30 Δεκ 2013

Κουέστιον!

Εχεις προσέξει πως, όταν θες να ρωτήσεις "τι κάνεις;" και "πήγες;", αν πληκτρολογήσεις λάθος και πατήσεις λάμδα αντί τόνου, καταλήγεις να γράφεις τι κλανεις και πληγες;

28 Δεκ 2013

Στον γάμο του ποιητή

Τελικά και οι ποιητές παντρεύονται. Κι ανάμεσα στα μπουκάλια, μια συλλογη του Καρούζου κι άλλη μια μιας ποιήτριας το ονομα της οποίας δεν θα αποκαλύψω. Σουβλάκια κι η Αρζεντίνα του Μπακιρτζή στην αθήνα, πέρα δώθε στην πλατεία αμερικής, και φανζιν για το ελληνικό χαρντκόρ. Οι αντοχές μας, τα χαμογελά μας, τα γλέντια μας προκαλούν αμηχανία στην εξουσία και στους λακέδες διανοουμενους που μη βρίσκοντας άλλη εξήγηση για τις αντοχές, τα χαμόγελα, τα γλέντια μας, σπεύδουν να ανακοινώσουν το ξεπέρασμα της κρίσης, το τέλος αυτης. Μήπως τελικά να τους κάνουμε τη χάρη, να λυγίσουμε, να τους δείξουμε πόσο απελπισμένοι είμαστε; θα το κάνουμε κι αυτό - κι οι μάσκες μας που θα πέφτουνε θα σκάνε σαν μπόμπες. Θα είμαστε όλοι τρομοκράτες.

27 Δεκ 2013

Υγρή Αθήνα η γκρι Αθήνα

Ένα (ποστ) στα γρήγορα και στα όρθια από το κινητό στον σταθμό λαρίσης

Η φωνή από το πίσω κάθισμα του τρένου εκνευριστική, όχι λόγω ηχοχρώματος, αλλά λόγω του απαιτητικού, κακομαθημένου ύφους. Μιλούσε στο κινητό. Με κοφτές, απότομες εκφράσεις. Μια χάρη από κάποιον ζητούσε. Κάτι είχε η ίδια κάνει λάθος σε κάποια αίτησή της για αυτές τις θέσεις κοινωφελούς εργασίας του οαεδ κι έστελνε κακήν κακώς και άρον άρον έναν κακομοίρη να το διορθώσει. Ατιμη κρίση, ρουφιάνα ανεργία, μας βγάζεις τον χειρότερό μας ευατό. Τρέχα νικο, δεν έχουμε χρόνο. Με ακούς; δεν με ακούς; αυτός να τρέχει να την εξυπηρετήσει κι αυτή στα διαλείμματα της συνομιλίας να τον βρίζει, άχρηστε, καθυστερημένε, δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Να πέφτει κάθε τρεις και λίγο η τηλεφωνική γραμμή και να γκρινιάζει η φωνή αν είναι δυνατόν. Πάντως εγώ άτομο που δεν γνωρίζει ότι δεν έχουν σήμα τα κινητά πάνω σε κινούμενα τρένα δεν θα προσλάμβανα αν ήμουν αφεντικό. (Βεβαίως και μένα κανένα αφεντικό δεν με θέλει εσχάτως). Εντέλει ούτε ευχαριστώ δεν του είπε του ανθρώπου, μόνο ενα "να δεις που μαντάρα θα τα κάνει".
Ηθελα να τη δω. Να βάλω πρόσωπο στη φωνή.
Ειχα αρχίσει να τη φαντασιώνομαι. Κουκλάρα, θεογκόμενα, αυταρχική. Επρεπε να σηκωθώ και ταχαμου τυχαία να ρίξω μια ματιά, να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τη φαντασίωση. Διπλα μου, ενας πιο τεράστιος από μένα εξηντάρης κοιμόταν μακαρίως. Αδύνατον να τον ξεκουνήσω, το εμπόδιό του να υπερπηδήσω. Εντέλει σίγησε η φωνή, ξεθώριασε κι η φαντασίωση. Δεν γύρισα να την κοιτάξω ποτέ. Τώρα το μετανιώνω.

