29 Μαρ 2013

faits divers

Δεν πίστευαν στα μάτια τους οι επισκέπτες του μουσείου του Λούβρου σήμερα το πρωί, μάρτυρες αρχικά ενός μάλλον συνηθισμένου ερωτικού καβγά, ο οποίος εξελίχθηκε γρήγορα σε σκηνή άγριας ζηλοτυπίας και κορυφώθηκε με τη βιαιοπραγία αγνώστου μέχρι στιγμής ανδρός εις βάρος της νεαράς Τζοκόντας. Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες και με κυβερνητικές πηγές που βρίσκονται πολύ κοντά στον πρωθυπουργό, ο 35χρονος λιγάκι υπέρβαρος άνδρας, μάλλον πρώην καπνιστής, νυν αλκοολικός, ίσως άνεργος, ενδεχομένως οπαδός της ίντι ροκ μουσικής, κατά πάσα πιθανότητα συχνός επισκέπτης καντίνων των δυτικών συνοικιών, δεν άφηνε τη φίλη του, την οποία είχε στήσει στον τοίχο, να μιλήσει, αλλά της παραπονούταν διαρκώς ότι δεν του δίνει σημασία, δεν του πολυμιλάει, παρά μόνον του χαμογελάει αδιόρατα. Καθώς αυτή παρέμενε βυθισμένη στην αινιγματική σιωπή της, ο άγνωστος άνδρας, ο οποίος -σύμφωνα με τους ψυχολόγους που είδαν το σχετικό υλικό από τις κάμερες ασφαλείας του Μουσείου- μάλλον είναι ιδιαιτέρως υψηλής ευφυίας, μειωμένης τριχοφυίας, αυξάνουσας παχυσαρκίας και καλπάζουσας μαλακίας, ανέβασε τον τόνο της φωνής του και επιδόθηκε σε ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο αποκαλώντας την φίλην του "βρώμα, τσούλα, καργιόλα, που χαμογελάς σε όποιον περνάει απ' εδώ". Παρότι σαφώς αιφνιδιασμένη από την ανοίκεια και χυδαία επίθεση, η γυναίκα διατήρησε την ψυχραιμία της, παρέμενε ατάραχη και σιωπηλή. Ο δε τυφλωμένος από ερωτικό πάθος άνδρας αποπειράθη να τη χαστουκίσει, όμως χάρη στο προστατευτικό, αλεξίσφαιρο και αλεξισφάλιαρο γυαλί της κορνίζας, η δεσποινίς Τζοκόντα συνέχισε να διατηρεί την αινιγματική της αταραξία. Αντιμέτωπος με την αποδικιμασία των επισκεπτών αλλά και τον γέλωτα τους για την αποτυχία του στο χαστουκίζειν, ο θρασύδειλος ανήρ έδειξε να αντιλαμβάνεται τις πράξεις του και μετανιωμένος αγκάλιασε την Τζοκόνταν τραγουδώντας της "θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά και ας πάν' στην ευχή τα παλιά, είναι αλήθεια μια φορά πως με πίκρανες αλλά η καρδιά μου χωράει πολλά". Στη συνέχεια, μπροστά στα μάτια του εμβρόντητου πλήθους, έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στην αγαπημένη του και έφυγε τρέχοντας να της φέρει σοκολατάκια.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό του ανδρός συνεχίζονται. Το ιστολόγιό μας απευθύνθηκε στο γνωστό ψυχολόγο Πάνο Αποτρελαμένο, ο οποίος απεφάνθη ότι ο άγνωστος δράστης εμφανώς πάσχει από το σύνδρομο του Σταντάλ, που έχει καταγραφεί και ως Σύνδρομο της Φλωρεντίας, και περιγράφεται ως ψυχοσωματική ασθένεια που προκαλεί ταχυπαλμία, λιποθυμία, σύγχυση, ακόμα και παραισθήσεις σε ανθρώπους που είναι εκτεθειμένοι σε ασυνήθιστα καλλιτεχνικά επιτεύγματα, είτε ζωγραφικής είτε γλυπτικής.
Μόνον που το σπουδαιότερο και πιο ασυνήθιστο έργο τέχνης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. 
 

