22 Σεπ 2013

39 λέξεις για τον Πολ Μακάρτνεϊ

Το καλύτερο ποπ τραγούδι όλων των εποχών είναι το God Only Knows των Beach Boys, έχει δηλώσει ο Πολ Μακάρτνεϊ. Το χειρότερο τραγούδι ποπ τραγούδι όλων των εποχών είναι το Temporary Secretary και το έχει γράψει ο Πολ Μακάρτνεϊ.

19 Σεπ 2013

Thriller

Συγγνώμη που θα το κάνω αυτό. Δεν είναι σωστό. Αλλά πριν προχωρήσεις στην ανάγνωση πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσεις την πολύ μικρή προηγούμενη ανάρτηση. Δεν το κάνω για τα χιταλάκια, ούτε για τη δόξα, μήτε για τα λεφτά.

Πάνος Καπασίνκι, "Εγώ, το πτώμα της κατσαρόλας", εκδ. Λιμός-Σεισμός-Κομμουνισμός:
"Είναι ψυχάκιας. Αλλά όχι μόνο κατά καιρούς, κατά περιόδους - πάντα, συνεχώς. Έχει επισκεφτεί κάθε λογής ιστολόγια, ιστοσελίδες και social media, αλλά τίποτε δεν τον βοήθησε. Το πρόβλημά του είναι ότι κάτω από το κεφάλι του, κάτω από το κρανίο, κάτι βράζει. Όχι πως τα βλέπει αυτά που βράζουν και πως στη συνέχεια τα σερβίρει και τα τρώει και μετά τον πιάνει βαρυστομαχιά, όχι. Καμία σχέση. Το κεφάλι του κυριολεκτικά βράζει, μες στο κεφάλι του είναι μια κατσαρόλα. Κάποιος ρίχνει διαρκώς τροφές, εκεί βράζουν, αλατίζονται και εντέλει καταβροχθίζονται από λαίμαργα στόματα. Αν αυτά που βράζουν είναι νόστιμα, όπως σούπα λαχανικών, μακαρόνια, φασολάδα ή πατάτες, τότε τα ανέχεται, μάλιστα του είναι και ευχάριστα, τα λιγουρεύεται κιόλας. Καμιά φορά όμως βράζουν εκεί μέσα μπάμιες. Και τότε τα λαίμαργα στόματα μες στο κεφάλι του, που περιμένουν να φάνε, είναι μιας αγέλης πεινασμένων λιονταριών. Πεινάνε, είναι λυσσασμένα, μουγκρίζουν. Και τα μουγκρητά αυτών των λιονταριών διαλύούν την κατσαρόλα, χύνεται το καυτό νερό και το λάδι μες στο κεφάλι και λιώνει το κρανίο σαν του εξολοθρευτή στο βίντεοκλίπ των Guns and Roses και γίνεται σπλάτερ η φάση, σκέτο θρίλερ".


17 Σεπ 2013

Το ζήλεψα λιγάκι

Ρίσαρντ Καπισίνσκι, "Εβενος, το χρώμα της Αφρικής", εκδ. Μεταίχμιο:
"Είναι άρρωστος. Αλλά όχι πάντα, συνεχώς - μόνο κατά καιρούς, κατά περιόδους. Έχει επισκεφτεί διάφορους ντόπιους ειδικούς, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Το πρόβλημά του είναι ότι κάτω από το κεφάλι του, κάτω από το κρανίο, έχει ζώα. Όχι πως τα βλέπει αυτά τα ζώα, πως τα επινοεί ή τα φοβάται, όχι. Καμία σχέση. Τα ζώα αυτά βρίσκονται κυριολεκτικά στο κεφάλι του, εκεί ζουν, τρέχουν, βόσκουν, κυνηγούν ή απλώς κοιμούνται. Αν τα ζώα αυτά είναι ήμερα, όπως οι αντιλόπες, οι ζέβρες ή οι καμηλοπαρδάλεις, τότε τα ανέχεται, μάλιστα του είναι και ευχάριστα. Καμιά φορά όμως έρχεται ένα πεινασμένο λιοντάρι. Πεινάει, είναι λυσσασμένο, μουγκρίζει. Και τότε το μουγκρητό ααυτού του λιονταριού του διαλύει το κρανίο".