26 Δεκ 2013

Η γη είναι αγενής

Μ’ έδιωχνε, την είχα κουράσει πια. Δηλαδή να φύγω; είσαι σίγουρη; αποπειράθηκα με μια (δύο, για την ακρίβεια) ερώτηση να παρατείνω την παρουσία μου στο χώρο κι αυτή, χωρίς να με κοιτάξει καν, με μιαν αδιάφορη κίνηση του χεριού μού έδειξε την πόρτα, από την οποία βγήκα και βρήκα κι άλλη πόρτα κι άλλο δωμάτιο, βρέθηκα ξάφνου να ανοιγοκλείνω πόρτες κάνοντας κύκλους, και περνώντας αναπόφευκτα ξανά και ξανά από μπροστά της συνεχώς μου έδειχνε με την ίδια αδιάφορη αλλά και ταυτόχρονα αμείλικτη -που δεν σήκωνε αντιρρήσεις- κίνηση του χεριού μιαν άλλη πόρτα και φτου και απ’ την αρχή, μέχρι που με λυπήθηκε μάλλον και μου είπε: τα λόγια είναι προσόντα και τα προσόντα κοστίζουν ακριβά κι εσύ δεν έχεις λεφτά, γι' αυτό πάψε να μιλάς - και τότε άνοιξε η γη και με κατάπιε.
Λίγο αργότερα βαρυστομαχιασμένη η γη ήπιε μια σόδα και ρεύτηκε δυνατά.

25 Δεκ 2013

Ηλίθιου αστεία

Ο άνθρωπος που γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων έκατσε και σκαρφίστηκε μια αληθοφανή δικαιολογία: γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων όχι από ανωτερότητα στην κλίμακα αστεϊσμού των δικών του αστείων έναντι των άλλων αλλά από σεβασμό προς τους άλλους και αντιλαμβανόμενος την γελοιότητα των δικών του αστείων.
Ούτε τον εαυτό του δεν έπεισε εντέλει.

24 Δεκ 2013

Καταγγελία περί αυτολογοκρισίας

Δεν έχω καταλήξει ακόμη αν είναι ανήθικο ή ηθικό να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ κάτι που δεν είναι δικό σου και το οποίο δεν θα μπορείς να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ το ίδιο καλά με τον ιδιοκτήτη του -τουλάχιστον και ευτυχώς δεν κάνεις τίποτε για να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ δεν μπορείς να αποκτήσεις, όμως από την άλλη μήπως θα λειτουργούσες διαφορετικά αν ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ απόκτηση του ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;- αλλά αυτό που σίγουρα είναι τελικά ανήθικο είναι η ιδιοκτησιακή φραστική προσέγγιση των ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ όχι απ’ αυτόν που κατά την προσέγγιση αυτή είναι ο ιδιοκτήτης αλλά από το άλλον που ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ κάτι το οποίο εντέλει ο ίδιος το προσδιορίζει ως μη δικό του. 
Υπάρχει άραγε κάποια υπηρεσία, κάποια μκο, κάποια φιλανθρωπική οργάνωση, κάποιος τέλος πάντων, που να ασχολείται και να καταγγέλλει τα φαινόμενα αυτολογοκρισίας και αν ναι, από πού κι ως πού και με ποιο δικαίωμα επεμβαίνει στα προσωπικά δεδομένα του αυτολογοκριτή, ο οποίος, μετά κόπων και βασάνων και ύστερα από κάμποσες άυπνες νύχτες κατάφερε να καταπνίξει αυτό που ήθελε να βγει από μέσα του, από τα σώψυχά του, αυτό το κάτι που κατάφερε να κατευνάσει και να μην το ξεστομίσει, να μη το δημοσιοποιήσει, είναι σωστό να έρχεται η ΜΚΟ «Αυτολογοκρισία στοπ – όλα στο φως» και να το δημοσιοποιεί - δεν αποτελεί παραβίαση προσωπικών δεδομένων αυτό; 
Όχι εφόσον η ΜΚΟ "Αυτολογοκρισία στοπ – όλα στο φως" είναι μια αμφιβόλου γούστου και αισθητικής έμπνευση του ίδιου εγκεφάλου που προσπαθεί να ξεγελάσει τον αυτολογοκριτή μπας και καταφέρει να εκφραστεί ελεύθερα.

