του μαυροπίνακα βρήκα και κάτι σήματα απαγορευτικά της τροχαίας, τα έβαλα όλα αυτά στο μίξερ, τεμαχίζοντας τη φάτσα μου και βάζοντας για φόντο τον μαυροπίνακα με το «απαγορεύεται να απαγορεύεις» να επαναλαμβάνεται πάνω, κάτω και πλαγίως και έβαλα στη σειρά και τα απαγορευτικά της τροχαίας, ζύγα-στοίχα που λέγαμε και στο στρατό, και μέσα σε αυτά κομμάτια της τεμαχισμένης μου φάτσας, ένα ρουθούνι, ένα μάτι, μισό αυτί μαζί με τις τρίχες, δυο σπυράκια, μία κρεατοελιά, ένα φρύδι, μισό σκασμένο χείλος, ένα εξάνθημα, κι όλο αυτό, άτεχνο, άσχημο κι οδυνηρό για το μάτι, το παρουσίασα για αυτοπροσωπογραφία, και είχα κάνει και μιαν άλλη ρεζέρβα με τη φάτσα μου όχι τεμαχισμένη, αλλά μέσα στην Κραυγή του Μουνχ και γύρω γύρω ατάκτως ερριμμένους είχα βάλει τίτλους από πρωτοσέλιδα της περιοδου της κρίσης, αλλά δεν ήθελα να προσβάλω τον κύριο Μουνχ, αρκετές φορές εχει ήδη γίνει μεμε(δάκι), στο τέλος θα τον κάνουνε και σεμεδάκι πάνω στο έπιπλο της τιβί, και τέλος πάντων νομίζω πως στην τέχνη χρήσιμη είναι η τεχνική αρτιότητα αλλά ακόμη καλύτερο είναι να χρησιμοποιείς αυτό που ξέρεις να κάνεις καλύτερα απ' όλα, για παράδειγμα αν είσαι καλός με τις λέξεις και θες να γίνεις φωτογράφος, να φωτογραφίζεις με λέξεις, άλλωστε χίλιες λέξεις μια φωτογραφία, κάπως έτσι ίσως να το σκέφτηκε ο Εντουαρ Λεβέ, κατά βάση φωτογράφος, ο οποίος πήγε κι έφτιαξε την καταπληκτική Αυτοπροσωπογραφία του χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις, γράφοντας δηλαδή ένα βιβλίο, με μικρές αυτοαναφορικές προτάσεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, κάπως σαν ένα τουίτερ-τάιμλάιν, όπου παρουσιάσε όλες τις σημαντικές και ασήμαντες πτυχές της καθημερινότητάς του και της ζωής του, φύρδην μίγδην, κι αν δεν σου αρκούν όλα αυτά τα παντελώς άσχετα με το βιβλίο που έγραψα, για να το διαβάσεις, ορίστε δυο λόγια σχετικά, απ' την Εφ.Συν, του μεταφραστή του, Αχιλλέα Κυριακίδη: η «Αυτοπροσωπογραφία» («Autoportrait», 2005) του συγγραφέα, ζωγράφου και φωτογράφου Εντουάρ Λεβέ (1965-2007) παρουσιάζει τη σπαραχτική αντίφαση να αποτελεί μεν, με τις «χιλιάδες φράσεις» της, έναν ύμνο στη ζωή και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά να καταλήγει με την πιο απελπισμένη φράση με την οποία θα μπορούσε να κλείνει μια αυτοβιογραφία: «Ισως η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει». Εξήντα πέντε χρόνια μετά τον αφορισμό του Καμύ («Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας»), δύο χρόνια μετά την έκδοση της «Αυτοπροσωπογραφίας» και δύο μέρες μετά την αποστολή στον εκδότη του των χειρογράφων του τελευταίου βιβλίου του στο οποίο πραγματεύεται την αυτοχειρία του καλύτερού του φίλου, ο Εντουάρ Λεβέ αυτοκτόνησε.

