7 Οκτ 2007

Επτά, οκτώ και εννιά Οκτωβρίου 1967

Από το βιβλίο του Τζον Λι Αντερσον (βλέπε φωτογραφία) και σε μετάφραση της Κ.:

Στις 7 Οκτωβρίου οι αντάρτες βρίσκονταν σε μια απότομη ρεματιά κοντά στην Λα Ιγκέρα. Από εκεί ξεκινούσε μια στενή φυσική κατηφορική δίοδος που οδηγούσε κάτω στον Ρίο Γκράντε. Προχωρούσαν πολύ αργά γιατί είχαν σπάσει τα γυαλιά του Τσίνο Τσανγκ και δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο Τσε ήταν, παρ’ όλα αυτά, ευδιάθετος και ξεκίνησε την καταγραφή της ημέρας γράφοντας: «Ολοκληρώσαμε τον ενδέκατο μήνα της επαναστατικής μας αποστολής χωρίς περιπλοκές, με διάθεση βουκολική».

Το μεσημέρι εντόπισαν μια ηλικιωμένη να οδηγεί τα κατσίκια της για βοσκή και την αιχμαλώτισαν για προληπτικούς λόγους. Τους είπε ότι δεν είχε ιδέα για τους στρατιώτες –ή, στην πραγματικότητα, για οτιδήποτε άλλο. Ο Τσε δεν την πίστεψε και διέταξε τον Ίντι, τον Ανισέτο και τον Πάμπλο να την συνοδέψουν στο φτωχικό της σπίτι. Εκεί ανακάλυψαν ότι είχε μια νεαρή μη φυσιολογικά ανεπτυγμένη κόρη. Έδωσαν στην γυναίκα πενήντα πέσος και της είπαν να μην πει σε κανέναν ότι τους είχε δει αν και, όπως γράφει ο Τσε, το έκαναν «χωρίς να ελπίζουν ότι θα κρατήσει τον λόγο της».

Πλέον είχαν απομείνει δεκαεφτά αντάρτες. Εκείνο το βράδυ ξεκίνησαν ξανά να κατηφορίζουν, κάτω από «το λιγοστό φως του φεγγαριού», προχωρώντας κατά μήκος ενός μικρού ρυακιού, οι όχθες του οποίου ήταν φυτεμένες με πατατιές. Στις δύο το πρωί σταμάτησαν επειδή ο Τσανγκ δεν μπορούσε να δει αρκετά καλά για να προχωρήσει. Το ίδιο βράδυ ο Τσε άκουσε «μια περίεργη» αναφορά στο ραδιόφωνο, σύμφωνα με την οποία τα στρατεύματα είχαν περικυκλώσει τους αντάρτες στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς «Ασέρο (Acero)» και «Όρο (Oro)». «Τα νέα μοιάζουν παραπλανητικά», παρατήρησε. Κατέγραψε το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονταν: «2000 μέτρα». Ήταν και η τελευταία καταγραφή στο ημερολόγιό του.

Νωρίς το πρωί της 8ης Οκτωβρίου, μια ομάδα άρτι εκπαιδευμένων καταδρομέων του βολιβιανού στρατού με επικεφαλής έναν ψηλό νεαρό λοχαγό, τον Γκαρι Πραδο Σαλμόν (Gary Prado Salmon), έλαβε θέση στα υψώματα πάνω από τους αντάρτες. Είχαν ειδοποιηθεί από έναν ντόπιο χωρικό.

Καθώς έμπαινε η μέρα, οι αντάρτες είδαν τους στρατιώτες στα γυμνά υψώματα να τους αποκλείουν και από τις δύο πλευρές. Είχαν παγιδευτεί σε μια πυκνόφυτη ρεματιά μήκους τριακοσίων περίπου μέτρων και όχι πάνω από πενήντα πλάτους, σε κάποια σημεία πολύ στενότερο, ονόματι Κεμπράδα δελ Τσούρο (Quebrada del Churo). Η μοναδική τους πιθανότητα να ξεφύγουν ήταν πολεμώντας. Ο Τσε χώρισε τους άντρες του σε τρεις ομάδες και τους διέταξε να λάβουν θέσεις. Πέρασαν αρκετές κρίσιμες ώρες. Η μάχη ξεκίνησε στις 1:10 το απόγεμα.

