29 Δεκ 2020

εύ ή άλτης;

Η εφορία, αντιθετο της ευφορίας, κι αν δεν βρω μελομαρακαρονο, τουλάχιστον θα 'χει κουραμπιέ, αιώνιος βου ο κουραμπιές, σκόνη στον άνεμο, ό, τι απομένει απ' τον κουραμπιε, που λενε και οι Κάνσας, και τέτοια καθώς σκεφτόταν στάθηκε στης τράπεζας το ΑΤΜ, και μπερδευτηκε: πώς προφέρεται αυτό; εητιεμ, ατιμι, ατουμου; μετά θυμήθηκε ότι δεν είχε κάρτα ούτε λεφτά ούτε λογαριασμό τραπεζικό, και βρήκε τη σωστή προφορά; (όλα είναι) ΑΤΜός. Και μην έχοντας άλλο να κανει, έβαλε εκρηκτικά στο μηχάνημα ψάχνοντας το αναμεταξύ της ζωής και του θανάτου. 

10 Δεκ 2020

ονειροκρίτης

Δούλευε ως ονειροκριτης: δεν ερμήνευε τα όνειρα που έβλεπαν οι άνθρωποι στον ύπνο τους αλλά τα αξιόλογουσε και τα βαθμολογούσε, μοιράζοντας με φειδώ επαίνους στα όνειρα που διακρίνονταν για τον σουρεαλισμό τους, οι δε αριστευσαντες περνούσαν στο επόμενο, πιο απαιτητικό, με όρους υπέρρεαλισμού, επίπεδο, μέχρι να φτάσουν στην αποφοίτηση και στην οριστική πραγματωση όλων των ονείρων τους, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, αρκετοί, τα όνειρα των οποίων έπαιρναν τη βάση, όνειρα συνήθως εξ ορισμού ανεκλπηρωτα, όπως αυτό της επανάστασης ή ενός ανελπιδου έρωτα: όσοι έπαιρναν τη βάση αναγκάζονταν να βλέπουν ξανά και ξανά το ίδιο, αεναως ανεκπλήρωτο όνειρο, αλλά δεν παραπονιουνταν, γιατί όπως έχει πει κι ένας φίλος ποιητής, "καλύτερα τα ανεκλπηρωτα όνειρα από τους εφιάλτες", στους οποίους εφιάλτες καταδικαζε η ονειροκρίτης όσους ονειρευονταν κάτι βαρετο: καριέρα ας πούμε ή μεγάλο αυτοκίνητο. 

3 Σεπ 2020

όταν έκλαψαν πολλοί

Έβαλε ξαφνικά τα κλάματα η όμορφη αεροσυνοδός, κανείς δεν ήξερε γιατί, μην ήταν λόγοι ερωτικοί, επαγγελματικοί, οπωσδήποτε ήσαν πολύ προσωπικοί και με κανέναν δεν ήθελε να τους μοιραστεί, και λόγω των δακρύων της το αεροπλάνο άργησε να απογειωθεί, είναι γραμμένο στο πρωτόκολλο αυτό, σε περίπτωση κλαματος αεροσυνοδού η απογείωση αργεί, ώσπου από τα δάκρυά της ν' ανθίσει η γη, κι οι φορτωεκφορτωτες αποσκευών, κάτι λούμπεν στοιχεία που πήραν τη φάση πρέφα, στο επόμενο αεροπλάνο πήραν να παριστάνουν ότι κλαίνε και φώναζαν θέλω τη μαμά μου, θέλοντας να κάνουν εμφανώς σαμποταζ, μποϊκοτάζ, μόνο που στο δικό τους κλάμα σημασία δεν έδωσε ουδείς, μόνον ένας ευσυγκίνητος τουρκοφαγος εναέριος ελεγκτής που είχε προ εικοσαετίας βουρκώσει όταν ορκίστηκε λοκατζης, και τέλος πάντων η πτήση ανεχωρησε και αφιχθη στον προορισμό κανονικώς, στους αιθερες άλλωστε ακόμη και τα σύννεφα φοράνε παντελόνια τα οποία ωστόσο ενίοτε βρέχουν, και τότε εμείς κρατάμε ομπρέλες. 

