16 Οκτ 2007

Κουίζ με σκουπιδοσακούλες και ολίγον παρελθόν

Τι μπορεί να εμπεριέχουν αυτές οι δύο σακούλες;
α) Τεμαχισμένα πτώματα;
β) Σκουπίδια;
γ) Ρουχισμό που συλλέχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 για τους ομόδοξούς μας αδερφούς Σέρβους, και ξεχάστηκε στο υπόγειο κάποιας εκκλησίας;
δ) Ψηφοδέλτια που δεν χρησιμοποίησαν οι ψηφοφόροι στις πρόσφατες εκλογές;
ε) Το ψηφοδέλτιο του μυστικού και αγνώστου τοις πάσι άλλου υποψηφίου στις εσωτερικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ το 2004;
στ) Τα όνειρά μας;
ζ) Την αίτηση να κόψει τις εξυπνάδες, για να μην πω μαλακίες, ο γράφων και να προχωρήσει παρακάτω σε ό,τι σκατά έχει να πει;

Σιγά μην προχωρήσω παρακάτω. Παραπίσω θα πάω, γιατί εκεί με πάνε αυτές οι σακούλες…

Όπως θα έλεγε και ο Μπίλι Κρίσταλ στο Πέτα τη Μαμά από το Τρένο, “η νύχτα ήταν υγρή και βροχερή”. Ή μήπως ήταν υγρή χωρίς να είναι βροχερή; Δεν γαμιέται, μπορεί να είχε και ξαστεριά. Πάντως ήταν χειμώνας και η σχολή ήταν υπό κατάληψη. Δεν ήταν δική μας ευθύνη που το παράθυρο της Γραμματείας ήταν ανοιχτό και πολύ ψηλό για να φτάσουμε να το κλείσουμε. Βέβαια, αποδείχτηκε πως με τη μετακίνηση κάποιων ντουλαπιών και εδράνων το ψηλό όπως και το χαμηλό εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός, για να θυμηθούμε και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, στον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών. Όλα είναι σχετικά ή όπως έλεγε ο Πρωταγόρας παν χρημάτων μέτρον άνθρωπος.
Μέσα στη Γραμματεία ήταν ζεστά και υγρά. Δηλαδή αποπνικτικά. Αν και θα μπορούσε να ήταν δροσερά και καθόλου αποπνικτικά. Τι σημασία έχει; Ναι ρε γαμώτη μου, γιατί μας πρήζουν οι συγγραφείς με τις περιγραφές τους; Ξεκινά ο Ουβέρτος Εκος στο Ονομα του Ρόδου να σου περιγράφει ένα μοναστήρι και, μέχρι να τελειώσει, το μοναστήρι έχει μετατραπεί σε αποθήκη όπου γίνονται after hour rave parties. Ή ένας οπωσδήποτε καλύτερος συγγραφέας, όπως ο Τζοναθαν Κόου, στο τελευταίο του “Σαν τη βροχή πριν πέσει”, εκεί που τρως τα νύχια σου μέχρι τις σάρκες να δεις τι απέγιναν οι ήρωές του με το πέρασμα των χρόνων, αρχίζει να σου περιγράφει λεπτομερώς τη θέα, το τροχόσπιτο, το αγροτόσπιτο, την προκυμαία, τα άτομα που κάθονται στην προκυμαία, τα μαγιό τους, τις ρίγες των μαγιό τους, το άσπρο και το ροζ των ριγών των μαγιό, το χαμόγελο των ανθρώπων που αντανακλά το άσπρο και το ροζ των ριγών των μαγιό.
Σίγουρα πάντως ήταν ήσυχα και σκοτεινά, όχι τα μαγιό, όχι οι ρίγες τους, όχι τα χαμόγελα. Στη γραμματεία μέσα, λέω, ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Και παντού ντουλάπια. Γεμάτα βιβλία. Καμπόσες δεκάδες από κάθε τίτλο. Τα οποία προορίζονταν για μας. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να προορίζονται για τους φοιτητές. Μόνο που τα συγκεκριμένα, γεμάτα σκόνη χρόνων τα περισσότερα, δεν είχαν διατεθεί ποτέ στους φοιτητές.
