31 Αυγ 2014

Ευχαριστίες

Το 'χε συνήθειο από παλιά, να διαβάζει τα credits των δίσκων που αγόραζε, είτε βινύλια είτε σιντί, τη λίστα των ονομάτων ανθρώπων που ο καλλιτέχνης ευχαριστούσε, γιατί τον βοήθησαν στη δημιουργία του δίσκου, γιατί αποτέλεσαν έμπνευση, ακόμη και γιατί το να ευχαριστείς κάποιον ανώνυμο όταν πια εσύ έχεις γίνει επώνυμος είναι μια μορφή εκδίκησης, κάτι σαν χαιρεκακία, δες με μαλάκα τα κατάφερα κι εσύ ακόμη εκεί στον πάτο, βέβαια για κάποιους είναι όνειρο ζωής να μπουν σε μια τέτοια λίστα, γεννημένοι δευτεραγωνιστές, γεννημένοι υπάλληλοι, καρατερίστες της ζωής -όχι, αυτό δεν σημαίνει, όπως νόμιζε παλιά, ότι ξέρουν καράτε- το 'χουν όνειρο λοιπόν να μπουνε σε μια τέτοια λίστα, οι αφανείς οι ήρωες, αυτοί που διακριτικά σκουπίζουν ένα δάκρυ χαράς όταν τους αναγνωρίζεται η στήριξη, κάπως έτσι το 'χε όνειρο κι αυτός, που διάβαζε μανιωδώς ευχαριστίες στους δίσκους, να μπει μια φορά κι αυτός σε μια τέτοια λίστα, κι όσο περνούσε ο καιρός και δεν τα κατάφερνε τού φαινότανε ότι αυτό του το συνήθειο, να διαβάζει λίστες με ευχαριστίες σε δίσκους, δεν διέφερε από το συνήθειο που έχουν άλλοι, να διαβάζουν τα κοινωνικά, γάμους, βαφτίσια, μνημόσυνα, κηδείες στις εφημερίδες, ή στων δρόμων τις γωνίες τα κηδειόχαρτα, κάποιοι μάλιστα σύμφωνα με φήμες τα κάνουν συλλογή και τ' ανταλλάσσαν μεταξύ τους, έχω κηδεία Παπαδόπουλου διπλή, σου δίνω τη μία για κηδεία Κωνσταντινίδη ή για πέντε διαδοχικά ετήσια μνημόσυνα Χατζηφανφάρα, ή άλλους που όταν χέζουν διαβάζουν τα κουτιά από τα απορρυπαντικά, ή τους παπάδες που ακατάληπτα σε κάποιο μυστήριο -δεν θυμάται πια σε ποιο, έχει καιρό να μπει σε εκκλησία- μνημονεύουν ονόματα νεκρών που τα έχουν γράψει γυναίκες συνήθως μαυροντυμένες σε ένα χαρτάκι μαζί με ένα ψωμάκι, λειτουργιά, που το παίρνουν από το φούρνο και το πάνε πρωί-πρωί στην εκκλησιά, την ώρα που αυτός κοιμάται, γιατί ξενύχτησε χτες βράδυ παλι, είχε πέσει με μούτρα και διάβαζε λίστες ονομάτων με ευχαριστίες σε δίσκους. Μα το δικό το πουθενά. Μήπως πρέπει ν' αρχίσει να ψάχνει πια αλλού; Στα ακατάληπτα λόγια των παπάδων, στα κηδειόχαρτα στων δρόμων τις γωνίες, στα κουτιά από τα απορρυπταντικά και στις στήλες με τα κοινωνικά των εφημερίδων;

ΥΓ. Λίίίίγο πιο μακάβριο απ' ό,τι θα ήθελα, αλλά δεν βαριέσαι. Μια χαζοϊστορία ακόμη, μέχρι την επόμενη.