Το φανταζόμουν καλύτερο

Μια μέρα στη ζωή ενός ούτε καν τριαντάρη, βαθύπλουτου επενδυτή. Δεν ξέρει τι θέλει μέχρι που το βρίσκει: κούρεμα. Ξεκινά η οδύσσεια μες στη λιμουζίνα. Ατελείωτο μποτιλιάρισμα στη Νέα Υόρκη: προεδρική επίσκεψη, διαδηλώσεις και μπάχαλα, η κηδεία ενός διάσημου ράπερ. Καθώς η λιμουζίνα σέρνεται, ο βαθύπλουτος μπαινοβγαίνει κατά το δοκούν, σταματάει για φαγητό, συναντά συνεργάτες του εντός της λιμουζίνας, κάνει σεξ απ’ εδώ κι απ’ εκεί, επιτηρούμενος από την προσωπική του φρουρά η οποία διαρκώς του υπενθυμίζει την ύπαρξη κάποιας απειλής για την ασφάλειά του. Μοιάζει πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία - μόνο που δεν είναι. Ο Ντελίλο στο «Κοσμόπολις» περιφρονεί την ιστορία, δεν ενδιαφέρεται για αυτήν. Είναι σχεδόν απωθητικό το βιβλίο. Όλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα μετά τις διαπιστώσεις που ο συγγραφέας βάζει στο στόμα των ηρώων του, καθώς παρλάρουν ασταμάτητα μέσα (κυρίως) και έξω από τη λιμουζίνα. Μια κοπτοραπτική, απ’ ό,τι συγκράτησα: 
«Στην αρχή, όταν με έδιωξαν, έγραφα αλλά σταμάτησα γιατί ήξερα ότι είναι αξιολύπητο. Ήξερα επίσης ότι υπήρχε κάτι στη ζωή μου που ήθελε να είναι αξιολύπητο, πίεσα όμως τον εαυτό μου να διακόψει κάθε επαφή. Το γεγονός ότι δεν έβλεπε κανείς ποτέ τα γραπτά μου δεν με απασχολούσε. Τα έβλεπα εγώ. Το ζήτημα ήταν να τα γράφω και να τα βλέπω ο ίδιος. Με απασχολεί πολύ ο εαυτός μου. Τον μελετάω. Με αρρωσταίνει. Δεν υπάρχει όμως για μένα τίποτε άλλο. Δεν είμαι τίποτε άλλο. Το επονομαζόμενο εγώ μου είναι ένα μικρό στριμμένο πράγμα, που δεν διαφέρει πιθανώς από το δικό σας, είναι δραστήριο, ξεχειλίζει από σπουδαιότητα, γνωρίζει συνεχώς μεγάλες ήττες και θριάμβους. Ο χρόνος είναι πια στοιχείο του εταιρικού ενεργητικού, ανήκει στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Το παρόν σπανίζει. Εχει αφαιρεθεί από τον κόσμο για να αφήσει χώρο για το μέλλον των ανεξέλεγκτων αγορών και του τεράστιου επενδυτικού δυναμικού. Το μέλλον γίνεται επίμονο. Η δύναμη των υπολογιστών εξαφανίζει την αμφιβολία. Κάθε αμφιβολία βρίσκει έρεισμα στην εμπειρία του παρελθόντος. Αυτό το παρελθόν όμως εξαφανίζεται. Παλιά γνωρίζαμε το παρελθόν και όχι το μέλλον. Τώρα αυτό αλλάζει. Μας χρειάζεται μια νέα θεωρία για τον χρόνο. Το μέλλον πάντα εμφανίζεται ενιαίο και ίδιο για όλους. Ολοι θα είμαστε ψηλοί και ευτυχισμένοι εκεί. Για αυτό αποτυγχάνει το μέλλον. Πάντα αποτυγχάνει. Δεν θα γίνει ποτέ το απάνθρωπο ευτυχισμένο μέρος που θέλουμε να το κάνουμε. Ξέρεις τι πίστευαν ανέκαθεν οι αναρχικοί: η παρόρμηση της καταστροφής είναι δημιουργική. Αυτό είναι και το σήμα κατατεθέν της καπιταλιστικής σκέψης: η επιβεβλημένη καταστροφή. Οι παλιές βιομηχανίες πρέπει να εξαλειφθούν αμείλικτα. Νέες αγορές να διεκδικηθούν βίαια. Οι παλιές να γίνουν αντικείμενο επανεκμετάλλευσης, καταστρέψτε το παρελθόν, φτιάξτε το μέλλον»