7 Ιουν 2016

Εμμονές


Τέλη του '80, αρχές του '90, ένα τεύχος του Ποπ+Ροκ προσπαθεί να μου εξηγήσει τι πραγματικά σημαίνει «ανεξάρτητη» μουσική, και το χοντρό μου το κεφάλι δεν μπορεί (τότε) να καταλάβει και να αποδεχθεί ότι ο όρος «ανεξάρτητη» έχει να κάνει με τη δισκογραφική (αν δηλαδή ο δίσκος κυκλοφορεί από πολυεθνική εταιρία ή όχι) και ότι βάσει αυτού του διαχωρισμού, εκείνην την εποχή, ας πούμε, οι Simple Minds και οι U2 δεν είναι indie, ενώ η Κάλι Μινογκ είναι.
Η Κάλι; Αυτή με το πιστολάκι και το Λάκη; Indie;
Το πράγμα δυσκολεύει ακόμα παραπάνω, λίγα χρόνια μετά, το 1994, όταν στην τηλεοπτική βίβλο της ανεξάρτητης μουσικής, στα 120 λεπτά του Mtv, ο (σκοτεινός, ανεξάρτητος θεός) Νικ Κέιβ προλογίζει ένα βίντεο της Κάλι Μινόγκ και εκφράζει τον θαυμασμό του γι' αυτήν. Την επόμενη χρονιά εμφανίζονται μαζί στο MTV καθισμένοι στον ίδιο καναπέ και δείχνουν το ιδανικό πάντρεμα του ίντι ροκ με την εμπορική ποπ. Ο Κέηβ αποφασίζει πως «όλη η ομορφιά πρέπει να πεθάνει», της γράφει μια δολοφονική μπαλάντα, το τραγουδάνε μαζί και της τσακίζει το κεφάλι δίπλα στο ποτάμι.
Εγώ, ωστόσο, δυσκολεύομαι να αποδεχτώ την Κάλι ως ίντι. Τότε.
Γεροντοέρωτες, δικαιολογώ τον Κέιβ, που προφανώς δεν μπορεί να τη βγάλει από το κεφάλι του, κι η Κάλι κυκλοφορεί λίγο μετά ακριβώς αυτό το τραγούδι, το Can't get you out of my head. Σχεδόν κανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί, παραδίνομαι. 
Το ίδιο και ο Κέιβ, το έργο του οποίου χαρακτηρίζεται από εμμονές. Θρησκεία. Δολοφόνοι. Σεξ. Κάλι Μινόγκ.
Την περίοδο εκείνη, στην αρχή της νέας χιλιετίας, που (σχεδόν) όλοι δεν μπορούσαμε να βγάλουμε από το κεφάλι μας την Κάλι Μινόγκ, διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Κέιβ, «Ο θάνατος του Μπάνι Μονρό» (εκδοση: 2009).
Οι εμμονές είναι σαν το πεπρωμένο, αδύνατο να ξεφύγεις απ' αυτές. Ηδη, στις πρώτες σελίδες, ο Νίκος ο Σπηλιάς γράφει: "Bunny turns on the radio and Kylie Minogue’s hit ‘Spinning Around’ comes on, and Bunny can’t believe his luck and feels a surge of almost limitless joy as the squelching, teasing synth starts and Kylie belts out her orgiastic paean to buggery and he thinks of Kylie’s gold hotpants, those magnificent gilded orbs, which makes him think of riding River the waitress’s large, blanched backside, his belly full of sausages and eggs back up in the hotel room, and he begins singing along, ‘I’m spinning around, move out of my way, I know you’re feeling me ’cause you like it like this’, and the song seems to be coming out of all the windows of all the cars in all the world, and the beat is pounding like a motherfucker".
Σε επόμενες σελίδες υπάρχουν κι άλλες αναφορές στην Κάλι, πιο περιγραφικές και εντέλει γραφικές (για να τα λέμε όλα, το εν λόγω μυθιστόρημα είναι μάλλον κακό). Είναι τέτοια η ερωτική εμμονή του ήρωα (και κατά συνέπεια του συγγραφέα) με την Κάλι Μινόγκ που ο Κέιβ ζήτησε συγγνώμη δημοσίως.
Χρόνια μετά, σήμερα το πρωί, διαβάζω πως η Κάλι Μινόγκ παντρεύτηκε κρυφά στη Σίφνο.
Κι εγώ εξακολουθώ να ζω μέσα απ' τις ζωές των άλλων – είπαμε, ο καθείς με τις εμμονές του.

