Ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης Παναγιώτης
Ψωμιάδης (Κ) ψαρεύει με καλάμι στην παραλία του Λευκού Πύργου στον Θερμαϊκό
κόλπο, Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007 ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Nίκος
Αρβανιτίδης
29 Οκτ 2007
Ενα καλάμι διπλής χρήσης, να με το συμπάθειο
28 Οκτ 2007
Horror vacui
Μέσα στα τόσα ψέματα που έχουν ειπωθεί από αυτό το ιστολόγιο, ας υπάρξει και μια αλήθεια, δυσβάσταχτη ίσως για το προφίλ του υπογράφοντα, που θα ακυρώσει την εικόνα που μοχθεί τόσο να φτιάξει, του ντεμέκ βιβλιοφάγου διανοουμενοκουλτουριάρη: ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι δύο σε ένα: δηλαδή ο Στίβεν Κινγκ και ο Κλάιβ Μπάρκερ. Θεωρώ ότι αν μπορούσαν να γίνουν ποτέ ένα, θα μιλούσαμε για τη λογοτεχνική τελειότητα, αλλά αυτό όπως και ο τρόπος με τον οποίο είναι αλληλένδετοι, συμπληρωματικοί ο ένας του άλλου και συνάμα τόσο μα τόσο διαφορετικοί είναι μία άλλη ιστορία.
Ναι λοιπόν, ο Στίβεν Κινγκ, ο άρχοντας του τρόμου μαζικής κατανάλωσης, ο βασιλιάς του μπεστσέλερ, ο μάστορας του κλισέ. Αυτός που για κάθε γραμμή κόκας που σνίφαρε, έγραφε κι ένα ακόμη μοσχοπουλημένο βιβλίο, που ουσιαστικά -όπως οι Ραμόνς πάντα παίζανε παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού- πάντα γράφει παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Δεν χρειάζεται να μου πει κανείς ότι υπάρχουν αμέτρητοι καλύτεροι συγγραφείς από αυτόν. Το γνωρίζω. Αλλωστε δεν είπα ότι είναι ο καλύτερος. Απλώς είναι ο αγαπημένος μου.
Αυτός ο λογοτέχνης-επιχειρηματίας λοιπόν ισχυρίζεται ότι η συγγραφή είναι… τηλεπάθεια και επιχειρηματολογεί ως εξής: να ένα τραπέζι σκεπασμένο με κόκκινο ύφασμα. Πάνω του υπάρχει ένα κλουβί που έχει μέγεθος μικρού ενυδρείου. Μες στο κλουβί είναι ένα άσπρο κουνέλι με ροζ μύτη και μάτια ροζ γύρω γύρω. Στα μπροστινά του πόδια κρατά ένα μισοφαγωμένο καρότο και το μασουλίζει με ευχαρίστηση. Στη ράχη του γραμμένος καθαρά με μπλε μελάνη είναι ο αριθμός 8.
Βλέπουμε το ίδιο πράγμα; Αναπόφευκτες παραλλαγές θα υπάρχουν φυσικά: κάποιοι δέκτες θα βλέπουν ένα ύφασμα με απαλό κόκκινο χρώμα, κάποιοι ένα άλικο, ενώ άλλοι ίσως βλέπουν διαφορετικές αποχρώσεις.
Ομοίως το ζήτημα του κλουβιού αφήνει πολύ περιθώριο για προσωπικές ερμηνείες. Κατ’ αρχάς περιγράφεται με όρους σύγκρισης κατά προσέγγιση που είναι χρήσιμη μόνο αν εσείς κι εγώ βλέπουμε τον κόσμο και ζυγιάζουμε τα πράγματα με παρόμοια ματιά. Είναι εύκολο να γίνεις απρόσεκτος όταν κάνεις συγκρίσεις κατά προσέγγιση αλλά η εναλλακτική λύση είναι μια υπερβολική προσήλωση στη λεπτομέρεια που αφαιρεί οποιαδήποτε διασκέδαση από το γράψιμο. Τι να πω, «στο τραπέζι υπάρχει ένα κλουβί μήκους ενός μέτρο και εικοσιπέντε εκατοστών, πλάτους εξήντα και ύψους τριανταπέντε εκατοστών»; Αυτό δεν είναι πεζογραφία, είναι τεχνικό εγχειρίδιο.
Ουτε τεχνικό εγχειρίδιο, ούτε λεξικό, θα πρόσθετα εγώ. Αλλά δεν χρειάστηκε, γιατί στη συνέχεια ο King αναφέρεται στα εργαλεία της συγγραφής, αρχίζοντας από το «πιο κοινό από όλα», το λεξιλόγιο. Παραθέτει πληθώρα παραδειγμάτων πλούσιου, λιγότερου πλούσιου ή και φαινομενικά φτωχού λεξιλογίου. Γράφε με ό,τι έχεις, λέει ο Κινγκ: όπως είπε η πόρνη στον ντροπαλό ναύτη «δεν έχει σημασία πόσο είναι γλυκέ μου αλλά πώς το χρησιμοποιείς».
Το ζήτημα είναι η ιστορία, τουλάχιστον για μένα ως αναγνώστη. Και επειδή τελευταία έχει υπερισχύσει η άποψη «όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά», όλο και περισσότεροι συγγραφείς προσπαθούν να ξεχωρίσουν τέμνοντας και ανατέμνοντας τις συγγραφικές δομές, τις φόρμες, τους αφηγηματικούς τρόπους, τη γλώσσα την ίδια. Είναι συναρπαστικό σίγουρα. Εδώ που έχουμε φτάσει όμως, ό,τι πιο επαναστατικό θα μπορούσε να κάνει κάποιος συγγραφέας είναι να γράψει απλώς μια ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς βαθύτερα νοήματα, χωρίς ηθικοπολιτικοκοινωνικοψυχολογικοθρησκευτικές προεκτάσεις, χωρίς να διαλαλεί το κείμενό του ότι έχει δακρύσει, ότι έχει πονέσει, ότι έχει ματώσει πάνω από τις σελίδες. Και πάλι από το «Περί συγγραφής» του Κινγκ: «Όταν γράφεις ένα βιβλίο, περνάς την κάθε μέρα παρατηρώντας και αναγνωρίζοντας τα δένδρα. Όταν τελειώσεις, πρέπει να τραβηχτείς και να δεις το δάσος. Δεν πρέπει κάθε βιβλίο να είναι γεμάτο συμβολισμούς, ειρωνεία ή ποιητική γλώσσα (δεν το λένε τυχαία πεζό λόγο, ξέρετε) αλλά μου φαίνεται ότι κάθε βιβλίο, τουλάχιστον κάθε βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς είναι για κάτι».
Είπαμε για αίμα, δάκρυα, πόνο και θυμήθηκα: αλήθεια από πότε ο πόνος έγινε συνώνυμος της καλλιτεχνικής αξίας; Από πότε ο πόνος έγινε υποκατάστατο μιας γερής, σφιχτοδεμένης ιστορίας; Ήταν που ήταν μια ζωή υπερτιμημένος, καθώς ποτέ κανείς δεν θεωρούσε αριστούργημα μια σπαρταριστή κωμωδία όπως το «Δεν βλέπω τίποτε, δεν ακούω τίποτε» ή τις παλιές ταινίες του Μπλέηκ Εντουαρντς, ενώ για παράδειγμα οι καμπανούλες του Τρίερ στο φινάλε του «Δαμάζοντας τα κύματα» και οι σκακιστές αυτουνού που πέθανε και δεν θυμάμαι το όνομά του γιατί δεν έχω δει ταινία του είναι τέχνη. Ομοίως και στη λογοτεχνία: Ο πόνος υποκαθιστά την ιστορία και αποκτά αυταξία, δεν χρειάζεται να συμβεί τίποτε, πέρα από τον πόνο, γιατί ο πόνος είναι ανείπωτος, βαθύς και μας κάνει να σκεφτόμαστε, να φιλοσοφούμε, μας κάνει σοφότερους και εντέλει γίνεται λογοτεχνικό είδος. Τέτοια δικαίωση του μαζοχισμού; Προσθέτουμε ολίγη ψυχανάλυση, λίγα τραύματα παιδικής ηλικίας, κι αμέσως ξεχωρίζουμε από το σωρό. Εχω πονέσει και μεταφέρει τον πόνο μου στο χαρτί, άρα είμαι μια ιδιαίτερη περίπτωση, άρα είμαι καλός συγγραφέας. Οι κοινοί άνθρωποι δεν μπορούν να θεωρούνται συγγραφείς, παρά μόνον οι φέροντες τις εφτά πληγές του φαραώ.