23 Δεκ 2013

Απ' τη θέση του συνοδηγού

Βρέθηκα πρόσφατα, πρώτη μου φορά στα 35 μου χρόνια, στη θέση του συνοδηγού ενός πολύ ακριβού  αυτοκινήτου, μη με ρωτάς τι μάρκα ήταν, δεν έχω ιδέα από αυτά. Αρχικά δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση, στη συνέχεια, όμως, διπλοπαρκαρισμένος στην τσιμισκή περιμένοντας τον οδηγό-ιδιοκτήτη, που πετάχτηκε να πάρει τσιγάρα, ένιωσα περιεργα κάπως, όχι όσον αφορά την ταξική μας διαφορά, που εκφραζόταν στην εντέλεια από το πανάκριβο αυτοκίνητο, που σε όμοιό του δεν ειχα ξαναμπεί και το οποίο λέρωνα με τα  λασπωμένα τρύπια αντίντας μου που ίσα που κάλυπταν τις τρύπιες μου κάλτσες, αλλά όσον αφορά τις διαφορές της ζωής δύο τριανταπεντάρηδων που ενδεχομένως είχαν κοινή αφετηρία αλλά ο ένας κατέληξε ιδιοχτήτης κούρσας κι ο άλλος ιδιοχτήτης μούτζας, κι όχι δεν ήταν ζήλια αυτό που ένιωσα, ήταν η δυσωδία ενός βάλτου, στον οποίο κολλημένος χαζεύω τους άλλους να με προσπερνούν και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εύχομαι τα νερά του βάλτου τουλάχιστον να είναι στάσιμα και όχι κινούμενα.

22 Δεκ 2013

Για να περάσει η ώρα

Είμαι στην πόλη που μισούσες. Σε θυμάμαι να τριγυρνάς στα μνημεία, να σου στρίβει και να γκαζώνεις με το αυτοκίνητο μέσα σε κήπους, μετανιωμένη να ζητάς συγγνώμη από τα λουλούδια κι εγώ να περνάω μέσα από κλειστά παράθυρα, το είχα κάνει ολόκληρη επιστήμη. Πάντα θα επιστρέφω εδώ που όλα πήγαν κατά διαβόλου, να μετράω ζωντανούς νεκρούς και σκελετούς στην ντουλάπα. Υπάρχει άραγε μια μαγική σκόνη, διαλυτή στο νερό, άχρωμη, άοσμη, άγευστη, να την καταπιώ και να τα διαγράψω όλα αυτά; Οι παρενέργειές της θα με σώσουν, όχι του θεού η αγάπη, πάψε να μου το θυμίζεις. Πίστεψέ με, έχω συνηθίσει από τότε που έφυγες, δεν χρειάζομαι βοήθεια για να γίνω εύθραυστος ή για να νιώσω μοναξιά. Μου είχε φανεί παράξενο που ήθελες να χορέψεις μαζί μου, είχα την εντύπωση ότι κάποιον άλλον προτιμούσες. Σαν ερωτοχτυπημένος σε σαπουνόπερα, χάλια δηλαδή, χόρευα, ηλίθιος, με τριαντάφυλλα στο στόμα και ένιωθα να ψηλώνω. Έψαχνες κάποιον που να μην είν’ απελπισμένος μα δεν έβρισκες κανέναν, κι εγώ δεν έγινα ποτέ αυτά που ζητούσες. Είμαι κουρασμένος, τα μάτια μου κόκκινα κι έχω μουδιάσει από το κρύο και τι να πω στο κορίτσι που μου άνοιξε την πόρτα; Λέω να την πέσω εδώ, θα κοιμηθώ στο πάτωμα, δεν θα ενοχλήσω - ούτως ή άλλως, γαμώτο, η παρουσία μου δεν φωτίζει το χώρο. 