16 Σεπ 2013

Δεν ανησυχώ

Οι άνεργοι έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους. Κάθονται στις καφετέριες και ακούν πολύ προσεχτικά τα προβλήματα των άλλων, τα οποία ενδεχομένως είναι εργασιακά, ενδεχομένως είναι προσωπικά. Οι άνεργοι δεν έχουν εργασία, άρα δεν έχουν εργασιακά προβλήματα. Οι άνεργοι δεν δικαιούνται να έχουν προσωπικά προβλήματα - δεν κοιτούν τα χάλια τους, που δεν έχουν κάνει μεροκάματο ένα χρόνο τώρα, τολμούν να είναι και καψούρηδες; Συνεπώς, οι άνεργοι δεν έχουν προβλήματα καθόλου. Οι άνεργοι είναι το πρόβλημα. Πρόβλημα για τους άλλους. Για την κυβέρνηση. Για την αντιπολίτευση. Για την κοινωνία. Διότι είναι αντιπαραγωγικοί. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο θα λυθεί μόνο με την εύρεση εργασίας. Και τότε μόνο θα δικαιούνται κι οι άνεργοι να αποκτήσουν προβλήματα. Οι άνεργοι είναι ανταγωνιστές μεταξύ τους στην αναζήτηση εργασίας, άρα δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημά τους όλοι μαζί. Σύμφωνα με προβλέψεις ειδικών, είναι μαθηματικά πιθανό ένας σημαντικός αριθμός ανέργων να μην ξαναβρεί ποτέ δουλειά. Αυτοί αποτελούν τις απαιραίτητες θυσίες ώστε στο μέλλον η ιστορία να εξυμνήσει τους νικητές ηγέτες που θα έχουν διασώσει τη χώρα, την ευρωζώνη, τις τράπεζες.
ΥΓ A"ll night I lay on my pillow and pray For my boss to stop me in the hallway Lay my head on his shoulder and say Son, I've been hearing good things"


10 Σεπ 2013

Αυτοαναφορική σινδόνη

Εδω ο κόσμος χάνεται κι εγώ κάνω απολογισμούς.
Αν δεν σ' ενδιαφέρουν οι απολογισμοί μου, σταμάτα την ανάγνωση τώρα.

