30 Ιαν 2010

Παράξενος ΤΑΞΙδιώτης

Η εμπειρία μου με τα ταξί δεν έχει υπάρξει και η καλύτερη. Αξέχαστα θα μου μείνουν εκείνα τα πεντακόσια-εξακόσια μέτρα που διένυσα μέσα σ’ ένα ταξί μέχρι το τέλος της Σπιανάδας στην Κέρκυρα. Το είχα πάρει αργά ένα βράδυ μπροστά από τα βόλτα και μόλις είπα στον οδηγό ότι πάω στο Κανόνι άρχισε να φωνάζει ότι έχασε τη σειρά του στην πιάτσα για μια κούρσα του ενός πεντακοσάρικου. «Δεν το 'ξερα να πεταχτώ μια στιγμή μέχρι τη Λευκίμμη για ν’ αξίζει τον κόπο η διαδρομή» ήταν η δική μου απάντηση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συνέχεια. Φώναζε εκείνος, ούρλιαζα εγώ, τελικά άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα μπροστά στο Κορφού Παλάς ενώ το ταξί ήταν ακόμα εν κινήσει (πώς δεν σκοτώθηκα), του έδωσα και δυο μούτζες κι από τα νεύρα μου έγινα ο Φλας Γκόρντον κι έφτασα στο Σαρόκο σε τέσσερα λεπτά της ώρας. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί άλλαξα κατεύθυνση και αντί για το Κανόνι κινήθηκα προς το κέντρο της νέας πόλης. Ούτως ή άλλως, τα τοπωνύμια και τις λοιπές λεπτομέρειες του προαναφερθέντος περιστατικού μόνο όσοι διαμένουν ή διέμειναν ποτέ στην πόλη της Κέρκυρας θα τα καταλάβουν. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό τώρα.

Σημασία έχει ότι πρόσφατα ανακάλυψα πως υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ένα είδος ταξιτζή (υπό εξαφάνιση, εννοείται) που σου μιλά ευγενικά, που δεν σε αναγκάζει ν’ ακούς τις προβλέψεις του στοιχήματος, τη μετάδοση του αγώνα Θερμαϊκός–Νέοι Επιβάτες στη διαπασών ή καψουροτράγουδα μέρα μεσημέρι, που δεν τραβάει χειρόφρενο όταν του ζητάς ν’ ακολουθήσει τη συντομότερη διαδρομή προς τον προορισμό σου, που δεν στραβομουτσουνιάζει όταν τον παρακαλάς να σβήσει το τσιγάρο του, που δεν σου κατεβάζει όλο το εορτολόγιο όταν του τη λες επειδή δεν σε ρώτησε πριν σταματήσει για να πάρει κι άλλο πελάτη (του οποίου ο προορισμός προηγείται μεν του δικού σου, αλλά η παράκαμψη που πρέπει να γίνει είναι τέτοια που θα γεράσεις περιμένοντας να φτάσεις).
Το θλιβερό είναι ότι έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει αυτήν τη συμπεριφορά, που οτιδήποτε αποκλίνει από το παραπάνω πρότυπο μάς φαίνεται περίεργο. Το έζησα λοιπόν κι αυτό:

Πρωινή ώρα, πολυσύχναστη οδός στην ανατολική άκρη της πόλης. Προορισμός μου το κέντρο. Μισή ώρα διαδρομή με μέτρια κίνηση. Κάνω σινιάλο σ’ ένα ελεύθερο ταξί, σταματάει, μπαίνω μέσα. Πρώτη κατραπακιά: δεν έχω προλάβει να κάτσω, κι ακούω: «Καλημέρα σας. Πού πάτε;» Κοιτάω δεξιά μου, κανείς. Κοιτάω αριστερά μου, κανείς. Και συνειδητοποιώ ότι εννοεί εμένα! Ο ταξιτζής μόλις με καλημέρισε κανονικότατα και μου μίλησε στον πληθυντικό! Η πιο κοντινή αντίστοιχη εμπειρία μου ήταν όταν είχα καλημερίσει έναν συνάδελφό του κι εκείνος μου είχε απαντήσει «…μέρααα…» σκαλίζοντας τη μύτη του.
Τον καλημερίζω εξίσου εγκάρδια και του λέω πού πάω. Το ραδιόφωνο παίζει μια απροσδιορίστου είδους, σχεδόν αδιάφορη, σχεδόν ανύπαρκτη μουσική. Η ένταση στο σιμπί είναι τόσο χαμηλή, που σχεδόν δεν το αντιλαμβάνομαι. Μετά από λίγο, ο οδηγός με κοιτάει από τον καθρέφτη και με ρωτάει: «Θα σας πείραζε να καπνίσω;» Δεύτερη κατραπακιά: με ρώτησε πριν ανάψει τσιγάρο! Εκπλήσσομαι κάπως αλλά του λέω ότι θα ήμουν ευγνώμων αν δεν κάπνιζε γιατί έχω άσθμα και μ’ ενοχλεί. Απάντηση: «Μήπως θέλετε να κλείσω και τον κλιματισμό; Ξέρω ότι ξηραίνει την ατμόσφαιρα και προκαλεί βήχα». Πλέον έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι πρόκειται για κάποιο πείραμα και ότι κάπου υπάρχει κρυμμένη μια μικροσκοπική κάμερα που μαγνητοσκοπεί τις αντιδράσεις μου. Αποφασίζω να το παίξω άνετη και τον ευχαριστώ λέγοντάς του ότι δεν με πειράζει, ας τον αφήσει ανοιχτό.

