27 Αυγ 2016

Σάντα Μπάρμπαρα και Σαν τα πουκάμισα



Έχει πέντε γαλάζια πουκάμισα. Σχεδόν πανομοιότυπα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για τους περισσότερους κατόχους τους, τα πέντε γαλάζια σχεδόν πανομοιότυπα πουκάμισα αντιστοιχούν σε μια εργάσιμη ημέρα: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Στη δική του περίπτωση όμως όχι. Τα πέντε γαλάζια σχεδόν πανομοιότυπα πουκάμισα αντιστοιχούν στα κιλά του ανά τα χρόνια: το πουκάμισο των 105, των 110, των 115, των 120 και ολοκαίνουργιο το πουκάμισο των 125 κιλών. Το καθένα φορεμένο από μία φορά: γάμος, γάμος, γάμος, γάμος, βάφτιση.
Έχει κι ένα μαύρο πουλόβερ. Για τις κηδείες. Κι ένα μαύρο μπλουζάκι, με γιακαδάκι, που έλεγε η μάνα του, πόλο, που λένε σήμερα, για τις κηδείες του καλοκαιριού.
Έχει και δύο ζευγάρια μαύρα παπούτσια. Αθλητικά, φτιαγμένα έτσι ώστε να μη μοιάζουν με αθλητικά. Φτιαγμένα, της εταιρίας Α, από ρομπότ, της εταιρίας Ν από χαμηλόμισθους εργάτες του αναπτυσσόμενου πρώην τρίτου κόσμου, ή ακόμη χειρότερα από μικρά παιδιά. Περίεργο: οι χαμηλόμισθοι του αναπτυσσόμενου πρώην τρίτου κόσμου δεν μπορούν να αποκτήσουν τα μαύρα παπούτσια της εταιρίας Ν που οι ίδιοι κατασκευάζουν για να τα αγοράσει αυτός και σε γενικές γραμμές ζουν χειρότερα από αυτόν  παρότι αυτός δεν εργάζεται. Επίσης περίεργο: τα ρομπότ δεν χρειάζονται τα μαύρα παπούτσια της εταιρίας Α που τα ίδια φτιάχνουν και παρότι εργάζονται δεν αμείβονται.
Ο άνθρωπος με τα πέντε σχεδόν πανομοιότυπα γαλάζια πουκάμισα κοίταξε το λεκέ στο ταβάνι από το προπέρσινο καλοκαίρι, όταν είχε πλημμυρίσει η από πάνω κι έκανε πέντε ώρες να γυρίσει από το εξοχικό της στη Χαλκιδική λόγω της κίνησης, και σκέφτηκε πολύ σοβαρά την πιθανότητα να γίνει ρομπότ.