(λέξεις δανεικές από το trouble will find me των νασιοναλ)

21 Δεκ 2013

Συμβουλές διαστροφής

Ο απίθανα κοντός τύπος με τη μακριά γενειάδα, που με κρατούσε φυλακισμένο στο κελί μέρες τώρα, ένα κελί το μέγεθος του οποίου άλλαζε μ’ ένα απλό σμπρώξιμο του τοίχου και απ’ ό,τι φαινόταν ο απίθανα κοντός τύπος ήταν σε κάποιου είδους διένεξη με τη γειτόνισσά του, ούτε για την μπουγάδα, ούτε για τη θέση πάρκιγκ, αλλά για τη θέση του τοίχου, και καθημερινά, κάθε τρεις και λίγο πότε αυτός απ’ εδώ πότε αυτή απ’ εκεί σμπρώχνανε τον τοίχο αλλάζοντας το μέγεθος της φυλακής μου, έλεγα λοιπόν για τον απίθανα κοντό γενειοφόρο δεσμοφύλακά μου, ο οποίος στάθηκε στο ύψος του, μού πέταξε μια σοκολάτα κατάμουτρα, δεν φοβάσαι; τον ρώτησα, τίποτε δεν φοβάμαι, εδώ που είμαστε δεν μας πιάνει τίποτε, και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Προκρούστη μπας και ψηλώσει πήρε να λέει για τότε, μέρες εορταστικές θα ήταν, που μια ομάδα περίεργων ανθρώπων οργάνωσε ένα δρώμενο, ένα συμβάν, κάποιοι απ' αυτούς βάλανε τα καλύτερά τους ρούχα, ενώ κάποιοι άλλοι απλώς τα βγάλανε, πήρανε και μια γεννήτρια ταλαιπωρημένη, γεμάτη μουτζούρες και γράσο, την αλυσοδέσανε, την βάλανε πάνω σε ροδάκια και την περιφέρανε στους δρόμους της πόλης, εν είδει επιταφίου, αγόρια και κορίτσια, άλλοι απλώς σέρνοντας τη γεννήτρια, άλλοι κλαίγοντας γι’ αυτήν, και άλλοι επιχαίροντας για τα πάθη της, κάποιοι τραβούσαν βίντεο και άλλοι μοιράζανε λευκές σελίδες χαρτί στους απορημένους περαστικούς, κάποιοι από τους οποίους, θες από περιέργεια, θες γοητευμένοι από τη θέα κοριτσιών, που μαυρολευκοντυμένες χόρευαν γύρω από τη γεννήτρια, έμπαιναν και αυτοί στην κουστωδία που ακολουθούσε τη γεννήτρια και σιγά σιγά, από διάθεση μιμητισμού αλλά και χιπστερισμού, να έχουν δηλαδή ακολουθήσει το νέο πρωτοποριακό ρεύμα πριν αυτό γίνει κυρίαρχο και το ακολουθούν όλοι, οι λίγοι γίνανε πολλοί, ολόκληρο πλήθος, που κατέληξε στο λιμάνι της πόλης, όπου υπό τους ήχους το sittinon the dock of the bay, και μετρήσανε έν-δυο, εν-δυο, εν-δυο, πηγαινοφέρνοντας μπρος πίσω στα χέρια τους τη γεννήτρια για να τη ζυγιάσουνε καλύτερα, και έκανε μπλουμ μες στο νερό η γεννήτρια και ταυτόχρονα εκτελώντας άψογες καταδύσεις 25 εικοσιπεντάχρονες κολυμβήτριες κάνανε βουτιά σχηματίζοντας υπέροχα τόξα με τα κορμιά τους που τα απαθανατίσανε δεκάδες φωτογράφοι, και τότε ξαφνικά, καθώς το σπίτι πήρε πάλι να στενεύει και άρχισαν οι τοίχοι να έρχονται κατά πάνω μας, εμφανίστηκε μια καραμπίνα από το πουθενά και τίναξε τα μυαλά του απίθανα κοντού γενειοφόρου, παραμυθά δεσμόφυλακά μου στον αέρα, αλλά εμένα από τη φυλακή μου δεν με απελευθέρωσε κανείς, έμεινα να κοιτώ τους τοίχους να έρχονται κατά πάνω μου, και όταν ρώτησα γιατί όλα αυτά ρε παιδιά, η απάντηση ήταν «το ξέρεις ότι δεν κάνει να τρως πίτσες με γεμάτο ουίσκι στομάχι». 