Καμιά διακοσαριά μέτρα πριν φτάσουμε στον προορισμό μου και ενώ κινούμαστε στον πλέον κεντρικό και πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, βλέπω μια γιαγιά μ’ ένα πι να κάνει σινιάλο. Σιγά μη σταματήσει και σιγά μη με ρωτήσει πριν το κάνει, σκέφτομαι. Όχι μόνο με ρώτησε, όχι μόνο σταμάτησε αδιαφορώντας για την ομοβροντία από κόρνες που άρχισε να ηχεί πάραυτα πίσω μας, αλλά κατέβηκε, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, βοήθησε με ιώβειο υπομονή τη γιαγιά να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα, έκλεισε μαλακά την πόρτα, πήρε το πι και το έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ προτού επιστρέψει στη θέση του για να ρωτήσει τη γιαγιά, στον πληθυντικό εννοείται, πού πηγαίνει.
Η γιαγιά είχε αρχίσει να του εύχεται διάφορα από τη στιγμή που σταμάτησε να την πάρει. Τι να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, τι να συγχωρεθούν τα πεθαμένα του, τι να δώσει συγχαρητήρια στη μάνα που τον γέννησε, τι να μην τον ακουμπήσει αρρώστια, τι κακό να μην τον βρει, τι να δει τα παιδιά του επιστήμονες, τι να δει εγγόνια και δισέγγονα. Από ένα σημείο και μετά, έκλαιγε κιόλας η γιαγιάκα. Έκλαιγε που μπροστά της βρέθηκε ένας άνθρωπος αντί για τον συνηθισμένο γάιδαρο που της λάχαινε.
Κι εγώ κατέβηκα λίγο παρακάτω σκεπτόμενη πως με τόσες ευχές και τόσες θετικές σκέψεις που εισπράττει αυτός ο άνθρωπος κάθε μέρα, κάποια θα πιάσει, δεν μπορεί!

Φωτογραφία: heretakis

29 Ιαν 2010

Η μπότα σου μανάβη

Διαφήμιση της Αγκρότικα ή του νέου ριάλιτι "Αγρότισσα μόνη ψάχνει";


Το μότο "Η Γεωργία, άλλαξε" (με την εξοργιστικά λανθασμένη χρήση του κόμματος) στην πρώτη φωτογραφία αληθεύει όσο αληθεύει η πληροφορία του φωτεινού σηματοδότη στη δεύτερη φωτογραφία...

24 Ιαν 2010

Τένις το τρομερό

Στον ύπνο μου κοιμόμουνα κι έπαιζα γυμνή αντισφαίριση με τη Σκάρλετ, επιτυχώς αποφεύγοντας τα ακριβή χτυπήματά της, που στόχο είχαν μιαν ευαίσθητη περιοχή της ανδρικής ανατομίας. Απ' τα μεγαφωνα του γηπέδου μια φωνή κατέγραφε το σκορ, 15-0, 30-0, 40-0, γκέιμ, σετ για τη Σκάρλετ, και μετά μουσική, φιούζιον τζαζ, απ' αυτήν που έχω βάλει ξυπνητήρι στο κινητό μου. “Την Παναγία μου”, βλαστήμησα και σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Ηταν Σάββατο, εφτά το πρωί, και έκαμνε ψοφόκρυο. Η πρώτη μου κίνηση, για να αντιμετωπίσω το κρύο, ήταν να πάρω απ' το κομοδίνο το καινούργιο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου “Ο άνδρας που αγαπούσαν οι γυναίκες”, εκδ. Πατάκης. Μια κίνηση απολύτως παράλογη, διότι πώς θα μπορούσε ένα βιβλίο να με προφυλάξει απ' το κρύο; Και όχι, δεν είχα σκοπό να το κάψω στο τζάκι, που άλλωστε δεν διαθέτω, ως άλλος Πέπε Καρβάλιο. Απλώς ήδη απ' το προηγούμενο βράδυ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός απ' το συγκεκριμένο ανάγνωσμα.
Σε μια φιλική, σπλαχνική βιβλιοθήκη το βρηκα και το τσίμπησα. Δεν είχα διαβάσει ποτέ βιβλίο του κ. Φιλίππου και ας κοντεύω τα σαράντα. Αλλωστε είναι τόσα πολλά αυτά που δεν έχω προλάβει να κάνω. Να φανταστείτε, απ' τη λίστα του ΚΛΙΚ με τα 100 πράγματα που πρέπει οπωσδήποτε να έχει κάνει ένας άνδρας μέχρι τα σαράντα, την οποία είχα διαβάσει με γουρλωμένα, φιλομαθή μάτια περίπου στα 18 μου, προλαβαίνω–δεν προλαβαίνω να κάνω τα υπόλοιπα 99 (έχω κάνει ένα απ' αυτά, αλλά σιγά μη σας πω ποιο, να σκάσετε απ' την περιέργεια...).
Στο λεωφορείο 34, Ανω Ηλιούπολη – (φλούδες μανταρίνι, απόβραδο, ασετυλίνη, τυρόπιτες μόνον με 90 λεπτά, Σαλαδίνε ακρίβεια) Αριστοτέλους, διάβασα τις πρώτες σελίδες και αποφάσισα πως έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω με τον φίλο μου, τον άγνωστο Χ., λογοτεχνικό ειδήμονα, αλήθεια σας λέω, μέχρι και στην τηλεόραση έχει βγει, και εραστή της μπάρας:
“Ελα ρε μαλάκα, τι ξέρεις για τον Φιλίππου;”.
Ήξερε αρκετά.
Το ζήτημα είναι εσείς που υπομονετικά έχετε φτάσει μέχρι αυτό το σημείο της βιβλιοπαρουσίασης (sick -και όχι sic) τι έχετε μάθει μέχρι στιγμής για τον Φ.Φιλίππου και το καινούργιο του βιβλίο; Τίποτε; Σωστά. Και ούτε πρόκειται να μάθετε.
Πλάκα κάνω, συνεχίζω μόνο και μόνο επειδή είναι εξοργιστικό να γκουγκλίζεις “Φίλιππος Φιλίππου – ο ανδρας που αγαπούσαν οι γυναίκες”, να σου βγάζει τόσα και τόσα αποτελέσματα και η συντριπτική πλειοψηφία αυτών να είναι μια άνοστη αναπαρωγή του δελτίου τύπου, το οποίο συνήθως συνοδεύει το βιβλίο που οι εκδοτικοί οίκοι αποστέλλουν “τιμής ένεκεν” σε διάφορα ΜΜΕ για την προώθηση του βιβλίου. Και τα ζώα που δουλεύουνε στα ΜΜΕ, αντί να διαβάσουν το βιβλίο, διαβάζουν το δελτίο Τύπου, το οποίο και αντιγράφουν κατόπιν πιστά. Και το βιβλίο, το οποίο πλέον έχει υποβιβαστεί απλώς σε συνοδευτικό του δελτίου Τύπου, το καταχωνιάζουν σε κλειδαμπαρωμένα ντουλάπια όπου μοιραία θα επιδοθεί στη συλλογή σκόνης, ακάρεων και γυμνών φωτογραφιών του ΠάνουΚ. Δώστε τα βιβλία στο λαό ρε!
Κλείνω γρήγορα γιατί θέλω να συνεχίσω την ανάγνωση: Μυθιστόρημα αστυνομικό, που κλείνει το μάτι στον Γ. Μαρή και στο ρομάντσο, με εμβόλιμα δοκιμιακά κεφάλαια που παρέχουν ένα σωρό άχρηστες αλλά κακά τα ψέματα φοβερά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων: τους μήνες του χρόνου, την Οδησσό, τον πόλεμο, το έγκλημα, την ιστορία, τους συγγραφείς και τις κλίκες τους, το μέλι και τις ευεργετικές του ιδιότητες, τον Λόρδο Βυρωνα. Κυρίως είναι ένα μυθιστόρημα που σε παρεπέμπει, σε οδηγεί, σε αναγκάζει, πιάνοντάς σε απ' το λαιμό, να ψάξεις περαιτέρω στην παγκόσμια βιβλιογραφία, καθώς τα κεφάλαιά του βρίθουν λογοτεχνικών αναφορών. Ευτυχώς ο συγγραφέας, σπλαχνικός, επιλέγει να μην το παίξει αυθεντία και "τι σούπερ γαμάτος διαβασμένος που είμαι", αλλά στο τέλος του βιβλίου παρέχει τη σχετική βιβλιογραφία που αφορά κάθε κεφάλαιο χωριστά: από Πεντζίκη μέχρι Τάιμπο, από Χόμπσμπάουμ μέχρι Σαρτρ.
Πίναμε ρακές όλο το μεσημέρι του Σαββάτου. Οταν πήγα σπίτι, είχε νυχτώσει. Έκανε ψοφόκρυο κι ένιωθα κάπως μεθυσμένος. Ξάπλωσα στον καναπέ. Η Κ. με ρώτησε αν χρειαζόμουν να μου φέρει κάτι. “Το βιβλίο του Φιλίππου”, της είπα. Το αγκάλιασα και κοιμήθηκα βαθιά. Στον ύπνο μου κοιμόμουν και πάλευα στις λάσπες με τη Σκάρλετ.