15 Αυγ 2016

O κυκλοποιός

Τη μέρα που αποφάσισα ότι το ίντερνετ τελείωσε με βάλανε σε ένα διαστημόπλοιο-κιβωτό μαζί με όλα τα είδη, το φρύδι, το μύδι, το αρχίδι και το γίδι, και μας ξαπόστειλαν στο διάστημα ταξίδι με μοναδική οδηγία να γράψουμε ό,τι δούμε χωρίς σκουπίδι. Είδα ξεπεσμένα όψιμα πασοκικά στελέχη, που δεν πρόκαμαν να γευτούν και πολλή από την πίτα της εξουσίας, να χορεύουν ντίσκο, και κρισιακά θύματα, που τα θυμάμαι να υψωνουν τη γροθιά σε πορείες - διαδηλώσεις, να σέρνουν πρώτοι το χορό στα νησιώτικα. Είδα από ψηλά στης Γης τα σταυροδρόμια φάλαγγες ηλικιωμένων με πι, εισματικά, δηλαδή είτε εις μάτην, είτε με πείσμα, να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλον. Είδα τη φετιχοποίηση του καλοκαιριού και τις διακοπές ως είδωλο. Είδα το τέ*μα, αναποφάσιστο μεταξύ λάμδα και ρο, μια φάση με άλφα στερητικό, αφασία, μη χρόνος, μη χώρος, αναπαυτικός καναπές με ροζ-λαχανί κουβερτάκι και ευφάνταστες δημιουργίες τρίτων. Είδα εντυπωσιακές χορευτικές φιγούρες και μπλαζέ λικνίσματα της καλής κοινωνίας, είδα και ξεβιδωμενες αυτογελοιοποιήσεις. Στον καθρέφτη κοιτάζοντας είδα τον ανικανοποιήτο κυνισμό του σπασοκλαμπάνια, αμφισβητία μούτσο στις γαλήνιες λίμνες της ευρωπαϊκής νομαδικής κουλτούρας. Ακουσα τραγούδια να συνομιλούν μεταξύ τους και να λένε ιστορίες, ας πούμε για έναν άνθρωπο στο φεγγάρι που χάνει την πίστη του και φεύγει περπατώντας άφοβα, γιατί, στην τελική, όλοι πονάνε, ακόμη και οι λαμπεροί χαρούμενοι ανθρωποι, που πέφτουν για να σκαρφαλώσουν πιο ψηλά και στο τέλος πάνε για νυχτερινό κολύμπι και προσπαθουν να μην αναπνεύσουν, γιατί γράφουν ευαίσθητα και η ευαίσθητη γραφή βρωμάει, αόρατη, θλιβερή, αποκρουστική. Δεν είχα λεφτά για χορδές, μήτε για κρεμάλα, ούτε για εισιτήριο λεωφορείου και νόστιμη διαστροφή ψυχιατρείου. Ημουν στην ιστορία από την αρχή. Ημουν η ίδια η ιστορία, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κι όταν τελείωσα, με κοινοποίησα παραλλαγμένη. Δεν μας τα λες καλά, δεν ήσουν η αρχή, ούτε το φινάλε, έφυγες, σε διώξαμε πριν ν' αρχίσει το καλό, κάπου εκεί που σου χάλασε το μυαλό. Οι γιατροί. Εσύ. Ολοι μαζί. Μια σακούλα πλαστική, γεμάτη λέξεις κατεψυγμένες, προτηγανισμένες, κι άλλη μια, μαυρη βιοδιασπώμενη σακούλα σκουπιδιών, με λέξεις χαλασμένες, σαπισμένες, που στάζαν καφετιά, βρωμερά ζουμιά, κι εβγαζαν μιαν αποφορά – όπως μυρίζει η συμφορά. Τα σημεία στίξης, λεκεδες, σταγόνες από αίμα. Ζωή ρακοσυλλέκτρια, ζωσμένη σακούλες σκουπιδιών, αδύνατα όνειρα, χάπια ληγμένα, ένα για να φτιαχτεί κι ένα για όταν φτιαχτεί πολύ, να σακατευτεί, πέφτοντας από το σκοινί που πάνω του ισορροπεί. Ημουν η θλίψη μου και ήμουν ορατή, αλλά μόνο σε μένα. Εντέλει η θλίψη μου με βαρέθηκε κι είπε να πάρει ένα διάλειμμα από μένα. Δεν πολυχωνεύω τον Ελβις. Αλλωστε, ο ροκάς Έλβις -λένε αυτοί που ξέρουν- τελείωσε όταν πήγε στο στρατό. Χαλάρωσε και μπήκε στη σειρά, που λένε κι οι Τρύπες. Να κι αν τον συμπαθείς, να κι αν δεν τον συμπαθείς, σκέφτεσαι. Κι έχεις δίκιο. Δεν έχει καμία σημασία. Οι ιστορίες γύρω απ' τον Ελβις είναι που έχουν σημασία. Και πολύ ενδιαφέρον. Συνοπτικά μία απ' αυτές: «Μεξικανός πολιτικός και μεγιστάνας στα τέλη της δεκαετίας του '50 καλεί τον Ελβις Πρίσλεϊ να τραγουδήσει στο πάρτυ για τα 15α γενέθλια της κόρης του. Φροντίζει να διαλαλήσει την έλευση του Βασιλιά στον πάρτυ. Ο βασιλιάς όμως αρνείται. Το άρωμα της βασιλικής κλανιάς πλημμυρίζει τα ρουθούνια του μεξικανού και τον εξοργίζει. Στήνει μαζί με κάτι κουτσομπολιογράφους κάτι υποτιθέμενες δηλώσεις του Ελβις, πολύ προσβλητικές, ρατσιστικές, κατά του Μεξικού και κυρίως κατά των γυναικών από το Μεξικό. Ο Έλβις γίνεται περσόνα νον γκράτα. Οι δίσκοι του καίγονται στις πλατείες του Μεξικού. Κάποιοι παραμένουν οπαδοί του και στις προβολές των ταινιών του γίνεται της κακομοίρας. Απαγορεύεται η προβολή των ταινιών του στο Μεξικό. Το 196κάτι, ο Ελβις πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Fun in Acapulco, που διαδραματίζεται στο Μεξικό. Φυσικά, σαν τη βόλτα του Νιλ Αρμοστρονγκ στο φεγγάρι, έτσι και τα πλάνα του Ελβις στο Μεξικό γυρίζονται στα στούντιο του Λος Αντζελες». Οταν τελείωσαν τα γυρίσματα και βγήκα απ' το διαστημόπλοιο, ήταν δεκαπενταύγουστος και μόνο το ίντερνετ είχε ξεμείνει στην άδεια πόλη.