28 Μαρ 2013

Φορώντας καπέλο στην προηγούμενη ανάρτηση

Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάθει υπερλέξωση κι οι γιατροί του χορήγησαν Κοποτανίλ, ένα φάρμακο που θα σήκωνε την κωλάρα του ασθενούς μαζί με τον ασθενή από το κιτρινοκόκκινο μαξιλάρι της καρέκλας κουζίνας που είχε στο γραφείο που ήταν κάποτε αποθήκη γεμάτη τουρσιά και βαζάκια μαρμελάδας με ετοιμόρροπα ράφια όπου σκονίζονταν τα cd μιας έξαλλης ηλικίας τα οποία απειλούσαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο κενό της χοντρής κεφάλας του χοντρού ασθενούς. Ο άνθρωπος με την υπερλέξωση πήρε ένα Κοποτανίλ, σηκώθηκε αποφασισμένος για δράση, βγήκε απ' το δωμάτιο, έστριψε δεξιά στο διάδρομο, ξανά δεξιά στο επόμενο δωμάτιο και βούλιαξε στον καναπέ αγκαλιά με το λαχανί κουβερτάκι φλις που είχε πάρει απ' το ΙΚΕΑ, τότε που για τα σκανδαλα με τ' άλογα και τα σκατά δεν είχε ιδέα.
Τελικά το καπέλωμα των αναρτήσεων είναι μια πολύ εξαντλητική διαδικασία. 

Too much of a good thing

Για να περνάω την ώρα, όταν δεν ξέρεις τι να γράψει και κυρίως σε ποιο πρόσωπο
(1, 2, 3 - 1, 2, 3):

Περιφέρομαι και συμπεριφέρεσαι σαν να μην τρέχει τίποτε ενώ παντού γίνομαι της πουτάνας. Δεκατρείς μήνες από τη δική σου ήττα και καταστροφή, ακούει ένας προφεσέρ ραπίντ να τρέχω με μυριάδες γκιγκαμπίτ σε λαβύρινθο ντελαλανγκ φρανσέ και αργότερα σε πάρτυ μασκέ ακούς έτερον μεσιέ να λέει για την του Μοντεσκιέ γαργάρα, που έκανα εκείνη την παπάρα με τη θεμελίωση του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας, ότι γίνεσαι δούλος στις χώρες που κάνει ζέστη, διότι μες στην κάψα εθελουσίως δεν θα δουλεύω. Διαφωτιστικό σκότος για τον code noir, τον μαύρο κώδικα, την κωδικοποίηση του απανθρώπου που αφορείς (όποιος α-φορεί πάει να πω πως είσαι γυμνός;) το δουλεμπόριο, και σκέφτεται εναλλακτικά επαγγέλματα, σύμβουλος φιλανθρωπίας, κάποιος την κάνω ετούτη τη δουλειά, ο σκλάβος είσαι ανίκανος για ιδιοκτησία, έλεγε ο μαύρος κώδικας. Άλλο καλό επάγγελμα της εποχής: ελεγκτής τηρήσεως του μαύρου κώδικα. Μπορώ να μιλήσεις για τα πάντα χωρίς να προκαλεί θανάσιμη ανία; Μεγαλύτερη ένδειξη ανθρωπισμού η λαιμητόμος. Για πονόψυχες εκτελέσεις. 

ΥΓ. Το ενακρτήριο τραγούδι του ολοκαίνουργιου, υπέροχου άλμπουμ των Still Corners. H μαγεία γίνεται ακόμη πιο μαγική κάπου στο 3.50.  


27 Μαρ 2013

Ημερολογιακού τύπου

Χθες η συμπαθητική κοπελίτσα στο φούρνο της γειτονιάς αποφάσισε μονομερώς να προχωρήσει τη σχέση μας σ' ένα άλλο επίπεδο: "Ωραία μέρα σήμερα", μου είπε, την ώρα που έβαζε στη χειροποίητη σακούλα το πλαστικό ψωμί, και μ' επιασε εξαπίνης. Αιφνιδιασμένος από την τόλμη της, δεν ήξερα τι να της πω.
Ασε που τελικά η χθεσινή μου ημέρα ήταν σκατά.


25 Μαρ 2013

Κλαπ, κλαπ, κλαπ

Όρθιος, μέχρι πριν από λίγο, φθάνοντας στο τέλος του βιβλίου,
χειροκροτούσα τον συγγραφέα. Να γιατί.