21 Ιαν 2010

Σταθερές αξίες


Όσο και αν μοιάζει εμμονή στο παρελθόν νομίζω ότι κάθε άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στα 80's οφείλει στον εαυτό του μια συναυλία των Depeche Mode (και ας κοστίζει ένα 50άρικο). Τι και αν σταφίδιασαν (ο Μάρτιν κυρίως) τι και αν πενηντάρισαν, τι και αν ο καινούριος δίσκος τους είναι επιεικώς αδιάφορος... Κάποιες μπάντες δε χρειάζονται έναν ακόμα καλό δίσκο για να προκαλέσουν λαϊκό προσκύνημα. Αρκεί το κούνημα του Ντέιβ πάνω στη σκηνή που με μια κίνηση μπορεί να κάνει δεκάδες χιλιάδες να παραληρούν και η συνθετική έμπνευση του Μάρτιν: Το "Enjoy the silence" συμπλήρωσε μια εικοσαετία λοιπόν.



Παρίσι, στάδιο Μπερσί, Ιανουάριος 2010





Υ.Γ. Οι φόβοι μου δεν επαληθεύτηκαν: έπαιξαν μόνο 3 καινούρια κομμάτια. Ένα γεμάτο μουσικό δίωρο, ένα γεμάτο γήπεδο χωρίς κάπνα, χαλαρή είσοδος στο χώρο χωρίς σπρωξίδι, δύο λεπτά από το μετρό. Η Ντιντι μιούσικ τι παραπάνω προσφέρει που χρεώνει τους DM 80 ευρώ στη Μαλακάσα;

Η δίδυμη αδερφή της Καρολίνας

Ως προσπάθησε να υψώσει το ανάστημά του, ίνα ξεμανταλώσει απ’ το λαχανίζον μανταλάκιον την εφημερίδα ο Πόντιξ, ο οποίος έτρεχε ξεφύγειν απ’ την εφημερίδαν Γάτα, ελάθεψε, αναγνωρίζοντας το ολίσθημά του ολίσθησε, έχασεν την ισορροπίαν του και, αντί να σώσει τον Ποντίκα, έριξεν χάμαι εις τας λάσπας την Αυριανή. Η κατάσταση, ήδη δύσκολος, καθότι ήτο αδύνατον να ξεχωρίσει εις τας λάσπας πού ξεκινούσε η Αυριανή και πού τελείωνε η λάσπη, κατέστη έτι στριμόκωλος· ως έσκυψε, όχι να πιει κατά το βιολάρειον άσμα, αλλά να σηκώσει την εφημερίδαν υπό την απειλητικήν ματιάν του αξούριστου περιφτερά, το στενό τζιν μπλου μπλακ πανταλόνι του, ευρώα τεσσαράκοντα, εχπτωτικιά τιμή απ’ το κατάστημα που διατηρεί ο Κάρολος Μαρξ μαζί με την Καρολάιν Σπένσερ, στέναξε κρακ, στέναξε κρουκ, και ξάφνου ένα παγωμένο ρεύμα αέρος πλημμύρισεν την κωλοτρυπίδαν του, πρόδηλον σημάδι ότι εξέχασε να φορέσει εσώρουχον.
Κι έτσι, με τον κώλον τρεμάμενον απ’ το κρύον αλλά και υπό το βάρος δύο υπερφυσικών κωλομερίων, τα οποία εχόρευαν σέικ κατά τον ρυθμόν του βηματισμού του, εκίνησε να πάει φευ όχι ταξίδια μακρινά ως την Τζαμάικα αλλά στη δουλειά.