Ήμασταν δύο. Προβήκαμε σε μια ελαφρά και διακριτική απαλλοτρίωση. Ό,τι μπορούσε να χωρέσει σε μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών, μέσα στις μπλούζες μας και στις εσωτερικές τσέπες των μπουφάν μας. Καθαρίσαμε τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα, χρησιμοποιήσουμε το μαγικό πολυσκουπάκι της ΧελλάςΤελεπρόντακτς για να μαζέψουμε τις τρίχες μας, μην κάνουνε καμιά πιστοποίηση DNA, και βγήκαμε όπως μπήκαμε.
Ευτυχώς, όπως ίσως θυμάστε, γιατί σας το έχω ξαναπεί, η νύχτα ήταν υγρή και βροχερή, μπορεί και όχι βέβαια, αλλά οπωσδήποτε χειμωνιάτικη. Έκανε κρύο. Στους δρόμους της πόλης ψυχή. Πολύ Silent Hill σκηνικό. Μόνο δύο τύποι σε ένα μηχανάκι με ένα διαμελισμένο πτώμα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Αυτή θα ήταν η απάντησή μας σε όσους τυχόν μας ρωτούσαν τι σκατά κουβαλάμε σε αυτή τη σακούλα.
Στο δωμάτιο του φίλου και συνεργού κάναμε τη μοιρασιά. Η σακούλα φυσικά είχε σκιστεί και έβαλα τα δικά μου λάφυρα σε μια κούτα Νουνού, μπορεί να ήταν και ΤσακίρηςΤσιπζ βέβαια, αλλά τι σημασία έχει, σάμπως ο Ουμπέρτο Έκο είμαι;
Κατευθυνόμενος στο δωμάτιό μου έπεσα πάνω σε έναν γνωστό, ο οποίος ήταν γενικά συμπαθητικός, λίγο βαρεμένος στον εγκέφαλο, ενίοτε λίγο μαλάκας, αξιόπιστος συνήθως εκτός από τις στιγμές που έπρεπε να του εμπιστευτείς κάτι. Τέλος πάντων, για να σας μην σας τα πρήζω με έναν ήσσονος σημασία χαρακτήρα, σίγουρα ήταν αδιάκριτος. Κι εγώ ως άνθρωπος (το ξεκαθαρίζω, για εκείνους τους φίλους που με θεωρούν ζώο) σιχαίνομαι την αδιακρισία, όπως και την αχαριστία, το ψέμα, την απιστία, τη φλυαρία των άλλων πλην της δικής μου, τις μπάμιες, εκτός και αν τις μαγειρεύει η Κ. με κοτόπουλο, θεϊκό πιάτο, αν και γενικά μετά το στρατό το κοτόπουλο δεν το αντέχω, κάθε Τρίτη- Πέμπτη κοτόπουλο, ευτυχώς ο μάγειρας στο στρατό ήταν καλός και τρώγαμε καλά, άσε που πάντα μπορούσες να φας και κανα δυο πανίνι από το μηχάνημα.
Τι έχεις εκεί; με ρώτησε όχι ο μάγειρας, ούτε φυσικά το κοτόπουλο. Ο αδιάκριτος και αναξιόπιστος γνωστός, για τον οποίο σας έλεγα πριν από μια αιωνιότητα και μία μέρα ή μήπως πριν από δέκα χρόνια και πενήντα τέσσερις ημέρες;
Τίποτε, του λέω.
Πώς τίποτε; επέμεινε αυτός.
Κάτι βιβλία, του κάνω.
Τι βιβλία; Απτόητος ο τύπος.
Δικά μου, του λέω.
(Ως άνθρωπος -το ξαναξεκαθαρίζω αυτό για όσους εξαιτίας αυτής της ιστορίας τείνουν να πιστέψουν πως είμαι ζώον- είμαι προσαρμοστικός και για αυτό είχα ήδη αναπτύξει ιδιοκτησιακά συναισθήματα απέναντι σε αυτά τα βιβλία που μέχρι προ ολίγου ούτε που γνώριζα την ύπαρξή τους…)
Για να δω, και κάνει να ανοίξει την κούτα.
Να μη δεις ρε, και κάνω να περάσω.
Ελα ρε, κάτσε να δω, μου κάνει.
Να μη δεις γαμώ το Χρ…ό σου, βλαστήμησα εγώ και ο κεραυνός που έπεσε να με κάψει δεν πέτυχε εμένα αλλά τον αδιάκριτο τύπο, ο οποίος έμεινε να με κοιτά για κάνα δίλεπτο, άλαλος σαν τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόναν Του τη σεπτή, ακίνητος αλλά κλείνοντάς μου το διάβα.
Εντέλει αποφάσισε να αντιδράσει: Γαμώ το Χρ…ό σου εσύ!
Και έκανε στην άκρη βαθύτατα πληγωμένος.