[…]

Μισοκρυμμένος πίσω από έναν μεγάλο βράχο στη μέση ενός μικρού χωραφιού με πατάτες, ο Τσε πυροβολούσε με την καραμπίνα του, τύπου Μ-2, αλλά σύντομα αχρηστεύτηκε από μια σφαίρα που την βρήκε στην κάνη. Ο γεμιστήρας του πιστολιού του είχε προφανώς ήδη χαθεί· ήταν πλέον άοπλος. Μια δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στην αριστερή κνήμη· μια τρίτη διαπέρασε το κασκέτο του. Με την βοήθεια του Βολιβιανού Σιμόν Κούμπα, του «Γουίλι», προσπάθησε να σκαρφαλώσει την όχθη της ρεματιάς για να ξεφύγει. Κάποιοι κρυμμένοι στρατιώτες τους έβλεπαν να πλησιάζουν. Όταν απείχαν λίγα μόνο μέτρα μακριά, ένας κοντός, γεροδεμένος Ινδιάνος των ορεινών περιοχών, ο Λοχίας Μπερναρντίνο Ουάνκα (Bernardino Huanca) πετάχτηκε μέσα από τα δέντρα και τους σημάδεψε με το όπλο του. Αργότερα υποστήριξε ότι ο Τσε του είπε: «Μην πυροβολείς. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα. Αξίζω πολύ περισσότερα για σένα ζωντανός απ’ ότι νεκρός».

[…]

Λίγο αργότερα, κατέφθασε ο Λοχαγός Πράδο, που είχε ακούσει τον Ουάνκα να κραυγάζει ότι είχε αιχμαλωτίσει δυο αντάρτες. Χωρίς περιστροφές, ζήτησε από τον Τσε να πει ποιος ήταν. Με τον ίδιο μονοκόμματο ύφος που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, ο Τσε του απάντησε. Έπειτα, σύγκρινε τον άνθρωπο που είχε μπροστά του με το σκίτσο του Σίρο Μπούστος που είχε στην τσέπη του. Εξακρίβωσε ότι ήταν ο Τσε από το προεξέχον μέτωπό και από την ουλή δίπλα στο αφτί του, που είχε αποκτήσει από το σχεδόν μοιραίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων. Αμέσως μετά έδεσε τους καρπούς του Τσε με την ζώνη του.

[…]

«Comandante, σε βρίσκω κάπως πεσμένο», είπε, σύμφωνα με τις σημειώσεις του ο Σέλιτς στον Τσε. «Πες μου, γιατί μου δίνεις αυτή την εντύπωση;»

«Απέτυχα», του απάντησε ο Τσε. «Όλα τέλειωσαν, γι’ αυτό με βλέπεις σ’ αυτή την κατάσταση».

Έπειτα ο Σέλιτς ρώτησε τον Τσε γιατί είχε επιλέξει να πολεμήσει στην Βολιβία και όχι στη «χώρα του». Ο Τσε απέφυγε ν’ απαντήσει αλλά παραδέχτηκε ότι «ίσως και να ‘ταν καλύτερα». Όταν άρχισε να υμνεί τον σοσιαλισμό ως την καταλληλότερη μορφή διακυβέρνησης στην Λατινική Αμερική, ο Σέλιτς τον διέκοψε.

«Θα προτιμούσα να μην μπούμε στο συγκεκριμένο θέμα», του είπε ο αξιωματικός, λέγοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, η Βολιβία είχε «εμβολιαστεί κατά του κομουνισμού». Κατηγόρησε τον Τσε ότι είχε «εισβάλει» στην Βολιβία και τόνισε ότι η πλειοψηφία των ανταρτών του ήταν «ξένοι». Όπως λέει ο Σέλιτς, ο Τσε κοίταξε τότε τα πτώματα του Αντόνιο και του Αρτούρο.

«Κοίτα τους, συνταγματάρχη. Αυτά τα παιδιά είχαν ό,τι τραβούσε η ψυχή τους στην Κούβα κι όμως [ήρθαν εδώ πέρα] για να πεθάνουν σα σκυλιά».

Ο Σέλιτς προσπάθησε να αποσπάσει από τον Τσε πληροφορίες για τους αντάρτες που διέφευγαν της σύλληψης, «Γνωρίζω ότι ο Μπενίγνο είναι βαριά τραυματισμένος από την μάχη που έγινε [στις 26 Σεπτεμβρίου] στην Λα Ιγκέρα, όπου σκοτώθηκαν ο Κόκο και οι υπόλοιποι. Μπορείς να μου πεις αν ζει ακόμα, Comandante

«Η μνήμη μου είναι πολύ κακή, συνταγματάρχη. Δε θυμάμαι [κι] ούτε ξέρω πώς ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου».

«Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;» ρώτησε ο Σέλιτς.

«Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, Εκουατοριανός, κτλ… Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».

