Ο Μανόλης ήταν γνωστός στο χωριό για την τάση του προς την τρυφηλή ζωή. Ήταν ήδη στα δεκάξι και όχι μόνο δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι, αλλά ζητούσε κι από πάνω για να καπνίζει Ματσάγγου σκέτα. Όταν όλοι οι συνομήλικοί του φορούσανε ακόμα κοντά παντελόνια, εκείνος απαιτούσε απ' τη μάνα του να του ράψει μακρύ, με τσάκιση. Ακόμα θυμόντουσαν οι γείτονες το σαματά που είχε γίνει ένα βράδυ γιατί ο Μανόλης ήθελε να πετάξει την τραγιάσκα και να φορέσει ρεπούμπλικα. Πρώτος έβαλε στο κεφάλι του την μπριγιαντίνη. "Για να γυαλίζουν, μάνα, τα μαλλιά" ήτανε η απάντησή του στη μάνα του όταν εκείνη τον ρώτησε τι σόι πράμα ήτανε αυτό που δεν έλεγε να φύγει απ' τους γιακάδες του στο πλύσιμο.
Τα γράμματα δεν τα 'παιρνε, είχε παρατήσει το σχολείο στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, κι ας του 'χε νοικιάσει ο πατέρας του ολόκληρο δωμάτιο στην πόλη, στην αυλή της συγχωριανής του, της Σκατουλομαρίας (εκκενωτής βόθρων ο άντρας της, από τους πρώτουςτης περιοχής, γλέντι έκανε η πιτσιρικαρία όταν περνούσε με το βυτίο από τον κεντρικό)."Δεν ξαναπάω, πατέρα, βρωμεί σκατά σου λέω. Και μετά βρωμώ κι εγώ!", ήταν η δικαιολογία του Μανόλη για να παρατήσει τα γράμματα.
Απογοητεύτηκε αρχικά ο πατέρας, που ήθελε να δει μια μέρα το γιο του δάσκαλο, να κάθεται στο καφενείο και να τον θαυμάζουνε οι χωριανοί, να τον δείχνουν με το δάχτυλο και να λένε "να ο πατέρας του δασκάλου!" Από την άλλη όμως, αφού ο γιος του δεν έπαιρνε και τα γράμματα δεν τον πίεσε, χρειαζότανε ένα χέρι στα χωράφια, κι άμα δεν ήτανε του Μανόλη, που θα του τα κληρονομούσε μια μέρα, ποιανού θα 'τανε; Είχε κι εφτά στόματα να θρέψει, οπότε τον είχε ζέψει στη δουλειά. Δίχως αποτέλεσμα όμως.
Όσες φορές και να του έδειχνε πώς τσαπίζουνε τα φυτά, άλλες τόσες τον ρωτούσε εκείνος πώς γινότανε. Το κλάδεμα του άρεσε, μα η μανία του να κόβει είχε σχεδόν καταστρέψει ολόκληρη την περσινή σοδειά. Το ράντισμα δεν το άντεχε, τού 'βρεχε, λέει η ραντιστήρα το πουκάμισο. Άσε που σπαταλούσε όλο το φάρμακο σε δυο τρία φυτά και γινότανε ασύμφορη η συμμετοχή του στη διαδικασία. Το θειάφισμα; Μία από τα ίδια. Την Τρίτη θειάφιζε, μέχρι την Κυριακή έβηχε μ' έναν γαϊδουρόβηχα που και νεκρούς ανάσταινε. Η συγκομιδή; Τη μισή σοδειά τη χαλούσε μόνος του γιατί του πέφτανε τα κοφίνια πριν προλάβει να τα φορτώσει στο γάιδαρο. Τις περισσότερες φορές παρατούσε τη δουλειά στη μέση και επιδιδόταν σε άλλες, πιο ευχάριστες για 'κείνον ασχολίες, όπως το να μαζεύει μαργαρίτες κι αγριομολόχες για να τις αφήσει το βράδυ στο παράθυρο της μιας ή της άλλης κοπελιάς του χωριού που του σκάμπασε. Τον τελευταίο καιρό είχε κουβαλήσει στο σπίτι κι έναν κόπρο που περιμάζεψε στο ρέμα και μαζί με το γαϊδούρι η μάνα του είχε να ταΐζει και το σκυλί. Τα απογέματα, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, πίσω από την εκκλησία να χαζεύει πρόστυχες φωτογραφίες μαζί με ένα τσούρμο συνομηλίκους του.