18 Δεκ 2013

Κακό δύο

Τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσε να σταυρώσει λέξη. Ευτυχισμένες αυτές, που γλιτώναν από τα πάθη στις οποίες συνήθως τις υποχρέωνε, είχαν βαλθεί να τον τρελάνουν, εμφανίζονταν στις πιο ακατάλληλες στιγμές, προτού κοιμηθεί ή στο χέσιμο, χάνονταν σε χιλιάδες άτιτλα έγγραφα του google drive και σε έγγραφα του γουόρντ χωρίς τίτλο ένα, δύο, τρία, χίλια  δεκατρία, σε μισοτελειωμένα ημέηλ που έστελνε στον εαυτό του εν είδει επικοινωνίας, σε κρατημένα ειδησάρια σε σελιδοδείκτες, αγαπημένα, feeds και ροές ειδήσεων, σε ακατάληπτα, ανορθάγραφα σημειώματα στο κινητό του τηλέφωνο γεμάτα αναγραμματισμούς, ένας για κάθε λακκούβα και ανατάραξη του λεωφορείου, σε φάκελους με τραγούδια μαζεμένα για κάποιο αφιέρωμα, το νόημα και τον σκοπό του οποίου είχε ξεχάσει, και ανάμεσα σε όλα αυτά μια πρόσκληση για μια κοπή πίτας, στην οποία σκόπευε πρώτη του και τελετυαία φορά να παρευρεθεί, και για κάθε κομμάτι της πίτας που θα μοιράζεται να κόβει κι ένα κομμάτι από τον εαυτό του, ένα για κάθε δικαίωμα, για κάθε απόλαυση, για κάθε όνειρο, για κάθε επιθυμία και πόθο που έπεσε θύμα περικοπής, μέχρι που στο τέλος, μετά τη γιορτή, η καθαρίστρια θα μαζέψει τα κομμάτια του με τη σκούπα και το φαράσι και θα τα πετάξει σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και από κει στον κάδο απορριμμάτων και όχι ανακύκλωσης, προς θεού, ας μην ανακυκλωθεί το είδος αυτού του ανθρώπου, και από κει στο απορριματοφόρο που θα τον οδηγησει κομματιασμένο σε κάποιον χώρο μπορεί υγειονομικής μπορεί και όχι ταφής απορριμμάτων όπου θα μπορέσει επιτέλους να αναπαυθεί. 

Κακό

Πολύ καιρό τώρα ήθελε κάτι πάρα πολύ αλλά το σύμπαν, αντί να συνωμοτεί υπέρ του, μπας και το καταφέρει, επέμενε να διαψεύδει εκείνον τον ευπώλητο τον συγγραφέα, και μια μέρα πέρασε ο επιθυμών, όχι ο ευπώλητος συγγραφεύς, έξω από την ανωτάτη σχολή πολέμου και είπε ας μπω μέσα, ίσως να είναι σαν τη λεγεωνα των ξένων ή έστω των αποτυχημένων ή έστω των ερωτευμένων, μπορεί και των ερωτευμένων αποτυχημένων ξένων, κι ειπε επίσης ο νεοσύλλεκτος θα κάνω στη σχολή πολέμου αντάρτικο, αφού υπάρχουν οι καλές τέχνες, αφού υπάρχει η στρατευμένη τέχνη, κι αφού υπάρχουν οι πολεμικές τέχνες, θα φτιάξω τμήμα πολεμικών καλών τεχνών, θα ζωγραφίζω με καρατιές και με το πινέλο θα παίρνω κεφάλια και την πέτρα, προτού την πετάξω στον μπάτσο, θα την έχω λαξεύσει, θα της έχω δώσει σχήμα και μορφή και κάτι τέτοια σκεφτόταν προτού αποκοιμηθεί κι όλο έλεγε τώρα θα κάτσω να τα γράψω και το επομενο πρωί γαμώ τον κοέλίο και τον μορφέα δεν θυμόταν τίποτα, ούτε τι είχε σκεφτεί, ούτε τι είχε πει ούτε τι μαλακίες είχε κάνει πάλι.

12 Δεκ 2013

Και ξανά κάτι ακόμα

Κάτι ακόμη που σκέφτηκα πριν από λίγο: ο μοναδικός συναισθηματισμός που (εμείς, εσείς, αυτοί) οι κυνικοί τελικά δεν αντέχουν είναι των άλλων, ειδικά όταν ο των άλλων  τυγχάνει μεγαλύτερης και θετικότερης ανταπόκρισης και δη από τα κορίτσια (ή και τ' αγόρια, γούστα είν' αυτά).