Σε ένα ψυχό-thread με πολλές συνέχειες του indymedia κάπου το 2005 πρωτοδιάβασα τη λέξη blog. Μού καλάρεσε η ιδέα, αλλά δεν πρόλαβα να φτιάξω ένα. Επρεπε να πάω στρατό. Επιστρέφοντας, 2006 πια, διάβαζα κυρίως τον Εντεκα. Φανατικά. Ποπ κουλτούρα κι έτσι. Και τον κύριο Βαρετό, επίσης φανατικά. Και τον κύριο Φώλιο. Οχι, τον κύριο Νίκο Δήμου, δεν τον διάβαζα. Ούτε τον Πιτσιρίκο. Τσαλαβουτούσα σε διάφορα άλλα ιστολόγια χάρη στο monitor του Vrypan. Μετά έφτιαξα αυτό εδώ. Ανέμπνευστο όνομα ιστολογίου (panokato - το everything you know is wrong ήρθε ως σανίδα σωτηρίας αργότερα), ανέμπνευστο και το όνομα χρήστη, στην αρχή ήταν panokatos, αργότερα ΠανωςΚ. Το ιστολόγιο ευθύς εξαρχής ήθελε και για κάμποσο καιρό ήταν ομαδικό: μια (ήλπιζα) καθημερινή πλατφόρμα επικοινωνίας με τους φίλους μου που ζούσαν σε άλλες πόλεις. Στη λογική "γράφουμε ό,τι θέλουμε, ό,τι μας απασχολεί, γιατί θέλω να ξέρω τι σε απασχολεί". Εγραφε ο Νικολάκης Διάσελος, η καλύτερη πένα που γνωρίζω προσωπικά, μέχρι που βαρέθηκε. Εγραφε και ο Σαλαδίνος, απ' τους πιο καταρτισμένους και οξυδερκείς τύπους που ξέρω. Βαρέθηκε κι αυτός. Εγραφαν οι φίλοι μου, οι πιο ωραίοι άνθρωποι που ξέρω, που ζουν μακριά και μου λείπουν καθημερινά, αυτοί για τους οποίους έγραψα εκείνο το (με τον τρόπο του καταστροφικό) "με τα σώβρακα". Μέχρι που βαρέθηκαν (ή μπορεί και να τους καπέλωνα - δεν ξέρω, το έχω σκεφτεί κι αυτό…). Εμεινα να γράφω εγώ - που για να λέμε την αλήθεια ποτέ δεν ήξερα ακριβώς τι θέλω να γράψω ή με τι να ασχοληθώ. Αλλά ήταν εύκολες εποχές ακόμη τότε. 2006, 2007. Εβαζες μια φωτογραφία, μια λεζάντα, μαζεύονταν πέντε έξι άτομα από κάτω, σχολίαζαν, λέγαν αστεία, πήγαινες στα δικά τους μπλογκ, μία από τα ίδια. Ομορφα πράγματα. Καλά χρόνια. Ή έτσι φαντάζουν σήμερα. Πήρε μπρος και έγραφε κι ο Σκορδοπούτσογλου, η πιο αληθινή φωνή που ξέρω. Αυτός έφερε τα hits κι έκανε κάπως πιο γνωστό το μπλογκ. Κάπου το 2007, νομίζω, γνώρισα τον Argos, ως τεχνικό διευθυντή στο ΜΜΕ που εργαζόμουν. Ο οποίος αρχικά με τρομοκράτησε φωνάζοντας “ποιος είν’ αυτός εδώ μέσα που έχει μπλογκ;”. Απίστευτος άνθρωπος, του χρωστάω πολλά. Μ' έμπασε σε πολλά κόλπα, στην πραγματική αλλά και στη διαδικτυακή ζωή. Στη λεγόμενη δημοσιογραφία των πολιτών - η οποία είναι δύσκολη και λίγοι άνθρωποι μπορούν να την κάνουν καλά, όπως και την επαγγελματική δημοσιογραφία, και ο γράφων δεν είναι ένας απ' αυτούς. Τον Δεκέμβρη του 2008, κατά την περίοδο της εξέγερσης, πρωτομπήκα και στο τουίτερ. Αργότερα έσβησα το πρώτο μου τουιτερικό ακάουντ, και έφτιαξα άλλο, το σημερινό. Εφτιαχνα διαρκώς ιστολόγια, όλων των ειδών, μουσικά, πειρατικά, χαοτικά, τρολικά, ατομικά, συλλογικά. Συμμετείχα σε ιστολόγια άλλων. Το πράγμα πήρε να φθίνει όταν οι μπλόγκερ γίνανε κίνημα. Και λίγο μετά με το pressgr και το τρωκτικό. Ας επιμένουν πολλοί ότι αυτή ήταν η χρυσή εποχή των μπλογκ, στην πραγματικότητα η είσοδος των επαγγελματιών δημοσιογράφων σε ένα χώρο ερασιτεχνών ήταν η αρχή του τέλους. Σταδιακά τα ιστολόγια ως διαδικτυακά ημερολόγια έπαψαν να υπάρχουν. Κυριαρχούν είτε τα εξειδικευμένα μονοθεματικά είτε τα ειδησεογραφικά. Υπάρχουν και κάποια άλλα, μισολογοτεχνικά, μισοπαρεμβατικά. Κάπου μεταξύ άποψης και λογοτεχνίας. Κάπου εκεί ο γράφων έκανε το όχι πρώτο αλλά πολύ σημαντικό λάθος του. Αρχισε να παίρνει πολύ στα σοβαρά κάποια σχόλια σχετικά με το επίπεδο γραφής του. Κάποιοι του λέγαν "γράψε". Και τους πήρε σοβαρά. Κι άρχισε να "προσπαθεί". Αρχισε να "λογοτεχνίζει". Επίσης, άρχισε να γίνεται "γνωστός". Ακούγεται άσχημα. Αλλά τέλος πάντων άρχισε να γίνεται γνωστός σε κάποιους λίγους, αρχισαν να τον συστήνουν δεξιά και αριστερά ως “πανως κου”. Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως. Ως “πάνως κου” άρχισα να γνωρίζω εξαιρετικά ενδιαφέροντες ανθρώπους διά ζώσης, είτε χάρη στο ιστολόγιο είτε χάρη στο τουίτερ. Αφενός αυτό ομόρφυνε την καθημερινότητα του Παναγιώτη, αφετέρου δυσκόλευε τον “πάνως κου”. Το μπλογκ έπαψε να έχει πλάκα. Για κάνα χρόνο μετά την απόλυση από το ΜΜΕ στο οποίο εργαζόμουν, ο χώρος αυτός χρησίμευσε ως μια σχεδόν καθημερινή καταγραφή της ζωής ενός ανέργου. Δυστυχώς και αυτή γραμμένη με λογοτεχνίζουσα διάθεση. Στην ανεργία, στην κρίση, στη μιζέρια, δεν χωρεί η λογοτεχνία. Το μόνο που κάνει είναι να ωραιοποιεί καταστάσεις και να αποπροσανατολίζει. Γιατί στα λέω όλα αυτά; Γιατί σήμερα, πριν από λίγο, συνειδητοποίησα ότι σε λίγες μέρες, το panokato έχει γενέθλια. Νομίζω πως ήταν 15 Σεπτεμβρίου του 2006, όταν έκανα την πρώτη ανάρτηση, βαριέμαι να το ψάξω κιόλας. Κι επειδή στις 15 Σεπτεμβρίου 2013 δεν ξέρω τι θα κάνω και αν θα έχω όρεξη να τα γράψω όλα αυτά, είπα να τα γράψω τώρα που τα σκέφτομαι. (Όχι ότι ενδιαφέρουν κανέναν). Τι μένει απ’ όλα αυτά; Μα φυσικά μόνο οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθα σε επαφή. Είτε τους συνάντησα μια φορά, είτε περισσότερες. Αυτοί με τους οποίους τα πίνω και μαλώνουμε για τα πολιτικά. Αυτοί με τους οποίους τα λέμε καθημερινά (ξέρετε εσείς ποιοι είστε). Με κάποιους απ’ αυτούς ξεκινήσαμε το TrollingStone. Προς το παρόν και για όσο δεν βαριόμαστε, εκείνο είναι το γήπεδό μας. Μέχρι το επόμενο.