«Τι σ’ έκανε ν’ αποφασίσεις να δράσεις στη χώρα μας;»

«Δε βλέπεις υπό ποιες συνθήκες ζουν οι χωρικοί;» ρώτησε ο Τσε. «Βρίσκονται σε ημιάγρια κατάσταση, ζουν σ’ ένα επίπεδο φτώχιας που σου σφίγγει την καρδιά, με μοναχά ένα δωμάτιο για να κοιμηθούν και να φάνε, χωρίς ρούχα, εγκαταλειμμένοι σα ζώα…»

«Μα το ίδιο συμβαίνει και στην Κούβα» ανταπάντησε ο Σέλιτς

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», απάντησε οργισμένα ο Τσε. «Δεν αρνούμαι ότι στην Κούβα υπάρχει ακόμα φτώχια, αλλά εκεί [τουλάχιστον] οι χωρικοί έχουν μια ψευδαίσθηση προόδου, σε αντίθεση μ’ αυτούς στη Βολιβία που ζουν χωρίς ελπίδα. Πεθαίνουν ακριβώς όπως γεννιούνται, χωρίς να δουν την παραμικρή βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσής τους».

[…]

Στις 6:15 το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, έφτασαν στην Λα Ιγκέρα με ελικόπτερο ο Συνταγματάρχης Χοακίν Σεντένο Ανάγια και ο «Λοχαγός Ράμος», ο πράκτορας της CIA Φέλιξ Ροδρίγες.

[…]

Ο Ροδρίγες κατέγραψε λεπτομερώς την απεχθή συνάντηση με τον πρώτο τη τάξει εχθρό του. Ο Τσε ήταν ξαπλωμένος στο πλάι πάνω στο χώμα, δίπλα στα πτώματα των συντρόφων του, με τα χέρια δεμένα ακόμα πίσω από την πλάτη του και τα πόδια του δεμένα κι αυτά. Έτρεχε αίμα από το τραύμα στο πόδι του και έδωσε στον Ροδρίγες την εντύπωση «μιας μάζας σκουπιδιών».

«Ήταν χάλια», γράφει ο Ροδρίγες. «Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, τα ρούχα του κουρελιασμένα και σκισμένα». Πλέον δεν φορούσε ούτε μπότες· τα λασπωμένα πόδια του ήταν τυλιγμένα με κομμάτια ακατέργαστου δέρματος, σαν αυτά που θα φόραγε ένας χωριάτης του Μεσαίωνα. Ενόσω ο Ροδρίγες παρατηρούσε σιωπηλός, «παρασυρμένος από την στιγμή», ο βολιβιανός Συνταγματάρχης ρώτησε τον Τσε γιατί είχε ξεκινήσει πόλεμο στη χώρα του. Δεν πήρε απάντηση. «Το μόνο που ακουγόταν ήταν η αναπνοή του Τσε».

Αμέσως μετά, και υπό το γεμάτο υποψία βλέμμα του Σέλιτς, «ο κύριος Φέλιξ Ράμος [Ροδρίγες]…έστησε τον φορητό του ραδιοπομπό και έστειλε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα…προς κάποιον άγνωστο παραλήπτη». Έπειτα ο Ροδρίγες άρχισε να φωτογραφίζει το ημερολόγιο του Τσε και τα υπόλοιπα έγγραφα που είχαν έρθει στην κατοχή του στρατού, τοποθετώντας τα σ’ ένα τραπέζι που ήταν στημένο έξω από το σχολείο. […] Γύρω στις 10:00 π.μ., ο Φέλιξ Ροδρίγες έβγαζε ακόμα φωτογραφίες. Στις έντεκα είχε τελειώσει και ζήτησε από τον Σεντένο Ανάγια την άδεια να μιλήσει με τον «Señor (κύριο) Γκεβάρα». Ο Σέλιτς εξακολουθούσε να τον υποψιάζεται και, «θεωρώντας την παρουσία μου απαραίτητη στην συνομιλία», μπήκε στο σχολείο με τον Ροδρίγες. Το μόνο που αποκαλύπτουν οι σημειώσεις του Σέλιτς είναι ότι η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από «διάφορα θέματα περί της Βολιβιανής αλλά και της Κουβανικής Επανάστασης».