30 Μαΐ 2016

Λεύκωμα, όχι φωτογραφικό, αλλά γυμνασιακό

Είχα βγάλει λάθος αντικλείδι, με γυρνόφερνε απογοήτευση σαν φίδι, πώς να βρεις τη σωστή την πόρτα, χωρίς κλειδί όσο θέλεις βρόντα, και λέω δες ρε φίλε τα χρωματιστά φουρφούρια, στο γκρι της πόλης το μόνο χρώμα, και με τον κατάλληλο φακό θα έβγαινε και γαμώ τις φωτό, αλλά δεν έχουμε λεφτά για κάτι τόσο ακριβό, και σκέψου να γινόταν ανιμέσιον η φωτό, όπως γυρνάνε τα φουρφούρια να πιτσιλούσαν σταγόνες χρώμα και να γινόνταν τα τσιμέντα όλα χρωματιστά, και μετά πήγα και χάλασα το card reader του φωτογράφου και χαλάστηκα κι εγώ, σιγά μην πάρει ποτέ τον καλό φακό που απαιτεί μια τέτοια φωτό.

25 Μαΐ 2016

τζάκι

Η ιδέα μού 'ρθε λόγω του σπουργιτιού που πήγε και πέθανε, αυτοκτόνησε υποθέτω, μέσα στο χαλασμένο κλιματιστικό, και κρεμόταν το ποδαράκι του μέσα στην κρεβατοκάμαρα πάνω από το κομοδίνο, πάνω στο οποίο τα τελευταία χρόνια έχει σωρευτεί ένας σεβαστός αριθμός μυθιστορημάτων, τα οποία ξεφύλλισα μια φορά το καθένα προτού κοιμηθώ και ουδέποτε πέρασαν το τεστ τού να μη με αποκοιμίσουνε μιαν ώρα αρχύτερα, και μετά βαριόμουνα να τα πάω πίσω στη βιβλιοθήκη, ωστόσο σήμερα, που θα ερχότανε ο μάστορας να βγάλει το ψόφιο σπουργίτι από το κλιματιστικό, θεώρησα πως οπωσδήποτε δεν έπρεπε να τα δει πάνω στο κομοδίνο, τόσο βιβλία μαζεμένα, γιατί αν μη τι άλλο θα το θεωρούσε κάπως επιδεικτικό εκ μέρους μου, του στιλ δες πόσα βιβλία έχω, ανεπίτρεπτος κομπασμός, περίπου σαν να έχω ένα μπλογκ, δηλαδή, στο οποίο να γράφω για ένα ψόφιο σπουργίτι μόνο και μόνο για να πω πόσα βιβλία έχω, ασχέτως που δεν τα έχω διαβάσει ακόμη, και τέλος πάντων προτού έρθει ο μάστορας για το ερκοντίσιον, φώναξα τη μεταφορική, τόσα πολλά βιβλία έχω, ναι, και μου κουβάλησε τα βιβλία από το κομοδίνο στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, εκεί που βάζουμε τα ξηροκάρπια, τα ουίσκια και τις ποδάρες μας, με τη νυχάρα του μεγάλου δαχτύλου να ξεπροβάλλει από την τρύπια κάλτσα, όταν βλέπουμε μπαλίτσα και εκπομπές για το βιβλίο στην τηλεόραση, και ακόμη πιο μετά, αφού ήρθε ο μάστορας και έβγαλε το καημένο το σπουργίτι από το ερκοντίσιον και συζητήσαμε λίγο για την πολιτική κατάσταση, με τον μάστορα ε, όχι με το σπουργίτι, ήρθε η νύχτα και φύγανε ο μάστορας με το σπουργίτι κι αποφάσισα, πριν κοιμηθώ, να διαλέξω ένα από τα βιβλία, που παλιά ήταν στη βιβλιοθήκη μου, στη