28 Αυγ 2014

Κακημέρα

Δυο φορές σήμερα το πρωι κάποιος φώναξε καλημέρα σχεδόν μέσα στο αυτι μου και τις δυο νομιζα πως ήτανε μα δεν ήτανε για μένα και πράγματι πού να την βρω την καλή τη μέρα; στο φούρνο αναθάρρησα, με κεράσανε κεκάκι, βρε για δες -σκέφτηκα- θα ειναι τελικα καλή η μέρα, μέχρι που το δάγκωσα και πνιγηκα στη ζάχαρη την άχνη, απαγχονισμός διά ζαχάρεως, γράψανε οι εφημερίδες, λαμπρος νέος που ειχε απλώς μιαν άτυχη, μια κακημέρα.

27 Αυγ 2014

αυτός που τα έχει με την Εφη

Έπεφτα. Πόσο διαρκεί μια πτώση;
Έπαιζα άρπα, γνωστός κι κοσμοαγάπητος, θεωρητικός της ηθικής του κομπολογιού στη γνώση και στην πτώση.
Απ' όλες τις πτώσεις, η δοτική με αρέσει. Απ' όλες τις πτώσεις, μού 'τυχε η πιο απότομη. Της ζωής η αφαιρετική.
Έπεφτα, σκεφτόμουν τέτοιες βλακείες.
Προλαβαίνεις να σκεφτείς, να αστειευτείς και να βρεις κάποιον να τα πεις σαν πέφτεις;
Κάποιος με προσπέρασε, πέφτοντας με μεγάλη ταχύτητα. Κόψε μπρε λίγο να σου πω.
Δοκίμασε να κόψει, μόνο τ' αυτί του κατάφερε, μου το άφησε παρέα, και στη συνέχεια έκοψε λάσπη.
Κανένας δεν ανέβαινε. Ολοι πέφτανε. Βρε για δες, τα μονοδρομήσαν όλα οι καργιόληδες. Ακόμη και τα αδιέξοδα. Δεν μπορείς να κάνεις αναστροφή, να γυρίσεις προς τα πίσω.
Κάποιος μου σέρβιρε ντολμαδάκια. Τα πιο νόστιμα του κόσμου. Εφαγα.
Κοιταξα τον μάγειρα. Ενας νεκρός. Μαγειρεύουν οι νεκροί;
Έπεφτα. Είχα αρχίσει να βαριέμαι πέφτοντας. Έστριψα κι ένα τσιγάρο, δεν γαμείς, ούτως ή άλλως πέφτω, μάλλον πεθαίνω.
Κάποιος μου έστειλε μήνυμα. Χάρηκα πολύ. Καιρό είχα να μάθω νέα του.
Τα διάβαζα πέφτοντας στροβιλιζόμενος σταυροπόδι.
Εχουν νέα οι νεκροί;
Έπεφτα. Επιτάχυνα, να πέσω πιο γρήγορα. Ξύπνησα, το μόνο που κομματιάστηκε ήταν το όνειρο. Βιαστικά προσπάθησα να ξανακολλήσω τα κομμάτια του.
Μα φτιάχνει κάτι που είναι σπασμένο;
Ο,τι δεν με βόλευε το πέταξα, το υπόλοιπο νάτο γραμμένο.
Αλλά φοβήθηκα.
Να γράφω για νεκρούς, μην είναι γρουσουζιά;