ΥΓ. Κουφάλες, μας έχετε γαμήσει την ψυχολογία.

14 Ιαν 2010

Το λευκό που ξεχωρίζει


Αν νομίζετε ότι το ξάσπρισμα του Μάικλ Τζάκσον ήταν ένα θαύμα της κοσμετολογίας (ή της χημείας, ή της φυσικής, ή και της βιολογίας βρε αδερφέ, στην επιστήμη θα κολλήσουμε τώρα;) που να δείτε τί σας περιμένει. Κι αν τρέξατε στον οδοντίατρο για μια λευκανσούλα πρόσφατα, να σας πληροφορήσω ότι είστε τρε μπανάλ.






Η λεύκανση κωλοτρυπίδας
(εγώ θα έγραφα πρωκτού, αλλά ο δαίμων δε με άφησε) είναι μαστ (ε, ρε μαστίγιο που θέλετε...).

Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, το άκουσα εδώ και κάμποσο καιρό από φίλο στην Αθήνα, ο οποίος μου είπε ότι του το είπε εμπιστευτικά μια φίλη που έχει ένα φίλο που δουλεύει ως αισθητικός (σε κάποιον φίλο ίσως;). Και ότι επίσης είναι η νέα μόδα στον ανδρικό ομοφυλοφιλικό κύκλο.

Το ξέχασα, μέχρι που σήμερα - που το μυαλό μου από τα χτεσινά τσίπουρα λιμνάζει και στιγμιαία μόνο ακούγονται κάτι τσαφ - το θυμήθηκα. Και το έψαξα. Και δε χρειάστηκε και πολύ αναζήτηση σε σημασιολογικούς δαιδάλους για να το βρω (whitening asshole και τσουπ!).

Επίσης φαίνεται ότι η μόδα έχει ξεκινήσει εδώ και 2 χρόνια τουλάχιστον, στην πάντα πρωτοπόρα Αμέρικα-Αμέρικα.

Που θα πάει, θα βγει το Sex and the city 2 για να μας μορφώσει κι εμάς.

Κι επειδή τώρα τελευταία το'χω με την τέχνη:

12 Ιαν 2010

Η μεγάλη ληστεία του τρένου

Αν κάποια στιγμή ανεβείτε στα Πιέρια για να βρείτε λίγο την ησυχία σας αλλά συνεχώς ακούτε ένα βζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ κάπου κοντά και δε ξέρετε περί τίνος πρόκειται μην εκπλαγείτε. Κάποιοι ψάχνουν για το θησαυρό της «Πόστας»
Κάπου στις αρχές του περασμένου αιώνα κάποιοι τσάκαλοι την πέσανε στην «Πόστα» λίγο έξω από το Αιγίνιο. Μια πρόχειρη καθαρά ετυμολογική προσέγγιση της λέξης «Πόστα» δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ταχυδρομικό τρένο. Επίσης με μια καθαρά μπακαλίστικη προσέγγιση, το ταχυδρομικό τρένο εκείνη την εποχή μετέφερε και πολύ χρήμα. Χρήμα επίσης για τις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα μάλλον ήταν οι λίρες και όχι τα χαρτονομίσματα. Όπως μεταφέρουν οι παλιοί, αυτοί που «πάτησαν την Πόστα» κατάφεραν έπειτα από σύντομη μάχη να εξουδετερώσουν την φρουρά που είχε το τρένο και να πάρουν πολλές χρυσές λίρες που μετέφερε. Οι λίρες ήταν μέσα σε μολύβι. Φόρτωσαν τα γαϊδούρια και έφυγαν.
Ακολούθησαν τα μονοπάτια και προσπάθησαν να απομακρυνθούν. Η ληστεία όμως είχε ήδη γίνει γνωστή στις αρχές της εποχής και ήδη είχε ξεκινήσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό και τον τουφεκισμό τους. Γι’ αυτό και σε καίρια σημεία χωροφυλάκοι και αστυνομικοί είχαν στήσει καρτέρι. Οι ληστές είχαν διανύσει αρκετά μεγάλη απόσταση, κάτι που σημαίνει ότι είχαν περάσει μέρες, όταν τους την έπεσε μια ενέδρα. Στη μάχη που ακολούθησε μπόρεσαν να ξεφύγουν αλλά όχι χωρίς απώλειες. Ένας από αυτούς τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκαστικά έμεινε πίσω χωρίς λάφυρα. Ήταν μάλιστα τόσο σίγουροι οι συνάδελφοι του ότι δεν θα τη βγάλει καθαρή που τον άφησαν σε μια εκκλησία. Ο μύθος λέει ότι έγιανε. Τώρα τι να σας πω, εγώ σας μεταφέρω το μύθο.
Εν πάση περιπτώσει παραβλέπουμε το θείο θαύμα και ξαναγυρνάμε στην εξιστόρηση. Οι ληστές λοιπόν στη συνέχεια βλέποντας ότι ουσιαστικά έχουν αποκλειστεί από παντού αποφάσισαν να θάψουν στην περιοχή τα λάφυρα και να γυρίσουν και πάλι πίσω αφού έχει πέσει η σκόνη. Τότε φυσικά ούτε δορυφόροι υπήρχαν ούτε GPS για να σημαδέψουν οπότε έκαναν ένα πρόχειρο χάρτη στο χαρτί και έβαλαν, λέει, σημάδι για να ξέρουν πού ακριβώς είναι θαμμένος ο παράς το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να χώνουν το βόλι μέσα στο όπλο τους. Θυμηθείτε ότι εκείνη την εποχή είχαν μπαρούτι και βόλια και όχι καλάσνικοφ με 835 σφαίρες το δευτερόλεπτο.
Η τύχη όμως τους επεφύλασσε άσχημο παιχνίδι για δυο λόγους. Πρώτα από όλα η περιοχή είναι δασώδης και οι ληστές βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού. Ό,τι πρόχειρο χάρτη και να φτιάξεις δε μπορείς να θυμηθείς επ' ουδενί πού έχεις θάψει κάτι. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι τους τσάκωσαν όλους πλην ενός. Ο τελευταίος μάλιστα, λέει ο μύθος, κανείς δε ξέρει τι απέγινε στη συνέχεια.
Ύστερα από μερικά χρόνια εμφανίστηκε σε χωριό της περιοχής ένας ταγματάρχης της χωροφυλακής. Αναζητούσε κάποιον που να γνωρίζει καλά την περιοχή. Ζήτησε επισταμένως να τον οδηγήσουν σε μια τοποθεσία που ένας μικρός σε ηλικία Τούρκος έβοσκε τα πρόβατα ενός ντόπιου τσομπάνου. Ο λόγος ήταν ότι εκεί ο Τούρκος, ή το Τουρκάκι όπως συνεχώς μου τον έλεγε ο άνθρωπος που μου είπε την ιστορία, είχε βρει ένα από αυτά τα εργαλεία που έσπρωχναν μέσα στο όπλο το βόλι (ας μου πει ένας χριστιανός πως τα λεν). Το τουρκάκι δεν ήξερε την ιστορία και δεν έδωσε σημασία αλλά οι υπόλοιποι ήξεραν. Και όταν τους το παρουσίασε στον καφενέ του χωριού έκαναν πως δεν έδιναν σημασία αλλά ξεκίνησαν να ανεβαίνουν στο λόφο και να ψάχνουν χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αυτό προκάλεσε κουτσομπολιό και τον ερχομό του ταγματάρχη. Αυτό που δεν είχαν οι προηγούμενοι αλλά είχε αυτός ήταν ένας χάρτης. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έφτασε στα χέρια του ταγματάρχη ο χάρτης αλλά το σίγουρο είναι ότι τον είχε. Ο ταγματάρχης διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να βρει δυο πράγματα: Το Τουρκάκι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το χωριό σε ένα βράδυ, και ότι το σημάδι που είχε στο δικό του χάρτη αντιστοιχούσε σε άλλο μέρος της περιοχής. Όταν βρέθηκε στο σημείο διαπίστωσε και άλλο πρόβλημα. Η ορεινή αυτή περιοχή υφίσταται πολλές καθιζήσεις. Στο χάρτη του επίσης γινόταν λόγος για ένα ρέμα αλλά μπροστά του είχε δυο. Ο μικρός που τον πήγε μέχρι εκεί, και ήταν ο άνθρωπος που τώρα είναι παππούς και μου είπε την ιστορία, του είπε ότι όντως πριν χρόνια εκεί είχε μόνο ένα ρέμα και ότι το ήξερε από τον δικό του παππού. Όμως με τις καθιζήσεις το ρέμα άνοιξε και άλλη δίοδο με αποτέλεσμα η περιοχή να έχει αλλάξει εντελώς φυσιολογία. Ο ταγματάρχης έμεινε κάποιες μέρες εκεί αλλά αποτέλεσμα δεν έβγαλε.