24 Μαρ 2013

Όνειρα κοινά

Τη νύχτα της 23ης προς την 24η Μαρτίου 2013, ο ζωντανός οργανισμός Α, φορώντας τα στραβά γυαλιά του, καταπώς το συνήθιζε, για να βλέπει καλύτερα όνειρα, ονειρεύτηκε πως νοιαζόταν και αγωνιούσε για τις τύχες των ζωντανών οργανισμών Β και Γ. Την ίδια νύχτα ο ζωντανός οργανισμός Β, φορώντας μια ψαροντουφεκοστολή, κομμένη στα γόνατα σε φάση βερμούδας, ονειρεύτηκε πως νοιαζόταν και αγωνιούσε για τις τύχες των ζωντανών οργανισμών Α και Γ. Ομοίως, κι ο ζωντανός οργανισμός Γ, φορώντας στολή παραλλαγής και λασπωμένες αρβύλες, ονειρεύτηκε πως νοιαζόταν και αγωνιούσε για τις τύχες των ζωντανών οργανισμών Α και Β. Στην πραγματικότητα κανείς από τους τρεις ζωντανούς οργανισμούς δεν είχε κανέναν να νοιαστεί και να τον νοιάζεται. Οι ζωντανοί οργανισμοί Α, Β, Γ ξύπνησαν το πρωί αποφασισμένοι περίπου για μισό λεπτό να ψάξουν να βρουν ο ένας τον άλλο. Προτού ξεκινήσουν την αναζήτηση, ο Α ήπιε έναν δυνατό καφέ, ο Β βούτηξε στην μπανιέρα, ο Γ έκανε την πρωινή γυμναστική του αλεξιπτωτιστή κι ευτυχώς πολύ γρήγορα κάθε επιθυμία εύρεσης του άλλου και κάθε υπόνοια ανάγκης κάποιου που να τον νοιάζονται και να τους νοιάζεται εξαφανίστηκε. Για τέτοια είμαστε τώρα;



23 Μαρ 2013

Η κυρία Σ.

Σκούντηξα τη φίλη που καθόταν δίπλα μου: "Την βλέπεις αυτήν μπροστά; είναι η κυρία Σ., καθηγήτριά μου στο γυμνάσιο, φυσική και χημεία". 
Η κυρία Σ. με την έντονη προφορά, νji και λji, "πρωτόνjιο" την φωνάζαμε. Φωνή βραχνή απ' τα πολλά τσιγάρα, μαλλί αφάνα και έντονο μεϊκάπ πρωί-πρωί, αιωνίως στον κόσμο της, πότε φορούσε την μπλούζα της ανάποδα, πότε είχε ξεχάσει να βγάλει την ετικέτα από κάποια φρεσκοαγορασμένη φούστα, πότε της είχαν φύγει οι πόντοι από το καλσόν. Ετρωγε πολύ δούλεμα η κακομοίρα, δεν την αφήναμε σε χλωρό κλαρί. Χρόνια μετά, όταν άρχισα να βλέπω ταινίες του Νικολαΐδη, συνειδητοποίησα ότι η κυρία Σ. είναι ένα κουρέλι, μια γλυκοσυμμορίτισσα. Δικός μας άνθρωπος. Είμαι σίγουρος, αν και αυτό δεν το έμαθα ποτέ, πως η ανάσα της μύριζε αλκοόλ, απ' το πρωί.
Οταν ανάψανε τα φώτα, μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ "Tomorrow's Land", αντιλήφθηκα ότι η κυρία που καθότανε μπροστά μας και κατά τη διάρκεια της ταινίας κρατούσε παθιασμένα σημειώσεις στο σκοτάδι, δεν ήταν η κυρία Σ., ούτε της έμοιαζε καθόλου, αλλά δεν το είπα σε κανέναν. Μη νομίζει η φίλη μου πως βλέπω φαντάσματα.