συνέχεια στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και μετά στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, και να το πάρω να το βάλω ξανά στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου, αφού και καλά το ξεφυλλίσω λίγο, και όχι ας πούμε στην τουαλέτα, όπου για χρόνια είχα τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, σε φάση αυτοκριτικής, και τώρα έχω το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο του Προυστ, που περιγράφει καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο το χρόνο που περνάμε στο βεσέ, χώρια που το όνομά του είν' ηχομιμητικό της πορδής (χριστέ μου, πόσο πιο χαμηλά θα πέσω;), και από τη στοίβα στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, που ξαφνικά είχε πάρει ύψος εξαιτίας των πολλών βιβλίων, διότι τόσα πολλά βιβλία έχω, ναι, διάλεξα ένα με τίτλο Δοκτωρ Πασαβέντο ενός Ενρίκε Βίλα Μάτας, που περίεργως είναι ένας και όχι μία, διότι έχω συνηθίσει οι συγγραφείς με τρία ονόματα να είναι γυναίκες και όχι άντρες, και μέσα εκεί διάβασα κάτι εκπληκτικό, κάτι μοναδικό, που μου έφερε αυτήν την ακόμη πιο εκπληκτική και μοναδική ιδέα, που ευθύς αμέσως θα σας αναλύσω, δηλαδή λέει ο ήρωας του βιβλίου ότι, πριν ανέβει στο τρένο για ένα ταξίδι, αγόρασε δύο δημοφιλή μυθιστορήματα, που διατείνονταν ότι θα έφερναν την επανάσταση στη λογοτεχνία, και τώρα αυτός ο τύπος, για τους λόγους του, μάλλον αντεπαναστάτης θα 'ταν, αποφάσισε να μην τα διαβάσει πέρα από τον τίτλο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά αντιθέτως να κάτσει να γράψει νοητώς τα δυο μυθιστορήματα, και κάπου εκεί σκέφτηκα εγώ, πωπωπωπωπω τι πλακα που θα είχε αν ας πούμε γινόταν το εξής συναρπαστικό και συνεργατικό, σκεφτόταν κάποιος έναν τίτλο βιβλίου, ένας άλλος αποφάσιζε ότι αυτός ο τίτλος θα άνηκε σε μυθιστόρημα αστυνομικό, ερωτικό, επιστολικό, κλασικό, μεταμοντέρνο, ν' αποφάσιζε το είδος του βιβλίου τέλος πάντων, και στη συνέχεια ένας άλλος σκεφτόταν το blurb, την περίληψη να πούμε, που γράφει πίσω το βιβλίο, ότι εκεί, τότε, ο τάδε και η δείνα κάνουν αυτό και γίνεται εκείνο, το άλλο και τα παράλλο και εντέλει μπλαμπλα, και μόνο μετά, αφού έχουν αποφασιστεί όλα αυτά από τρία διαφορετικά άτομα, τίτλος, λογοτεχνικό είδος και περίληψη, να έρθει ο συγγραφέας και να γράψει το βιβλίο ανταποκρινόμενος στις προδιαγραφές που θα έχουν ήδη διαμορφωθεί.