(Κανονικά, θα έπρεπε καταπώς το συνηθίζω να βάλω τραγουδάκι. Βαριέμαι).

5 Σεπ 2013

Η απολιτικολογία μου

Δεν είναι τα μνημόνια το πρόβλημα. Δεν είναι η οικονομική κρίση. Δεν είναι η κυβέρνηση, αυτή ή κάποια άλλη. Είναι ο καπιταλισμός (χωρίς το “ηλίθιε!” του Μπογιόπουλου). Συμφωνώ με όλα αυτά. Ομοίως, συμφωνώ ότι δεν είμαστε έτοιμοι. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Ίσως δεν έχουμε εξαθλιωθεί αρκετά ακόμη ή -πιο εύστοχο αυτό, νομίζω- φροντίζουν οι κυβερνώντες να μην ξεπερνούμε οι περισσότεροι το όριο της εξαθλίωσης ώστε να μην εξεγερθούμε. Δεν ξέρω, μπορεί στο ζητημα της εξαθλίωσης να έχω άδικο. Εχει να κάνει με τους χώρους στους οποίους κινείται κανείς. Με την προσωπική κατάσταση τη δική του και των γύρω του. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν φτάσει στην εξαθλίωση. Και άλλοι που τη βλέπουν καθημερινά γύρω τους.
Αυτό που δεν υπάρχει είναι η διάθεση για εξέγερση. Η αντιπρόταση για αλλαγή. Είναι τόσο σφιχτά τα δεσμα που μας φόρεσαν οι υπογραφές των μνημονιών, που δύσκολα πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αλλάξει κάτι ουσιαστικά.

Θα μου πεις, όμως, και δικαίως, δηλαδή τι να κάνουμε; Να καθόμαστε και να ζούμε όλο και χειρότερα περιμένοντας πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες για την ανατροπή;
Και εφόσον δεν μιλάμε για ανατροπή (του καπιταλισμού;), εφόσον δεν μιλάμε για ουσιαστική αλλαγή και απαλλαγή από τα μνημόνια, τότε μιλάμε για διαχείριση; Γυρίζουμε δηλαδή σε εποχές Σημίτη (ή, πιο πρόσφατα, Σαμαρά): ποιος θα διαχειριστεί πιο αποτελεσματικα την υπάρχουσα κωλοκατάσταση.
Ο κόσμος αφενός έχει κουραστεί και δεν μπορεί να περιμένει άλλο, αλλά -κακά τα ψέματα- δείχνει να προτιμά τον εύκολο, τον ξεκούραστο δρόμο. Που δεν είναι αυτός της ανατροπής. Αλλά αυτό του deus ex machina, του απο μηχανής θεού, του μεσσία, του σωτήρα,
του καλού διαχειριστή ντε, που θα πάρει την εξουσία στα χέρια του και ως διά μαγείας θα τα λύσει όλα. Και αν δεν τα λύσει, θα τα βελτιώσει. Και αν δεν τα βελτιώσει, τουλάχιστον δεν θα τα κάνει χειρότερα. Και αν τα κάνει χειρότερα, ε πόσο χειρότερα να είναι από σήμερα;
Γι’ αυτό και από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, τον ΣΥΡΙΖΑ, μοναδικός στόχος (αλλά και ταυτόχρονα ύψιστος κίνδυνος για τον ίδιον και για ολόκληρη την Αριστερά) προβάλλει πια η ανάληψη της εξουσίας, η αριστερή διακυβερνηση. Και για αυτό πρεπει ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πολύ προσεχτικός στο τι υπόσχεται να κάνει ως μελλοντική κυβέρνηση: η ζημία σε περίπτωση αποτυχίας θα είναι τεράστια. Θα μου πεις, είναι λόγος αυτός να μην προσπαθήσει να κυβερνήσει; Οχι. Αλλά ίσως θυμάσαι πως στην αρχή του κειμένου ξεκαθάρισα πως δεν πιστεύω πως το πρόβλημα είναι τα μνημόνια και η κρίση, ούτε η κυβέρνηση, η συγκεκριμένη ή κάποια άλλη, αλλά ο καπιταλισμός (χωρίς το “ηλίθιε”). 

υγ. αυτό είναι το κόλλημα των ημερών