20 Μαρ 2013

ανθρωποδιώκτης-ιστολόγος με μεγάλη μυωπία εξ ου και το μέγεθος της γραμματοσειράς

Καλλίφωνος φραγκοφονιάς, francophone ουχί, αλλά ασασάν στ' ασανσέρ ντελαλανγκ φρανσέ, είχα καθίσει στον κολωφώνα της δόξης μου τον φονικό μου κώλο σε δυσπρόσιτη κωλογωνιά στη φτωχογειτονιά. Η κωλοφονία πάντως είναι ψάρι, να το ξέρεις, μαζί με τις σαρδέλες της καλλονής τη μαζεύουνε, έτσι με είπε, με κορόιδευε και δεν το καταλάβαινα, σκεφτόμουν τις μπάμιες που δεν υπάρχουν στα λεξικά τα γαλλικά και αναρωτιόμουν τις επιπτώσεις αυτής της έλλειψης στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι γάλλοι τον φαλλό τους. Χτες μαζί με τη φαγούρα στη φτέρνα, φτέρνα-ξυράφι, τριανταπέντε ζευγάρια κάλτσες έχω χαλάσει, κι ύστερα από ένα μάτσο μη ευοδωθείσες απολαύσεις έπεσα πάνω στην ανησυχία, τη γνώρισα, με γνώρισε κι αυτή. Τα σαρδάμ τα κάνω περπατώντας, ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, με βλέπω τυχαία και λέω βρε το μαλάκα, κι ούτε που γυρνάω να μου πω ένα γεια, στις βιτρίνες αντανακλώμαι και τρομάζω, στο δε καθρέφτη μια μέρα με το είδωλό μου παίξαμε γροθιές, εφτά χρόνια τώρα κρατάνε οι γρουσουζιές. Η έψα του ψήστη είναι ιερή, σόλο πλανόδιοι μουσικοί στην πλατεία, κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, εντούτοις ο καθείς με το δικό του σκοπό, αρνούνται να φτιάξουν σχήμα συλλογικό, ένα ταψί με γύρο του θανάτου και μέσα σικλετισμένος μοτοσικλετιστής που δεν τη θέλει πλέον τη ζωή, έλεος σαν έλος στα ίντερνετς έχεις κολλήσει, κι αν ο μεγάλος ύπνος είν' ο θάνατος, ο όρθιος ύπνος είναι το πείσμα για ζωή, αναστολή εξετελέσθηαναστολή εξετελέσθηαναστολή εξετελέσθηαναστολή εξετελέσθη.

ΥΓ Φρέσκο, ολόφρεσκο μουσικό κόλλημα από έναν παλιόφιλο.

 

18 Μαρ 2013

Μία παλιά, αληθινή ιστορία

Από τους "Δικους μας αγίους" του Λεωνίδα Χρηστάκη - (δες και τις "Φωνές από το Υπόγειο", σχετικό!)

14 Μαρ 2013

Παραπομπή

Θέλω να σε ξεπεράσω μα δεν γίνεται;

13 Μαρ 2013

Μια σπανακοτυρόπιτα, παρακαλώ

Ήταν ένα τύπος που τριγυρνούσε στα σπανακοτυροπιτάδικα με μιαν τσάντα στους ώμους, το περιεχόμενο της οποίας σε άπταιστη γλώσσα γαλλική, παρέμενε ανεξήγητο σε αυτόν, μέσα στην τσάντα επίσης υπήρχαν γραντζουνισμένες κιθάρες, ρίγη σε κύματα, ένας συρμάτινος σέρφερ, ηλιοκαμμένες ανάσες, ένα χτύπημα των ντραμς και μια παρατεταμένη παύση (καμιά φορά διαβάζεις/γράφεις κάτι γελοίο αλλά συγκινείσαι, τι να σου εξηγώ τώρα, τράβα κάπου αλλού, να διαβάσεις τίποτε της προκοπής καλύτερα).


12 Μαρ 2013

Η σωστή γραμματική δεν έχει ρο

Οι λέξεις ήταν δυστυχισμένες και μια μέρα επαναστατήσαν. Υπήρχαν λέξεις καταπιεσμένες, που πασχίζαν να λευθερωθούν, να βγουν έξω στον κόσμο, και λέξεις που είχαν υποστεί τέτοια κακοποίηση, που αγνώριστες πια είχαν χάσει το νόημά τους, άλλες φθαρμένες, πολυχρησιμοποιημένες, εκχυδαϊσμένες, λέξεις εκδιδόμενες επί πληρωμή, αλλά και τζάμπα λέξεις, λέξεις σε προσφορά που γυρεύανε απεγνωσμένα αγοραστή, που εκλιπαρούσαν για λίγη προσοχή, υπήρχε τέτοια υπερπροσφορά λέξεων, ρήματα παθητικά και ενεργητικά, οι υποθετικές μετοχές χτυπούσαν λιμιτ απ κι οι εναντιωματικές λιμιτ ντάουν, τα ουσιαστικά είχαν απολέσει την ουσία τους, όσο δε για τα υποκείμενα, μιλάμε για αδίστακτα καθάρματα με τάχα μου καλές προθέσεις, που ξεπουλούσαν στη μαύρη αγορά υπερπολύτιμα αντικείμενα, ενώ αθώα κατηγορούμενα για συνδέσμους με την τρομοκρατία δέχονταν φρικτά βασανιστήρια με κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, αμείλικτες ερωτήσεις στις οποίες μόνες απαντήσεις ήταν επιφωνήματα φόβου και πόνου. Κι έτσι οι λέξεις εξεγέρθηκαν, αρχικά όλες εναντίον όλων και τελικά κατά του γραφέα. Στασίασαν. Ζητήσαν ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, ισότιμη μεταχείριση. Στάση κουβεντών, στάση γραπτών. Λεκτική απεργία διαρκείας. Κι έπεσε μια φριχτή σιωπή που μας πλάκωσε όλους. 