Μου άρεσε τόσο πολύ μιλάμε αυτή η φοβερή ιδέα που σηκώθηκα από το κρεβάτι, 2.15  μετά τα μεσάνυχτα, και έκατσα και έγραψα αυτήν την ανάρτηση. Αλλά αφού τη δημοσιεύσω, θα συγκρατηθώ και δεν θα τη μοιράσω στα σόσιαλ μίντια, γιατί αυτή η ώρα δεν είναι η κατάλλη για κάτι τέτοιο, θα περιμένω πρώτα να ξημερώσει και κατά τις 9-11, που παίρουν φωτιά τα τουίτερ και τα φέησμπουκ, θα τη μοιράσω γιατί άμα λάχει έχω πολλα βιβλία εγώ, αμ πώς, και σε κάτι πρέπει να μου χρησιμεύσουν, τζάκι δεν έχω αφού.

9 Μαΐ 2016

Ενα πλυντήριο (πιάτων) οι αναμνήσεις

Επλενα μόλις πριν από λίγο τα πιάτα, προτού ετοιμάσω το απογεματινό μου τίλιο, που τώρα πίνω, έτριβα επιπόλαια και χόρευα ατσούμπαλα ακούγοντας Τσαμπαγουάμπα, που σύμφωνα με την καλύτερη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών, το Ιτς Ολγουεηζ Σανυ ιν Φιλαδέλφεια, είναι η μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, κι άκουγα που λες το αγαπημένο μου άλμπουμ τους, με τίτλο Άναρκυ, που το 'χα πρωτακούσει χάρη στην Κ, όταν ξάφνου άναψε ο γλόμπος πάνω απ' το κεφάλι μου, όλα συνδέονται, σκέφτηκα, ακόμη και τα πιο τυχαία πράγματα, κι αν καταφέρεις να βρεις τις συνδέσεις στις τυχαιότητες της ζωής σου, τότε μπορείς να γράψεις ολόκληρο βιβλίο, επιτέλους την πολύτομη πολύτιμη αυτοβιογραφία σου, και την ίδια στιγμή, σε μια παράλληλη χρονική διάσταση, που δεν ήταν 2016, αλλά 196φεύγα, ο Μπομπ ο Ντίλαν, που τόσο αρέσει στην Κ., κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος μετά από ένα πετυχημένο κονσέρτο, στο οποίο δώσανε το παρών όλα τα σωστά άτομα, όλοι οι κουλ, το χιπ κοινό της εποχής, μπαίνει στη λιμουζίνα και λέει του σοφέρ οδήγα, κι ο κόσμος περικυκλώνει τη λιμουζίνα, κοντεύει να την ακινητοποιήσει, και κοπανάνε τα τζάμια οι πιστοί οι οπαδοί από αγάπη για το είδωλό τους όχι αυτό στο τζάμι αλλά για τον Μπομπ τον Ντίλαν, που μαυροντυμένος και με μαύρα γυαλιά, τους χαιρετάει καταδεκτικά κουνώντας το χέρι και ξαναλέει του σοφέρ οδήγα κι ο μάνατζέρ του ο Αλμπερτ, που Άλμπερτ συνήθως λένε τους μπατλερ, τού λέει σε αποκαλούνε αναρχικό τώρα, ποιος; θέλει να μάθει ο Ντίλαν, οι δημοσιογράφοι, απαντά ο Αλμπερτ ο μάνατζερ και όχι μπάτλερ του Μπομπ Ντίλαν (εκτός κι αν είν' το ίδιο τελικά), μόνο και μόνο γιατί δεν έχεις λύσεις, πλάκα με κάνεις; του λέει ο Ντίλαν, αναρχικός; εγώ; και βγάζει τα μαύρα του γυαλιά (που του τα κλέβει η Βίσση - σ.σ. σεφερλίδικο) ο παλιοτρακαδόρος και λέει στον μάνατζέρ του δώσε στον αναρχικό ένα τσιγάρο, ανάβει, φουμάρει, κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο το πλήθος, πνίγεται από τον καπνό, βήχει γκουχ γκουχ και καγχάζει καγχ καγχ αναρχικός; μια προσωπικότητα σαν του λόγου μου; δεν είναι καθόλου κουλ να 'σαι αναρχικός, όλοι γελάνε με το χιουμοράκι του Μεγάλου, πέφτουν οι τίτλοι τέλους, και την ίδια στιγμή, είναι 1999 κι ακούω το Γκιβ δε άναρκιστ ε σιγκαρετ των Τσαμπαγουάμπα στο δωμάτιο της Κ και κοιτώ στους τοίχους τις φωτογραφίες του Ντίλαν απ' τα 60ς, τότε που ήτανε πολύ φωτογενής και πολύ ταλαντούχος ο καργιόλης. 

