21 Μαρ 2009

Του Γρηγόρη Σπίτη

- Ο κύριος; Τι θα πάρει;
- Ένα πιστόλι στο πιάτο αλά Πέτρος Θεοτοκάτος παρακαλώ.
- Έφτασεεε…
Πήρα το ζουμερό καλοψημένο μπιφτέκι σε σχήμα πιστολιού και έχωσα την κάνη στο στόμα μου. Πάτησα τη σκανδάλη και καυτή πάπρικα πλημμύρισε το χώρο.
Συγγνώμη κύριος, με ρώτησε ένας άγνωστος, εδώ είναι το Λουτρό Αίματος; Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, κι αυτός ξεκούμπωσε το παντελόνι του και κατούρησε στο βαρέλι της μπίρας. Φεύγοντας μου ψιθύρισε: Να βρεις τη Γάτα του Χάους.
Χωρίς να βιάζομαι, ξέπλυνα το στόμα μου με ζεστή βαρελίσια μπίρα και σκουπίστηκα με ένα απ’ τα πεντακοσαεύρα του συνιστολόγου Ιωαννη Σκορδοπούτσογλου. Εξω με περίμενε ο σοφέρ. Κάθισα αναπαυτικά στο μαύρο καροτσάκι του σουπερμάρκετ και είπα «οδήγα Άλμπερτ». «Για πολλοστή φορά κύριε, δεν με λένε Αλμπερτ». «Αγαπητέ μου, αυτό είναι αδύνατον. Είσαι σοφέρ, άρα το όνομά σου είναι Άλμπερτ» επέμεινα. «Και σε παρακαλώ, μη με ζαλίζεις με επουσιώδη πράγματα. Πρέπει να βρούμε τη Γάτα του Χάους». «Μάλιστα κύριε», είπε αυτός και έβαλε μπρος.
Διασχίσαμε τους δρόμους της πόλης με τον άνεμο να λυσσομανάει, βγήκαμε στην εθνική οδό, στρίψαμε αριστερά προς Νέα Σάντα, Κιλκίς, Αργυρούπολη, και χωθήκαμε στο δάσος, όπου κάναμε δεκαήμερα σκηνάκια με την 71 ΑΜΤΠ. Στην είσοδο του καταυλισμού συνάντησα τρεις θείτσες κάτω από έναν φίκο, που μύριζε ούρα γάτας, να τρώνε μπακλαβαδάκια, μαζί με το καπλάντισμα των βιβλίων μου της πρώτης δημοτικού.
Εβγαλα το σουβλακόσπαθό μου.
«Κυρίες μου, καλησπέρα σας. Επιτρέψτε μου να σας κεράσω ένα σου, κατευθείαν απ’ το σουβλακόσπαθό μου». «Αχ, είσθε ο Κύριος Μετά Σου;» ρώτησα η μια, «Αυτός ακριβώς» είπα και… χραπ! τις αποκεφάλισα πάραυτα με το βλακόσπαθό μου. Η θυσία ενός σου ήταν σημαντική στο πλαίσιο της αποστολής μου, και στο εξής έπρεπε να είμαι προσεχτικός: μοναδικά μου όπλα απέμεναν η βλακεία μου και το σπαθί μου.
Πλέον επικρατούσε βαθύ σκοτάδι. Κάπου στο βάθος διέκρινα να τρεμοσβήνει ένα φως. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Ήταν ένα πεδίο με βάτα για να παίζουν τα παιδιά με τις γάτες που φορούσαν βάτες. Κρύφτηκα πίσω από έναν διαβολοκεμαργαρίτα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη Γάτα του Χάους. Μου κόπηκαν τα πόδια. Ανάμεσά μας μια τούρτα γενεθλίων που αντί για κεράκια είχε στη μέση αναμμένη μια πιστωτική κάρτα. Αυτήν την κάρτα θα την κάνω δική μου, φού! και έσβησα την πιστωτική, τη στιγμή που η Γάτα του Χάους χίμηξε να με κατουρήσει, υποβοηθούμενη από ομάδα τεθωρακισμένων μαύρων χελώνων, βγαλμένων από πανουσικόν άσμαν, ειδικά εξοπλισμένων με ακράτεια.
Η μάχη ήταν άνιση. Οι τελευταίες μου λέξεις προτού χάσω τις αισθήσεις μου ήταν: Εικόνες της κόλασης πάνω σε ποδήλατο, με ύφος και ήθος σχεδόν λαϊκίστικο, με αίσθημα μικρομεγαλισμού και υπερσπουδαιότητας, χαλάνε τη μαγιονέζα, της οποίας δηλώνω αμείλικτος αντίπαλος, και αναλύονται διεξοδικά σε όλα τα βιβλία που έγραψα στον ύπνο μου σχετικά με τον αριστερίστικο ακτιβισμό, τα επηρεασμένα από ένα μοναδικά δογματικό κονστρουκτιβισμό στην τελεολογία της απαγόρευσης του καπνίσματος στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, η οποία συνετέλεσε τα μάλα ώστε να δυσκολευτούμε να αλλάξουμε λαό, η πολιτική του οποίου μετατρέπει σε αδιάλλακτη ουτοπία τις άσπρες και τις μαύρες γάτες, όλες καλές, αρκεί να πιάνουν τα ποντίκια, διότι σε χρόνους δογματισμού σκέψης πολλές ενστάσεις αποδεικνύουν ότι όσοι κόπτονται για δικαιώματα και ελευθερίες, τις οποίες ουδείς απειλεί, προς επίτευξιν του μεγάλου άλματος προς την σημαδιακήν όσο και μυρωδάτην κυριαρχίαν επί της ύλεως, προασπίζονται τα ατομικά δικαιώματα των κουκουλοφόρων, που χρειάζονται πομπώδεις σκλάβες ολοκληρωτικής διεργασίας, ωραίες ωσάν το πανεπιστημιακό άσυλο, τα «αστυνομοφοβικά» σύνδρομα των οποίων διακινούνται από πονηρούς ή συμπλεγματικους στόκους, κατάλοιπα κάποιας νιότης κενής κυρίαρχων λοιπών συναισθημάτων, παραβλέποντας πως, επειδή μερικές φορές ξεχνιόμαστε στην αμαρτία, εξοπλίζουμε τους Ελ με το κράτος δικαίου και ενισχύουμε το αίσθημα αποτελεσματικής εξυπηρέτησης των τηλεθεατών που χρειάζονται μια Αστυνομία που να πιάνει τα ποντίκια. Χάρε ξύστα τα αρχίδια μου, έχω φαγούρα, ούρα (κατά τ’ αγγλικό huray!), κατούρα!