Από τότε και μέχρι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι από την περιοχή της Κατερίνης αλλά και της Βέροιας που πάνε στα βουνά με ειδικούς ανιχνευτές μετάλλων και αναζητούν το θησαυρό. Μέχρι τώρα κανείς δεν έχει βρει κάτι σχετικό με αυτό, ή τουλάχιστο δεν το έχει πει δημόσια. Υπάρχουν μάλιστα μαρτυρίες που κάνουν λόγο για λίρες που κάποιοι έχουν βρει αλλά επρόκειτο για ενίσχυση των Άγγλων προς την εθνική αντίσταση και όχι κάτι σχετικό με την «πόστα».

Μύθος ή πραγματικότητα;

Μια γρήγορη, πολύ γρήγορη, όμως, αναζήτηση στα αρχεία των εφημερίδων μέσα από το σάιτ της εθνικής βιβλιοθήκης (ευχαριστώ Argos) δεν μου έδωσε κάτι σχετικό με τη ληστεία. Όμως έβαζα τη λέξη Αιγίνιο και σχεδόν πάντα είχα αποτελέσματα για την Αίγινα. Επίσης είχα αποτελέσματα για ληστές αλλά ήταν για κάποιον στα Ιωάννινα που τους είχε ξεκάνει εκείνη την εποχή. Θα ψάξω κι άλλες πληροφορίες και θα ερευνήσω λίγο καλύτερα το αρχείο όταν θα έχω χρόνο. Όχι γιατί έχω ελπίδες να βρω το θησαυρό. Αυτόν τον έχω βρει. Είναι 23 μηνών και ξανθός. Αλλά γιατί έχει φάση.

Οι δυο εναλλακτικές διαδρομές (αν τις θυμάμαι καλά) που λέγεται ότι ακολούθησαν οι παίκτες είναι αυτές:

Για αυτήν εδώ τη διαδρομή με πορεία το google maps βγάζει ότι είναι περίπου 47 χλμ και χρειάζεται (χωρίς γαϊδούρια και χρυσές λίρες και μπάτσους) κάπου 10 ώρες για να γίνει.

Αυτή εδώ, πάντα σύμφωνα με το google maps, είναι περίπου 47 χλμ και χρειάζονται 10 ώρες για να γίνει.
Υπενθυμίζω ότι οι διαδρομές είναι σύμφωνα με όσα έχω ακούσει και ότι οι άνθρωποι της εποχής κινούνταν στα βουνά μέσα από μονοπάτια.

ΥΓ Έχω ένα πόνο στη μέση του χίλιου διαόλου. Έχω σύρει μούγγρος.