Ας μιλήσει και πάλι ο συγγραφέας-επιχειρηματίας, μέσα από το στόμα του Μπιλ Ντένμπροου στο «Αυτό»: Γιατί μια ιστορία πρέπει να είναι κοινωνικο-δεν ξέρω τι; Η πολιτική, η κουλτούρα, δεν είναι φυσικά συστατικά της ιστορίας αν η διήγησή της είναι καλή; Εννοώ, δεν μπορείτε να αφήσετε μια ιστορία να είναι ιστορία;
Ο καθηγητής λέει ήρεμα όπως θα μιλούσε σε ένα παιδί που εχει επιδοθεί σε έναν ανεξήγητο σαματά: Πιστεύεις ότι ο Γουίλιαμ Φόκνερ έλεγε απλώς ιστορίες; Πιστεύεις πως ο Σαίξπηρ ενδιαφερόταν να βγάλει κάνα φράγκο;
Νομίζω πως αυτό είναι πολύ κοντά στην αλήθεια, λέει ο Μπιλ.
ΥΓ. Με αρέσει τα πρωινά να ξυπνάω την καλή μου με μουσική. Συνήθως προτιμώ κάτι χαρούμενο, πχ το Mala Vida των Mano Negra, το Country house των Blur, το Mozambique του Bob Dylan. Σήμερα όλως περιέργως προτίμησα το Ok computer των Radiohead, ξεκινώντας από το τρίτο κομμάτι, το Subterranean Homesick Alien. Μέχρι να μπει το επόμενο κομμάτι, είχε αρχίσει να ξυπνάει για τα καλά… Όμως η διάθεσή της στο σημείο του Exit, music for a film που ο Τομ Γιορκ τραγουδάει keep, keep breathing, έπεσε ξαφνικά. Όταν τη ρώτησα, μου είπε ότι είναι εξαιτίας του τραγουδιού. «Σιγά καλή μου» της είπα, «απλώς ένα τραγούδι είναι».
«Μα πόσο κενός άνθρωπος είσαι;» μου είπε.
Διαβάζω ό,τι έγραψα πιο πάνω. Βρε μπας κι έχει δίκιο;
25 Οκτ 2007
Η ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
O Νικολάκης Διάσελος, ιδιωτικός ερευνητής της blogοσφαιρας, από τότε που δάκρυσε διαβάζοντας τις περιπέτειες του ήρωα που χρησιμοποίησε ο Ιζό στην περίφημη τριλογία της Μασσαλίας, δεκαεξαβάλβιδος (έπειτα από μια σφαίρα που δέχτηκε στον πισινό σ’ εκείνη την περιβόητη υπόθεση της «Δημοκρατίας», μονάντερος (όπως πάντα), σηκωτόφτερος (όπως πάντα), δύο πόντους πιο προληπτικός (όχι όπως πάντα), δεν νιώθει καλά τον τελευταίο καιρό. Ίσως να φταίει η κούραση απ’ την εξαντλητική δουλειά. Ίσως το ότι μεγαλώνει. Ίσως να’ ναι και η παραμονή του σ’ έναν τόπο που γερνάει με ραγδαίους ρυθμούς. Ίσως, ίσως, ίσως. Μερόνυχτα πέρασε εγκλωβισμένος στην αβέβαιη κι εύθραυστη κρούστα ενός στοιχειωμένου Ίσως, ώσπου να βρει απαντήσεις μέσα από μια τυχαία, παραισθησιακή συνάντηση (ο Διάσελος έψαχνε για όνειρο της προκοπής στα κρατικά αρχεία του ύπνου κι όταν επιχείρησε να κλέψει το ) με το τυχοδιωκτικό φάντασμα του θρυλικού Αρτύρ Κραβάν (όνειρο του Αρτύρ Κραβάν, ο γοητευτικός απατεώνας αποφάσισε να ενδυθεί την ταχυδακτυλουργική του ιδιότητα, περιτυλιγμένος από καπνό κι αστρόσκονη μερικών οκάδων καρατίων). Στην απρόσμενη αυτή συνάντηση, ο Νικολάκης Διάσελος, έκθαμβος και αποστομωμένος (πλέον) ιδιωτικός ερευνητής των ιδιωτικών του νευρώσεων, πληροφορήθηκε τα εξής: Τα έργα του Σαίξπηρ δεν γράφτηκαν ποτέ απ’ τον ίδιο αλλά απ’ την Βασίλισσα Ελισάβετ. Ο Ρεμπώ δεν υπήρξε ποτέ, κι αν υπήρξε, προτίμησε να ζήσει μια ήσυχη, οικογενειακή ζωή, παράγοντας σούμα σ’ ένα μεσαιωνικό χωριό της Χίου. Ο Πάνως Κ. πρέπει να εγκλειστεί σ’ ένα δωμάτιο ακούγοντας Tindersticks απ’ το πρωί έως το βράδυ. Αυτό που αποκαλούμε ήλιο είναι στην πραγματικότητα φεγγάρι, κι αυτό που ονομάζουμε φεγγάρι είναι στην πραγματικότητα φεγγάρι. Ο Νικολάκης Διάσελος έχει ένα αυτί που δεν είναι δικό του. Ένα αυτί που προέρχεται απ’ τα μυστικά πειράματα ευγονικής των σουρεαλιστών στην οδό Ντυ Σατώ. Η κοιλιά του Βενιζέλου είναι γκρουπούσκουλο μιας παράδοσης που ξεκινάει απ’ τον Αλή Πασά και φτάνει στον Λάμπρο Κωνσταντάρα – Μαυρογιαλούρο. Ο Τσαουσέσκου είχε 13 διαφορετικούς τίτλους προνομίων (αφού το σκέφτηκε λίγο αποφάσισε να το πιστέψει, παρόλο που δεν τον έπεισε το τάχα μου αδιάφορο βλέμμα του Κραβάν που προσηλώνονταν τώρα στο μιγαδικό πρόσωπο μιας νεαρής Πορτορικανής). Το Άγιο Δισκοπότηρο ήταν η ονομασία του θρυλικού μπουρδέλου στα Ιεροσόλυμα όπου σύχναζαν οι σταυροφόροι και κατεδάφισε ο Πάπας για να οικοδομήσει έναν ναό. Στον στρατό διενεργούν ακόμα εξονυχιστικές έρευνες στα προσωπικά αντικείμενα των φαντάρων, μιας και τον τελευταίο καιρό έχουν μαζωχτεί αρκετοί επικίνδυνοι διανοούμενοι μέσα στο προπύργιο της εθνικής ανεξαρτησίας (αυτό το ήξερε, μιας και το είχε πληροφορηθεί απ’ τον φίλο του τον Σ.). Η Έμυ Λιβανίου, όταν δεν εκφωνεί δελτία της ΕΜΥ, αναλαμβάνει επικίνδυνες, δημοσιογραφικές αποστολές στο Ιράκ, παίρνοντας συνέντευξη απ’ τον γηγενή Τομ Κρουζ (εγχώριο ακαθάριστο προϊόν). Η Μαρία Δαμανάκη θα ηγηθεί του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κόμματος και θα κυβερνήσει την Ελλάδα. Το Πολυτεχνείο ζει. Το πανεπιστήμιο πεθαίνει. Ο Παράλληλος είναι στην πραγματικότητα κάθετος. Μαύρο φίδι που μας έφαγε. Άσπρο φίδι στο στομάχι. Πρέπει να φύγω τώρα. Πρέπει να φύγω τώρα. Αυτό δεν ήταν πληροφορία. Ήταν αμετάκλητη δήλωση. Ο Αρτύρ Κραβάν μεταμορφώθηκε σε φολιδοειδή χείμαρρο κι έσπευσε να χαθεί μέσα στον Μισισιπή. Ο Νικολάκης Διάσελος, απ’ την άλλη, κατέληξε στο αβίαστο συμπέρασμα μιας ψυχαναλυτικής περίθαλψης.
Μια συγκινητική ιστορία για την κρίση της δεύτερης ηλικίας, την γενιά των 700 ευρώ, τα χαλασμένα ναρκωτικά και την πετρελαϊκή ανατίμηση…..
«Ο Νικολάκης Διάσελος, ιδιωτικός ερευνητής της δημόσιας ανερεύνητης ζωής, σήκωσε τον γιακά της καμπαρντίνας του και προχώρησε αργά μες στη βροχή. Νόμιζε ότι το ύφος του έφερνε λιγάκι στον Humphrey Bogart, αλλά ο άγαρμπος βηματισμός του πρόδιδε το DNA ενός αστυνόμου Σαΐνη.
