27 Φεβ 2014

Δάκρυα

Τα μάτια μου υγρά ένα δάκρυ κύλησε στο τριχωτό μάγουλό μου ακολούθησε κι άλλο ένα κι ύστερα ήρθαν πολλά μαζεμένα δεν μπορούσα να σταματήσω να δακρύζω από το χασμουρητό διαβάζοντας τα κείμενά μου

25 Φεβ 2014

Πώς διαβάζεται η ποίηση (ανάρτηση ετερόφωτη)

Όρθιος στο διάλειμμα συγγραφής ανακοίνωσης συνδικαλιστικής και χορεύοντας τον πρώτο δίσκο των Coldplay, που δεν είναι τόσο χάλια όσο οι επόμενοι, σκαλίζοντας φιλική βιβλιοθήκη, βρίσκω συλλογή του Μίλτου του Σαχτούρη, που μου ‘χουν πει πως είναι καλός για να πουλάς στα κορίτσια μούρη, διαβάζω απνευστί από το τέλος στην αρχή, μαθαίνω και το τέλος του ποιητή, «ψόφησε στην ψάθα», τα λόγια τ’ ακριβή του φίλου γνώστη προς εμέ τον αδαή αναγνώστη, και η κακή διάθεση φτιάχνει με το ποίημα της φωτογραφίας, πόσο παράξενο να φωτογραφίζεις ένα ποίημα, άραγε κυκλοφορούν τα ποιήματα και σε γυμνές φωτογραφίες; Τρίτη σήμερα, δύσκολη, όπως κι η Δευτέρα.

23 Φεβ 2014

Σιγά μην τρέξω

Είμαι χοντρός. Μ’ έχεις δει, το ξέρεις. Μ’ έχεις συνηθίσει έτσι, δεν με φαντάζεσαι αλλιώς. Δεν ήμουν πάντα έτσι.
Μου έχουν πει, εγώ δεν το θυμάμαι, πως όταν ήμουνα παιδί, οι γείτονες ανησυχούσανε για μένα, αν θρέφομαι σωστά, αν έχουν χρήματα οι γονείς μου να με ταΐζουν, τόσο αδύνατος ήμουν.
Η αλήθεια είναι ότι και τότε έτρωγα. Πολύ. Κι ας έλεγε ο κύριος που δίδασκε στο κατηχητικό στα παιδιά ηλικίας έως και 12 ετών: θανάσιμο αμάρτημα η λαιμαργία. Το κάπνισμα επίσης. Τα σκουλαρίκια. Τα τατουάζ. Και πολλά ακόμη πράγματα, όπως το να πηγαίνεις για προπόνηση μπάσκετ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να είσαι στο κατηχητικό. Η απουσία από τη λειτουργία της Κυριακής αδιανόητη.
Δεν έλεγε ποτέ «η εκκλησία», έλεγε πάντα «ο ναός», εκεί λοιπόν, στο ναό, έπρεπε να δίνουμε το παρών κάθε Κυριακή πρωί αλλά πώς; Τρέχοντας, γεμάτοι ανυπομονησία να βρεθούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα κοντά στον Κύριο.
Ηθελα κι εγώ να τρέχω στην εκκλησία αλλά έμενα απέναντί της ακριβώς. Τι σόι τρέξιμο θα ήταν αυτό; Ούτε πενήντα μέτρα. Προτού μπω, για να φανεί ότι περνούσα κι εγώ ένα κάποιο μαρτύριο προτού πάω να συναντήσω τον Κύριο, έτρεχα δυο τρεις κύκλους γύρω από την εκκλησία, φορώντας τα καλά μου και τα σκαρπίνια μου. Με το καιρό, έτρεχα όλο και περισσότερο προτού φτάσω στην εκκλησία: όσο περισσότερο έτρεχα τόσο μεγαλύτερη η πίστη μου και η χαρά μου που θα συναντούσα τον Κύριο. Φυσώντας ξεφυσώντας ιδρωμένος προσπαθούσα να ανάψω το κερί μου, το μόνο που κατάφερνα ήταν να σβήνω των άλλων.
Τρέχοντας ωστόσο διατηρούσα τη σιλουέτα μου. Τρέχοντας να πάω στην εκκλησία. Τρέχοντας να πάω κατηχητικό. Τρέχοντας να είμαι πρώτος στο σχολειό. Οταν σταμάτησα να πηγαίνω εκκλησία, σταμάτησα να τρέχω λίγο-πολύ για όλα. Άρχισα να απολαμβάνω το σουλατσό. Κάποια στιγμή, επειδή εκεί είχε ωραία κορίτσια κι ήταν μια καλή δικαιολογία να τρέχω ξοπίσω τους, έτρεχα και στις πορείες, λίγο, πολύ λίγο, δυσανάλογα λίγο σε σχέση με τις μπίρες που κατανάλωνα. Δεν ήταν αρκετό για να διατηρηθώ αδύνατος.
Πλέον και στις πορείες σταμάτησα να τρέχω.
Και κάπως έτσι πάχυνα υπερβολικά και έγινα ο χοντρός κύριος με τα μούσια και τα γυαλιά και τα κάπως λιγοστά μαλλιά που μένει στον πέμπτο όροφο μιας καλής πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης.
Καμιά φορά μού 'ρχεται να το βάλω στα πόδια. Αλλά πού να τρέχω τώρα;