Καφτή πατάτα - με χι

Σπανίως αγαπητέ περαστικέ γράφω εν βρασμώ. Σπανίως άλλωστε τελώ εν βρασμώ. Οπότε αυτή η ανάρτηση είναι ξεχωριστή, ειδικά απ' τη στιγμή που είμαι και σε φάση ημιμέθης.
Ποτέ μου δεν υπήρξα (σπουδαίος, συνεπής, δραστήριος) συνδικαλιστής. Μάλλον λόγω του συνδυασμού ελιτισμού και συνδρόμου κατωτερότητας που με διακατέχει. Ωστόσο είναι κάποια πράγματα που δεν τα καταλάβαινα, ποτέ. Από παλιά. Από τότε ας πούμε που ήμουν μαθητής και έκαναν οι δάσκαλοι απεργίες και βγαίνανε όλοι οι ξύπνιοι και τους κατηγορούσαν ότι προτάσσουν πάντα πρώτα τα οικονομικά αιτήματα και εν συνεχεία τα "περί εκπαιδευτικής διαδικασίας και λειτουργίας". Από τότε, μικρός ήμουν, θυμόμουν κάτι που είχα διαβάσει, άκουσον-άκουσον, στον "Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου" της Αλκης Ζέη (που διαδραματίζεται επί Κατοχής): Πρώτα θα φάμε και μετά θα διεκδικήσουμε ελευθερία (ή κάπως έτσι τελος πάντων έχει χαραχτεί στη μνήμη μου). Οπότε σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, εξακολουθώ να πιστεύω το ίδιο. Οι ικανοποιητικοί μισθοί είναι το ελάχιστο, είναι το σημείο μηδέν, είναι η απαρχή όλων των εργατικών διεκδικήσεων. Ουτως ή άλλως η μισθωτή εργασία ως θεσμός είναι ντροπή. Είναι σκλαβιά. Μια σκλαβιά την οποία προσωπικά τουλάχιστον την αποδέχομαι ως αναπόδραστη αναγκαιότητα. Και ζητώ ως αντάλλαγμα χρήματα. Είναι σαν να με υπενοικιάζω επί οκτώ ώρες στα αφεντικά. Η αξιοπρέπεια, η καλύτερη συμπεριφορά των εργοδοτών, η καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης είναι πολύ σημαντικά πράγματα, ναι. Αλλά έρχονται μετά. Οταν είσαι απλήρωτος, όταν έχεις εργαστεί και δεν έχεις πληρωθεί για την εργασία σου, ξεκινάς να διεκδικείς απ' αυτό -και συνεχίζεις, εννοείται ρε συ, συνεχίζεις και με τα υπόλοιπα. Ζητάς τα πάντα, για να πάρεις το ελάχιστο. Και ούτω καθεξής. Δεν φοβάσαι μη σε κακοχαρακτηρίσουν οι απέξω πως ό,τι κάνεις το κάνεις για τα λεφτά. Φυσικά ρε συ, για τα λεφτά δουλεύω, διεκδικώ να πληρώνομαι.

Και μέσα σε όλα αυτά, διαβάζω κάτι πολύ όμορφο, για μένα σχετικό, για άλλους ίσως άσχετο που έχει γράψει ο σπουδαιος Ντανίλο Κις στην Κλεψύδρα του (εκδ. Κέδρος): "Η κακόμοιρη πατάτα που προήλθε όπως κι εμείς απ' το έρεβος της ιστορίας και της γης, της οποίας όμως η επιβίωση δεν κινδυνεύει, όπως η δική μας, όσο στον κόσμο υπάρχουν πεινασμένα στόματα, όσο ακόμα υπάρχει η γη. Αυτό λοιπόν το δυστυχισμένο γεώμηλο, αυτό το φτωχο ψωμί που δεν λείπει ούτε απ' το τραπέζι των πλουσίων, σερβιρισμένο ελαφρώς μεταμφιεσμένο, σε μορφή πουρέ ή σάλτσας, περιχυμένο με γάλα και κρέμα γάλακτος και σος, οργιάζει αυτή η χυδαία πατάτα, αυτό το επίγειο-επουράνιο μάννα, αυτό το υπόγειο καρκίνωμα, ο επιφανειακός βλαστός, η σκληρή γροθιά, ο σβολιασμένο βολβός, ποτέ δεν εξελίχθηκε κατά τη μακρινή του ιστορία στον τέλειο κύκλο ενός μήλου ή μιας ντομάτας, αλλά έμεινε ατελής όπως ο άνθρωπος, μόνο επιφανειακά συμμετρικός, γεμάτος ρόζους και καρούμπαλα, γεμάτος κονδύλωματα και εξογκώματα, τρύπες και σχισμές, χωρίς πυρήνα και χωρίς κέντρο, χωρίς τίποτε που θα μαρτυρούσε τη παρουσία του Δημιουργού και της σοφίας του, οπότε έγινε η ιδανική εικόνα της γης και τους ανθρώπου πλασμένου από χώμα, έγινε σάρκα και δέρμα, χωρίς μεδούλι και καρδιά..."

Νομίζω πως αυτό το τραγούδι ταιριάζει γάντι:



ΥΓ. Παρακαλώ, τυχόν σχόλια, να μη με αφορούν προσωπικα (του στιλ "μα τι συνέβη;"). Σχόλια προσωπικά του στιλ "τι θεός που είσαι" ή "μα τι μαλάκας που είσαι" (είπαμε ελιτισμός με σύνδρομο κατωτερότητας) είναι πάντα ευπρόσδεκτα.

11 Ιαν 2010

Με φωνή αλά Τζόνι Λάιντον:
This is not a love film

Αναρωτιέμαι: θα μου άρεσε τόσο πολύ η ταινία (500) days of Summer αν δεν ήταν γεμάτη αναφορές στην ποπ μουσική κουλτούρα (Smiths, Belle and Sebastian, Pixies, Ringo Starr); Κι είναι εντέλει λόγος αυτός για να σ' αρέσει μια ταινία; Η απάντηση είναι ναι, ειδικά όταν ο πρωταγωνιστής είναι ένας τύπος που έχει ακούσει πάρα πολλά ποπ τραγούδια μέχρι του σημείου να αντιλαμβάνεται τη ζωή ως ένα ποπ τραγούδι, ώσπου συνειδητοποιεί ότι "the movies and the pop songs they're to blame for all the lies..."
Μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας; Οτι δεν κυκλοφόρησε και σε 3D ala Αβαταρ εκδοχή...