Στα όσα κατέγραψε ο ίδιος ο Ροδρίγες για την συνάντηση δεν αναφέρει την παρουσία του Σέλιτς, αλλά παρατήρησε, όπως και ο Σέλιτς, την περήφανη αδιαφορία του Τσε. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, ο Τσε τον προειδοποίησε ότι δεν επρόκειτο να υποκύψει σε καμία ανάκριση και υποχώρησε μόνο όταν ο πράκτορας της CIA του είπε ότι ήθελε απλώς να ανταλλάξουν απόψεις. Σύμφωνα με τον Ροδρίγες, ο Τσε παραδέχτηκε την ήττα του, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον «επαρχιώτικο» τρόπο σκέψης των μελών του βολιβιανού Κομουνιστικού Κόμματος που τον είχαν απομονώσει. Όποτε, όμως, ο Ροδρίγες προσπαθούσε να του αποσπάσει πληροφορίες για συγκεκριμένα ζητήματα ο Τσε αρνούνταν να απαντήσει. Αρνήθηκε ειδικά να «μιλήσει άσχημα για τον Φιδέλ», αν και ο Ροδρίγες προσπάθησε να τον καταφέρει να το κάνει.

Τέλος, ο Τσε έκανε μια ερώτηση στον Ροδρίγες. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν Βολιβιανός, παρατήρησε, και αν έκρινε από τα όσα γνώριζε για την Κούβα, ο Τσε πίστευε ότι ήταν είτε Κουβανός είτε Πορτορικανός που δούλευε για λογαριασμό της υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ. Ο Ροδρίγες επιβεβαίωσε ότι είχε γεννηθεί στην Κούβα και ότι ήταν μέλος της εκπαιδευμένης από την CIA αντικαθεστωτικής Ταξιαρχίας 2506. Η μόνη απάντηση του Τσε ήταν «Αχα».

Στις 12:30 π.μ. ο Συνταγματάρχης Σεντένο Ανάγια πήρε ένα μήνυμα από την βολιβιανή ανώτατη διοίκηση κι εκείνος μετέφερε την διαταγή στον Σέλιτς. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Σέλιτς, η διαταγή ήταν να «προχωρήσουν στην εκτέλεση του Señor Γκεβάρα».

[…]

Ο Φέλιξ Ροδρίγες υποστηρίζει ότι ήταν εκείνος και όχι ο Σεντένο Ανάγια που έλαβε το κωδικοποιημένο μήνυμα με την διαταγή εκτέλεσης του Τσε και ότι είχε πάρει τον Σεντένο Ανάγια παράμερα για να τον μεταπείσει. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υποστήριξε, επιθυμούσε να «παραμείνει πάση θυσία ζωντανός ο ηγέτης των ανταρτών», και ένα αεροσκάφος τους ήταν σε επιφυλακή για να μεταφέρει τον Τσε για ανάκριση στον Παναμά. Σύμφωνα με τον Ροδρίγες, ο Σεντένο Ανάγια του είπε ότι δεν μπορούσε να παραβεί την διαταγή, που ερχόταν κατευθείαν από τον πρόεδρο Μπαριέντος και τους επιτελάρχες του. Είπε ότι θα έστελνε ένα ελικόπτερο στις 2:00 μ.μ. και ήθελε τον λόγο της τιμής του ότι ως τότε ο Τσε θα ήταν νεκρός και ότι θα συνόδευε προσωπικά το σώμα νεκρού αντάρτη στο Βαγιεγκράντε.

Αφού έφυγαν ο Σεντένο και ο Σέλιτς, ο Ροδρίγες ζύγιασε τις επιλογές που είχε. Εκείνο το πρωί, αφού είχε αναγνωρίσει τον Γκεβάρα, είχε στείλει μήνυμα στην CIA ζητώντας οδηγίες, αλλά δεν είχε λάβει απάντηση και πλέον ήταν πολύ αργά. Μπορούσε να παρακούσει τον Σεντένο και να εξαφανιστεί παίρνοντας μαζί του τον Τσε, αλλά συνειδητοποίησε ότι αν το έκανε μπορεί και να διέπραττε ένα τεράστιο ιστορικό λάθος· ο Μπατίστα είχε κάποτε φυλακίσει τον Φιδέλ και ήταν φανερό ότι τελικά δεν τον είχε εμποδίσει να κάνει ό,τι έκανε. Στο τέλος, έγραψε: «Η απόφαση ήταν δική μου. Και ήταν ν’ αφήσω τους Βολιβιανούς να χειριστούν την υπόθεση».

[…]

Ο Ροδρίγες συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να καθυστερεί άλλο και επέστρεψε στο σχολείο. Μπήκε στην αίθουσα όπου βρισκόταν ο Τσε και του ανακοίνωσε ότι «λυπόταν», ότι είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, αλλά είχαν λάβει διαταγές από την βολιβιανή ανώτατη διοίκηση. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του και ο τσε τα κατάλαβε όλα. Κατά τον Ροδρίγες, ο Τσε για μια στιγμή άσπρισε και είπε: «Είναι καλύτερα έτσι… Δεν έπρεπε να μ’ έχουν πιάσει ζωντανό».