1 Σεπ 2020

Μια πολύ λογική σκέψη

Πώς η ζωγραφική με έσωσε πολιτικά, μια φορά που μεθυσμένος τρέκλιζα πολύ προς τα δεξιά, κόντεψα να γκρεμισω κάτι πίνακες στο χωλ, αντιθέτως διαπίστωσα ένα κενό όταν έκλινα προς τα αριστερά που το θεώρησα ιδεολογικό και έσπευσα να το καλύψω εγώ, διότι τι είναι το ντανσινγκ κουιν πέρα από ένας γραμμένος από γυναικεία σκοπιά πρόλογος του σατερντεη ναητ φιβερ, Παρασκευή βράδυ και τα φώτα χαμηλά, λέει, τουτέστιν τα φώτα της πίστας είναι σβηστά, μέχρι το Σαββατο, όταν οι προβολείς θα πέσουν απάνω σου και θα σου ανεβάσουν τη θερμοκρασία του σώματος, αλλά δεν πειράζει, δεν είχαν κορονοιο τότε, μόνο Τραβολτα, και μπορεί να μη χορεύουμε σαν αυτόν αλλά τουλάχιστον πίνουμε σαν τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, που όπως κι αν έχει δείχνει πως είμεθα ως άνθρωποι ημιτ(ρ)ελείς καταδικασμένοι για εγκλήματα κατά του εαυτού μας σε ισόβια ακρόαση τραγουδιών και ανάγνωση βιβλίων, που το μόνο που κάνουν είναι να μας κρατάνε φυλακισμένους μακριά από τη ζωή, που τελικά δεν είναι σαν ταινία ούτε σαν λογοτεχνία, αλλά σαν να βλέπεις στον ύπνο σου ότι τρως ψάρια και όταν ξυπνάς συμβουλεύεσαι ονειροκρίτες και μπερδεύεσαι γιατί άμα τα βλέπεις λέει τηγανισμένα, θα βιώσεις απογοήτευση, αλλά άμα τα τρως σε περιμένει κάποιο σπουδαίο επίτευγμα, πράγμα που σημαίνει πως η απογοήτευση τελικά είναι ένα επίτευγμα, και πως από επιτεύγματα η ζωή σου ήταν γεμάτη. 