-Ξέρεις τι είναι αυτό που μ’ ενοχλεί πολύ στους εφιάλτες που βλέπω; Το πλήθος, αυτή η ακαθόριστη μάζα παραμορφωμένων τεράτων που χασκογελάνε μες στο πρόσωπό μου, λες και συμμετέχουν σ’ ένα παρανοϊκό ρωμαϊκό όργιο…
- Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ το πλήθος;
- Γιατί….
Έπρεπε να το σκεφτεί λίγο πριν απαντήσει. Έγειρε στο πλάι, έβγαλε βιαστικά ένα τσιγάρο απ’ το τσαλακωμένο πακέτο που είχε κουρνιάσει τρομαγμένο στο πίσω μέρος του κομοδίνου, το άναψε κι έμπλεξε τα δάχτυλά του στα μαλλιά του Ειδικού Νίντζα. Ήταν ώρα ν’ απαντήσει.
- Γιατί το πλήθος είναι το πιο ηλίθιο νοήμον πράγμα στον κόσμο. Γι’ αυτό!
- Καλέ μου, ίσως πρέπει να επισκεφτείς κάποιον ειδικό…
- Επικοινωνιολόγο;
- Όχι. Γιατρό.
Γιατρό, γιατρό, γιατρό. Ο αντίλαλος της επαναλαμβανόμενης λέξης προκάλεσε φαγούρα στο αριστερό αυτί του Διάσελου. Προσπάθησε να ηρεμήσει μουρμουρίζοντας το «She’s Lost Control» των Joy Division φέρνοντας στο μυαλό του τους οργισμένους γόνους του αποχαυνωμένου λούμπεν προλεταριάτου της Γηραιάς Αλβιώνας, μολυσμένους απ’ τα φώτα των πολυκαταστημάτων και τα νερά του Τάμεση που τους βλεφάριζε με τον πόνο μιας Μέδουσας. Αποφάσισε ν’ αλλάξει εικόνα. Τώρα ανέβαινε ξύλινα σκαλοπάτια που τρίζανε φανερώνοντας τις λιγοστές τους μεν, χρήσιμες δε, γνώσεις στην μετρική συμφωνία. Ο πνιγερός χώρος ανέδυε μια ασυνήθιστη μυρωδιά, επακόλουθο προφανώς της μαθηματικής εξίσωσης με την οποία πολτοποιούνται οι αρουραίοι κάτω απ’ την αλγεβρική παγίδα του ξύλινου δαπέδου. Στάθηκε στην πόρτα για μερικά δευτερόλεπτα, ξερόβηξε επιθυμώντας να κάνει αισθητή την παρουσία του σε κάποιον ντοστογιεφσκικό ήρωα που ίσως να περιδιάβαινε εκείνη την στιγμή αφηρημένος. Όταν χτύπησε την πόρτα, θυμόταν ότι άκουσε μια φωνή. Όταν όμως μπήκε μέσα στο δωμάτιο, το σωματικό πλαίσιο της φωνής αυτής δεν υπήρχε πουθενά. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, κοίταξε ευθεία, κοίταξε στην μαύρη τρύπα του χωροχρόνου, αλλά τίποτα.
- Μπορώ να σας φανώ χρήσιμος νεαρέ μου;
Λάθος. Δεν είχε κοιτάξει στο ταβάνι, εκεί ακριβώς που αιωρούταν ένας γενειοφόρος, ασπρομάλλης άντρας γύρω στα 60 με παλιομοδίτικο κουστούμι.
- Ναιαι…Ειδικά εάν μου κάνατε τη χάρη να προσγειωθείτε….
Το γέρικο τζίνι εκπλήρωσε την ευχή σε κλάσματα δευτερολέπτων. Μέσα στα ίδια κλάσματα έτεινε το χέρι του στον έκπληκτο συνομιλητή του.
- Φρόιντ, Σίγκμουντ Φρόιντ. Στις υπηρεσίες σας κύριε.
- Μα…
- Συγγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά μου. Πάνε δεν πάνε 10 μέρες από τότε που επέστρεψα στον κόσμο των ζωντανών κι ακόμα δεν κατόρθωσα ν’ αποβάλλω κάποιες συνήθειες…
- Γιατί επιστρέψατε ακριβώς;
- Πήρα άδεια για δύο χρόνια ώστε να καταφέρω να διορθώσω και να ολοκληρώσω τις επιστημονικές μου έρευνες.
- Μάλιστα, κατάλαβα...
- Λοιπόν, πώς μπορώ να βοηθήσω;
Ο Νικολάκης Διάσελος κοίταξε με κουρασμένο βλέμμα στο παράθυρο. Η βροχή είχε δυναμώσει. Επιχείρησε, ως ύστατη λύση, να αλλάξει εικόνα αλλά αυτή τη φορά απέτυχε. Δεν ξαναπροσπάθησε. Δεν άξιζε τον κόπο. Είχε καταλάβει. Έβγαλε διστακτικά την καμπαρντίνα του, ξεκίνησε να βγάζει και τα παπούτσια του αλλά, ευτυχώς, συνειδητοποίησε νωρίς την πράξη του και τη διέκοψε.
Γαντζωμένος, σαν βρέφος στο μητρικό στήθος, στην σκέψη ότι ο Αρτύρ Κραβάν είναι τελικά ένας κοινός κομπογιαννίτης, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος πάνω στο ψυχαναλυτικό κρεβάτι. Έξω έβρεχε.»
το εξώφυλλο του βιβλίου που φιλοτέχνησε ο Rene Magritte (Golconde, 1953)
Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά
24 Οκτ 2007
Μια εναλλακτική πρόταση εξόδου
ΘΑ ΥΨΩΣΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗ
ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ
ΜΕΘΑΥΡΙΟ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ) 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΣΤΙΣ 9.15 π.μ.
Η σημαία αυτή, η οποία υψώθηκε την 26η Οκτωβρίου 1912, κατά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, ανήκει στην οικογένεια του Μιχαήλ Καλού και προέρχεται από τη συλλογή του βουλευτή Κωνσταντίνου Γκιουλέκα.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στις 19.30, θα πραγματοποιηθεί η επίσημη τελετή παράδοσης του μοναδικού αυτού κειμηλίου από τον Δήμαρχο Βασίλη Παπαγεωργόπουλο στο Πολεμικό Μουσείο. Η τελετή παράδοσης της ιστορικής σημαίας της Απελευθέρωσης θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
(ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ)
Γιατί κλαις;
Για παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση παραπέμπεται να δικαστεί ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, επειδή προέβη σε μείωση επιβληθέντων προστίμων της προηγούμενης διοίκησης σε βάρος πρατηριούχου. Σύμφωνα με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ο κ. Ψωμιάδης παραπέμπεται να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης.Η υπόθεση έφθασε στη Δικαιοσύνη έπειτα από καταγγελία που έκανε τον Ιούνιο του 2005, ο πρώην διευθυντής της Διεύθυνσης Εμπορίου της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, Ηλίας Τυχαλάκης. Σύμφωνα με τον τελευταίο και όπως αναφέρεται στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, ο κ. Ψωμιάδης δέχθηκε αυθαίρετα τον Ιανουάριο του ιδίου χρόνου την αίτηση πρατηριούχου υγρών καυσίμων για μείωση των σε βάρος του επιβληθέντων διοικητικών προστίμων σχετικά με παραβάσεις της νομοθεσίας περί καυσίμων. Τα πρόστιμα -συνολικού ύψους 89.000 ευρώ- είχαν επιβληθεί από την προηγούμενη διοίκηση της Νομαρχίας, έπειτα από σωρεία παραβάσεων που διαπίστωσαν τα αρμόδια συνεργεία ελέγχου της Νομαρχίας, σε διάφορες χρονικές περιόδους, το 2000 και το 2001. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι ο επιχειρηματίας προέβη σε νόθευση της ποιότητας των υγρών καυσίμων που διέθετε προς πώληση. Τα επιβληθέντα πρόστιμα ήταν συνολικά πέντε και αφορούσαν χρηματικά ποσά από 10.000 έως 29.000 ευρώ. Ο πρατηριούχος προσέφυγε στη νέα διοίκηση της Νομαρχίας -ανέλαβε την 1η Ιανουαρίου του 2003- ζητώντας τη μείωση του προστίμου. Η νέα διοίκηση, κρίνοντας ότι η απόφαση της προηγούμενης διοίκησης ήταν υπερβολικά αυστηρή, δέχθηκε να μειώσει το συνολικό ύψος των προστίμων, στο ποσό των 5.000 ευρώ. Σύμφωνα με το βούλευμα, τα όργανα της διοίκησης της Νομαρχίας έκριναν ότι οι αποφάσεις του προηγούμενου νομάρχη ήταν “εξουθενωτικά αυστηρές, εξόχως υπερβολικές, υπερβαίνουσες το εύλογο μέτρο και αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας”. Υιοθέτησε δε στο σκεπτικό του τη θέση ότι η απόφαση κατέτεινε στην “οικονομική εξουθένωση του ελεγχόμενου”.Νωρίτερα, ο επιχειρηματίας είχε προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια, υποβάλλοντας αίτηση για την τροποποίηση των προστίμων και την επιβολή επιεικέστερων. Για ένα εκ των προστίμων απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα, ενώ για τα υπόλοιπα τέσσερα ανεστάλη η εκτέλεσή τους μέχρι να υπάρξει οριστική απόφαση.