23 Αυγ 2014

Τι συνέβη επακριβώς

Κάποιος σκότωσε κάποιον, μπορεί και κάποιαν, γιατί έτσι. Στέκονταν οι δυο τους εκεί πέρα και περίμεναν κάτι να εμφανιστεί και, αντ' αυτού, εμφανίστηκε ένας άλλος, που το ένα απ' τα δύο ζευγάρια μάτια τον κοίταξε κάπως, ίσως παρακλητικά, σε φάση "μείνε, σε χρειάζομαι, φοβάμαι εδώ πέρα", και το άλλο ζευγάρι τον κοίταξε κάπως αλλιώς, ίσως προκλητικά, σε φάση "μείνε, σε χρειάζομαι, θέλω κάποιον για μάρτυρα", μα ο άλλος που εμφανίστηκε εκεί πέρα κοιτούσε κάπου αλλού και καθότι γενικότερα απέφευγε να κοιτά τον οποιονδήποτε στα μάτια δεν είδε την παράκληση μήτε και την πρόκληση αλλά ούτε και το φονικό που εκτυλίχθηκε εμπρός του, μόνο σαν έστρεψε το βλέμμα του προς τη σωστή κατεύθυνση είδε κάποιο πτώμα σε κάτι αίματα, μπορεί να ηταν άνδρας, μπορεί και γυναίκα, κι ο άλλος, ο πρώτος από τους τρεις που στέκονταν εκεί πέρα, εξαφανίστηκε τρέχοντας ή κάπως αλλιώς, μπορεί πετώντας, ίσως και έρποντας, μπορεί και κολυμπώντας, και σαν ήρθε αυτό, ξες, που κάνει τις πολλές τις στάσεις και που μπαίνουν πολλοι μαζί μέσα, όρθιοι και καθιστοί, που περιμέναν οι πρώτοι δύο κάποιοι, που ένας, μπορεί και μία, εξ αυτών είναι πλέον το θύμα, κι ο άλλος, σίγουρα άνδρας αυτός, είναι ο θύτης, που αφού τρέχοντας, πετώντας, έρποντας ή κολυμπώντας έφτασε κάπου που ένιωθε ασφαλής έβγαλε μια κόλλα χαρτί να γράψει κάτι, διαγώνισμα, συνταγή, στίχους, λίστα για το σουπερμάρκετ, κάτι άλλο, μια συνωμοσία ίσως, ώστε να εμπλέξει στη συνέχεια εκείνον εκεί τον τρίτο τον αθώο που ήταν και δεν ήταν μάρτυρας του φονικού διότι όχι μόνο βρέθηκε σε λάθος τόπο τη λάθος στιγμή, αλλά δυστύχησε να κοιτά προς την άλλη πλευρά σαν έπεσε η πρώτη μαχαιριά, μπορεί και πιστολιά, κι έτσι όταν πρώτα έφτασε ως έλεγα αυτό που περιμέναν οι δυο πρώτοι και κατέβηκαν κάποιοι αλλοι, ένα κάποιο πλήθος ατόμων, κάποιοι φωνάξαν "Χριστέ μου, φονικό" και άλλοι "Μα τον Αλλάχ, τι είναι τούτο το κακό!" και κάποιοι παράλλοι "νάτος ο φονιάς, απάνω του παιδιά" και καποιοι αντιπαράλλοι, ρουφιάνοι ή ευσυνείδητοι πολίτες, καλέσαν εκείνους με τις στολές, τους πώς τους λένε, με τα μπιστόλια, που κάποιοι τους λεν γουρούνια κι άλλοι παιδιά των εργατών, και τον βάλανε σε ένα μέρος που 'χε κάτι κάγκελα και του κάνανε κάτι ερωτήσεις σε φάση "παλιόμουτρο εδώ που ήρθες όλα θα τα μαρτυρήσεις", και εντέλει μαρτύρησε την άγνοιά του και πως δεν ήξερε τίποτε συγκεκριμένο, όλα ήταν κάπως αόριστα, είχε τα δικά του προβλήματα, σιγά μην ασχοληθεί με τα δικά τους, και τον καταδικάσανε, ένεκα της αοριστίας, παρατατικά ως μέλλοντα παρακείμενο σε τρομοκρατική οργάνωση να εξιστορεί τον ενεστώτα ως την υπερσυντέλεια του κόσμου.

