31 Ιουλ 2022

234 λέξεις από το Κοιμήσου Τερατάκι*

Δεν ξέρω πού θα βρίσκομαι τη μέρα του θανάτου μου, κανείς άλλος δεν θα είναι εκεί, παρά μόνον εσύ, ο τελευταίος αποχαιρετισμός, κι οι αποχαιρετισμοί μας πάντα κρατάνε πολύ, θα έχω φτιαχτεί τόσο πολύ που θα βλέπω τις καλύτερές σου φίλες στην πισίνα, γυμνές, να μας προσκαλούν σε όργιο, κι εσύ θα μου λες κοιμόσουν για μέρες, αλήθεια, πώς το κάνεις αυτό, κι άραγε θα προλάβω να σου διηγηθώ τα περίεργα όνειρά μου για τα ακουμπισμένα τακούνια σου στον τοίχο και τους ανώνυμους ευνούχους να τραγουδούν τραγούδια του '80 κρεμασμένοι από τα δέντρα; Απέτυχα να με ερωτευτείς έστω για λίγο τότε που βουτούσες σε ποτάμια κάτω από αθώους ουρανούς, ίσως γιατί άνθρωποι σαν και σένα πατούν γερά στη γη, γεμίζουν και αδειάζουν τα ποτήρια τους και προσαρμόζουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους όσο εγώ σκέφτομαι μόνον πράγματα άχρηστα και ονειροπολώ με το κεφάλι χωμένο μέσα στα ηχεία που παίζουν πολύ δυνατά τραγούδια για μοναχικούς νεκρούς κομπάρσους της ιστορίας και κρύβω το χόρτο δίπλα στο κρεβάτι, το προτιμώ από το αλκοόλ που με κάνει λιγάκι επιθετικό, αλλά δεν βρίσκω αναπτήρα πουθενά και τα έχω πάρει στην κράνα, την ημέρα, λοιπόν, που θα πεθάνω, θα με κοιτάς όπως κοιτάς τα σκουλήκια του εργαστηρίου, ένα αντικείμενο προς έρευνα και μελέτη, άλλωστε δεν είμαστε και τόσο δεμένοι, είπες, κι εγώ διαβάζω ξανά και ξανά αυτές τις γραμμές στις 5 το πρωί, τρελαίνομαι πιστεύω, αλλά μπορεί και όχι τελικά. 

 

* όλες οι λέξεις κλεμμένες από το Σλιπ Γουέλ Μπιστ των Νάσιοναλ  

7 Μαΐ 2022

εισαγωγικό πείρα(γ)μα


Καθισμένη στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με τις οθόνες των ματιών σου καρφωμένες στη λεζάντα της όχι ιδιαίτερα κολακευτικής φωτογραφίας μου σε μια εφημερίδα που επιβεβαίωνε μια θεωρία συνωμοσίας σαράντα χρόνων, με κυρτωμένους τους ώμους και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα στα κάγκελα με ρώτησες «πού θα πας;» και αντί απάντησης σου αφηγήθηκα την ιστορία μιας γυναίκας που στη νεκρική της κλίνη φώναζε «ποια είναι η απάντηση;», κι όταν δεν έλαβε καμία, επέμενε να μάθει τουλάχιστον την ερώτηση.

Σου είχα ήδη πει για κείνη την άσεμνη γριά που ντυμένη νεανικά, σαν παλιοκόριτσο του σήμερα, καθημερινά αντιμετώπιζε ένα νέο είδος εκπληκτικής κατάθλιψης, αυτήν του εγκληματία που με άτριχα ροδαλά μάγουλα, χορτάρια στα μαλλιά και κουρελιασμένα ρούχα κάθε πρωί, λόγω χανγκόβερ, σκότωνε τον γαλατά απαγγέλλοντας από στήθους όσα είχε διαβάσει το προηγούμενο βράδυ στο λήμμα «φτηνό κρασί». Όταν τη συλλάβανε, είχε πια χάσει το δεξί της μάτι και ανέβηκε με κόπο σε μια αστυνομική κλούβα, αυτήν που είθισται να φιλοξενεί σε καιρό ειρήνης τους συγγραφείς βιβλίων γκουρμέ γαστρονομίας.