(τα παραπάνω είναι συρραφή ανολοκλήρωτων κειμένων που νομίζω πως δεν δημοσίευσα, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος)


7 Αυγ 2016

Θα είμαι ο καθρέφτης σου

Έχω μόλις τελειώσει ένα βιβλιαράκι του Ενρίκε Βίλα Μάτας (είναι κάπως lubenικό το όνομα, όπως λέμε Σάρα Μάρα Σαχλαμάρα, δες πώς ανανοηματοδοτείται ανορθόγραφα η λέξη λούμπεν εξαιτίας ενός πετυχημένου σάιτ) και χαζεύοντας κριτικές του βιβλίου βρίσκω μία φωτογραφία του εν λόγω συγγραφέα να πίνει γκαζόζες με το Ρομπέρτο το Μπολάνιο και σκέφτομαι, πρώτον, καλώς τα αρχίδια μας τα δυο, δεύτερον, δείξε μας το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι, τρίτον, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, και τέταρτον όμοιος ομοίω αεί πελάζει, τι κρίμα που δεν λέει βελάζει, θα είχε περισσότερη πλάκα, και είναι μια παρα πολύ ωραία, ερασιτεχνική φωτογραφία, και εκείνη την ώρα ο πλέηέρ μου παίζει το "I'll be your mirror", στην εκτέλεση των Rainy Day, που βρίσκω πολύ ταιριαστή με τη φωτογραφία.
Ο Μπόρχες θα ήταν υπερήφανος και για τους δύο.

(τη φωτό απ' το προσωπικό αρχείο του Ενρίκε Βίλα Μάτας τη βρήκα στο flavorwire)