22 Αυγ 2014

Ημίονοι

Είστε, είπε το πρώην αφεντικό, ιδιοκτήτης μεγάλης επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο χώρο του μαρμάρου -να φανταστείς τη Σερβία μετά τον πόλεμο αυτός την ανοικοδόμησε, ας είν' καλά το ΝΑΤΟ-, σαν τα μουλάρια της Ακροπόλεως. Την ξέρετε την ιστορία; Αφού δεν την ξέρετε, και πώς να την ξέρετε άλλωστε, εργάτες ήσασταν, θα σας την πω. Ηταν κάτι μουλάρια που κουβάλησαν τα μάρμαρα για να χτιστεί η Ακρόπολη των Αθηνών. Τα οποία κάναν τόσο καλή δουλειά στο κουβάλημα που οι Αθηναίοι, όταν τελείωσε η μεταφορά του μαρμάρου, για να τα τιμήσουν, τα αφήσανε ελεύθερα να πάνε όπου θέλουν. Κι όμως αυτά καθημερινά τριγύριζαν εκεί, γύρω-γύρω από την Ακρόπολη. Δεν ξέρανε, δεν θέλανε, δεν είχαν τι άλλο να κάνουν. Ετσι κι εσείς. Βγήκατε στη σύνταξη χρόνια τώρα, κι ακόμη εδώ τριγυρνάτε, ερχεστε να πιείτε καφέ, να συναντήσετε ο ένας τον άλλον, να μάθετε τα νέα, σαν τα μουλάρια της Αθήνας.

ΥΓ. Το πρώην αφεντικό είναι πια πρώην ιδιοκτήτης πρώην μεγάλης επιχείρησης. Τα υπόλοιπα, περίπου, ως έχουν.  

21 Αυγ 2014

πρωί

έχει ακούσει τόσες πολλές φορές τα τελευταία δύσκολα χρόνια το συγκεκριμένο μουσικό συγκρότημα, τον βοηθά να στέκεται όρθιος, τόσες πολλές φορές που είναι ταυτισμένο με τις δύσκολες στιγμές σε τέτοιο βαθμό που αυτομάτως, όταν, εάν και εφόσον, ξεπεραστούν οι δυσκολίες, θα πάψει να το ακούει, δεν θα το έχει ανάγκη πια, δεν θα του αρέσει καν πια, το ίδιο μάλλον θα ισχύσει με όλα τα πρόσωπα και πράγματα της δύσκολης εποχής, γιατί η ευτυχία είναι σκληρή και εγωιστική και δεν θέλει τίποτε να της θυμίζει τα περασμένα ζόρια.

18 Αυγ 2014

Ανατροπή μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (και μόνον)

