
Ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης Παναγιώτης
Ψωμιάδης (Κ) ψαρεύει με καλάμι στην παραλία του Λευκού Πύργου στον Θερμαϊκό
κόλπο, Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007 ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Nίκος
Αρβανιτίδης
Ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης Παναγιώτης
Ψωμιάδης (Κ) ψαρεύει με καλάμι στην παραλία του Λευκού Πύργου στον Θερμαϊκό
κόλπο, Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007 ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Nίκος
Αρβανιτίδης
Μέσα στα τόσα ψέματα που έχουν ειπωθεί από αυτό το ιστολόγιο, ας υπάρξει και μια αλήθεια, δυσβάσταχτη ίσως για το προφίλ του υπογράφοντα, που θα ακυρώσει την εικόνα που μοχθεί τόσο να φτιάξει, του ντεμέκ βιβλιοφάγου διανοουμενοκουλτουριάρη: ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι δύο σε ένα: δηλαδή ο Στίβεν Κινγκ και ο Κλάιβ Μπάρκερ. Θεωρώ ότι αν μπορούσαν να γίνουν ποτέ ένα, θα μιλούσαμε για τη λογοτεχνική τελειότητα, αλλά αυτό όπως και ο τρόπος με τον οποίο είναι αλληλένδετοι, συμπληρωματικοί ο ένας του άλλου και συνάμα τόσο μα τόσο διαφορετικοί είναι μία άλλη ιστορία.
Ναι λοιπόν, ο Στίβεν Κινγκ, ο άρχοντας του τρόμου μαζικής κατανάλωσης, ο βασιλιάς του μπεστσέλερ, ο μάστορας του κλισέ. Αυτός που για κάθε γραμμή κόκας που σνίφαρε, έγραφε κι ένα ακόμη μοσχοπουλημένο βιβλίο, που ουσιαστικά -όπως οι Ραμόνς πάντα παίζανε παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού- πάντα γράφει παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Δεν χρειάζεται να μου πει κανείς ότι υπάρχουν αμέτρητοι καλύτεροι συγγραφείς από αυτόν. Το γνωρίζω. Αλλωστε δεν είπα ότι είναι ο καλύτερος. Απλώς είναι ο αγαπημένος μου.
Αυτός ο λογοτέχνης-επιχειρηματίας λοιπόν ισχυρίζεται ότι η συγγραφή είναι… τηλεπάθεια και επιχειρηματολογεί ως εξής: να ένα τραπέζι σκεπασμένο με κόκκινο ύφασμα. Πάνω του υπάρχει ένα κλουβί που έχει μέγεθος μικρού ενυδρείου. Μες στο κλουβί είναι ένα άσπρο κουνέλι με ροζ μύτη και μάτια ροζ γύρω γύρω. Στα μπροστινά του πόδια κρατά ένα μισοφαγωμένο καρότο και το μασουλίζει με ευχαρίστηση. Στη ράχη του γραμμένος καθαρά με μπλε μελάνη είναι ο αριθμός 8.
Βλέπουμε το ίδιο πράγμα; Αναπόφευκτες παραλλαγές θα υπάρχουν φυσικά: κάποιοι δέκτες θα βλέπουν ένα ύφασμα με απαλό κόκκινο χρώμα, κάποιοι ένα άλικο, ενώ άλλοι ίσως βλέπουν διαφορετικές αποχρώσεις.
Ομοίως το ζήτημα του κλουβιού αφήνει πολύ περιθώριο για προσωπικές ερμηνείες. Κατ’ αρχάς περιγράφεται με όρους σύγκρισης κατά προσέγγιση που είναι χρήσιμη μόνο αν εσείς κι εγώ βλέπουμε τον κόσμο και ζυγιάζουμε τα πράγματα με παρόμοια ματιά. Είναι εύκολο να γίνεις απρόσεκτος όταν κάνεις συγκρίσεις κατά προσέγγιση αλλά η εναλλακτική λύση είναι μια υπερβολική προσήλωση στη λεπτομέρεια που αφαιρεί οποιαδήποτε διασκέδαση από το γράψιμο. Τι να πω, «στο τραπέζι υπάρχει ένα κλουβί μήκους ενός μέτρο και εικοσιπέντε εκατοστών, πλάτους εξήντα και ύψους τριανταπέντε εκατοστών»; Αυτό δεν είναι πεζογραφία, είναι τεχνικό εγχειρίδιο.
