18 Απρ 2016

Κλικ στην τέχνη

To κλικ, πριν το μαγαρίσουν ως λέξη κάτι ντεμέκ εναλλακτικοί λαϊφστάιλ γραφιάδες επί ΠΑΣΟΚ και προτού γίνει τόσο μονότονο και αδιάφορο, στα χρόνια μας, εξαιτίας των ποντικιών μας και προτού μετατραπεί (στον πληθυντικό) σε αντικείμενο του πόθου για τόσα και τόσα ανυπόληπτα ενημερωτικά σάιτ, ήταν και καλλιτεχνική υπόθεση, ας πούμε στο ποτισμένο με αλκοόλ μυθιστόρημα του Πατρικ Χάμιλτον Χανγκόβερ Σκουέρ, όπου ο ήπιος, σχεδόν χαζούλης, που τον εκμεταλλεύονται όλοι, πότης Τζορτζ, ακούει κάτι κλικ στο κεφάλι του και γίνεται άλλος άνθρωπος, εν δυνάμει δολοφόνος, μυθιστόρημα που ενέπνευσε τους πότες ποστπάνκηδες Πρωτομάρτυρ στο τραγούδι τους Μέηντενχεντ, και σε ό,τι αφορά τα κλικ, διότι αυτό είναι το θέμα μας, ας μην ξεχνάμε τον Τένεσι Γουίλιαμς, ένας χαρακτήρας του οποίου σε κάποιο του έργο (ξέρω ποιος ήταν ο χαρακτήρας και σε ποιο θεατρικό έργο αλλά βαριέμαι α) να αλλάζω τη γλώσσα από τα ελληνικα στα αγγλικά και β) να αλλάζω καρτέλα στον μπράουζερ και να βρω αυτήν από την οποία αντλησα την πληροφορία), μεγάλος πότης, έπινε και έπινε και έπινε περιμένοντας κάτι να κάνει (πολύ επικίνδυνη λέξη αυτό το "κάνει" όχι μόνο γιατί υποδήλωνει πράξη αλλά και γιατί αν πληκτρολογήσεις λάθος τον τόνο μπορεί να παρεισφρύσει σαν μπαχαλάκιας σε πορεία κάνα λάμδα και κάποιος να κλανει αντί να κάνει), περιμένοντας λοιπόν κάτι να κάνει κλικ στο κεφάλι του, και μόνο άμα γινότανε αυτό το κλικ θα μπορούσε να ηρεμήσει, αλλά φευ, έπινε-έπινε-έπινε περιμένοντας το κλικ έτσι όπως εγώ περιμένω το λεωφορείο, όπως περιμένω κάτι να αλλάξει ή την πτώση του καπιταλισμού σαν ώριμο φρούτο: εις μάτην. 

Είν' αυτό που λένε οι Νάσιοναλ στο Σίτυ Μιντλ:
I think I'm like Tennesse Williams
I wait for the click
I wait, but it doesn't kick in


11 Απρ 2016

Φλέγοντα ζητήματα, υπαρξιακές ανησυχίες, επίκαιρες αναλύσεις: Οι οικιακές συσκευές στην ποπ κουλτούρα

Ξαναβλέποντας τον τελευταίο καιρό τους αριστουργηματικούς Σοπράνος συνειδητοποίησα ξαφνικά -εντάξει, όχι εγώ, κάποιος εξυπνότερος από μένα- ποιος είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της σειράς: όχι ο Τόνι Σοπράνο (προφανής επιλογή) αλλά το ψυγείο του, συγκεκριμένα το ψυγείο της οικογενείας Σοπράνος. Ολα τα σημαντικά συμβαίνουν γύρω απ' αυτό, καβγάδες και σημαντικές αποφάσεις, λιποθυμίες, και κυρίως ο Τόνι σαν μαινόμενος ταύρος να ξεφυσά, να ασθμαίνει και να ξεθυμαίνει μπουκώνοντας διάφορα αλλαντικά, με το ψυγείο πότε ανοιχτό, πότε κλειστό, πότε μισάνοιχτο, ποτέ όμως αδειανό, πάντοτε γεμάτο και γελαστό, σαν το στερεονοβικό «απ' το σκοτάδι μού γελάει το ανοιχτό ψυγείο, το γάλα, τα αυγά, το ψωμί και το μέλι».

Το ψυγείο των Σοπράνος είναι σαν το water cooler ή το φωτοτυπικό μηχάνημα στους χώρους εργασίας: τόπος συγκέντρωσης και ανταλλαγής νέων, βρίσκεται στην πλειοψηφία των πλάνων, στιβαρό και σιωπηλό. Μανιέρα ίσως για κάποιους η ερμηνεία του, το ψυγείο είναι ένας καρατερίστας που ποτέ δεν έλαβε την αναγνώριση που αξίζει, ίσως επειδή δεν ξέρει καρατέ αλλά μόνο να συντηρεί τα τρόφιμα.