Ποιοι κυκλοφορούν κυριακή πρωί με βροχή

Ο τύπος με την μπίρα οκτω και σαράντα το πρωί σταση κολόμβου στην εγνατία η πολη αδεια και η βροχή επίμονη μα σιγανή δεν είδα πού πήγε κοίταζα ήδη  τον αστεγο που τον εχω ξαναδεί τόσες φορες καμιά φορά φορτωνει και βρίζει και βγαζει άναρθρες κραυγές σταμάτησε στο μικρό το καλάθι σκουπιδιών που είναι στη στάση για να πετούν το εισιτήριο που όλοι πετουνε χάμω κι εβγαλε μια τυρόπιτα λιγότερη από μιση την εφαγε μαζί με το χαρτί κι υστερα δεν είδα πού πηγε ηρθε το λεωφορείο κι εβαλα να ακούσω happy mondays sunshine and love κυριακή πρωί με βροχή

13 Φεβ 2014

Ρετιρέ

Τις καθημερινές σηκώνεται από το άγριο χάραμα. Ντύνεται, στολίζεται, αρωματίζεται και φεύγει για δουλειά. Το βράδυ γυρίζει στο σπίτι αργά. Το Σάββατο ξυπνάει νωρίς, φοράει μια παλιά γκρίζα φόρμα της γυμναστικής και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, ξεσκονίζει, σκουπίζει, σφουγγαρίζει, μετακινεί τα έπιπλα, καρέκλες, τραπέζια, σηκώνει τα χαλιά, αργά το μεσημέρι έρχονται για φαγητό η μαμά κι ο μπαμπάς. Το βράδυ ντύνεται-στολίζεται, αρωματίζεται βάζει τα τακουνάκια της, βγαίνει έξω για ποτό, αν είναι τυχερή αργά τη νύχτα πέφτει στο κρεβάτι της με ένα αγόρι όμορφο και ζωηρό. Την Κυριακή το πρωί ξυπνάει αργά κι αργεί ακόμη περισσότερο να σηκωθεί από το κρεβάτι. Από νωρίς το απόγευμα μετακινεί ξανά τα έπιπλα, διευθετεί τις τελευταίες λεπτομέρειες, ντύνεται, στολίζεται, αρωματίζεται, βάζει τα τακουνάκια της, ανυπομονεί να έρθει εκείνη η ώρα, δεν τη χωράει ο τόπος, περιμένει επισκέπτες, μα πότε θα έρθουν επιτέλους; συναδέρφους από τη δουλειά, επιφανείς δικηγόρους, για να παίξουν μουσικές καρέκλες και όλη νύχτα κάθεται ο περίεργος από κάτω και βρίζει και δυσανασχετεί για τα τριξίματα από τις καρέκλες και το ποδοβολητό από τα τακουνάκια και για τους μακροσκελείς αποχαιρετισμούς στο κεφαλόσκαλο «περάσαμε πάρα πολύ ωραία, την άλλη Κυριακή πάλι εδώ», κι ύστερα εκκωφαντική σιωπή, επόμενη μέρα εργάσιμη, μένει στα σκοτεινά στη μοναξιά του ο από κάτω να καιροφυλακτεί για κάποιο σούρσιμο παντόφλας, κάποιο τρίξιμο απ’ τις σούστες του κρεβατιού, κάποιο τακουνάκι απ’ το ταβάνι, έτσι για να ΄χει κι αυτός λίγη συντροφιά. 