Ουτε τεχνικό εγχειρίδιο, ούτε λεξικό, θα πρόσθετα εγώ. Αλλά δεν χρειάστηκε, γιατί στη συνέχεια ο King αναφέρεται στα εργαλεία της συγγραφής, αρχίζοντας από το «πιο κοινό από όλα», το λεξιλόγιο. Παραθέτει πληθώρα παραδειγμάτων πλούσιου, λιγότερου πλούσιου ή και φαινομενικά φτωχού λεξιλογίου. Γράφε με ό,τι έχεις, λέει ο Κινγκ: όπως είπε η πόρνη στον ντροπαλό ναύτη «δεν έχει σημασία πόσο είναι γλυκέ μου αλλά πώς το χρησιμοποιείς».
Το ζήτημα είναι η ιστορία, τουλάχιστον για μένα ως αναγνώστη. Και επειδή τελευταία έχει υπερισχύσει η άποψη «όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά», όλο και περισσότεροι συγγραφείς προσπαθούν να ξεχωρίσουν τέμνοντας και ανατέμνοντας τις συγγραφικές δομές, τις φόρμες, τους αφηγηματικούς τρόπους, τη γλώσσα την ίδια. Είναι συναρπαστικό σίγουρα. Εδώ που έχουμε φτάσει όμως, ό,τι πιο επαναστατικό θα μπορούσε να κάνει κάποιος συγγραφέας είναι να γράψει απλώς μια ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς βαθύτερα νοήματα, χωρίς ηθικοπολιτικοκοινωνικοψυχολογικοθρησκευτικές προεκτάσεις, χωρίς να διαλαλεί το κείμενό του ότι έχει δακρύσει, ότι έχει πονέσει, ότι έχει ματώσει πάνω από τις σελίδες. Και πάλι από το «Περί συγγραφής» του Κινγκ: «Όταν γράφεις ένα βιβλίο, περνάς την κάθε μέρα παρατηρώντας και αναγνωρίζοντας τα δένδρα. Όταν τελειώσεις, πρέπει να τραβηχτείς και να δεις το δάσος. Δεν πρέπει κάθε βιβλίο να είναι γεμάτο συμβολισμούς, ειρωνεία ή ποιητική γλώσσα (δεν το λένε τυχαία πεζό λόγο, ξέρετε) αλλά μου φαίνεται ότι κάθε βιβλίο, τουλάχιστον κάθε βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς είναι για κάτι».
Είπαμε για αίμα, δάκρυα, πόνο και θυμήθηκα: αλήθεια από πότε ο πόνος έγινε συνώνυμος της καλλιτεχνικής αξίας; Από πότε ο πόνος έγινε υποκατάστατο μιας γερής, σφιχτοδεμένης ιστορίας; Ήταν που ήταν μια ζωή υπερτιμημένος, καθώς ποτέ κανείς δεν θεωρούσε αριστούργημα μια σπαρταριστή κωμωδία όπως το «Δεν βλέπω τίποτε, δεν ακούω τίποτε» ή τις παλιές ταινίες του Μπλέηκ Εντουαρντς, ενώ για παράδειγμα οι καμπανούλες του Τρίερ στο φινάλε του «Δαμάζοντας τα κύματα» και οι σκακιστές αυτουνού που πέθανε και δεν θυμάμαι το όνομά του γιατί δεν έχω δει ταινία του είναι τέχνη. Ομοίως και στη λογοτεχνία: Ο πόνος υποκαθιστά την ιστορία και αποκτά αυταξία, δεν χρειάζεται να συμβεί τίποτε, πέρα από τον πόνο, γιατί ο πόνος είναι ανείπωτος, βαθύς και μας κάνει να σκεφτόμαστε, να φιλοσοφούμε, μας κάνει σοφότερους και εντέλει γίνεται λογοτεχνικό είδος. Τέτοια δικαίωση του μαζοχισμού; Προσθέτουμε ολίγη ψυχανάλυση, λίγα τραύματα παιδικής ηλικίας, κι αμέσως ξεχωρίζουμε από το σωρό. Εχω πονέσει και μεταφέρει τον πόνο μου στο χαρτί, άρα είμαι μια ιδιαίτερη περίπτωση, άρα είμαι καλός συγγραφέας. Οι κοινοί άνθρωποι δεν μπορούν να θεωρούνται συγγραφείς, παρά μόνον οι φέροντες τις εφτά πληγές του φαραώ.