Όμως αυτό που ζούμε δεν είναι καιρός ειρήνης.

Το στρατόπεδο, όπου είχα γεννηθεί δεύτερη φορά, ήταν ένα πληκτικό μέρος. Επαιξα για λίγο στις τραμπάλες με έναν τραπεζίτη, γνωστό σπεκουλαδόρο, που κάπνιζε αφηρημένα και διέταξε τον υπηρέτη του να τον τυλίξει με μια στεγνή πετσέτα και να του πει χαμηλόφωνα κάποιο ερωτικό παραμύθι, για να τον αποκοιμίσει και να του φωτίσει τη σκοτεινή καρδιά, έτσι όπως κάνουν οι τυφλοί μάντεις αλλά και οι πολύ διάσημοι άνθρωποι που ταυτόχρονα είναι και πολύ μεγάλοι βλάκες.

Για να κερδίσεις χρόνο, μού είπες πως υπήρχαν δυο μουγγοί στην πόλη που ήταν πάντα μαζί, κακόκεφοι σαν βρώμικη καλοκαιρινή αναπνοή, και που ένιωσαν δέος όταν ανακάλυψαν το Εγχειρίδιο Κατασκευής του Μελλοντικού Ηλιοβασιλέματος δίπλα σε έναν υπόνομο σε έναν δρόμο του κέντρου, όπου κυρίως κατοικούσαν απόστρατοι βατραχάνθρωποι και κάτι βατράχια, δεινοί κολυμβητές, μοναδικά στο είδος τους, που ξεχύνονται στην επίθεση προς τη φλεγόμενη πόλη, από την οποία αποχώρησαν ακόμη και οι θεοί παλεύοντας μεταξύ τους μέσα στη νύχτα, κι ο ένας κατατρόπωνε τον άλλον με το χέρι στο εσώρουχο, για τα μάτια μιας ηλικιωμένης που χασμουριόταν ξυπόλητη και αγνάντευε τον ανέφελο ουρανό: είχε φιλέ στα λευκά μεταξένια της μαλλιά και ρωτούσε τους θεούς «Θέλετε να το κάνουμε;», όμως αυτοί την κοιτούσαν και δεν μπορούσαν να διακρίνουν το τέρας γιατί εκείνη τη μέρα είχε μια παράξενη παλίρροια στους υπονόμους.

Όταν συνάντησες αυτή τη γυναίκα -μου είπες- σου φάνηκε διανοούμενη και τη ρώτησες αν είχε καμιά χαρούμενη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία και σου είπε πως παρότι τα προειδοποιητικά γράμματα έρχονταν καθημερινά στο ταχυδρομείο χωρίς αποστολείς και με άγνωστους παραλήπτες, διασκέδαζαν όλοι, χωρίς υποκρισία, με την επικείμενη έκθεση συγκριμένων πληθυσμών σε πρόωρο θάνατο, διότι αυτός έδινε την εντύπωση μιας τέχνης υψηλής, που την είχε διδαχθεί όταν νεαρή πρωτοτοποθετήθηκε στην υπηρεσία και έτρωγε το μεσημεριανό της πάντα στο γραφείο μέσα σε μια σιωπή που αφουγκραζόταν τον εαυτό της, φρικτή και απαίσια. Και κάθε καλοκαίρι, αυτή η ίδια ανασκουμπωνόταν για να πουλήσει θεωρίες για το τέλος του κόσμου, αλλά την ενοχλούσαν τα γαβγίσματα από τους πίνακες των σκυλιών που σκότωνε ο ζωγράφος, γιατί βγαίνανε όλα μαζί, σαν λυσσασμένη λιτανεία, στον κήπο αναζητώντας τροφή. Είχε κι έναν τυφλό αδερφό ο ζωγράφος, είχε χάσει την όρασή του, όχι μονομιάς, αλλά σαν αργό σβήσιμο όπως στις ταινίες, κάνοντας παζλ.