"Συμμαζέψου", του φώναζε ο πατέρας του. Του κάκου όμως. Δεν μπορούσε και να τον καταχερίσει πλέον. Μόλις ο Μανόλης έπαιρνε χαμπάρι πως ο πατέρας του τις είχε μαζεμένες, γινόταν Λούης. Ντρεπόταν κιόλας ο Κωνσταντής, ο πατέρας του, να κυνηγά με το ζωνάρι κοτζάμ μαντράχαλο.
Με τα πολλά, ο Κωνσταντής αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο, κάτι έπρεπε να κάνει με τον πρωτότοκο, να σταματήσει πια το σούσουρο απ' τους συχωριανούς για τον σερσέμη πού ΄χε στο σπίτι του. Είχε από χρόνια έναν ξάδερφο στην Αμερική, τον Παντελή, κι είπε να του γράψει, να του ζητήσει ν' αναλάβει το γιο του μέχρι να ορθοποδήσει. Γιατί ο Κωνσταντής είχε αποφασίσει να στείλει το γιο του στον Καναδά.
Ενάμιση μήνα μετά ήρθε η απάντηση. Χαρά τού του Παντελή να βοηθήσει τον ανιψιό, να του κάνει την πρόσκληση να πάει, είχε μάλιστα ρωτήσει στο κέντρο διασκέδασης που δούλευε και μπορούσε να του βρει κι εκείνου δουλειά, να κάνει το γκαρσόνι.
Ενθουσιασμένος από την απάντηση της σίγουρης δουλειάς, ο Κωνσταντής ανακοίνωσε τα νέα στο Μανόλη και ετοιμάστηκε για τη μάχη που θα ακολουθούσε. Γιατί ήταν σίγουρος πως ο Μανόλης καθόλου δε θα 'θελε ν' αφήσει τη σιγουριά του σπιτιού του για να μπει σ' ένα καράβι και να πάει μοναχός του στην άλλη άκρη του κόσμου.
"Στην Αμερική;" ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ο Μανόλης.
"Στου θείου σου του Παντελή θα πας" ήτανε η απάντηση του πατέρα του.
"Ποιος είναι αυτός; Δε τονε ξέρω!"
"Αφού είναι στην Αμερική πώς θα τονε ξέρεις;". "Μπουνταλά!", συμπλήρωσε από μέσα του ο Κωνσταντής.
"Και τι θα κάνω εγώ εκεί πέρα;" ρώτησε μετά ο Μανόλης.
"Θα βοηθάς το θείο σου στη δουλειά του" απάντησε ο Κωνσταντής που δεν ήθελε να αποκαλύψει περισσότερα στο γιο του τώρα που πίστευε πως τον είχε του χεριού του.
"Και τι δουλειά κάνει ο θείος;" ήταν η αναμενόμενη επόμενη ερώτηση του Μανόλη.
"Δουλειά! Από αυτήν που κάνουνε όλοι! Δουλειά! Κατάλαβες;" γάβγισε ο Κωνσταντής και σηκώθηκε από την καρέκλα, σημάδι ότι είχε τελειώσει η κουβέντα.
"Αύριο πρωί πρωί θα κατεβώ στη πόλη να σου κανονίσω τα εισιτήρια" συμπλήρωσε βγαίνοντας απ' το δωμάτιο ο Κωνσταντής.
Έτσι κι έγινε. Τα εισιτήρια κανονίστηκαν κι ο Μανόλης θα ταξίδευε σε δυο μήνες από τον Πειραιά με το πλοίο για τον Καναδά. Εκεί θα τον περίμενε ο θείος του και όλα θα πήγαιναν ρολόι.