23 Αυγ 2020

Το καλοκαίρι παίζουμε επαναλήψεις

Τα καλοκαίρια κάθεται και βλέπει τηλεόραση μαζί με τους απέναντι, δηλαδή αυτός κάθεται στο μπαλκόνι του και βλέπει από το παράθυρο των απέναντι ό,τι βλέπουν κι αυτοί, χωρίς ήχο, πέρα από τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων και τα ρεψίματα των μπάτσων που αράζουν στον από κάτω φούρνο τρώγοντας τυρόπιτα και πίνοντας μίλκο, και καμιά τσατίζεται γιατί πάνω στο καλύτερο οι απέναντι νυστάζουν, γέροι είναι και πάνε για ύπνο νωρίς και κλείνουν την τηλεόραση και αυτός μένει με την αγωνία για το τι έγινε στο τέλος της ταινίας, συγκρατεί την παρόρμησή του να πάει να τους χτυπήσει την πόρτα και είτε να τους παρακαλέσει να αφήνουν ανοιχτή την τηλεόραση και το παράθυρο όλη νύχτα είτε να τους δολοφονήσει και μπαίνει μέσα στο σπίτι και πίνει, πίνει, πίνει, μέχρι να μεθύσει και να αρχίσει να γράφει πράγματα τα οποία την επόμενη μέρα τα απορρίπτει νηφάλιος, κάποιες φορές μάλιστα μέσα στο μεθύσι του γράφει όπου να ‘ναι, σε ληγμένους λογαριασμούς, σε περιτυλίγματα σοκολάτας, σε χαρτί υγείας, σε χαρτάκια από τσιγάρα που καταλήγει να στρίβει και να καπνίζει, σε παλιά βρωμερά παπούτσια, ενίοτε δε και στα αρχίδια του, ειδικά αυτό το τελευταίο είναι ζόρικο, καθότι δύσκολο ανατομικά τόσο να γράψεις κάτι στα αρχίδια σου όσο και να το διαβάσεις την επόμενη μέρα, γενικώς γράφει όπου να ‘ναι και την επόμενη μέρα ξεχνά πού έχει γράψει τι,  είναι ήδη, παρότι εν ζωή, ο σπουδαιότερος παραδομένος στη λήθη συγγραφέας όλων των εποχών, χωρίς καμία ελπίδα μια μέρα να επανέρθει στο προσκήνιο, καθότι τα γραπτά του δεν είναι γραφτό τους να μείνουν, και τέλος πάντων θυμάται ξέφτια από τις ιστορίες του, όπως εκείνη με τον καλύτερο επαγγελματία ουρανοξύστη όλων των εποχών που έξυνε τον ουρανό κάθε φορά που ο τελευταίος είχε φαγούρα και μια μέρα που ο θεός βαριότανε αποφάσισε να πάρει κοντά του τον επαγγελματία ουρανοξύστη για να του ξύνει τα αρχίδια στον αιώνα των αιώνων αμήν, κι εκεί συνάντησε ο ουραναξύστης τον επαγγελματία δενδροθάφτη, έναν τύπο που τριγυρνούσε στις πόλεις και μάζευε τα δενδράκια που δεν είχαν ριζώσει πουθενά κι είχαν φτωχή σκιά κι ήταν άχρηστα γενικώς για τους ανθρώπους και τους έσκαβε το λάκκο και τα έθαβε, κι αγαπούσε τόσο τη δουλειά του και γοητεύτηκε τόσο από αυτά τα άχρηστα πράγματα και γενικότερα από την έννοια του αχρήστου που μια μέρα σκάβοντας έναν λάκκο και νιώθοντας ιδιαίτερα άχρηστος και ο ίδιος ξάπλωσε δίπλα σε ένα δεντράκι και στην κηδεία του δεν πήγε κανείς καθότι, σαν τα δένδρα που έθαβε, ο επαγγελματίας δενδροθάφτης δεν είχε καταφέρει να απλώσει τη σκιά του σε κάποιον άνθρωπο, ζώο ή πράγμα, και μιλώντας για ζώα και ουρανοξύστες και τα λοιπά, θυμήθηκε εκείνα τα ψάρια που μαζεύονται γύρω από το βράχο και φωνάζουν στον επίδοξο βουτηχτή πέσε-πέσε-πέσε-πέσεπέσε, όπως ακριβώς μια μέρα κάναν κάτι ανθρώποι σε έναν επίδοξο βουτηχτή που είχε σταθεί στην κορυφή του ουρανοξύστη και του φωνάζαν πέσε πέσε πέσε πέσεπέσε και αυτό από μόνο του αρκεί για να κατανοήσουμε πόσο πιο εξελιγμένα είναι τα ψάρια που καλούν τον επίδοξο βουτηχτή στην απόλαυση του υγρού στοιχείου σε αντίθεση με τους ανθρώπους που όχι μόνο καλούν αλλά ενίοτε προκαλούν τον αφανισμό των άλλων ανθρώπων, και για το τέλος μια ιστορία θαλασσινή, είναι ένας τύπος, ας τον πούμε Εμμονικο που έχει ζαλίσει τα αρχιδια του καλύτερου φίλου του με την εμμονή του, κι ο άλλος ο καλύτερος φίλος, που είναι και λίγο Ποιητής, γράφει ένα ωραιότατο ποίημα για την εμμονή, σε λίγους στίχους τα συνοψίζει όλα και το ποίημα εκδίδεται και παίρνει βραβεία και ο ποιητής γίνεται διάσημος και στη συνέχεια ο Οπαπ βλέπει στο ποίημα και συγκεκριμένα στο στίχο "από τους εφιάλτες καλύτερα τα άπιαστα όνειρα" υλικό για διαφημιστική καμπάνια και θέτει στον ποιητή το εξής δίλημμα: καλύτερα βραβευμένος ποιητής ή καλοπληρωμένος διαφημιστής; αυτός γίνεται και τα δύο, ο δε εμμονικός αρχιδοζαλιστης, εντωμεταξύ, καμία αλλαγή, παραμένει εμμονικός και αρχιδοζαλιστής, του λένε σήκω επιτέλους και απαντάει σκαφη, τι είναι αυτά που λες; του λένε, κι απαντα καιρός να πούμε τα σύκα σύκα και τα σκάφη σκάφη (με τα οποία θα κάνουμε τον γύρο του κόσμου).
Αλλά όλο κι όλο είχε μια βαρκούλα κι αυτήν σε φωτογραφία. 