ΥΓ To τραγούδι δεν έχει χέσει, απλώς τ' άκουγα όταν έγραφα το κείμενο


10 Μαρ 2013

Ένας αγώνας τρόμου

Σταθήκαν στην εκκίνηση το σώμα, το μυαλό και η φαντασία, δεν γνώριζαν αν πρόκειται για δρόμο ταχύτητας, ημιαντοχής ή αντοχής, η φαντασία ξεκίνησε χωρίς να περιμένει το σήμα του αφέτη, ξεχύθηκε σαν Γιουσεϊνμπόλτ, έγινε καπνός, το μυαλό περίμενε πρώτα ν' ακούσει τον πυροβολισμό, ξεκίνησε να τρέχει μ' εναν καλό ρυθμό, μα το σώμα, λιγάκι στρουμπουλό, παρέμεινε ακίνητο, διστακτικό, πριν ξεκινήσει με βήμα αργό, απρόθυμο, νωχελικό, πήρε μια μπίρα-κουτάκι από το περίπτερο, στο μπαρ σταμάτησε για ένα ποτό, όσο κυλούσε το αλκοόλ η φαντασία αφηνιάζε, το μυαλό έχανε τον καλό του τον ρυθμό, το δε σώμα σύντομα στην μπάρα ροχάλιζε έχοντας αφήσει μισό το τελευταίο ποτό και μισό το ποίημα που έγραφε με τα φλούδια στη χαρτοπετσέτα "αυτή η Ανω Τούμπα που κάνει η καρδιά μου, όταν σε βλέπω στα όνειρα μου, καθώς αποκοιμιέμαι στην καρέκλα, φορώντας γυαλιά, για να μιλάω τέλεια γαλλικά, κι ας μην καταλαβαίνω λέξη..." 
Στη γραμμή τερματισμού ουδείς, ματαίως περιμέναμε να αναδειχθεί νικητής, η φαντασία είχε λοξοδρομήσει, το μυαλό τα είχε παρατήσει, το δε σώμα άνευ μυαλού και φαντασίας πώς να λειτουργήσει;

Μην προσπαθείς!

Τις τελευταίες μέρες μ' έχουν αποκαλέσει διάφορα πράγματα. Ενας πρώην συνάδερφος "πρόεδρο" και "κομμουνιστή". Ενας καλός φίλος "Σουρούνη" και "Μπουκόφσκι".
Ας αφήσουμε στην άκρη τις -ανύπαρκτες- πολιτικές φιλοδοξίες μου κι ας σταθούμε λίγο στον τελευταίο συγγραφικό χαρακτηρισμό, τον οποίο -εννοείται- επίσης απαρνούμαι, όχι από μετριοφροσύνη αλλά ούτε και από υπερβολική φιλοδοξία. Πολύ απλά βαριέμαι να προσπαθήσω να γίνω οτιδήποτε. Κι αυτό, κατά έναν περίεργο τρόπο με κάνει ακόμη περισσότερο "Μπουκόφσκι". Ή μήπως όχι;
Εξηγούμαι: (όχι εδώ, εκεί)

7 Μαρ 2013

ώσπου να γίνει ο καφές

είδα ευτυχείς απογειώσεις, ένδοξες προσγειώσεις, εμένα στα κάγκελα πιο ελαφρύ, αγώνες ποδοσφαίρου δίχως διαιτητή, δίχως νικητή, που δεν ήταν ξενέρα, είχε κρασί στην εξέδρα, ρώτησα του google το ψαχτήρι, your search did not match any documents, φρόντισε ρε μαλάκα τα όνειρά σου να γίνουν λιγάκι ρεαλιστικά