Αυτό που δεν είχε πει στον Κωνσταντή ο Μανόλης ήταν πως δεν τον χαλούσε καθόλου η προοπτική της Αμερικής. Ίσα ίσα. Εκεί είχε ακούσει πως κυκλοφορούσανε όλοι με κουρσάρες, εκεί μένανε ξύπνιοι τη νύχτα και χορεύανε μέχρι πρωίας, εκεί έβγαινε η μπριγιαντίνη, από εκεί ήτανε και οι γυναίκες στις φωτογραφίες που βλέπανε με τους υπόλοιπους πίσω από το ιερό της εκκλησίας και τους τρέχανε τα σάλια. Αν ήθελε να πάει! Και αύριο κιόλας! Πώς θα περνούσανε οι δυο μήνες μέχρι να μπαρκάρει! Τον ενθουσιασμό του δεν τον έδειξε στον πατέρα του, μην άλλαζε γνώμη και τον κρατούσε στο σπίτι.
Περάσανε οι δυο μήνες και μπάρκαρε ο Μανόλης για την Αμερική. Υποσχέθηκε μάλιστα στη μάνα του να της στείλει πλυντήριο, από εκείνα τα αυτόματα που πλένουνε μόνα τους τα ρούχα, μόλις ερχότανε το ρεύμα στο χωριό.
Τον πρώτο καιρό μετά την αναχώρηση του γιου του, ο Κωνσταντής έλαβε δυο γράμματα από τον ξάδερφο που τον πληροφορούσε ότι ο Μανόλης είχε φτάσει καλά, ότι είχε πιάσει δουλειά στο κέντρο, ότι έβαζε ήδη κάτι στην πάντα. Προσπαθούσε, λέει, να μάθει γρήγορα και τη γλώσσα για να βρει καλύτερη δουλειά να βγάζει περισσότερα. "Δόξα τω θεώ" έκανε το σταυρό της η μάνα του, που το παιδί της είχε προκόψει.
Είχε δεν είχε περάσει ένας χρόνος από τη μέρα που έφυγε ο Μανόλης από το σπίτι του και ήρθε κι άλλο γράμμα από τον Παντελή. Μόνο που αυτή τη φορά ο Κωνσταντής δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί με τα νέα. Ο Μανόλης, λέει, είχε φύγει από το σπίτι του Παντελή και είχε πάει να μείνει με δυο τρεις άλλους Έλληνες, Ναουσαίους, σε μια άλλη πόλη που ο Παντελής μόνο ακουστά την είχε, για να δουλέψουνε λέει σε ένα εργοστάσιο που έβγαζε κομπόστες. Την καινούρια σύσταση του Μανόλη του τη σημείωνε ο Παντελής στο τέλος του γράμματος.
Έκατσε ο Κωνσταντής και με τα λίγα γράμματα που θυμότανε έγραψε στο γιο του. Ήλπιζε η απόφασή του να ήταν σωστή, να ήτανε πραγματικά καλή η καινούρια δουλειά. Τού 'στειλε τους χαιρετισμούς της οικογένειας και ότι η μάνα τού του μηνούσε να προσέχει και να ντύνεται καλά.
Απάντηση από τον Μανόλη πήρανε μετά από μήνες. Δεν είχε πιάσει τελικά δουλειά στο εργοστάσιο με τις κομπόστες. Τώρα δούλευε σε ενός Έλληνα την επιχείρηση. Έβγαζε, λέει, φωτογραφίες τους πελάτες στα νυχτερινά κέντρα την ώρα που διασκεδάζανε και μετά τους τις πουλούσε. Δυσκολεύτηκε κάπως ο Κωνσταντής να πιστέψει πως η νέα αυτή απασχόληση μπορούσε να είναι κανονική δουλειά, αλλά σάματις ήξερε εκείνος τις δουλειές στην Αμερική; Από τη στιγμή που ο Μανόλης ήτανε καλά, όλα τα άλλα δεν είχανε και τόση σημασία.