Summer quoted a song by the Scottish band Belle and Sebastian in her high school yearbook: "Color my life with the chaos of trouble".



ΥΓ. Τελικά είμαι πολύ ψαράς.

8 Ιαν 2010

Περί της του κρόκου δειλίας

Καιρός να δούμε τις κάμερες σπασμένες

Το τηλεοπτικό συνεργείο ήταν όλο κι όλο δύο κοπέλια, αγόρι και κορίτσι, καμεραμαν και δημοσιογραφίνα. Μπήκαν διστακτικά στο σπίτι.

Δεν πιστεύω να τον έχετε να κυκλοφορεί ελεύθερος; ρώτησε το κορίτσι κοιτάζοντας δεξιαριστερά. Όι, απάντησε ο θηριοδαμαστής, τον έχω σε ενυδρείο. Κι είναι μεγάλος; ερώτησε τ’ αγόρι. Ισα με σαράντα πόντους. Α! μικρός, ανακουφίστηκε ο καμεραμάν. Ανάψανε τους προβολείς, απέναντι απ’ το ενυδρείο, μέσα στο οποίο το θηρίο πήρε ανάποδες.

Αχου το μωρέ, πιτσούνησε τ’ αγόρι. Αμα το βγάλετε όξω, να το χαϊδέψω μια ολιά; Ο μασίστας ψιλοστράβωσε: Να σου πω, ορέ λεβέντη… Ετούτο εκεί που ‘χεις στην άκρια, είναι της κάμεράς σου τρίποδο;

Ναι…

Ε δεν στήνεις καλλιο την κάμερα απάνω;

Μπα, προτιμώ να την κρατώ εγώ.

Βρε άκου με που σου λέω, στήστηνα στο τρίποδο…

Όχι, δεν είναι ανάγκη σας λέω…

Ξα σου… Εγώ μια φορά σου το ‘πα.

Και κάνει μια κι ανοίγει το πορτόνι και βγαίνουν πρώτα τα σαγόνια του αλιγάτορα με την τριπλή οδοντοστοιχία. Και τον γραπώνει ο κροκοδειλάκιας απ’ τα σαγόνια και τον τραβάει όξω, και το ζωντανό τα ‘χει πάρει στην κράνα, έχει στραβωθεί απ’ τους προβολείς και τη λάμψη της δημοσιότητας και κουνεί μανιασμένα την ουρά και προσπαθεί ο θηριοδαμαστής μασίστας κροκοδειλάκιας να την τιθασεύσει την ατίθαση ουρά, και άι μανούλα μου, ουρλιάζει η κοπέλα, πετάει μικρόφωνο και γόβες δωδεκάποντες και το βάνει στο πόδια, όχι ρε πούστη μου, μουγκανίζει τ’ αγόρι και του πέφτει η κάμερα και γίνεται χίλια κομμάτια.


Κορμί φιδίσιο

Επήγε ο φονιάς, δίχως να ρωτήξει κανέναν, κι έβαλε νέφτι στο φίδι και το φίδι ψόφησε και όταν του εζήτησα το λόγο, τι πήγε κι έκανε και φόνευσε τον όφι, μου ‘πε μα καλά μεγάλος άνθρωπος είναι πράγματα αυτά να μαζεύεις φίδια στον κόρφο σου, και τον έπιασα απ΄τον γιακά και τον απείλησα πρόσεξε κακομοίρη μου γιατί την επόμενη φορά θα πάρω τον όφι ζωντανό και θα τον εβάλω στην βράκα σου.


Κοινωνική αναλγησία

Εβαλε τον αλιγάτορα στο χιουντάι στη θέση του συνοδηγού, του βαλε και ζώνη ασφαλείας και ξεκίνησαν να πάνε βόλτα. Βγαίνοντας στην έρημο πέσανε σε μποτιλιάρισμα: χιλιάδες βεδουίνοι την πίνανε κατάχαμα καθισμένοι στο λιοπύρι και λιώνανε λουσμένοι στο φως και στον ιδρώτα, και ξωπίσω τους έτρεχαν χρυσά κουταλάκια για να τους ταΐσουν γιαουρτάκια. Και μέσα στη φασαρία από κλαξόν και κουταλάκια και σταγόνες ιδρώτα που έπεφταν στη φλεγόμενη άμμο, ο αλιγάτορας απάντησε στο κινητό του, άκουσε μια στιγμή τα νέα για την σε εξέλιξη ληστεία στην τράπεζα κι έκλαψε με μαύρο δάκρυ… «Παλιοελάφια», μονολόγησε «σας ταΐζουμε όλο το χρόνο λάστιχα αυτοκινήτου, αλλά φεύγετε πριν έρθουμε να σας φάμε». Και έκανε όπισθεν να πάει να καθαρίσει την πλατεία που τα περιστέρια την είχαν καταχεσοκουτσουλήσει.