Το Γενάρη του 2007, όλα ήταν διαφορετικά. Η κοινωνία, ο γράφων. Ακόμη κι αυτό το ιστολόγιο, το οποίο τότε ήταν δεν ήταν τεσσάρων μηνών, είχε διαφορετική θεματολογία και αισθητική.
Να όμως που ήρθε η ώρα να θυμηθώ μια δημοσίευση εκείνης της εποχής: διαδηλωτές προς ενοικίαση, τότε, στη Γερμανία. Θέλεις να διαμαρτυρηθείς για κάτι, να διαδηλώσεις την αγανάκτησή σου, αλλά σου λείπει κόσμος; Χρειάζεσαι άτομα για μπούγιο; “Αλληλέγγυους” που λέμε; Μπορούσες, τότε, να απευθυνθείς σε ένα γραφείο ενοικιάσεων παντός είδους και να ενοικιάσεις και διαδηλωτές.
Στην Ελλάδα ο κλάδος του ενοικιαζόμενου διαδηλωτή δεν έχει ανθίσει ακόμη. Κακώς. Φταίει και η Αριστερά σε αυτό.
Και δεν κάνω πλάκα. Δεν προβοκάρω, ούτε σαρκάζω τη γνωστή αντιαριστερή καραμέλα για τις ευθύνες της αριστεράς επί παντός επιστητού.
Πραγματικά, για την ανυπαρξία ενοικιαζόμενων διαδηλωτών στην Ελλάδα ευθύνεται η αριστερά.
Η οποία σχεδόν εθελοντικά ανταποκρίνεται στα κελεύσματα όλων. Και λέω σχεδόν, γιατί συχνά πυκνά αναγκάζεται να εμφανιστεί ως διαμαρτυρόμενη και αλληλέγγυα σε κάθε πικραμένο με μηδενική μέχρι πρότινος συμμετοχή στα κοινά, απλώς και μόνον διότι αυτός ο νεοπικραμένος απαιτεί ξαφνικά τη συμπαράσταση της αριστεράς. “Πού είναι η αριστερά, να σταθεί στο πλευρό μου;”. Και τρέχει η αριστερά να πλευροσταθεί στον κάθε νεοπικραμένο, μην τυχόν και βγει κάνας εξυπνάκιας αντιαριστερός και της καταλογίσει επιλεκτική ευαισθησία.
Διότι κι αυτό συμβαίνει. Διαμαρτύρεται η αριστερά για την παραβίαση των δικαιωμάτων και βγαίνει κάποιος που το πρόβλημά του δεν είναι η παραβίαση των δικαιωμάτων αλλά ο τρόπος με τον οποίον διαμαρτύρεται (ή δεν διαμαρτύρεται) η Αριστερά και φωνάζει “μα τι κάνει η Αριστερά;”.
Λογική της ανάθεσης. Θέλω να διαμαρτυρηθώ; Πλήττομαι; Βλέπω κάπου να παραβιάζονται δικαιώματα; Ν' ασκείται αντιλαϊκή πολιτική; Εχω δύο επιλογές: να φωνάξω και να διαμαρτυρηθώ ο ίδιος ή να φωνάξω και να διαμαρτυρηθώ γιατί δεν με στηρίζει η Αριστερά. Μαντέψτε τι κάνει η πλειονότητα. Μπράβο, το δεύτερο.
Γι' αυτό το λόγο βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους σε όλες τις πρωτοβουλίες για οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα: ρατσισμό, ανεργία, οι ίδιοι και οι ίδιοι. Τα πρόσωπα ίδια, αλλάζει μόνον το όνομα της πρωτοβουλίας. Αυτά βλέπουν οι γνωστοί εξυπνάκηδες και λένε “τι είδους αντιρατσιστική πρωτοβουλία είναι αυτή της Αριστεράς χωρίς άτομα που έχουν υποστεί ρατσισμό, χωρίς μετανάστες;” Ή, “τι είδους πρωτοβουλία στήριξης ανέργων είναι αυτή στην οποία συμμετέχουν δημόσιοι υπάλληλοι;”.
Εμ, χωρίς εσένα, που, παρότι υφίστασαι τα δεινά του καπιταλισμού, προτιμάς να μη συμμετέχεις και, αντιθέτως, σπεύδεις να στηλιτεύσεις τα κακώς κείμενα της Αριστεράς, τι περιμένεις να γίνει;
Βέβαια, για να τα λέμε όλα, υπάρχει ένα κομμάτι της Αριστεράς (λέγε με ΣΥΡΙΖΑ) που έχει θρέψει -ειδικά τώρα τελευταία- τη λογική της ανάθεσης. Στη χειρότερή της μορφή: “κάνε με κυβέρνηση να σου λύσω τα προβλήματα”.
Για να αλαφρύνω λίγο το -ο θεός να το κάνει- κείμενο, μια πρόταση για το τέλος: να πάψει η αριστερά να διαδηλώνει. Ετσι θα βοηθήσει τους ανέργους. Να ανοίξουν, τώρα με το διαφαινόμενο ξαφνικό θάνατο του ΟΑΕΔ, ιδιωτικά γραφεία ενοικίασης ανέργων προς διαδήλωση. Αντί όσοι πλήττονται να ζητούν συμπαράσταση από την Αριστερά, η οποία σπεύδει να διαδηλώσει εθελοντικά, για λόγους ιδεολογίας και αλληλεγγύης (τζίσας, τι τρεμπανάλ κουραφέξαλα), να σπεύδουν οι πληττόμενοι στην ιδιωτική πρωτοβουλία και να ενοικίαζουν όσους διαδηλωτές θέλουν. Άλλωστε περίπου ενάμισι εκατομμύριο άνεργους έχουμε. Αν τους νοικιάσουμε όλους για μια μεγάλη διαδήλωση έξω από τη Βουλή, πού ξες, μπορεί -το λιγότερο- να πέσει η κυβέρνηση. Και εξάλειψη της ανεργίας λοιπόν και... ανατροπή. Χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, φυσικά. 
 