23 Οκτ 2007
Αγώνας μέχρι τελικής πτώσης...
Το έθνος ως αφήγημα
“ … η ανασυγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας των εκατό πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους εκφράστηκε ως διαφοροποίηση της αυτοσυνειδησίας του νεοέλληνα και βασίστηκε στη διαφορετική κάθε φορά ιδεολογική ιδιοποίηση του πολιτισμού των ερειπίων. Πρόκειται για μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν με αίτημα την αναζήτηση της εθνικής ιδιαιτερότητας, του ειδοποιού δηλαδή στοιχείου του πολιτισμού που θα διαμόρφωνε την ελληνικότητα. Το ειδοποιό αυτό πολιτισμικό στοιχείου ωστόσο, προκειμένου να διαμορφώσει ταυτότητα, πρέπει να πολιτικοποιηθεί, να αποτελέσει αντικείμενο επιλογής, ανάδειξης και διάδοσης μέσα από την προπαγάνδα, την εκπαίδευση, τον Τύπο και τη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια πρέπει να γίνει αντικείμενο μια μορφής επίσημης και δημόσιας αφήγησης. Με αυτόν τον τρόπο η εθνική ταυτότητα αποτελεί στην πραγματικότητα μια πολιτική ταυτότητα που στοχεύει στη διαμόρφωση του ελληνισμού και στην εδραίωση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
[…]
Το αίτημα της καταγωγής και της συνέχειας οργανώθηκε από τη λογοτεχνία επιλεκτικά με βάση τις πολιτικές επιταγές της ιδεολογίας του εθνικισμού, σύμφωνα δηλαδή με ποια όψη της ελληνικότητας έπρεπε η λογοτεχνία να αναδείξει προκειμένου να εξυπηρετήσει το παρόν. […] Ο λογοτεχνικός κανόνας των πρώτων εκατό χρόνων της πολιτισμικής νοσταλγίας διαμορφώθηκε με γνώμονα το χαρακτηριστικό εκείνο του έθνους που θα έπρεπε να αναδειχθεί κάθε φορά, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις πολιτικές ανάγκες του παρόντος. […] Ο λογοτεχνικός κανόνας που επέλεξαν να δημιουργήσουν οι νεοέλληνες λογοτέχνες, στην επιδίωξή τους να αναπαραστήσουν το εθνικό αίτημα της καταγωγής και της συνέχειας, συστήθηκε πάνω σε μια διπλή κίνηση: επιστροφή αφενός στο παρελθόν και χρήση του πολιτισμικού του αρχείου προκειμένου, μέσα από επιλογές, συνδυασμούς και τρόπο αφήγησής του, να συγκροτηθεί η επιθυμητή εικόνα της συνέχειας, και χρήση τέτοια του αρχείου αφετέρου ώστε η εικόνα αυτή να εξυπηρετεί τις ανάγκες του παρόντος. Ωστόσο η έτσι συγκροτημένη εικόνα του παρελθόντος δεν εξυπηρετεί μόνο αλλά και διαμορφώνει το παρόν.
[…]
Με επιλεγμένες παραπομπές που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και με την ιδιαίτερη κάθε φορά ρητορική χρήση τους η λογοτεχνία ως αυθεντία προβάλλει την αστική φαντασίωση: τον τρόπο που η εξουσία επιθυμεί την αναπαράσταση του έθνους και της εθνικής ταυτότητας προκειμένου να στηρίξει το πολιτικό της πρόγραμμα. […] Τα έθνη συγκροτούνται ως μορφές λόγου και ως πολιτισμικά προϊόντα που επινοούν οι διανοούμενοι, προκειμένου να συμβάλουν ώστε να επιτευχθεί ο κοινωνικός έλεγχος και η κοινωνική διαχείριση των ιθυνόντων πάνω στους νεοαπελευθερωμένους πληθυσμούς. […] Ο νεοελληνικός λογοτεχνικός κανόνας ανταποκρίθηκε στο εκάστοτε εθνικιστικό ιδεολόγημα προκειμένου να στηρίξει την αστική εξουσία στο έργο της να μορφοποιήσει και να κατευθύνει τα αισθήματα και τις δραστηριότητες του νεοαπελευθερωμένου πληθυσμού προς το εκάστοτε επιθυμητό πολιτικό πρόγραμμα.
[…]
Η ηθογραφία επιδοτώντας τον λαϊκό πολιτισμό καλλιέργησε το μύθο της συνέχειας προβάλλοντας τους δεσμούς της πολιτισμικής συγγένειας με τους προγόνους.
Η ποιητική του χώρου και των ερειπίων με την αναγωγή του γεωγραφικού τόπου σε τόπο πολιτισμικών εγγραφών και αναφορών καλλιέργησε την έννοια της αυτοχθονίας και της αυθεντικότητας της πατρίδας.
Το ιστορικό μυθιστόρημα καλλιέργησε μύθους καταγωγής, ιστορικές μνήμες, exempla virtutis, αναδεικνύοντας και οικειοποιούμενο το κλέος της φυλής. Το ιστορικό μυθιστόρημα αναβιώνει τη δεκαετία του 50 ως εθνική απάντηση ενάντια στην αριστερή ιδεολογία, ως επιδίωξη των κυρίαρχων τάξεων να καλύψουν το ιδεολογικό κενό που άφησε η Μεγάλη Ιδέα, μετά την καταστροφή του 22, ως προσπάθεια μετάθεσης στο πεδίο του έθνους του κοινωνικού προβλήματος της χώρας, ως προσπάθεια να ξεπεραστεί ο εθνικός διχασμός.
Το ιστορικό μυθιστόρημα αυτής της περιόδου επιχειρεί να προβάλει δύο διάχυτες μυθολογίες: ότι η εθνική ομοιογένεια και συνοχή του ελληνικού λαού υπήρξε τάχα δεδομένη. Αντίθετα αυτή η ομοιογένεια αποτελεί σχετικά πρόσφατη, επίπονη και ακριβοπληρωμένη κατάκτηση. Και δεύτερον, ότι ο ελληνικός εθνικισμός, που διαμορφώθηκε με άξονα τη μεγάλη ιδέα, υπήρξε τάχα και αυτός ομοιογενής. Αντίθετα υπήρξε πεδίο αδιάκοπης σύγκρουσης με ταξικές και γενικότερα κοινωνικές διαστάσεις".
(κι έτσι απαντιέται και το ερώτημα του φίλου μου του Α., ο οποίος με ρώτησε αν οι σακούλες αυτού του ποστ είχαν κάνα βιβλίο της προκοπής…)
22 Οκτ 2007
19 Οκτ 2007
Ελληνική Αστυνομία: Μικρά τα κέρδη από το πρεζεμπόριο...
18 Οκτ 2007
Ένα βιβλίο για παιδιά με beat ρυθμό;
“Ο Άκης και οι άλλοι” του Κυρ. Ντελόπουλου είναι “μια φανταστική αυτοβιογραφία που μοιάζει με παιδικό βιβλίο (κατάλληλο και για παιδιά) και είναι χωρισμένο σε επεισόδια που το καθένα λέει τι έγινε (και τι δεν έγινε) εκείνη τη σχολική χρονιά (το 1939 - 1940) σε μιαν ελληνική πόλη (την Πάτρα) και που τα ζωγράφισε (σαν να ήταν εκεί) η Σοφία Ζαραμπούκα”, γράφει το εξώφυλλο της β’ εκδοσης του βιβλίου.