2 Μαΐ 2020

αράχναι

Ο άνθρωπος αυτός μισούσε την από οπουδήποτε προερχόμενη πειθαρχία, αν και ένιωθε αμήχανος μπροστα στην πειθαρχημενη απειθαρχία, την επιβεβλημενη απ' την ανάγκη, και συχνά αναρωτιόταν αν αυτό που έλειπε από τους απειθαρχους, για να επιβληθούν επί των πειθαρχημενων, ήταν αυτή ακριβώς η πειθαρχία που τόσο μισουσε. Κάθε φορά που τον βασάνιζε αυτό το ερώτημα εβγαινε στο μπαλκόνι του και φώναζε "όλοι μέσα ρε, μεσα" μόνο και μόνο για να χαρεί που το πλήθος που σουλατσαριζε αγνοούσε επιδεικτικά την εντολή του. Μια φορά μόνο άλλαξε τροπάρι και πήρε να φωναζει "όλοι έξω ρε, έξω", σαν αντικρυσε ερήμους τους δρόμους, θαρρείς και τα πλήθη είχαν συνεννοηθεί να του κάνουν φάρσα κι είχαν μείνει σπίτι κι ήταν έρημοι οι δρόμοι, λες κι έχει πέσει κάποιος επικίνδυνος θανατηφόρος ιός, πράγμα φυσικά απίθανο, αδιανόητο και επισημονικοφανταστικο, τέλος πάντων, μια και κάνεις δεν βγήκε έξω πάρα την εντολή του, χάρηκε πάλι με τη δημόσια απειθαρχία, όλων παρεκτος ενός γέρου, θεοκουφου, που, ανεξαρτήτως εντολών, ιών και ατομικής ευθύνης, περπατούσε όλη μέρα πεισματικά πάνω κάτω στηριγμένος σε ένα μπαστούνι, έχοντας στο χέρι του δεμένη μια μπλε πλαστική σακούλα με όλα τα απαραίτητα (ταυτότητα, βιβλιάρια υγείας και τραπεζης, χάπια για την πίεση, κλειδιά, όνειρα ματαιωμενα). Ο άνθρωπος αυτός, που μισούσε την πειθαρχία, αγαπουσε τις λέξεις και τις εικόνες, αλλά αυτές, καθότι λέξεις και εικόνες, αγνοούσαν με τη διττή έννοια της λέξης τα συναισθήματά του, επιδεικνύοντας μια θρασυτατη απειθαρχία στην επιθυμία του για αυτές, τόσο γοητευτική μα και συνάμα βασανιστικη, που θα προτιμούσε να μην υπάρχουν, ούτε οι λέξεις ούτε οι εικόνες, και μην αντέχοντας τες άλλο, έκλεισε τα μάτια, να μην τις βλέπει. Κι έμειναν τόσο καιρό τα μάτια του κλειστά που πιάσανε αράχνες και σχημάτισαν ιστους αρχικά στα κάτω βλέφαρα, ανοίγοντάς του με το βάρος τους ξανά τα μάτια, αποκαλύπτοντας του εκ νεου την ομορφιά των εικόνων και των λέξεων, κι ήταν τετοιος ο τρόμος που ένιωσε μπροστά τους που ζήτησε από τις αράχνες να φτιάξουν ιστό και στα πάνω βλέφαρα, ώστε τα μάτια του να κλείσουν σφιχτά κι οριστικά, κι αυτές ξεκινώντας από κει αποφάσισαν να κάνουν μαζί του τον γύρο του κόσμου, κι απλώσαν τον ιστό τους σε ολόκληρη τη γη, υποδουλωνοντας τους πάντες, εκτός από έναν, εκείνον τον θεοκουφο γερό που πεισματικά επέμενε να σέρνει τα πόδια του έξω από τον ιστό. 