6 Μαρ 2013

Βλακεία ενενήντα λέξεων

Καιρό τώρα σκέφτομαι εκείνο το παλιό σύνθημα, τσιτάτο, τι διάλο ήταν, που έλεγε "οι εργάτες δεν έχουν κατάθλιψη*, οι εργάτες έχουν πρωινό ξύπνημα" και όπως πάντα χαζός δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι "αν είναι έτσι, τότε οι άνεργοι που δεν έχουν πρωινό ξύπνημα γιατί είναι ξύπνιοι πρωί-πρωί, έχουν και αν ναι γιατί έχουν κατάθλιψη εφόσον δεν έχουν πρωινό ξύπνημα;". Δικαιούμαι μέσα στο ζόφο των ημερών, όταν άλλοι έχουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης, να έχω τα δικά μου προβλήματα (της ψυχής, της καρδιάς, τα ατομικά τέλος πάντων) ή κάτι τέτοιο θεωρείται πολυτέλεια;

* δεν αναφέρομαι απαραίτητα στην ψυχική νόσο - η λέξη εδώ χρησιμοποιείται καταχρηστικά


4 Μαρ 2013

Τριακόσιες δεκαεπτά λέξεις των National

Νέος, ροδαλός, της μεσαίας τάξης, στην ντουλάπα σου πάνω από δεκαπέντε πανομοιότυπα γαλάζια πουκάμισα. Mε χέρια γυναικεία σκαρφαλώνεις την κοινωνική κλίμακα, το μυαλό σου τρέχει με τα χίλια μέσα στο άδειο κουστούμι. Φοβάσαι τους πάντες, πως αυτό το μέρος είναι γεμάτο κατασκόπους, πως σ' έχουν πάρει χαμπάρι και κανείς ποτέ δεν σού 'μαθε πώς να εξαφανίζεσαι με χάρη. Αλλάζεις ρούχα διαρκώς και κλείνεις την πόρτα, τόσες σκοτούρες, έμαθες μέχρι και τη γραβάτα μόνος σου να δένεις με το ένα χέρι κρατώντας το ποτό. Οι φίλοι σου δεν σ' αναγνωρίζουν πια, νομίζουν πως είσαι κάποιος ξένος, καθώς τους προσπερνάς τη νύχτα. Όλο πιο χαζός, όλο πιο φοβισμένος, πετάς τους δίσκους απ' το παράθυρο μπας και βρούνε αστροναύτες, φεύγεις απ' το σπίτι, αλλάζεις όνομα, κόβεις τα μαλλιά να μη σε γνωρίζουν πια. Δεν ήθελες να γίνεις το φάντασμα κανενός, δύσκολα αντέχεται η πτώση σου από τον ουρανό, με μια τρύπα στη μέση, εκεί που σε βρήκε ο κεραυνός, μα δεν πειράζει, όλα καλά, μια ακόμη γεμάτη χάρη και ενοχές πτώση στην ενήλικη ζωή. Η σωματοφύλακάς σου έχει ένα ρεβόλβερ για κάθε έναν που πλησιάζει λίγο πιο κοντά. Δυο βδομάδες σερνόσουν από το παλτό της, κρατούσες φάκελο με τα αποτυπώματά της, τα όνειρά της, τις δαγκωματιές της. Στάσου ακίνητη, της λες, της καρφιτσώνεις λουλούδια στα μαλλιά, λουλούδια στο δικό σου στόμα, τώρα τελευταία τη βγάζετε μόνο με καφέ και λουλούδια, μονάχοι στον ξενώνα, πετώντας χρήματα ο ένας στη μούρη του άλλου, κοιμάστε με τα ρούχα περιμένοντας να φύγει ο χειμώνας και κάνετε ό,τι σας πει η τιβί, σβήνετε τα φώτα και της λες τα στενάχωρα πράγματα αφού κοιμηθεί, η φωνή σου της τρώει τη ψυχή, το φοβόσουν αυτό, ότι θα της φας μια μέρα τον εγκέφαλο, πού να φανταστεί τι σκατά έχεις στο κεφάλι σου, που μια μέρα θα το βάλεις στο φούρνο, για να ξέρει πού να σε βρει, μέχρι να βγάλεις και πάλι χρήματα, μέχρι να γίνεις αστείος ξανά.