Ο μπαμπάς σήμερα το μεσημέρι γύρισε πολύ στεναχωρημένος και είχε πολλά νεύρα και όταν γυρίζει από τη δουλειά του έτσι καλύτερα να μην του μιλάς. Εγώ το ξέρω αυτό και δεν του μιλάω κι ας θέλω πολύ. Η μαμά όταν τον βλέπει έτσι νευριάζει και τον μαλώνει και του λέει πως με τους ξένους είναι καλός και γλυκός, αλλά στο σπίτι βαρύς και ασήκωτος. Ετσι του είπε πάλι σήμερα και θύμωσε πολύ ο μπαμπάς κι άρχισαν κι οι δυο μαζί να φωνάζουν και να λένε ένα σωρό πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω. Όποτε όμως η μαμά τον ρωτάει γλυκά τι έχει, εκείνος παύει να είναι θυμωμένος και της λέει πως κουράστηκε όλη μέρα στη δουλειά και πως πολύ τον απασχολεί η διεθνής κατάσταση που γίνεται όλο πιο ζοφερή κι ακόμη πιο πολύ ανησυχεί για την ελληνική που διαρκώς χειροτερεύει και κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτή η παράσταση που άρχισε σαν κωμωδία και έχει γίνει τώρα τραγωδία και δεν συμμαζεύεται κι ούτε ξέρει κανείς να σου πει πού βαδίζουμε, κι εγώ τον διέκοψα, κι ας λένε πως δεν πρέπει να διακόπτουμε τους μεγάλους, και του είπα πως μπορεί να είσαι μπαμπάς αλλά δεν τα ξέρεις όλα και πως εγώ ξέρω πού βαδίζουμε, βαδίζουμε πάντα εμπρός και το λέει και το τραγούδι που λέμε στο σχολείο και γι’ αυτό φροντίζει ο εθνικός μας κυβερνήτης κι ο μπαμπάς μου, που είχε ξεθυμώσει, ξαναθύμωσε πάλι πιο πολύ που του είπα έτσι κι άρχισε να λέει πολύ άσχημες λέξεις για τον κύριο εθνικό κυβερνήτη και είπε ότι έχω δίκιο ότι μας οδηγεί αλλά δεν μας οδηγεί εκεί που λέει το τραγούδι, μην αρχίσει μεσημεριάτικα να φωνάζει και σηκωθεί η γειτονιά στο πόδι, κι η μαμά έγινε κίτρινη και η θεία Γαζία φοβήθηκε κι έτρεξαν κι οι δυο να κλείσουν το παράθυρο μη βγουν έξω οι φωνές και μας κάψουν και μετά η μαμά με πήρε από το χέρι και με χάιδεψε και μου είπε για την κυρία Μπακοπούλου που ήταν ακόμη άρρωστη και για την εκδρομή που θα πάμε την Κυριακή και για τη Λίζα που η μαμά της τής έκανε μια αδερφούλα και πως αν θέλω κι εγώ θα κάνει κι εκείνη μια για μένα να παίζω, αλλά δεν μου είπε ποιοι βάνουν τις φωτιές και μας καίγουν που ρώτησα και μου είπε όλα αυτά που δεν ρώτησα. Θα ρωτήσω κι εγώ τους φίλους μου, λέω, κι ο μπαμπάς μου τότε με πήρε κι αυτός από το χέρι και με πήγε στο μέσα δωμάτιο και μου είπε καλύτερα να μη ρωτήσω τους φίλους μου γιατί δε θα ξέρουν κι άμα μάθει αυτός θα μου πει και μου υποσχέθηκε πως αν κοιμηθώ το απόγευμα και διαβάσω όλα μου τα μαθήματα θα με πάρει στη λέσχη, κι εγώ πετάχτηκα επάνω με φωνές και πήδησα από τη χαρά μου γιατί κανένα παιδί ο μπαμπάς του δεν το πήρε ποτέ στη λέσχη, άσε που μόνο ο δικός μου ο μπαμπάς και της Μαρίας πάνε, και μια φορά η Μαρία μου είπε πως ήθελε πολύ να την πάει ο μπαμπάς της αλλά εκείνος της είπε πως εκεί πηγαίνουν μόνο κύριοι και δεν θα της αρέσει κι εκείνη είπε ίσα-ίσα αυτό της αρέσει κι ο μπαμπάς της της υποσχέθηκε πως θα την πάρει. Ο μπαμπάς μου πηγαίνει κάθε βράδυ στη λέσχη και συναντάει τους φίλους του και συζητάνε και παίζουν τράπουλα και άλλοι παίζουνε μπιλιάρδο κι όλοι μια ορισμένη ώρα ακούνε τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο που ο μπαμπάς μου λεει πως λέει παραμύθια και ψευτιές και συναγωνίζεται τις εφημερίδες. Κι εγώ του λέω, παραμύθια να λένε, λέει κι η γιαγιά και η θεία Γαζία, αλλά πώς λένε ψέματα κοτζάμ εφημερίδες και ραδιόφωνα και δεν τους τιμωρούν και ο μπαμπάς γέλασε πολύ και μου είπε πως σιγά σιγά κι αυτό θα γίνει και μου έκλεισε το μάτι.
[…]
Ολοι άφησαν τις κουβέντες τους καφέδες και τα μπιλιάρδα και άκουγαν με προσοχή και δε μιλούσαν. Ο μπαμπάς μου έκανε μια έκπληξη: δε μου είπε γιατί με πήρε απόψε στη λέσχη, αλλά το κατάλαβα αμέσως: στο ραδιόφωνο ακούστηκε η φωνή του εθνικού κυβερνήτη, που μόλις την άκουσα συγκινήθηκα πολύ, και κάτι πήγα να πω κι ένας κύριος μου είπε “σσσς” και φοβήθηκα και στάθηκα, χωρίς να το θέλω, προσοχή και το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω μπροστά, δεξιά και αριστερά. Πίσω δεν μπορούσα γιατί φοβόμουν να κουνηθώ και γιατί ο αυστηρός κύριος ήταν πίσω μου. Μετά τον εθνικό κυβερνήτη το ραδιόφωνο έπαιξε τον εθνικό ύμνο που τον γνώρισα αμέσως και μετά άρχισε να λέει ειδήσεις. Και τότε όλοι άρχισαν να μιλούν μαζί και δυνατά και να λένε αστεία και να χωρατεύουν και δεν άκουγε κανείς τις ειδήσεις.
[…]
Μετά έγινε κάτι περίεργο. Ολοι ξαφνικά σώπασαν κι έγινε μεγάλη ησυχία. Οι κύριοι σταμάτησαν τις ομιλίες. Οι όρθιοι βρήκαν θέση και κάθισαν με τους φίλους τους. Τα γέλια κόπηκαν και μόνο ο ήχος από τα φλιτζάνια όταν ρουφούσαν τον καφέ τους μερικοί και τα ακουμπούσαν στα πιατελάκι απόμεινε και το ραδιόφωνο με τα σουξέ. Όλα άλλαξαν χωρίς να καταλαβαίνεις γιατί, και όλοι θα ήξεραν εκτός από μένα. Ο κύριος Μιχάλης έτρεξε με το πανί του και καθάρισε ένα τραπέζι για να καθίσουν τρεις κύριοι που μόλις είχαν ανέβει, αλλά αυτοί δεν κάθισαν στο τραπέζι που τους διάλεξε, και πήγαν σε ένα άλλο στη γωνία που δεν τους έβλεπες καλά. Φορούσαν κι οι τρεις τα ίδια πένθιμα ρούχα και κάθισαν χωρίς να βγάλουν τα καπέλα τους. Αυτό δεν ήταν πολύ ευγενικό γιατί οι κύριοι πρέπει να τα βγάζουν όταν κάθονται και να τα φοράνε όταν φεύγουν. Ο κύριος Μιχάλης τους έφερε ένα δίσκο μεζέδες και μπύρες κι οι παράξενοι κύριοι άρχισαν να τρώνε χωρίς να μιλούν και χωρίς να κοιτάζουν πουθενά. Μετά σκουπίστηκαν με την άκρη του μανικιού τους και άρχισαν να κοιτάζουν περίεργα τους άλλους κυρίους και τον μπαμπά μου χωρίς να μιλούν μεταξύ τους. Αφού κοίταξαν όλους στη σειρά, χωρίς να πουν κουβέντα, ούτε για να χαιρετήσουν, σηκώθηκαν και χωρίς να πληρώσουν ή να στρίψουν το κεφάλι τους δεξιά ή αριστερά, κατέβηκαν τα σκαλιά.