Οι καιροί δεν είχαν λογική και οι πόλεις είχαν μια χαρακτηριστική μυρωδιά όπως τη μέρα που ο  συγγραφέας ρωμαλέων αστυνομικών μυθιστορημάτων με ήρωες σκληρούς ντετέκτιβ και ηρωίδες μοιραίες γυναίκες, γόνους καλών οικογενειών, αυτοκτόνησε με μια σφαίρα κυνηγημένος από τις γριές θυγατέρες του Σατανά, ερινύες του υπονόμου, που μετά από τόσες ώρες περπάτημα βυθίζανε τα πόδια τους στην άμμο και κοιμούνταν γυμνές, βέβαιες πως ήξεραν ποιος είναι ο δολοφόνος αλλά κάθε φορά ξυπνούσαν κλαίγοντας τα χαράματα, ενθυμούμενες την πρώτη χαμένη τους μάχη, τη γέννηση σε μια πόλη όπου υπήρχαν πολλά βιβλιοπωλεία όπου συχνάζαν μόνον οι πολύ πλούσιοι, αυτοί που μπορούσαν, με τα λεφτά τους, να τα επινοήσουν όλα.  

Εχω πάει σε αυτήν την πόλη της ασημένιας σκόνης, σου είπα, μα δεν μου ταίριαζε πια, γιατί είχα χάσει την ευλογία του θεού. Και για αυτό, μόνο και μόνο γι’ αυτό, σε λίγο θα σε σκοτώσω. Αλλά, πριν απ’ αυτό, θα πούμε κι άλλες παράξενες ιστορίες.  

23 Ιαν 2022

η λεπτη διαφορα μεταξυ του "τζαμπα ονειρα" και του "δωρεαν ονειρα"

Στον υπνο μου βλεπω παλιους συντροφους απο την αναρχια, πραγμα περιεργο, καθως ουδεποτε υπηρξα αναρχικος, εχουν σπιτια διπλα στη θαλασσα, ετσι τα βγαζω περα, με προσκαλουν για φαγητο, ποτε ο ενας, ποτε ο άλλος, κοιμαμαι στο δωματιο των ξενων, στον καναπε ή και στρωματσαδα, ειμαι βολικος αλλωστε, μου δανειζουνε κανα ψιλο και κανα μπαφο φορ ολντ ταημζ σεηκ και συζηταμε "θυμασαιρεμαλακατοτεπου", κι οι γυναικες τους με συμπαθουν αλλα περισσοτερο νομιζω με λυπουνται, μου λενε για εσωτερικη διακοσμηση, γιογκα και πιλατες, μου προτεινουν βοτανα, ψυχοφαρμακα και αλοιφες για τις πληγες μου, θεατρικες παραστασεις που δεν θα δω, δισκους που δεν θα ακουσω και βιβλια που δεν θα διαβασω, κι οταν το ζευγαρι παει για υπνο στηνω αυτι να τους ακουσω που θα κανουν σεξ αλλά πριν απο αυτο (καποιες φορες) ή μετα απο αυτο (οχι συχνα) ή χωρις αυτο (συνηθως), ενιοτε δε και κατα τη διαρκεια του, ακουω να ψιθυριζουν "ειναι κριμα ο καημενος", και οταν ξυπναω στη μεση της νυχτας στο αναπαυτικο κρεβατι μου, τυλιγμενος στο φλις κουβερτακι μου, σηκωνομαι, βαζω μια ρομπα μεταξωτη, που μου μοιαζει λιγο, φτιαχνω εσπρεσο, περπαταω στο σπιτι και μετραω τα δωματια του σπιτιου σκεπτομενος να αλλαξω επιπλωση, ελεγχω τις κλειδαριες, τις καμερες και το συναγερμο, χαζευω τους δισκους και τα βιβλια και κατι πινακες ζωγραφικης που πηρα απο ματαιοδοξια, ελεγχω το στοκ απο τα ψυχοφαρμακα, και καταληγω στο παραθυρο να χαζευω τη θαλασσα περιμενοντας απλως να ξημερωσει