8 Μαρ 2020

Ο επισκέπτης



Τις προάλλες ήρθε στον ύπνο μου στο μαγαζί ο παλιός αγαπημένος μου ροκ τραγουδιστής, σχεδόν δεν τον αναγνώρισα τόσο που είχε αλλάξει, πρώτα είδα τα παπούτσια του, κάτι λουστρίνια καφέ δερμάτινα, μυτερά, απ' αυτά με τα οποία σκοτώνεις κατσαρίδες στις γωνίες όπου κατουράν διάφοροι -πώς βρέθηκαν άραγε εκεί;- αλήτες, φορούσε μαύρο κοστούμι γυαλιστερό, το ίδιο γνωστό μαύρο πουκάμισο που φορούσε παλιά στις συναυλίες, ξεβαμμένο άσπρο-γκρι τώρα πια, και μια κατακόκκινη, στο χρώμα του αίματος, γραβάτα και στο πέτο κόκκινο τριαντάφυλλο, *με άρωμα προκλητικό και τσαμπουκαλίδικο που έσπαγε τη μύτη του μέτριου καιρού μας*, κι ένα μαντιλάκι στο πέτο, κόκκινο κι αυτό, σαν το βάθος του ουρανού, το δε μαλλί, ασορτί με το πουκάμισο, ασπρο-γκρι κι αυτό από καιρό, το είχε όλο χτενισμένο προς τα πίσω με μπριγιαντίνη, η είσοδός του ήταν αργή, τελετουργική, στεκόμουν όπως μπήκε δεξιά, με κοίταξε, κάπως υποτιμητικά, εδώ δουλεύεις νεαρέ μου; πήγα να του πω άκου να δεις μαλάκα που κάνει και ρίμα με το όνομά σου, μη με λες εμένα νεαρό, είμαι 42 χρονώ και σε ξέρω από τα δέκα, όμως κώλωσα κι αντιθέτως ψέλισα ένα μάλιστα, πώς μπορώ να σας εξυπηρ..., όμως με διέκοψε Λάθος! φώναξε, είναι λάθος η θέση σου, λάθος η στάση του σώματος, λάθος ο τόνος σου, το ύφος σου, το ήθος σου, λάθος η μπιροκοιλιά σου, λάθος οι έρωτες και τα όνειρά σου, και με τόσα λάθη που 'χεις κάνει, για να τα δικαιολογείς στην Υπηρεσία, φαντάζομαι αμείβεσαι με τουλάχιστον 14.000 ευρώ μηνιαίως, κι εγώ κάγχασα, μού 'ρθε να του πω βρε δεν πας στο γεροδιάολο; όμως κώλωσα, ψέλισα ένα ακόμη μάλιστα, καθώς αυτός επιθεωρούσε το χώρο, κι απ' όπου περνούσε έβρεχε βιβλία σαν ροδοπέταλα που δεν προλάβαινα να τα βάζω στα ράφια, μην ανησυχείς νεαρέ, τα βιβλία δεν χωράν πουθενά, με συμβούλεψε, κι αν κάποια στιγμή φεύγουν, ξαναγυρνάν σε μας, εντέλει βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω, εσείς δεν είστε της νιότης μου ο αγαπημένος ροκ τραγουδιστής; τι λες αγόρι μου, και με κοίταξε σαν ακτινοβολούσα απελπισία μύγα που κάθισε στη μύτη του, είμαι ο μέγας Δάσκαλος γκουρού αλλά εσύ δεν κάνεις για μαθητής μου. 

** το κείμενο μέσα στους αστερίσκους από παλιό (και πολυαγαπημένο μου) ποίημα του επισκέπτη 

ντισκλέιμερ: το παρόν δεν αποτελεί κριτική του πρόσφατου έργου του επισκέπτη, απλώς είχα φάει βαριά εκείνο το βράδυ