17 Οκτ 2007
Gravenhurst
Αντε ρε Διάσελε για σένα:
Παρεμπιπτόντως, καθώς ακούς και ξανακούς από το mp3 το προηγούμενο δίσκο τους, ανακαλύπτεις στο Διαδίκτυο ότι μέσα στο 2007 κυκλοφόρησαν νέο άλμπουμ το the Western Lands. E, να μη βάλεις κι ένα βιντεακι από το δίσκο αυτό; Το Trust, ας πούμε;
16 Οκτ 2007
Κουίζ με σκουπιδοσακούλες και ολίγον παρελθόν
α) Τεμαχισμένα πτώματα;
β) Σκουπίδια;
γ) Ρουχισμό που συλλέχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 για τους ομόδοξούς μας αδερφούς Σέρβους, και ξεχάστηκε στο υπόγειο κάποιας εκκλησίας;
δ) Ψηφοδέλτια που δεν χρησιμοποίησαν οι ψηφοφόροι στις πρόσφατες εκλογές;
ε) Το ψηφοδέλτιο του μυστικού και αγνώστου τοις πάσι άλλου υποψηφίου στις εσωτερικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ το 2004;
στ) Τα όνειρά μας;
ζ) Την αίτηση να κόψει τις εξυπνάδες, για να μην πω μαλακίες, ο γράφων και να προχωρήσει παρακάτω σε ό,τι σκατά έχει να πει;
Σιγά μην προχωρήσω παρακάτω. Παραπίσω θα πάω, γιατί εκεί με πάνε αυτές οι σακούλες…
Όπως θα έλεγε και ο Μπίλι Κρίσταλ στο Πέτα τη Μαμά από το Τρένο, “η νύχτα ήταν υγρή και βροχερή”. Ή μήπως ήταν υγρή χωρίς να είναι βροχερή; Δεν γαμιέται, μπορεί να είχε και ξαστεριά. Πάντως ήταν χειμώνας και η σχολή ήταν υπό κατάληψη. Δεν ήταν δική μας ευθύνη που το παράθυρο της Γραμματείας ήταν ανοιχτό και πολύ ψηλό για να φτάσουμε να το κλείσουμε. Βέβαια, αποδείχτηκε πως με τη μετακίνηση κάποιων ντουλαπιών και εδράνων το ψηλό όπως και το χαμηλό εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός, για να θυμηθούμε και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, στον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών. Όλα είναι σχετικά ή όπως έλεγε ο Πρωταγόρας παν χρημάτων μέτρον άνθρωπος.
Μέσα στη Γραμματεία ήταν ζεστά και υγρά. Δηλαδή αποπνικτικά. Αν και θα μπορούσε να ήταν δροσερά και καθόλου αποπνικτικά. Τι σημασία έχει; Ναι ρε γαμώτη μου, γιατί μας πρήζουν οι συγγραφείς με τις περιγραφές τους; Ξεκινά ο Ουβέρτος Εκος στο Ονομα του Ρόδου να σου περιγράφει ένα μοναστήρι και, μέχρι να τελειώσει, το μοναστήρι έχει μετατραπεί σε αποθήκη όπου γίνονται after hour rave parties. Ή ένας οπωσδήποτε καλύτερος συγγραφέας, όπως ο Τζοναθαν Κόου, στο τελευταίο του “Σαν τη βροχή πριν πέσει”, εκεί που τρως τα νύχια σου μέχρι τις σάρκες να δεις τι απέγιναν οι ήρωές του με το πέρασμα των χρόνων, αρχίζει να σου περιγράφει λεπτομερώς τη θέα, το τροχόσπιτο, το αγροτόσπιτο, την προκυμαία, τα άτομα που κάθονται στην προκυμαία, τα μαγιό τους, τις ρίγες των μαγιό τους, το άσπρο και το ροζ των ριγών των μαγιό, το χαμόγελο των ανθρώπων που αντανακλά το άσπρο και το ροζ των ριγών των μαγιό.
Σίγουρα πάντως ήταν ήσυχα και σκοτεινά, όχι τα μαγιό, όχι οι ρίγες τους, όχι τα χαμόγελα. Στη γραμματεία μέσα, λέω, ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Και παντού ντουλάπια. Γεμάτα βιβλία. Καμπόσες δεκάδες από κάθε τίτλο. Τα οποία προορίζονταν για μας. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να προορίζονται για τους φοιτητές. Μόνο που τα συγκεκριμένα, γεμάτα σκόνη χρόνων τα περισσότερα, δεν είχαν διατεθεί ποτέ στους φοιτητές.
Ήμασταν δύο. Προβήκαμε σε μια ελαφρά και διακριτική απαλλοτρίωση. Ό,τι μπορούσε να χωρέσει σε μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών, μέσα στις μπλούζες μας και στις εσωτερικές τσέπες των μπουφάν μας. Καθαρίσαμε τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα, χρησιμοποιήσουμε το μαγικό πολυσκουπάκι της ΧελλάςΤελεπρόντακτς για να μαζέψουμε τις τρίχες μας, μην κάνουνε καμιά πιστοποίηση DNA, και βγήκαμε όπως μπήκαμε.
Ευτυχώς, όπως ίσως θυμάστε, γιατί σας το έχω ξαναπεί, η νύχτα ήταν υγρή και βροχερή, μπορεί και όχι βέβαια, αλλά οπωσδήποτε χειμωνιάτικη. Έκανε κρύο. Στους δρόμους της πόλης ψυχή. Πολύ Silent Hill σκηνικό. Μόνο δύο τύποι σε ένα μηχανάκι με ένα διαμελισμένο πτώμα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Αυτή θα ήταν η απάντησή μας σε όσους τυχόν μας ρωτούσαν τι σκατά κουβαλάμε σε αυτή τη σακούλα.
Στο δωμάτιο του φίλου και συνεργού κάναμε τη μοιρασιά. Η σακούλα φυσικά είχε σκιστεί και έβαλα τα δικά μου λάφυρα σε μια κούτα Νουνού, μπορεί να ήταν και ΤσακίρηςΤσιπζ βέβαια, αλλά τι σημασία έχει, σάμπως ο Ουμπέρτο Έκο είμαι;
Κατευθυνόμενος στο δωμάτιό μου έπεσα πάνω σε έναν γνωστό, ο οποίος ήταν γενικά συμπαθητικός, λίγο βαρεμένος στον εγκέφαλο, ενίοτε λίγο μαλάκας, αξιόπιστος συνήθως εκτός από τις στιγμές που έπρεπε να του εμπιστευτείς κάτι. Τέλος πάντων, για να σας μην σας τα πρήζω με έναν ήσσονος σημασία χαρακτήρα, σίγουρα ήταν αδιάκριτος. Κι εγώ ως άνθρωπος (το ξεκαθαρίζω, για εκείνους τους φίλους που με θεωρούν ζώο) σιχαίνομαι την αδιακρισία, όπως και την αχαριστία, το ψέμα, την απιστία, τη φλυαρία των άλλων πλην της δικής μου, τις μπάμιες, εκτός και αν τις μαγειρεύει η Κ. με κοτόπουλο, θεϊκό πιάτο, αν και γενικά μετά το στρατό το κοτόπουλο δεν το αντέχω, κάθε Τρίτη- Πέμπτη κοτόπουλο, ευτυχώς ο μάγειρας στο στρατό ήταν καλός και τρώγαμε καλά, άσε που πάντα μπορούσες να φας και κανα δυο πανίνι από το μηχάνημα.
Τι έχεις εκεί; με ρώτησε όχι ο μάγειρας, ούτε φυσικά το κοτόπουλο. Ο αδιάκριτος και αναξιόπιστος γνωστός, για τον οποίο σας έλεγα πριν από μια αιωνιότητα και μία μέρα ή μήπως πριν από δέκα χρόνια και πενήντα τέσσερις ημέρες;
Τίποτε, του λέω.
Πώς τίποτε; επέμεινε αυτός.
Κάτι βιβλία, του κάνω.
Τι βιβλία; Απτόητος ο τύπος.
Δικά μου, του λέω.
(Ως άνθρωπος -το ξαναξεκαθαρίζω αυτό για όσους εξαιτίας αυτής της ιστορίας τείνουν να πιστέψουν πως είμαι ζώον- είμαι προσαρμοστικός και για αυτό είχα ήδη αναπτύξει ιδιοκτησιακά συναισθήματα απέναντι σε αυτά τα βιβλία που μέχρι προ ολίγου ούτε που γνώριζα την ύπαρξή τους…)
Για να δω, και κάνει να ανοίξει την κούτα.
Να μη δεις ρε, και κάνω να περάσω.
Ελα ρε, κάτσε να δω, μου κάνει.
Να μη δεις γαμώ το Χρ…ό σου, βλαστήμησα εγώ και ο κεραυνός που έπεσε να με κάψει δεν πέτυχε εμένα αλλά τον αδιάκριτο τύπο, ο οποίος έμεινε να με κοιτά για κάνα δίλεπτο, άλαλος σαν τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόναν Του τη σεπτή, ακίνητος αλλά κλείνοντάς μου το διάβα.
Εντέλει αποφάσισε να αντιδράσει: Γαμώ το Χρ…ό σου εσύ!
Και έκανε στην άκρη βαθύτατα πληγωμένος.