Και κάτι ακόμα

Αυτοί που αποκαμωμένοι από την κούραση της δουλειάς (ή της ανεργίας) κοιμούνται στο λεωφορείο είναι κρίμα όταν ξυπνάνε - από την άλλη, όμως, δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει να γίνει (εξ)έγερση

Κέρδος

Βάλε στα αυτιά ακουστικά
Το αγαπημένο σου τραγούδι
Οποιο κι αν είναι, δεν έχει σημασία
Βάλε τα μαύρα σου γυαλιά
Και κοίτα κατάματα τον ήλιο
Έστω για λίγο
Για πολύ λίγο
Δεν πειράζει που είν' όλα σκατά
Εκτός κι αν δεν εχεις ακουστικά
Αγαπημένο τραγούδι
Μαύρα γυαλιά
Ήλιο
Και μόλις διαπίστωσα
Για πολλοστή φορά ότι
Λέω μαλακίες
Τουλάχιστον όμως
Μέχρι να τις γράψω
Ήρθε το γαμωλεωφορείο.

6 Δεκ 2013

Η αποπολιτικοποίηση του ατόμου

Ξυπνούσε κάθε πρωί, άνοιγε τον υπολογιστή, τα ειδησεογραφικά τα σάιτ, κι άφηνε τη ροή των ειδήσεων να κάνει τη δουλειά της. Κοιτούσε τα μεγκαμπάητ της δυστυχίας, της εξαθλίωσης, να πηγαινοέρχονται μέχρι που σχημάτιζαν καμπύλες και γίνονταν γυναίκες και γιορτές και μπουκάλια αλκοόλ, ταξίδια και τέχνη και χαμόγελα. Καθόταν σταυροπόδι σε μια καρέκλα, αν κάπνιζε θα άναβε και τσιγάρο, έριχνε πίσω το κεφάλι, κοιτούσε το ταβάνι, βαριότανε, έκλεινε τα μάτια. Δεν κυνηγούσε τίποτε, δεν επιδίωκε τίποτε, περίμενε την επικαιρότητα να έρθει να τον βρει νωθρό στο δωμάτιο, πνιγμένο στον ωκεανό της πληροφορίας, πομπώδη σε ένα τόσο μικρό κείμενο.

5 Δεκ 2013

Το φάρμακο για τον πανικό

Καμιά φορά περπατώντας στο δρόμο είχε την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή μια πέτρα, όπου πάνω κάποιος είχε σκαλίσει τ' όνομά του, θα τον πετύχαινε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Εσκυβε να προφυλαχτεί από τη φανταστική (της φαντασίας του) την πέτρα και κάπως έτσι, συνήθως, ξεκινούσαν οι κρίσεις πανικού. Τον καταλάμβαναν έντονος φόβος, άγχος, αίσθημα επέλευσης τρέλας, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου. Επίσης παρουσίαζε τρέμουλο, αυξημένη εφίδρωση, πόνο στο στήθος, ταχυκαρδία, δύσπνοια, αίσθημα ασφυξίας, αίσθημα πνιγμού, ναυτία, κράμπες, ζάλη, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα στα χέρια, ρίγος ή εξάψεις, αίσθημα αδυναμίας και τάση λιποθυμίας και διάφορα άλλα πράγματα που είχε διαβάσει στη βικηπαιδεία. Θέλοντας ν’ απαλλαχθεί από τις κρίσεις πανικού, στον πανικό έκανε αναγραμματισμό, άλλαξε θέση στο γιώτα, έκανε τον πανικό πανκιό, τα μαλλιά του κούρεψε μοϊκάνα, που την έβαψε πράσινη-πορτοκαλί, έσκισε τα ρούχα του με παραμάνες, έφτυνε ολημερίς καταπράσινες ροχάλες κι έλεγε δεμενοιάζει σαν τον Μαργαρίτη και έτσι όταν πάθαινε κρίση και καμιά φορά έσπαγε τα πάντα, γιατί οι πανξ -όπως είχε γράψει παλιά και μια φυλλάδα- τα σπαν, δεν ήταν πλέον πανικού αλλά κρίση ενός πανκιού.