9 Αυγ 2014

Κατά βάθος λυπάται, μα δεν βλέπει και την ώρα

Χαίρομαι που δεν τον χωράει πια ο τόπος. Χαίρομαι που ήρθε πίσω ολόιδιος, σαν να μην έφυγε ποτέ, εντούτοις αλλαγμένος. Για να παραφράσω τους Στέρεο Νόβα, ένας φίλος εγκατέλειψε αυτή τη χώρα, ήρθε για διακοπές, κατά βάθος λυπάται, μα δεν βλέπει και την ώρα που θα φύγει ξανά. Ξένος εκεί, ξένος πια κι εδώ. Διωγμένος απ' εδώ, και ξένος. Δυο φορές ξένος δηλαδή. Προσπαθώ να καταλάβω πώς μας βλέπει κάθε φορά που έρχεται. Τους περισσότερους στην ίδια -κακή- κατάσταση. Βαλτωμένους. Κάποιους -αρκετούς- σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Κάποιους -λίγους- να το παλεύουν ακόμη. Να κυνηγούν, να βρίσκουν την ευτυχία. Ισως τελικά η ευτυχία να πηγαίνει σε αυτούς που την αξίζουν. Να αξιολογεί κι αυτή. Ισως η ευτυχία να είναι νεοφιλελεύθερη, δεν ξέρω. Μπορεί εμείς οι πολλοί οι βαλτωμένοι να είμαστε ανάξιοί της. Άνευ απαραίτητων προσόντων. “Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία”, μου λες. Μα δεν μιλάω για λεφτά. Μιλάω για αξιοπρέπεια, μιλάω για προοπτική. Να μη σου προκαλεί αηδία η κοινωνία στην οποία ζεις. Ηρθε, χάρηκε αυτά που ήταν δεδομένο ότι θα χαιρόταν, αυτά που χαίρονται ακόμη όσοι έρχονται σε αυτόν τον τόπο, αλλά όχι οι κάτοικοί του, τουλάχιστον όχι όλοι, δηλαδή ήλιο, θάλασσα, ρακή, αλλά μου φάνηκε πως ετούτη τη φορά δεν τον χωρούσε ο τόπος, έμοιαζε να αδημονεί να τελειώσει το διάλειμμα, να επιστρέψει εκεί, έξω, που το ξέρω και το ξέρει, τίποτε δεν είν' εύκολο, δεν είναι ρόδινα τα πράγματα, δεν είν' εύκολα τα πράγματα εκεί έξω. Κι όμως το γεγονός ότι ανυπομονεί να επιστρέψει σε εκείνη την “έξω” πραγματικότητα, τη δική του πλέον πραγματικότητα, αποτελεί περίτρανη απόδειξη ότι εδώ πια, σε μας, ο βίος έγινε αβίωτος.
Και αν κάτι δεν κατάλαβα καλά, να με συγχωρείς ρε φίλε.