Κάποιος μου είπε για αυτόν τον περίεργο τον συγγραφέα τον πώς-τον-λένε Προυστ ότι τάχαμου εκεί που ρέμβαζε κοιτώντας τη φωτιά στο τζάκι, έβλεπε μια σπίθα και θυμόταν κάτι από το παρελθόν, φαινομενικά άσχετο. Και ότι χρησιμοποίησε στα έργα του την τεχνική αυτή, που ονομάστηκε συνειρμός. Ελπίζω (δεν έχω διαβάσει τίποτε δικό του, γιατί δεν έχει τύχει να δώσει κάποιο του έργο κάποια εφημερίδα) να μη χρησιμοποιεί πολλές περιγραφές. Ειδάλλως, καθαρά συμβολικά, τον βλέπω να κάνει παρέα με το περιεχόμενο των εικονιζόμενων σκουπιδοσακουλων. Καλά το καταλάβατε. Οι σακούλες παραπάνω δεν εμπεριέχουν τίποτε από τα α, β, γ, δ, ε, ζ, στ. Περιείχαν διάφορα άχρηστα χαρτιά και πολλά βιβλία πεταμένα φύρδην μίγδην εκεί πέρα (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ξαφνικά από ενεστώτα το γύρισα στον αόριστο). Και μάτωσε η ψυχή μου που τα είδα έτσι. Κανένα βιβλίο δεν αξίζει να έχει αυτήν την τύχη. Ακόμη και τα βιβλία του Ουμπέρτο Εκο, τον οποίο άδικα κατηγορώ βέβαια γιατί αντί αυτών των χιλίων τόσων λέξεων αρκούσε να είχα γράψει το εξής:
“Ένα χειμωνιάτικο βράδυ δύο φοιτητές σε μια υπό κατάληψη σχολή μπήκαν στη Γραμματεία από το ανοιχτό παράθυρο και έκλεψαν κάποια βιβλία τα οποία έβαλαν σε μια μαύρη σκουπιδοσακούλα, την οποία μετέφεραν με το μηχανάκι στην Εστία, όπου, μετά το μοίρασμα, ο ένας από τους δύο διαπληκτίστηκε έντονα με έναν αδιάκριτο γνωστό του”.
Ο Ρεϊμόν Κενό καλά τα έλεγε και τα έγραφε, αλλά ποιος τον ακούει;
15 Οκτ 2007
14 Οκτ 2007
Σουρεάλ είναι...
Κισλόφσκι και μπλέ κόκκινες και λευκές μαλακίες τώρα...
Japanline, Japandiet, Αδυνάτισμα Japrinou ή Survivor αλά γιαπωνέζικα
Με τον φίλο Ioannis Skordopoutsoglou συχνά αναρωτιόμαστε αν κάποιος υφέρπων και λανθάνων ρατσισμός μάς οδηγεί να ανακράζουμε κάθε τόσο “δεν την παλεύουν καθόλου αυτά τα Γιαπώνια!”. Βέβαια συνήθως την ατάκα αυτή τη χρησιμοποιούμε όταν βλέπουμε τα απίστευτα τεχνολογικά γκάτζετ τους, μηδαμινής πρακτικής ή και αισθητικής αξίας συνήθως, που τα χρησιμοποιούν αυτοί κατά κόρον ωστόσο απλά και μόνο επειδή… μπορούν.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, στην οποία είχαμε πρωτοαναφερθεί εδώ. Μια ακόμα πτυχή αυτής της “άλλης” ιαπωνικής πραγματικότητας διάβασα σήμερα και πάλι σε ένα μονοστηλάκι της “Εποχής”. Ο συντάκτης Θανάσης Τσακίρης, δικαίως, έριχνε κι ένα έμμεσο γαμοσταυρίδι στο κλείσιμό του.
Κιτακιουσου, Ιαπωνία: Σε ένα λεπτό σημειωματάριο που ανακαλύφθηκε μαζί με το σε προχωρημένη σήψη πτώμα ενός άνδρα υπάρχει μια λεπτομερής καταγραφή των τελευταίων του ημερών, αναφορικά με την πείνα που τον βασάνιζε, την απώλεια βάρους και πάνω από όλα την επιθυμία του να φάει λίγες μπάλες ρυζιού, μια λιχουδιά που στην Ιαπωνία διατίθεται αντί του ευτελούς ποσού του 1,42 ευρώ!
“Τρεις το πρωί. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει φάει τίποτε εδώ και δέκα ημέρες, αλλά είναι ακόμη ζωντανός” γράφει. “Θέλω ρύζι. Θέλω να φάω μια μπάλα ρυζιού”.
Δεν πρόκειται για κάποιον χαμένο στην έρημο ταξιδευτή, αλλά για έναν 52χρονο πρώην δικαιούχο κοινωνικού επιδόματος απορίας. Και αυτή δεν είναι η μοναδική τέτοια περίπτωση.
Ενας άνθρωπος έχει πεθάνει κάθε χρονιά την τελευταία τριετία σε αυτήν την πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, επειδή η κοινωνική πρόνοια αρνήθηκε ή διέκοψε τη χορήγηση του επιδόματος. Ανήμποροι να βρουν τροφή, οι τρεις άνθρωποι φυτοζωούσαν στα σπίτια τους, μέχρι την ανεύρεση των σορών τους.
Μόνο ο πιο πρόσφατος θάνατος τράβηξε την προσοχή των ΜΜΕ, εξαιτίας του ημερολογίου του νεκρού, το οποίο αποτέλεσε κόλαφο για τους υπευθύνους της κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι αρχικά είχαν υπερασπιστεί τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την υπόθεση ως υποδειγματικό.
Το ημερολόγιο καταδεικνύει το ανθρώπινο κόστος της οικονομικής μεταρρύθμισης στην Ιαπωνία. Καθώς, τα τελευταία χρόνια, ένα ολοένα διευρυνόμενο εισοδηματικό χάσμα πιέζει προς τα επάνω τα επιδόματα, δοκιμαζόμενες οικονομικά πόλεις όπως η Κιτακιούσου δέχονται τρομερές πιέσεις να περιορίσουν τα κριτήρια καταλληλότητας λήψης επιδομάτων.
Αυτός ο πρόσφατος θάνατος δείχνει πόσο πολύ σκοπεύουν οι αρχές να σφίξουν τα λουριά προκειμένου να επιτύχουν τους πολυπόθητους οικονομικούς στόχους.
Παραδοσιακά η Ιαπωνία ακολουθεί σκληρή πολιτική όσον αφορά τα κοινωνικά επιδόματα. Οι δικαιούχοι αναμένεται πρώτα να στραφούν σε συγγενείς ή να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους και μετά να ζητήσουν το επίδομα, το οποίο επιπλέον θεωρείται όχι δικαίωμα αλλά μια ντροπιαστική ελεημοσύνη.
Οι υπεύθυνοι πιστεύουν πως το να χρησιμοποιούν τα λεφτά των φορολογούμενων πολιτών για να βοηθήσουν ανθρώπους που βρίσκονται σε κάποια ανάγκη αποτελεί αδικία προς τους φορολογούμενους, καθώς μόνο αυτούς αντιμετωπίζουν ως πολίτες και όχι τους άπορους.
Ο Τοσισίκο Μισάκι, επικεφαλής της υπηρεσίας κοινωνικής πρόνοιας, υπερασπίζεται τις επιλογές του: “από τη μια έχουμε αυτούς που στέκονται μόνοι στα πόδια τους και από την άλλη αυτούς που επειδή τεμπελιάζουν έχουν οικονομικά προβλήματα και λαμβάνουν το επίδομα. Αυτά όμως είναι λεφτά των φορολογούμενων πολιτών, οι οποίοι δυσαρεστούνται από αυτή την τακτική, οπότε και εμείς πρέπει να βρούμε μια ισορροπία” (σε αυτό το σημείο κάποιοι, όχι όλοι ευτυχώς, γείτονες του θανόντος, δικαιώνουν τον Μισάκι, καθώς κατά τη γνώμη τους ο άπορος ήταν αρκετά νέος και ικανός να βρει δουλειά και εντέλει “όπως έστρωσε έτσι κοιμήθηκε”).