Το επόμενο πρωί είχα μείνει χωρίς σπαθί, μόνος με τη βλακεία μου.



Το τραγούδι και το βίντεο απ' την εποχή που μπορούσε κανείς να αποκαλέσει τους U2 συγκρότημα και μουσικούς (παρότι η προφανής επιλογή θα ήταν το Lovecats των Cure, αυτό το τραγούδι με αρέσει περισσότερο).


8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο! εκτίμησα ιδιαίτερα τη διαβολοκεμαργαρίτα...

Ανώνυμος είπε...

κι έλεγα πολύ καιρό έχει να μας διηγηθεί περίπέτεια του ο πάνωςκ. εύγε παιδί μου! παλι νίκησες όλους τους κακούς...

Ioannis Skordopoutsoglou είπε...

έχω μείνει μαλάκας...κάτι από Κωστάκης Ανάν και Πάνως Κατάν. Φίλε. Έγραψες. Λέμε.

nikolakisdiaselos είπε...

βάλε και λίγο πύνσον, αν κι ο πάνως είναι πιο τρυφερός απ' αυτόν

MenieK είπε...

αν η κατακεραύνωση των ρατσισμών στις δυο τελευταίες παραγράφους δεν ήτο τόσο αποδομιστικά δεριδιανή, θα ορκιζόμουν ότι το κείμενο είναι τέλεια προσαρμοσμένο στην παράδοση του "τέρματος" γεγονός που θα έκανε υπερήφανο τον Παπατσώνη (τον μόνο έλληνα υπερρεαλιστή, κατά την ταπεινή μου άποψη)

MenieK είπε...

μόλις το έγραψα συνειδητοποίησα ότι αδικώ τον Καρούζο....

ΠανωςΚ είπε...

Παίδες αφενός σας ευχαριστώ, αφετέρου αντιπροτείνω να διαβάσετε αυτά αυτά

Go_Go είπε...

Είναι μια αμυδρά θύμηση που έχω ή όντως δεν ξέρεις να κάνεις ποδήλατο; Αλλά στα όνειρά μας κάνουμε παπάδες είπαμε..