Κάποιος μου είπε για αυτόν τον περίεργο τον συγγραφέα τον πώς-τον-λένε Προυστ ότι τάχαμου εκεί που ρέμβαζε κοιτώντας τη φωτιά στο τζάκι, έβλεπε μια σπίθα και θυμόταν κάτι από το παρελθόν, φαινομενικά άσχετο. Και ότι χρησιμοποίησε στα έργα του την τεχνική αυτή, που ονομάστηκε συνειρμός. Ελπίζω (δεν έχω διαβάσει τίποτε δικό του, γιατί δεν έχει τύχει να δώσει κάποιο του έργο κάποια εφημερίδα) να μη χρησιμοποιεί πολλές περιγραφές. Ειδάλλως, καθαρά συμβολικά, τον βλέπω να κάνει παρέα με το περιεχόμενο των εικονιζόμενων σκουπιδοσακουλων. Καλά το καταλάβατε. Οι σακούλες παραπάνω δεν εμπεριέχουν τίποτε από τα α, β, γ, δ, ε, ζ, στ. Περιείχαν διάφορα άχρηστα χαρτιά και πολλά βιβλία πεταμένα φύρδην μίγδην εκεί πέρα (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ξαφνικά από ενεστώτα το γύρισα στον αόριστο). Και μάτωσε η ψυχή μου που τα είδα έτσι. Κανένα βιβλίο δεν αξίζει να έχει αυτήν την τύχη. Ακόμη και τα βιβλία του Ουμπέρτο Εκο, τον οποίο άδικα κατηγορώ βέβαια γιατί αντί αυτών των χιλίων τόσων λέξεων αρκούσε να είχα γράψει το εξής:
“Ένα χειμωνιάτικο βράδυ δύο φοιτητές σε μια υπό κατάληψη σχολή μπήκαν στη Γραμματεία από το ανοιχτό παράθυρο και έκλεψαν κάποια βιβλία τα οποία έβαλαν σε μια μαύρη σκουπιδοσακούλα, την οποία μετέφεραν με το μηχανάκι στην Εστία, όπου, μετά το μοίρασμα, ο ένας από τους δύο διαπληκτίστηκε έντονα με έναν αδιάκριτο γνωστό του”.

Ο Ρεϊμόν Κενό καλά τα έλεγε και τα έγραφε, αλλά ποιος τον ακούει;

5 σχόλια:

Μετεωρίτης είπε...

Είσαι... απίστευτος!

Κι εγώ που αναρωτιόμουν γιατί κάθε βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο ζύγιζε 15 κίλά!! Φταίει που είναι τόσο περιγραφικός, γαμώ το εκκρεμές μου, γαμώ...!

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Το να γεμίζεις με λέξεις τον προβλεπόμενο όγκο κειμένου είναι μαγκιά.
Το να μην κάνεις αυτό το κείμενο βαρετό είναι τέχνη.
Το να το κάνεις ενδιαφέρον είναι ταλέντο.

nikolakisdiaselos είπε...

απ' τα καλύτερα κείμενα που έχεις γράψει πάνε μου...

Μετεωρίτης είπε...

ήταν όντως ΠΑΡΑ-ΠΑΡΑ πολύ καλό!!!

παράλληλος είπε...

πράγματι!