4 Αυγ 2016

Λίγα λόγια για το φαινόμενο της ακινησίας, προσωπικής και ιδεολογικής

Φοβάμαι πως αυτό το κείμενο θα είναι απόλαυση για κάθε αντιαριστερό. Ας είναι. Άλλωστε, κάποιοι απ' αυτούς, ξέρουν ποιοι είναι, σε πολλές τους εκτιμήσεις, αποδείχθηκαν ορθοί.
Η προσωπική (μου) ακινησία δεν αφορά κανέναν. Αν κάποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει σε αναρτήσεις του ιστολογίου προπέρσινες, αντιπροπέρσινες. Τα ίδια θα έγραφα και σήμερα. Με τη διαφορά ότι όλα αυτά πια τα θεωρώ ανάξια λόγου. Πρώτον, γιατί μπούχτισα με την πρωτοπρόσωπη αντίληψη του κόσμου στον ενικό αριθμό. Μπούχτισα από προσωπικές ιστορίες. Και, δεύτερον, γιατί συνήθισα. Την ακινησία.
Την κρίση όμως; Αλήθεια, έχουμε ακόμη κρίση; Γιατί δεν μιλάει κανείς γι' αυτήν; Την οικονομική – ανθρωπιστική κρίση; Την ξεχάσαμε; Ξεπεράστηκε; Συνηθίσαμε (χωρίς σημείο στίξης εδώ, ας βάλει ο καθένας αυτό που θέλει, ερωτηματικό, αποσιωπητικά, θαυμαστικό, τελεία)
Τις προάλλες είδα να συζητούν κάπου στο facebook για την πιθανή νομοθέτηση της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Αλλού βλέπω ακόμη να συζητούν για τους δημοσίους υπαλλήλους. Πόσο άκυρες συζητήσεις, όταν ο ιδιωτικός τομέας έχει ήδη καταστραφεί. Δεν χρειάζεται η νομοθέτηση της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Αυτές έχουν ήδη γίνει. Κανείς δεν συζητά όχι για το πώς θα απολυθείς από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά για το πώς θα προσληφθείς, ποιες θα είναι οι συνθήκες εργασίας, τα ωράρια, οι αμοιβές. Η δημόσια συζήτηση γίνεται σε ιδεολογικά χαρακώματα με στολές παραλλαγής σταλεγάκια και ξερόλα. Εκατέρωθεν χρησιμοποιούνται τα ίδια όπλα, οι ίδιοι στόχοι, οι ίδιοι σύμμαχοι. Κι ο άμαχος πληθυσμός παραμένει ίδιος.
Κάπου μεταξύ ανεκδότου και πραγματικότητας, τέλη του '80, αρχές '90, θυμάμαι να λένε για τη μελαγχολία που έπιασε πολλούς αριστερούς όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ειδικά η διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν σοκ και διάψευση ζωής για πάρα πολλούς. Φυσικά εκείνα τα (κοσμοϊστορικά) γεγονότα είναι πολύ σημαντικότερα από τα εγχώρια του τελευταίου έτους. Ωστόσο μιαν αντίστοιχη μελαγχολία τη βλέπω σε αρκετούς, τηρουμένων των αναλογιών, μετά τη διάψευση των προσδοκιών, της ελπίδας. Μια μελαγχολία που οδηγεί σε παραίτηση και απραξία. Μια μελαγχολία που ωστόσο δεν τη συμμερίζονται όλοι όσοι χόρευαν πέρσι μετεκλογικό συρτάκι – αυτοί, ίσως σε φάση αυτοάμυνας, για να γλιτώσουν από την ιδεολογική μελαγχολία, έχουν επιλέξει την εθελοτυφλία και τον κυβερνητισμό. Αλλοι πήραν άλλο δρόμο κι έχουν γίνει ιδεολογικές καρικατούρες με γκρέξιτ μπλουζάκια. Φετιχιστές της δραχμής.
Ομως η ρεάλ πολιτίκ είναι αδυσώπητη: δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει, αριστερή κυβερνητική πολιτική σήμερα. Τώρα, αυτή τη στιγμή, επίσης, είναι αστείο να μιλαμε για γκρέξιτ, για διάλυση της ΕΕ, για αλλαγή της εκ των έσω, για τις αριστερή Ευρώπη του Νότου που θα αλλάξει τους συσχετισμούς. Οσο κι αν το θέλουμε κάποιοι. Οσο κι αν δεν μετακινούμαστε ρούπι από (κάποια) απ' αυτά.
Ξάφνου καταλήγεις να σκέφτεσαι ότι πρέπει πρώτα να ωριμάσουν οι συνθήκες.
Κι αυτή η αναμονή είναι τρομακτική όταν βλέπεις τη ζωή σου, τις ζωές των άλλων, να περνάνε στον βρόντο. Κι όταν βλέπεις πισωγυρισμάτα, πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά.
Είναι τρομακτικό σε προσωπικό επίπεδο να νιώθεις ότι διαψεύδεσαι πολιτικά, ότι έχεις ακυρωθεί ιδεολογικά. Να νιώθεις ως ένα σημείο φταίχτης για την τερατογένεση της συριζανελικής κυβέρνησης, ακόμη κι αν δεν τους ψήφισες. Αλλά στο όνομα αυτής της πρώτης φορά Αριστεράς, αυτής της έστω κατ' όνομα Αριστεράς, κρίνεται, δικαίως ή αδίκως, όλη η Αριστερά.
Ενδεχομένως, κάποιοι, πιο αισιόδοξοι, πιο δυναμικοί, να λένε ότι τώρα είναι η ώρα της δικής μας Αριστεράς, της πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στην τελική το λάθος της ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ευθύνη να το διορθώσουν οι ίδιοι που το διέπραξαν. Το θέμα είναι πώς το διορθώνεις; Και πώς θα αποκαταστήσεις τη φήμη της Αριστεράς, που τα έκανε μαντάρα;
Kαι κυρίως πώς θα ξανακινηθούν, πώς θα αρχίσουν να ξαναζούν, άνθρωποι που βρίσκονται σε καθεστώς ακινησίας χρόνια τώρα;

(ήδη, προτού καν δημοσιευθεί, το κείμενο έτυχε σκληρής κριτικής από την Κ.)