2 Αυγ 2014

Σουρεαλιστικός ιμπρεσιονισμός

Ξύπνησε, γαμωσταύρισε ως συνήθως το σύμπαν για τα μαύρα του τα χάλια, τα δικά του αλλά και του σύμπαντος, έβαλε τη μαύρη μπλούζα του, που είχε αγοράσει από τον Κινέζο πίσω από το Πομπιντού, αυτήν με τη μαύρη γάτα που από κάτω λανθασμένα γράφει Τουλούζ Λωτρέκ, ενώ το πόστερ ήταν στην πραγματικότητα δημιουργία του Θεόφιλου Αλέξανδρου Στάινλεν, και μπήκε στο μπουγατσατζίδικο (υπάρχει ένα μικρό παράλογο άλμα στην προηγούμενη πρόταση, δηλαδή δεν μπήκε στο μπουγατσατζίδικο αμέσως μετά που έβαλε την μπλούζα του, αλλά έβαλε και παντελόνι -μαύρο- και παπούτσια -μαύρα- άνοιξε την πόρτα -όχι μαύρη- και μπήκε στο ασανσέρ -όχι μαύρο- βγήκε έξω, ανηφόρισε, έστριψε δεξιά, πέρασε απέναντι τον δρόμο και μπήκε στο μπουγατσατίζικο το οποίο αξίζει να σημειωθεί πως ούτε κι αυτό ήταν μαύρο, αλλά ούτε και οι θαμώνες του).
Στο μπουγατσατζίδικο λοιπόν διεμήφθη ο εξής διάλογος

- Καλημέρα, είπε
- Καλώς τον, του είπανε. 
- Δύο κρέμες και μία τυρισπανάκι, μισό-μισό. 
- Οπαδός του ιμπρεσιονισμού;
- Πράγματι, είναι εντυπωσιακές οι μπουγάτσες σας.

Τον κοίταξαν λίγο περίεργα. Μπήκε στο ασανσέρ (κι εδώ υπάρχει ένα μικρό άλμα, καθότι προφανώς και δεν μπήκε στο ασανσέρ αμέσως μετά που τον κοίταξαν λίγο περίεργα, αλλά πρώτα πλήρωσε τις μπουγάτσες, βγήκε από το μπουγατσατζίδικο, πέρασε απέναντι το δρόμο κτλ κτλ) και στον καθρέφτη κοίταξε την μπλούζα που φορούσε με το ιμπρεσιονιστικό πόστερ: "κάνω εντύπωση ο πούστης", αναστέναξε.

Πάρτι στην ταράτσα

Στην ταράτσα του ιδρύματος χθες βράδυ στήθηκε πάρτυ εθελούσιας αποχώρησης για όλα τα φρικιά. Ενας ανεμιστήρας έκανε την επανάστασή του, σταμάτησε να γυρνά, πήρε φόρα και πήδηξε στο κενό νομίζοντας πως είναι ελικόπτερο, μια σπανακοτυρόπιτα με τάσεις μεγαλείου έβαλε το κεφάλι της στο φούρνο μικροκυμάτων να γίνει πίτσα κι εγώ δεν αγόρασα κορδόνια ανήμπορος ν' απαντήσω στο δίλημμα κόκκινα ή μαύρα και φοβούμενος τη θηλειά που θα μπορούσα να φτιάξω με αυτά. Όλοι μακάριζαν το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού που μια μέρα δεν άντεξε άλλο κι έσπασε, κατέρρευσε, τώρα το βάλανε στο γύψο μπας και ησυχάσει πια, και λίγο παραπέρα η ομάδα του OCD είχε στήσει σκαλωσιά να βάλει σε τάξη και στη σωστή σειρά τα σύννεφα.
Την επόμενη μέρα, στο συσσίτιο, όσοι είχαμε απομείνει, όσοι επιβιώσαμε από το πάρτι, κατηγορηθήκαμε που αντέχαμε ακόμα και δεν είχαμε εξαθλιωθεί σύμφωνα με τον σχεδιασμό. Για τιμωρία, για το καλό μας, για την εξυγίανσή μας, μας διαγράψανε από τη συλλογική μνήμη, μας στείλανε στη λήθη, στη χώρα του πουθενά, προτού μας φέρουν πίσω αγνώριστους, συμμορφωμένους, επιμορφωμένους, όμορφους και γοητευτικούς πολύ, ενοικιαζόμενους εθελοντές – χειροκροτητές της εξουσίας.