Ας μιλήσει και πάλι ο συγγραφέας-επιχειρηματίας, μέσα από το στόμα του Μπιλ Ντένμπροου στο «Αυτό»: Γιατί μια ιστορία πρέπει να είναι κοινωνικο-δεν ξέρω τι; Η πολιτική, η κουλτούρα, δεν είναι φυσικά συστατικά της ιστορίας αν η διήγησή της είναι καλή; Εννοώ, δεν μπορείτε να αφήσετε μια ιστορία να είναι ιστορία;
Ο καθηγητής λέει ήρεμα όπως θα μιλούσε σε ένα παιδί που εχει επιδοθεί σε έναν ανεξήγητο σαματά: Πιστεύεις ότι ο Γουίλιαμ Φόκνερ έλεγε απλώς ιστορίες; Πιστεύεις πως ο Σαίξπηρ ενδιαφερόταν να βγάλει κάνα φράγκο;
Νομίζω πως αυτό είναι πολύ κοντά στην αλήθεια, λέει ο Μπιλ.
ΥΓ. Με αρέσει τα πρωινά να ξυπνάω την καλή μου με μουσική. Συνήθως προτιμώ κάτι χαρούμενο, πχ το Mala Vida των Mano Negra, το Country house των Blur, το Mozambique του Bob Dylan. Σήμερα όλως περιέργως προτίμησα το Ok computer των Radiohead, ξεκινώντας από το τρίτο κομμάτι, το Subterranean Homesick Alien. Μέχρι να μπει το επόμενο κομμάτι, είχε αρχίσει να ξυπνάει για τα καλά… Όμως η διάθεσή της στο σημείο του Exit, music for a film που ο Τομ Γιορκ τραγουδάει keep, keep breathing, έπεσε ξαφνικά. Όταν τη ρώτησα, μου είπε ότι είναι εξαιτίας του τραγουδιού. «Σιγά καλή μου» της είπα, «απλώς ένα τραγούδι είναι».
«Μα πόσο κενός άνθρωπος είσαι;» μου είπε.
Διαβάζω ό,τι έγραψα πιο πάνω. Βρε μπας κι έχει δίκιο;
Ξεφυλλίζοντάς το σήμερα ξανά, ύστερα από περίπου δέκα χρόνια, διαπιστώνω ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο, το οποίο μπορεί να διαβαστεί πριν, μετά ή σε πιο αρρωστημένες περιπτώσεις παράλληλα με τον Εκκλησιαστή του Λούθερ Μπλίσετ. Χωρίς το στοιχείο θρίλερ, από το οποίο διέπεται ο Εκκλησιαστής, αλλά περισσότερο ακαδημαϊκό, το μυθιστόρημα αυτό πραγματεύεται την πορεία ενός προσώπου -όπως και ο Εκκλησιαστής- εν μέσω των θρησκευτικών και κοινωνικών αναταράξεων του πρώτου μισού του 16 αιώνα στην κεντρική Ευρώπη. Αμφότερα αποτελούν κάτι πολύ παραπάνω: μια εξαιρετική ιστορική καταγραφή σε μυθιστορηματική μορφή των γεγονότων που γέννησαν τον καπιταλισμό και τις άλλες κοινωνικές δομές της σημερινής εποχής.