Εκατσα, σκέφτηκα και γράφω ότι πέραν του σοπρανικού ψυγείου, άλλη κυρίαρχη οικιακή συσκευή στην ποπ κουλτούρα είναι το πλυντήριο, όχι μόνο κινηματογραφικά από τον Φρίαρς (ωραίο μου πλυντήριο) αλλά και υμνηθέν μουσικά από τους Μπιγκ Σλιπ και τους Σόνικ Γιουθ. Αυτοί όμως που έδωσαν άλλη διάσταση στο ρόλο του πλυντηρίου στην ποπ κουλτούρα είναι το συγκρότημα Μάτμος, ο τελευταίος δίσκος του οποίου δεν είναι τίποτε άλλο από μια επεξεργασμένη μουσικά συγκέντρωση ήχων πλυντηρίου (βλέπε βίντεο).
Αμέ.

Τώρα που το σκέφτομαι, τα επόμενα βήματα όσων έχουν αντίστοιχες μουσικές ευαισθησίες πρέπει να είναι δίσκος μουσικής βασισμένος στον ήχο του τροχού του οδοντιάτρου, του κομπρεσέρ και το πλέον ακραίο και εφιαλτικότερο όλων: μουσική βασισμένη στους ήχους του μαγνητικού τομογράφου.

Απ' την άλλη, για πιο ατμοσφαιρικές στιγμές προτείνονται δίσκοι μουσικής βασισμένοι στον ήχο της φαβορίτας όταν την ξύνεις πολύ κοντά στ' αυτί ή -ακόμη πιο χαλαρωτικά- μουσική βασισμένη στο θρόισμα που κάνουν, όταν τις χαϊδεύουμε, οι τρίχες που βγάζουμε στ' αυτιά. Και τέλος, παντελώς νταουνιάρικη, η μουσική βασισμένη στον ήχο των μαλλιών μας που πέφτουν.
Ή στον ήχο που κάνει ο χρόνος όταν περνά.
Στον ήχο της προϊούσης σήψης.

7 Απρ 2016

τζα!

Στα χρόνια της κωλοκατάστασης η αγορά αυτορρυθμιζόταν, έχεζε ψηλά κι αγνάντευε και το μακρύ αόρατο χέρι της έσμπρωχνε πισώπλατα μες στο σκατόλακκο ανθρώπους με έναν σταυρό να τον κάνουν ό,τι θέλουν, και μαζώχτηκαν θεατές γύρω από το σκατόλακκο, αραχτοί σε ντιβάνια, καρέκλες, καναπέδες και σεζλόνγκ, άλλοι κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας να μη σκάσει πάνω τους κάνα κύμα σκατού, κι άλλοι, πιο τολμηροί, σε απόσταση αναπνοής φορώντας την καινούργια τους αλεξίσκατη στολή και αντικοπρανικές μάσκες, και έπεφταν από ψηλά οι άτυχοι με τον σταυρό, και, όσο αυτοί πέφτανε στα σκατά, τριγύρω απ' τον σκατόλακκο πέφτανε στοιχήματα ποιος θα επικρατήσει, ήταν αγώνας αντοχής κι επιβίωσης, ποιος εντέλει θα επιπλεύσει, κι άλλοι απ' τους ναυαγοσκατούς είχανε προνοήσει και τον σταυρό εγκαίρως τον είχανε κάνει σχεδία και αρμενίζανε, άλλοι τον χρησιμοποιήσανε ως σανίδα σωτηρίας και επιπλέανε, άλλοι τον κάνανε κουπί ή κατάρτι και άλλοι άγκυρα στο σκατοβυθό, και παρότι αντικανονική η επαφή του σταυρού με τα σκατά, η ανάγκη επιβίωσης δικαιολογούσε την κίνηση των παραλίγο πνιγμένων στο σκατό, υπήρχαν ωστόσο και κάτι λίγοι που πήγαιναν κόντρα στο ρεύμα και στη γενική την τάση και προχωρούσαν με το σταυρό στο χέρι, με το σταυρό έξω απ' το σκατό, με τον σταυρό στην πλάτη, και απ' το βάρος του σταυρού σιγά-σιγά βυθίζονταν και κόντευαν να πνιγούν μες στο σκατό και όταν κάποιοι απ' αυτούς τολμήσαν να μιμηθούν τους άλλους και να κάνουν τον σταυρό σχεδία, σανίδα σωτηρίας, κουπί, κατάρτι ή άγκυρα, λερώνοντας τον σταυρό με τα σκατά, γιουχαΐστηκαν από το πλήθος που τους κουνούσε αποδοκιμαστικά το δάχτυλο και τους πετροβολούσε και τους έσμπρωχνε με το πιγκάλ της δικής τους ηθικής να πάνε προς τα κάτω μιαν ώρα αρχύτερα, έχοντας άλλωστε έννομο συμφέρον καθώς είχαν ήδη ποντάρει στη σωτηρία άλλων σκατάδων.