4 Δεκ 2013

Ο μέγας ωτακουστής

Από τότε που έγιναν της μόδας οι κινητές συσκευές, τα καρτοτηλέφωνα πέσαν σε αχρηστία. Για πολλά χρόνια, κόντρα σε κακοκαιρίες και μνημόνια στέκονταν περιφρονημένα στων δρόμων τις γωνιές φιλοξενώντας γραμμένους με μαρκαδόρο αριθμούς τηλεφώνων "69#^&&*%54 σέξυ αγόρι κάνει τρελά τσιμπούκια", μικρά αυτοκόλλητα "δεν πληρώνω", "λευτεριά στον Τ@δε", αλφάδια και λεκέδες από κάτουρα σκύλων στη βάση τους.
Με το πέρασμα των χρόνων, σαν να ήταν συνεννοημένοι, σαν να συμμετείχαν όλοι σε μια μεγάλη μυστική συνωμοσία, οι άνθρωποι, υπακουόντας στη σχετική διαφημιστική εκστρατεία, που με τη σειρά της αφουγκράστηκε προσεχτικά τις ανάγκες της κοινωνίας, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν στα καρτοτηλέφωνα. Δεν χρειαζόταν πια να πληκτρολογήσεις αριθμό. Σήκωνες το τηλέφωνο, έλεγες στο τηλεφωνικό κέντρο "είμαι θυμωμένος", "είμαι λυπημένος", "έχω γκάβλες", "είμαι πολύ χαρούμενος", "φοβάμαι" και σε συνέδεαν με ένα ευήκοον ους, που προσεχτικά άκουγε ό,τι είχε ο καθείς να πει.
Λόγια αγάπης, θυμού, τρέλας, μοναξιάς, βωμολοχίες μα και ποίηση, κοινοτοπία και κοινοτυπία, που ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεμπερδευτούν η μια από την άλλη, ταξίδευαν μέσα από τα καλώδια κάνοντας δεν ξέρω τι και βαριέμαι να σκεφτώ παραπάνω, για να είμαι ειλικρινής αυτή η πρόταση δεν μου βγαίνει, στασου ν’ αλλάξω παράγραφο, αλλά αν υπήρχαν σήμερα αυτά τα τηλέφωνα θα πήγαινα και θα έλεγα “έχω κολλήσει με μια μαλακία που γράφω” και θα μου δίνανε τη λύση, τη συνέχεια της ιστορίας, αφού στην τελική η λύση και η συνέχεια της ιστορίας θα ήταν η δική τους, της καρτοτηλεφωνίας, στοπ, αλλαγή παραγράφου.
Κι όλα ξεκίνησαν μια Τετάρτη μεσημέρι, Δεκέμβρης του 2013, όταν ένας μάλλον απελπισμένος είδε έναν πέραν πάσης αμφιβολίας οργισμένο να βρίζει στο καρτοτηλέφωνο γωνία Δραγούμη με Ολύμπου και να βαράει μπουνιές στο τζάμι. Ενας γλόμπος άναψε πάνω από τη χοντρή, πιτυριδιασμένη κεφάλα του μάλλον απελπισμένου (όσο για τον οργισμένο, τελικά χώρισε με το γκομενάκι) κι εντέλει βρήκε έναν μάλλον ριψοκίνδυνο επενδυτή, εκμεταλλεύτηκε την κρίση, που άλλωστε ήταν ευκαιρία, και το γενικότερο ξεπούλημα του κράτους, εξαγόρασε τη διαχείριση - εκμετάλλευση των καρτοτηλεφώνων, έστησε την εταιρία "Ανοιχτά αυτιά - Ανοιχτή καρδιά" με μετανιωμένους ασφαλίτες, που είχαν μπει κι αυτοί σε καθεστώς διαθεσιμότητας και το είχαν πάντα μεράκι να ακούνε αλλά μόνο για το καλό της ανθρωπότητας πια, και κάπως έτσι ο Πάνως ο Κ. έπιασε την καλή, έγινε μεγάλος και τρανός, αυτός ο χοντρός που τον είδαμε τις προάλλες στην τιβί να κάνει δεν ξέρω κι εγώ τι, ας πούμε να αγκαλιάζεται με μιαν ηθοποιό πάρα πολύ γνωστή.