Ο Ροδρίγες τον ρώτησε αν είχε κάποιο μήνυμα για την οικογένειά του κι ο Τσε του είπε «να πεις στον Φιδέλ ότι σύντομα θα δει την επανάσταση να θριαμβεύει στην Αμερική… Και πες στη γυναίκα μου να ξαναπαντρευτεί και να προσπαθήσει να ‘ναι ευτυχισμένη».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Ροδρίγες λέει ότι πλησίασε και αγκάλιασε τον Τσε. «Ήταν μια τρομερά συγκινητική στιγμή για μένα. Δεν τον μισούσα πια. Είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας για κείνον και συμπεριφερόταν σαν άντρας. Αντιμετώπιζε τον θάνατο με θάρρος και παλικαριά».

Αμέσως μετά ο Ροδρίγες βγήκε από το δωμάτιο. Ένας άντρας είχε ήδη ανταποκριθεί στην αίτηση του Ταγματάρχη Αγιορόα για κάποιον εθελοντή. Ήταν ένας φαινομενικά σκληρός μικροσκοπικός Λοχίας ονόματι Μάριο Τεράν (Mario Terán), που περίμενε ανυπόμονα απ’ έξω. Ο Ροδρίγες τον κοίταξε και παρατήρησε ότι το πρόσωπό του έλαμπε σα να ‘ταν μεθυσμένος. Ο Τεράν είχε πάρει μέρος στη μάχη την προηγούμενη μέρα και ανυπομονούσε να εκδικηθεί για τον θάνατο τριών συντρόφων του που είχαν πέσει πολεμώντας την ομάδα του Τσε.

«Του είπα να μην τον πυροβολήσει στο κεφάλι, μόνο από τον λαιμό και κάτω», λέει ο Ροδρίγες, γιατί έπρεπε να φαίνεται ότι τα τραύματα είχαν προκληθεί στη μάχη. «Ανηφόρισα τον λόφο και άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Όταν άκουσα τους πυροβολισμούς κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 1:10 μ.μ.».

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές, αλλά σύμφωνα με τον μύθο, τα τελευταία λόγια του Τσε, όταν ο Τεράν μπήκε στην αίθουσα για να τον εκτελέσει, ήταν «Ξέρω ότι ήρθες να με σκοτώσεις. Ρίξε, δειλέ, θα σκοτώσεις μονάχα έναν άνθρωπο». Ο Τεράν δίστασε για μια στιγμή· έπειτα σημάδεψε με το ημιαυτόματο όπλο του τον Τσε και τράβηξε τη σκανδάλη, βρίσκοντάς τον στα χέρια και τα πόδια. Καθώς ο Τσε σφάδαζε στο πάτωμα, ο Τεράν, δαγκώνοντας, όπως φαίνεται, το χέρι του για να μη φωνάξει, έριξε ξανά. Η μοιραία σφαίρα βρήκε τον Τσε στον θώρακα, γεμίζοντας αίμα τα πνευμόνια του.

Στις 9 Οκτωβρίου του 1967, σε ηλικία τριάντα εννιά ετών, ο Τσε Γκεβάρα ήταν νεκρός.

5 σχόλια:

Μετεωρίτης είπε...

Καλημέρα πάνωςκ.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ!!!!
Ένα έχω να πω που δεν είναι και τόσο άσχετο. Σήμερα, η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ είχε "τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας" και αφιέρωμα "ο Μίκης θεοδωράκης στον κινηματογράφο".
Ποιος;!! Ναι, ο.. Ελεύθερος Τύπος.
Πως αλλάζουν οι καιροί, ε...

ΠανωςΚ είπε...

Δεν είναι οι καιροί που αλλάζουν, είναι ο λύκος που φορά τη λεοντή του προβάτου.

Μετεωρίτης είπε...

Η γνωστή παροιμία όμως λέει "ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του)!!

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Σχετικά με τον Μάριο Τεράν που εκτέλεσε τον Τσε:
Τα τελευταία χρόνια είχε κυλήσει στον αλκοολισμό. Φτωχός, όπως ήταν, δεν μπορούσε να πληρώσει για μια εγχείρηση στα μάτια. Του την έκαναν δωρεάν κουβάνοι γιατροί, απ' αυτούς που έχει φέρει ο Ίβο Μοράλες στη Βολιβία...

ΠανωςΚ είπε...

Εμ, γνωστό ότι οι κουβανικες υπηρεσίες υγείας στον κόσμο είναι από τσι καλύτερες...