1 Αυγ 2016

Καποιοβιβλιοκριτική

Για ό,τι συνέβη, φταίω εγώ. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό.
Δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στη λογοτεχνία. Οι βιβλιοκριτικές για βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ. Ο Μπόρχες είναι η προεξάρχουσα μορφή στον τομέα αυτό.
(Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Σίγουρα το 'χεις αντιληφθεί. Οι προτάσεις είναι μικρές. Και αναρωτιέσαι γιατί.
Οι μπλογκοκριτικές λένε ότι δεν βάζω τελείες. Ποτέ. Σήμερα θα βάλω. Πολλές. Εβαλα ήδη δηλαδή).
Ετούτο εδώ λοιπόν είναι μια βιβλιοκριτική, όχι όμως ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε ποτέ. Αλλά ενός βιβλίου που γράφτηκε. Σε καμία περίπτωση φανταστικού. Ούτε της φαντασίας, ούτε και ποιοτικά μιλώντας, δυστυχώς.
Μόνο που δεν θα αποκαλύψω ποτέ ποιο είναι. Ούτε θα διαγωνιστείτε στα σχόλια για να το βρείτε κερδίζοντας πολλά μεγάλα δώρα. Ποια δώρα και ποια σχόλια δηλαδή; Αφού δεν διαβάζει μπλογκζ πια κανείς.
Το βιβλίο αυτό, καθ' όλα υπαρκτό, πιο υπαρκτό κι απ' το σοσιαλισμό, και γράφτηκε και εκδόθηκε και διαβάστηκε. Κι αναρωτιέμαι: γιατί;
Φταίω εγώ. Σάββατο μεσημέρι, καύσωνας. Ο αφρός του φραπέ ξεραίνεται γρήγορα στα ποτήρια. Ο ανεμιστήρας σκορπίζει τις στάχτες απ' το τασάκι. Ο φίλος με ρωτά τι να διαβάσει μετά. Του λέω, αυτό, εκείνο, το παράλλο.
Σήμερα τον ερωτώ: το διάβασες το παράλλο;
Πρόλαβε και τ' αγόρασε το θηρίο.
Καλό;
Διστάζει, γνέφει αρνητικά. Στο χαρίζω, μου λέει. Εσένα θα σ' αρέσει.
(Συγκαλυμμένη προσβολή. Σου χαρίζω κάτι που δεν θεωρώ καλό, αλλά εσένα θα σε αρέσει. Αρα το γούστο σου είναι σκατά.
Δεν του πετάω το γάντι. Καλοκαίρι άλλωστε. Το πολύ-πολύ να του πετάξω κάνα μαγιό).
Θα γράψεις τίποτε γι' αυτό; τον ρωτώ.
Αμα γράψω, θα το θάψω.
Θάψ' το, ρε φίλε.
Και μετά να 'ρθει κάνας κουλτουριάρης να μου λέει ότι δεν κατάλαβα το νόημα; Ασε που όλοι λένε πως είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησε φέτος από Ελλάδα. Και στην τελική, καλός εκδοτικός οίκος, δεν γίνεται να μην τον στηρίξω.
Επέμεινε να μου το χαρίσει. Το πήρα μαζί με κάτι εργαλεία: σφυριά, μέτρο, κάβουρα, τρυπάνι, βιδολόγο. Δεν χρειάστηκαν τελικά για την ανάγνωση. 
Μικρό στο μέγεθος, αν δεν με αρέσει, θα το κάνω σουβέρ, σκέφτηκα ο μεταπεπεκαρβαλικός. Κι άρχισα να το διαβάζω.
Μόλις τριάντα σελίδες μετά, σταματώ την ανάγνωση, επειδή η ζωή είναι σύντομη. Ορίστε κι η σύντομη, σαν τη ζωή, κι απ' τη ζωή βγαλμένη, κριτική: Θρίαμβος το βίβλιο. Θρίαμβος! Θρίαμβος της τεχνικής επί της ουσίας. Του ύφους επί της ψυχής.
Ένα μεγάλο «ε, και;» πλανάται πάνω από τη λογοτεχνία.
«Ε, και τι έγινε που ξέρεις να γράφεις καλά; Αμα δεν έχεις τίποτε να πεις, καμιά ιστορία, καλή ή κακή, μην παριστάνεις το συγγραφέα».