10 Φεβ 2014

το τέλος του κόσμου


Οι επιστήμονες της ζωής ανειδίκευτοι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, ο κόσμος θα καταστραφεί από τον φακό των φωτογράφων, η πόζα η τελική θα είναι η πιο ωραία, ούτε προφίλ ούτε και ανφάς, μια όμορφη άμορφη μάζα όλοι μαζί στο πιο τρυφερό ενσταντανέ που έγινε ποτέ, ο κόσμος θα καταστραφεί από το φακό των φωτογράφων, κάθε κλικ και πρόσθετη φθορά στα ερειπωμένα κτίρια, στη νεκρή φύση, στο μολυσμένο αέρα, μια ακόμη δαγκωνιά στο ψαχνό του σύμπαντος, κάθε φλας θ’ αφήνει πίσω του λίγη καμένη γη, σωρούς από σορούς και από τζορτζσώρους, ο κόσμος θα καταστραφεί από το φακό των φωτογράφων, επαγγελματιών δολοφόνων κι αυτοκαταστροφικών ερασιτεχνών, ο κόσμος θα καταστραφεί από το φακό των φωτογράφων, άπαντες φορτωμένοι τον εξοπλισμό τους, αλκοόλ ναρκωτικά τρίποδες τηλεφακούς τελευταίας τεχνολογίας κινητά, κάθε πίξελ και φέρετρο, φωτογραφία κι εκατόμβη, με άγρια χαρά πληρωμένοι κι αυτοκαταστροφικοί με τις κάμερες θα θανατίσουνε τον κόσμο.