(το σκηνικό με τον Μπομπ Ντίλαν στη λιμουζίνα το βρήκα εδώ )


 

18 Απρ 2016

Κλικ στην τέχνη

To κλικ, πριν το μαγαρίσουν ως λέξη κάτι ντεμέκ εναλλακτικοί λαϊφστάιλ γραφιάδες επί ΠΑΣΟΚ και προτού γίνει τόσο μονότονο και αδιάφορο, στα χρόνια μας, εξαιτίας των ποντικιών μας και προτού μετατραπεί (στον πληθυντικό) σε αντικείμενο του πόθου για τόσα και τόσα ανυπόληπτα ενημερωτικά σάιτ, ήταν και καλλιτεχνική υπόθεση, ας πούμε στο ποτισμένο με αλκοόλ μυθιστόρημα του Πατρικ Χάμιλτον Χανγκόβερ Σκουέρ, όπου ο ήπιος, σχεδόν χαζούλης, που τον εκμεταλλεύονται όλοι, πότης Τζορτζ, ακούει κάτι κλικ στο κεφάλι του και γίνεται άλλος άνθρωπος, εν δυνάμει δολοφόνος, μυθιστόρημα που ενέπνευσε τους πότες ποστπάνκηδες Πρωτομάρτυρ στο τραγούδι τους Μέηντενχεντ, και σε ό,τι αφορά τα κλικ, διότι αυτό είναι το θέμα μας, ας μην ξεχνάμε τον Τένεσι Γουίλιαμς, ένας χαρακτήρας του οποίου σε κάποιο του έργο (ξέρω ποιος ήταν ο χαρακτήρας και σε ποιο θεατρικό έργο αλλά βαριέμαι α) να αλλάζω τη γλώσσα από τα ελληνικα στα αγγλικά και β) να αλλάζω καρτέλα στον μπράουζερ και να βρω αυτήν από την οποία αντλησα την πληροφορία), μεγάλος πότης, έπινε και έπινε και έπινε περιμένοντας κάτι να κάνει (πολύ επικίνδυνη λέξη αυτό το "κάνει" όχι μόνο γιατί υποδήλωνει πράξη αλλά και γιατί αν πληκτρολογήσεις λάθος τον τόνο μπορεί να παρεισφρύσει σαν μπαχαλάκιας σε πορεία κάνα λάμδα και κάποιος να κλανει αντί να κάνει), περιμένοντας λοιπόν κάτι να κάνει κλικ στο κεφάλι του, και μόνο άμα γινότανε αυτό το κλικ θα μπορούσε να ηρεμήσει, αλλά φευ, έπινε-έπινε-έπινε περιμένοντας το κλικ έτσι όπως εγώ περιμένω το λεωφορείο, όπως περιμένω κάτι να αλλάξει ή την πτώση του καπιταλισμού σαν ώριμο φρούτο: εις μάτην. 

Είν' αυτό που λένε οι Νάσιοναλ στο Σίτυ Μιντλ:
I think I'm like Tennesse Williams
I wait for the click
I wait, but it doesn't kick in