6 Ιαν 2010

Α βαταρήσου

Μέχρι πρόσφατα η χειρότερη κοινώς αποδεκτή ως πχοιοτικιά ταινία που είχα δει ήταν η «Επαφή» με την Τζόντι Φόστερ. Χθες φορώντας τα 3d γυαλιά μου αποφάσισα πως ήρθε η ώρα της εκθρόνισης: ζήτω η νέα χειριστηρότερη των χειρίστων ταινία!
Λοιπόν, για να ισιώσουμε τα πράγματα, ελάχιστα πράγματα ξέρω από κινηματογράφο. Ουτε κάνας κουλτουριάρης είμαι. Αλλά χτες ένιωσα ότι κάποιοι με αντιμετωπίζουν ως ηλίθιο, όχι ότι δεν είμαι, αλλά δεν γουστάρω να μου το πετάνε στη μούρη σε τρισδιάστατη μορφή.
Η ταινία Αβαταρ θα συμφωνήσω ότι είναι ένα επίτευγμα, όχι όμως κινηματογραφικό, αλλά τεχνολογικό, και ως τέτοιο μόνον μπορώ να το αποδεχτώ. Για την ακρίβεια, η ταινία Αβαταρ μου φάνηκε σαν μια τεχνολογικά βελτιωμένη, φουτουριστική εκδοχή της Ζίνας. Κι αν σας φαίνεται υπερβολική η σύγκριση με τη κατ’ εμέ αδικημένη απ’ την κριτική τηλεοπτική υπερπαραγωγή, σας παρακαλώ να αντιπαραβάλλετe τις πολεμικές κραυγές της Ζίνας με τις πολεμικές κραυγές των εξωγήινων ιθαγενών. Στο σημείο αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας για να επισημάνω το μέγιστο ατόπημα των υπευθύνων της ταινίας: επέλεξαν να βάλουν άνδρα πρωταγωνιστή, και όχι την Ανα Λουθία του Λοστ, κατά κόσμον Μισέλ Ροντρίγκεζ. Οχι μόνον δεν της εφόρεσαν τη στολή της Ζίνας, αντιθέτως της εφόρεσαν μιαν άθλια χακί στολή ολόσωμη, όχι μόνο δεν την επρωταγωνίστησαν (sic), αλλά της έδωκαν έναν τριτοκλασάτο ρόλο, έφτασαν δε μέχρι το σημείο, λίγο μετά που έσκασε μύτη με το άσπρο τρισδιάστατο φανελάκι, να την εσκοτώσουνε οι πούστηδοι, οι μπινέδαι, οι πολεμοχαρείς φονιάδες των λαών.
Πέρα απ’ αυτό, και για να σοβαρευτούμε κατά το δυνατόν, μια ταινία πρέπει να έχει σενάριο. Το σενάριο του Αβαταρ είναι μια κλισαρισμένη αθλιότητα με τον τύπο τον ωραίο, πλην βασανισμένο, σε ρόλο διπλού πράκτορα, να βρίσκεται στη δίνη μεταξύ του μανιχαϊστικού διπόλου Γκαλό – Γκαγκό (μαμ φτου κακά και νάνι οι θεαταί). Στην αρχή πρακτορεύει για το Γκαγκό, μετά όμως το Γκαλό εβάζει τα γκαλά του, δείχνει και λίγο βυζί, και ο ήρωας αφοσιώνεται στην υπεράσπιση του Γκαλού…
Και πάμε στις μάχες, οι οποίες είχανε τον ατελείωτο. Μπαμ, μπουμ, έκρηξη, κλανίδια, κρωξίματα, λίγο από πόλεμο των άστρων, λίγο από άρχοντα των δαχτυλιδιών, λίγο από βερχοφενικούς Στρατιώτες του Σύμπαντος, λίγο απ’ τις Φανταρίνες με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Κάθε φορά έλεγα «ψόφα επιτέλους» (ναι για τον πρωταγωνιστή ομιλώ), «πιάστηκε ο γκώλος μου, τελειώνετε να πάμε να φάμε κάτιτις», μόνο που αυτός μοναχά μια στιγμή ξαπόσταινε και ξανά προς τη δόξα τραβούσε-τραβούσε.
Μια ταινία επίσης βασίζεται στις ερμηνείες των ηθοποιών. Μιλάμε για φοβερές ερμηνείες, αντάξιες της αντίστοιχης αλήστου μνήμης εκφραστικότητας και εύρους του Ρόμπερτ Ντε Νίρο ως Τέρατος του Φρανκεστάιν. Σίγουρα η υποκριτική τέχνη έχει πολλά να περιμένει από το πολύχρωμο πτηνό που καβάλησε στο φινάλε ο Τζέηκ απ’ το Σούλι.
Εχω την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης της ταινίας και εμπνευστής του εγχειρήματος Τζ. Κάμερον (όχι Ντίαζ, αχ Κάμερον) είναι θαυμαστής του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Και εξηγούμαι: αν έχω καταλάβει καλά, οι φαν του Τεό, ειδικά αυτοί οι μουρλαμένοι οι Γιαπωνέζοι, τη βρίσκουν με τις εικόνες του, με τη φωτογραφία στις ταινίες του, ακόμη και όταν οι ταινίες του, όπως π.χ. Το μια αιωνιότητα και μία μέρα, πραγματεύονται το απόλυτο τίποτε με ένα μανδύα μπόλικου καθόλου και κοινωνικού ψευτοπροβληματισμού για αναλύσεις καφενείων, διαδικτυακών και μη. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και εδώ ο Κάμερον Όχι Ντίαζ: ωραίες εικόνες, ψευτο-οικολογία, χώρια το μανιχαϊσμό, χώρια τις αφελείς απλουστεύσεις, χώρια τα δαλιανίδεια χορευτικά των εξωγήινων ιθαγενών, χώρια τον άθλιο μυστικισμό τους, χώρια τον περιορισμένο ρόλο της Μισέλ Ροντρίγκεζ…
Μπορώ να το δεχτώ ως εξαιρετικό βίντεογκέιμ. Ως εξαιρετικό τεχνολογικό επίτευγμα. Ως εξαιρετικό "χάσιμο" (χρόνου). Ως αποτέλεσμα κατανάλωσης εξαιρετικής ποιότητας ψυχοτρόπων ουσιών. Αλλά όχι ως κινηματογράφο. Η ταινία Αβαταρ συνιστά όνειδος και μαύρη τρύπα για όλους εμάς που αγαπήσαμε το σινεμά χάρη σε κολοσσούς όπως ο Εντι Μέρφι, ο Μπεν Στίλερ, ο Ανταμ Σάντλερ, ο Σεθ Ρόγκεν, η Τζέημι Λι Κέρτις, ο Τζον Κλιζ, ο Τσάβι Τσέης, ο Νταν Ακρόιντ, οι Αφοί Μπελούσι, η Μόνικα Μπελούτσι, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, ο Στάθης Ψάλτης, ο Κώστας Τσάκωνας και ο Μάρκος ο Λεζές.



Και αν κανείς ενδιαφέρεται, η τελευταία ταινία που είδα και μου άρεσε πολύ ήταν το Whatever Works του Γούντι Αλεν.


3 Ιαν 2010

Πανκ's dead!



Εντζόη