7 Φεβ 2014

Στο πίσω κάθισμα

Αν, υιοθετώντας την παπακαλιάτειαν διάλεκτον, η ζωή μας είναι μια βόλτα, βόλτα με αυτοκίνητο, τότε ξεκινώντας, βρέφη, παιδιά, καθόμαστε στο πίσω κάθισμα, και τελειώνοντάς την, γέροντες πια, επιστρέφουμε σε αυτό, αφού στο ενδιάμεσο έχουμε καθίσει στη θέση του οδηγού οι πιο τυχεροί, του συνοδηγού οι λιγότερο τυχεροί, υπάρχουν δε κι αυτοί οι τόσο ατυχείς που λίαν συντόμως αδειάζονται ανάλγητα, αντικοινωνικά και ανερυθρίαστα όπως οι γόπες από το σταχτοδοχείο του αυτοκινήτου στο οδόστρωμα ή έαν είναι κάπως τυχεροί εις την ατυχίαν τους τοποθετούνται όμηροι, φιμωμένοι και δεμένοι πισθάγκωνα, στο πορτμπαγκάζ, στα σκοτεινά, χωρίς αέρα, με μοναδική δυνατότητα να ονειρεύονται τη διαδρομή και τις εικόνες που οι άλλοι, οι τυχερότεροι, απολαμβάνουν, εάν παρ’ ευχήν είσθε απ’ αυτούς που ομιλούν και την νεοφιλελέδικην διάλεκτον, οφείλουμε να σας αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να αντικαταστήσετε τις ανωτέρω λέξεις «τυχεροί, άτυχοι» με τις λέξεις «ικανοί, ανίκανοι», χωρίς αυτό ευτυχώς ν’ αλλάζει κάτι σχετικά με το πίσω κάθισμα, όπου να ξέρεις οι επιβαίνοντες για δεύτερη φορά, οι τυχεροί (ή ικανοί) που επιστρέφουν εκεί, λεν πολλά και καμιά φορά, ένεκα η προϊούσα κώφωση, τα λεν και δυνατά, όμως στην πραγματικότητα επιστρέφουν ξανά και ξανά στα ίδια και στα ίδια, φτώχεια, στερήσεις, τυραννία, μικρά επιτεύγματα επιβίωσης, ασήμαντα ίσως στο ρου της παγκόσμια ιστορίας, ανεπανάληπτα ορόσημα του δικού τους βίου, γιορτές και χαρές μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, βάσανα κυρίως και φόβος, φόβος που παραμένει μέχρι σήμερα, να κάνει παρέα με μια καινούργια απορία, που συνήθως απορίες έχουν τα παιδιά, που κάθονται στο πίσω κάθισμα πρώτη φορά, μια απορία γέννημα-θρέμμα της εποχής που τους βρήκε απροετοίμαστους και ρήμαξε το τοπίο, το οποίο θεωρητικά, μετά από τόσα χρόνια στο μπροστινό κάθισμα, τώρα, δικαιούνταν να απολαύσουν, κι αντ’ αυτού μετράνε τα μαγαζιά και τα εργοστάσια κλειστά, στα αριστερά και στα δεξιά του δρόμου - πιστέψαμε πως τελειώσανε όλα αυτά, η φτώχεια κι οι στερήσεις, πώς επιστρέψαμε σε όλα αυτά;

Για την ώρα, επί του θέματος, μόνον αυτά. Εχω πολλά να πω αλλά φοβάμαι ν’ αναμετρηθώ μαζί τους.

1 Φεβ 2014

Στραβά

Χρειάζομαι: καινούργιο υπολογιστή, μια νέα ταυτότητα (ή μπορεί και καμία, βαρέθηκα πια) στο ίντερνετ, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ταξίδι, ένα πρόγραμμα υγιεινής διατροφής, μια καινούργια βιβλιοθήκη, καινούργια χόμπι και δουλειά, αλλά να μην ταυτίζονται αυτά, τα μεν είναι για την κάβλα, η δε για τα λεφτά, κουράγιο να βάλω τάξη στο γραφείο μου, να μαζέψω τα πεσμένα κέρματα κάτω από τα έπιπλα, να διώξω τη σκόνη από σιντί και βιβλία, να ξεχωρίσω τη χαρτούρα, ποια είναι τα σημαντικά και ποια να πετάξω στην ανακύκλωση, τόσα χαρτιά, βεβαιώσεις, αποδείξεις, εξώδικα, δικαστικές αποφάσεις, προκηρύξεις για την ανεργία, για το νερό, για το χρυσό, για το φυλακισμένο σύντροφο, να πάψω πια μόνο να μαζεύω προκηρύξεις και να ξανακινητοποιηθώ για την ανεργία, για το νερό, για το χρυσό, για το φυλακισμένο σύντροφο, να χάσω κιλά, να μη σπαταλάω το χρόνο μου περιμένοντας κάτι να συμβεί, να σταματήσω να πατάω f5 σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα, η ανανέωση έτσι δεν θα 'ρθει, να πάψω να γράφω μόνο για μένα, να βγω απ’ το καβούκι μου, να κοιτάξω λίγο πιο πέρα, τον διπλανό μου, τη σύντροφό μου, να φύγω απ’ αυτήν την πόλη κι αυτήν την κατοικία, να φύγω απ’ αυτόν το βάλτο, να πάω να βουλιάζω κάπου αλλού.