Ο συγγραφέας του ημερολογίου, πρώην οδηγός ταξί, έλαβε τον περασμένο Δεκέμβριο πρώτη φορά το επίδομα, αφού διαγνώστηκε ότι πάσχει από διαβήτη, υψηλή πίεση και προβλήματα στο συκώτι λόγω κατάχρησης αλκοόλ. Ο υπεύθυνος της κοινωνικής πρόνοιας ευθύς εξαρχής τον πίεζε να βρει μια δουλειά, προκειμένου να σταματήσει να παίρνει το επίδομα. Σκοπός του να τον βγάλει από τις λίστες των δικαιούχων μέσα σε έξι μήνες. Μετά τους πρώτους τρεις μήνες, ο άπορος άντρας υπέγραψε μια δήλωση ότι δεν χρειαζόταν πια το επίδομα. Οι υπεύθυνοι είπαν ότι αυτό το έκανε οικειοθελώς, ωστόσο στο ημερολόγιό του έγραψε: “Ημουν έτοιμος να προσπαθήσω να βρω δουλειά, και αυτοί μου κόψανε το επίδομα. Λένε δηλαδή στον άπορο να πεθάνει το συντομότερο δυνατό;”
Στην Κιτακιουσο 142 υπάλληλοι ασχολούνται με τα επιδόματα, ο καθένας από τους οποίους ασχολείται με 73 υποθέσεις. Ο καθενας είναι υποχρεωμένος να κόψει το επίδομα τουλάχιστον πέντε δικαιούχων μέσα σε ένα χρόνο. Οι προαγωγές των υπαλλήλων εξαρτώνται από την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Ενας πρώην υπάλληλος της υπηρεσίας θυμάται μια από τις πρώτες του υποθέσεις: “ηταν μια γυναίκα στα πενήντα που μύριζε αλκοόλ από χιλιόμετρα. Όταν ζήτησε το επίδομα, ο προϊστάμενός μου μού είπε: Κάτι τέτοιοι καλύτερα θα ήταν να πεθαίνουνε”.
“2 το πρωί. Το στομάχι μου είναι άδειο”, έγραψε ο συγγραφέας του ημερολογίου στις 25 Μαίου, ενάμιση μήνα αφότου του κόψανε το επίδομα. “Θέλω να γιομίσω με ρύζι το στομάχι μου. Από τα 68 έχω πέσει στα 54 κιλά...”
Σπουδαία τα λάχανα, θα μπορούσε να πει κάποιος. Πέθανε από πείνα ένας Γιαπωνέζος… Ε και; Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα κάθε μέρα, γιατί να αποτελεί αυτό είδηση; Σωστά, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα. Ότι πεθαίνουν άνθρωποι από πείνα και δεν αποτελεί είδηση.
13 Οκτ 2007
Στην υγεία του κορόιδου
Ενας άσχετος τίτλος, Seasons in the Abyss, κομματάρα των Slayer
Ποια μπορεί να είναι η μοναδική συνεισφορά ενός καθηγητή πανεπιστημίου (φανταστείτε τον ως μια πιο λιπόσαρκη αλλά όχι σταυρωμένη δυστυχώς εκδοχή του Γουίλεμ Νταφόε, διότι ως γνωστόν ο χριστός δίδαξε και σταυρώθηκε οι καθηγητές πότε;), πρώην καταστασιακού, νυν αναρχικού κατά δήλωσή του, ο οποίος -καθότι μάλλον κάποιο γκομενάκι τον περίμενε στο μπαρ- στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν να βοηθήσει τον αδαή φοιτητή του, που είχε έρθει για να συζητήσουν για μια πτυχιακή εργασία (η οποία εντέλει ουδέποτε πραγματοποιήθηκε) περί κοινωνικών κινημάτων της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης; Στην περίπτωσή μου, να προτείνει ως… βιβλιογραφία το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η άβυσσος», να φορέσει το κόκκινο μεταξωτό του φουλάρι, «να ‘ρθείτε να με βρείτε» και να γίνει μπουχός.
Ξεφυλλίζοντάς το σήμερα ξανά, ύστερα από περίπου δέκα χρόνια, διαπιστώνω ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο, το οποίο μπορεί να διαβαστεί πριν, μετά ή σε πιο αρρωστημένες περιπτώσεις παράλληλα με τον Εκκλησιαστή του Λούθερ Μπλίσετ. Χωρίς το στοιχείο θρίλερ, από το οποίο διέπεται ο Εκκλησιαστής, αλλά περισσότερο ακαδημαϊκό, το μυθιστόρημα αυτό πραγματεύεται την πορεία ενός προσώπου -όπως και ο Εκκλησιαστής- εν μέσω των θρησκευτικών και κοινωνικών αναταράξεων του πρώτου μισού του 16 αιώνα στην κεντρική Ευρώπη. Αμφότερα αποτελούν κάτι πολύ παραπάνω: μια εξαιρετική ιστορική καταγραφή σε μυθιστορηματική μορφή των γεγονότων που γέννησαν τον καπιταλισμό και τις άλλες κοινωνικές δομές της σημερινής εποχής.
Γράφει η ίδια η Γιουρσενάρ στο συνοδευτικό σημείωμα της Αβύσσου:
«Στα εξήντα περίπου χρόνια μεσα στα οποία περικλείεται η ιστορία του Ζήνωνα συνέβησαν ορισμένα γεγονότα που εξακολουθούν να μας αφορούν: το σχίσμα εκείνου που απόμενε στα 1510 από τη χριστιανοσύνη του μεσαίωνα σε δύο μεριδες θεολογικά και πολιτικά εχθρικές, η ήττα της μεταρρύθμισης που εξελίχθηκε σε προτεσταντισμό και η πάταξη αυτού που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε σαν αριστερή της πτέρυγα, η παράλληλη ήττα του καθολικισμού που για τέσσερις αιώνες έμεινε έγκλειστος μέσα στη σιδερένια πανοπλία της Αντιμεταρρύθμισης, οι μεγάλες ανακαλύψεις που ολοένα και μετατρέπονταν σε απλές υποδιαιρέσεις του κόσμου, τα άλματα της καπιταλιστικής οικονομίας…»
Από το κεφάλαιο για το Μίνστερ:
Οι θαλασσινοί και οι γεωγράφοι που έσκυβαν πάνω στους πορτολάνους και σχεδίαζαν χάρτες ήταν λιγότερο ακριβοί από εκείνους τους τυχοδιώκτες που πορεύονταν προς ένα κόσμο άλλο, τους ρακένδυτους ιεροκήρυκες, τους χλευασμένους και περιγελασμένους στην πλατεία του δήμου προφήτες, έναν κάποιο Γιαν Ματθύς, ψωμά, έναν Χανς Μπρόκχολντ, περιπλανώμενο μίμο που υπηρετούσε την Βασιλεία του Πνεύματος με αγυρτείες πανηγυριού.
[…]
Η ελπίδα όμοια με ένα πανί βάρκας διαφαινόταν από μακριά: Το Μύνστερ, όπου ο Γιαν Ματθύς είχε καταφέρει να ριζώσει, αφού έδιωξε τον επίσκοπο και τους σκαβίνους, είχε γίνει η πολιτεία του θεού, όπου για πρώτη φορά πάνω στη γη οι αμνοί έβρισκαν ένα παχνί. Μάταια προθυμοποιούνταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα να καθαρίσουν αυτή την Ιερουσαλήμ την απόκληρων. Ολοι οι φτωχοί του κόσμου ήταν έτοιμοι να συσπειρωθούν γύρω από τα αδέλφια τους. Συμμορίες θα πηγαιναν από πόλη σε πόλη λεηλατώντας τους επονείδιστους θησαυρούς των εκκλησιών και γκρεμίζοντας τα είδωλα. Θα έπνιγαν μέσα στο αιμα του τον χοντρο-Μαρτίνο μέσα στη φωλιά του στη Θουριγγία, τον πάπα μέσα στη Ρώμη του.
12 Οκτ 2007
Μια ενοχλητική αλήθεια
11 Οκτ 2007
Βελγικά εφηβικά όνειρα
Σαράντα τηλεφωνικές γραμμές στη διάθεσή σου αγαπητέ φίλε του ΠΑΣΟΚ
Για την καλύτερη δυνατή διεξαγωγή της ψηφοφορίας της 11ης Νοεμβρίου, καλούμε όλα τα Μέλη και τους Φίλους του ΠΑΣΟΚ που δεν είναι σίγουροι σε ποια Δημοτική Οργάνωση ανήκουν και είχαν κάποια στιγμή την ιδιότητα του Μέλους ή του Φίλου του ΠΑΣΟΚ, ή είχαν την οποιαδήποτε συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες του Κινήματος τα τελευταία χρόνια (π.χ. συμμετοχή στην εκλογή Προέδρου το 2004, συμμετοχή στην εκλογή συνέδρων και αποκεντρωμένων Οργάνων το 2005, συμμετοχή στην εκλογή συνέδρων Νεολαίας ΠΑΣΟΚ το 2007 κ.ο.κ.) να επικοινωνήσουν με το Τηλεφωνικό Κέντρο Πληροφοριών του ΠΑΣΟΚ στα τηλέφωνα 210-3896- 600 (40 γραμμές) , από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.