Γράφει η ίδια η Γιουρσενάρ στο συνοδευτικό σημείωμα της Αβύσσου:
«Στα εξήντα περίπου χρόνια μεσα στα οποία περικλείεται η ιστορία του Ζήνωνα συνέβησαν ορισμένα γεγονότα που εξακολουθούν να μας αφορούν: το σχίσμα εκείνου που απόμενε στα 1510 από τη χριστιανοσύνη του μεσαίωνα σε δύο μεριδες θεολογικά και πολιτικά εχθρικές, η ήττα της μεταρρύθμισης που εξελίχθηκε σε προτεσταντισμό και η πάταξη αυτού που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε σαν αριστερή της πτέρυγα, η παράλληλη ήττα του καθολικισμού που για τέσσερις αιώνες έμεινε έγκλειστος μέσα στη σιδερένια πανοπλία της Αντιμεταρρύθμισης, οι μεγάλες ανακαλύψεις που ολοένα και μετατρέπονταν σε απλές υποδιαιρέσεις του κόσμου, τα άλματα της καπιταλιστικής οικονομίας…»
Από το κεφάλαιο για το Μίνστερ:
Οι θαλασσινοί και οι γεωγράφοι που έσκυβαν πάνω στους πορτολάνους και σχεδίαζαν χάρτες ήταν λιγότερο ακριβοί από εκείνους τους τυχοδιώκτες που πορεύονταν προς ένα κόσμο άλλο, τους ρακένδυτους ιεροκήρυκες, τους χλευασμένους και περιγελασμένους στην πλατεία του δήμου προφήτες, έναν κάποιο Γιαν Ματθύς, ψωμά, έναν Χανς Μπρόκχολντ, περιπλανώμενο μίμο που υπηρετούσε την Βασιλεία του Πνεύματος με αγυρτείες πανηγυριού.
[…]
Η ελπίδα όμοια με ένα πανί βάρκας διαφαινόταν από μακριά: Το Μύνστερ, όπου ο Γιαν Ματθύς είχε καταφέρει να ριζώσει, αφού έδιωξε τον επίσκοπο και τους σκαβίνους, είχε γίνει η πολιτεία του θεού, όπου για πρώτη φορά πάνω στη γη οι αμνοί έβρισκαν ένα παχνί. Μάταια προθυμοποιούνταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα να καθαρίσουν αυτή την Ιερουσαλήμ την απόκληρων. Ολοι οι φτωχοί του κόσμου ήταν έτοιμοι να συσπειρωθούν γύρω από τα αδέλφια τους. Συμμορίες θα πηγαιναν από πόλη σε πόλη λεηλατώντας τους επονείδιστους θησαυρούς των εκκλησιών και γκρεμίζοντας τα είδωλα. Θα έπνιγαν μέσα στο αιμα του τον χοντρο-Μαρτίνο μέσα στη φωλιά του στη Θουριγγία, τον πάπα μέσα στη Ρώμη του.
Για την καλύτερη δυνατή διεξαγωγή της ψηφοφορίας της 11ης Νοεμβρίου, καλούμε όλα τα Μέλη και τους Φίλους του ΠΑΣΟΚ που δεν είναι σίγουροι σε ποια Δημοτική Οργάνωση ανήκουν και είχαν κάποια στιγμή την ιδιότητα του Μέλους ή του Φίλου του ΠΑΣΟΚ, ή είχαν την οποιαδήποτε συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες του Κινήματος τα τελευταία χρόνια (π.χ. συμμετοχή στην εκλογή Προέδρου το 2004, συμμετοχή στην εκλογή συνέδρων και αποκεντρωμένων Οργάνων το 2005, συμμετοχή στην εκλογή συνέδρων Νεολαίας ΠΑΣΟΚ το 2007 κ.ο.κ.) να επικοινωνήσουν με το Τηλεφωνικό Κέντρο Πληροφοριών του ΠΑΣΟΚ στα τηλέφωνα 210-3896- 600 (40 γραμμές) , από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.