Περάσανε τα χρόνια, ο Κωνσταντής πάντρεψε τις κόρες του, σπούδασε κι έναν μικρότερο γιο στην Αθήνα, μεγάλο πράμα εκείνη την εποχή. Ευχαριστημένος ήτανε με το πώς του τά 'φερε η ζωή. Είχανε λάβει και γράμμα απ' το Μανόλη που τους έλεγε ότι, έπειτα από έντεκα χρόνια παραμονής στην Αμερική, θα ερχόταν να τους δει. Χαράς ευαγγέλια στο σπίτι. Ενθουσιασμός και στο χωριό που θα ερχότανε ο Αμερικάνος.
Τέλη φθινοπώρου κατέφτασε ο Μανόλης. Φορτωμένος με το πλυντήριο για τη μάνα του, καλούδια για τ' αδέρφια του και μια πίπα σκαλιστή για τον πατέρα του. Γεμάτο κάθε βράδυ το σπίτι από τους συγχωριανούς που διψούσανε να μάθουνε τα πάντα για την Αμερική. Πώς είναι οι άνθρωποι, οι πόλεις, τα σπίτια, τ' αυτοκίνητα, τα μαγαζιά. Ρωτούσανε το Μανόλη αν είναι αλήθεια ότι βρίσκεις στους δρόμους πεταμένα τα δολάρια, έτσι που τά 'χουνε με τη σέσουλα εκεί πέρα. Γεμάτος υπομονή και ο Μανόλης, τους απαντούσε σε ό,τι τον ρωτούσανε και κανείς δεν καταλάβαινε ότι τα μισά απ' όσα τους έλεγε ήτανε κατεβασμένα απ' το μυαλό του.
Πέρασε το καλοκαίρι καταλάγιασε και η πολλή η περιέργεια κι ο ενθουσιασμός για τον Αμερικάνο. Ένα πρωί πίνανε ο Κωνσταντής με το Μανόλη τον καφέ τους στην αυλή. Μπορεί και νά 'τανε η πρώτη φορά από την επιστροφή του Μανόλη που πατέρας και γιος είχανε την ευκαιρία να μιλήσουνε οι δυο τους.
"Λέω, πατέρα, να έρχομαι σιγά σιγά μαζί σου να σε βοηθώ στη δουλειά" είπε ο Μανόλης στον Κωνσταντή.
Του Κωνσταντή δεν του άρεσε η κουβέντα του γιου του. Και προπάντων δεν του άρεσε αυτός ο εξακολουθητικός χρόνος που είχε χρησιμοποιήσει. Κοίταξε διερευνητικά τον Μανόλη, ανεξιχνίαστη η έκφρασή του.
"Τι να έρθεις να με βοηθήσεις, Μανόλη. Δεν έχει δουλειά τώρα. Τελειώσαμε και με το μάζεμα, μέχρι να ξανά 'χει δουλειά στα χωράφια, εσύ θα έχεις φύγει" αποκρίθηκε τσουρουφλισμένος ο Κωνσταντής.
"Λέω, πατέρα, να μην ξαναγυρίσω στον Καναδά" είπε ήσυχα ο Μανόλης.
Να πει ότι δεν το περίμενε, ότι δεν το είχε υποψιαστεί ο Κωνσταντής, ψέματα θά 'λεγε. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί δε θα επέστρεφε ο γιος του στην Αμερική. Είδε ο Μανόλης τον πατέρα του σκεφτικό και πήρε να του εξηγεί το πώς και το γιατί.
"Δεν έχει νόημα, πατέρα. Να είσαι εκεί και να είσαι εδώ, το ίδιο είναι."
Τον κοίταξε κάπως ο Κωνσταντής, δεν τον πίστεψε.
"Μπας κι έμπλεξες πουθενά; Πες μου, να δούμε τι θα κάνουμε" ρώτησε τον γιο του ο Κωνσταντής που ήταν πλέον σίγουρος ότι κάτι άλλο, σοβαρότερο, συνέβαινε.
"Πουθενά δεν έμπλεξα, πατέρα. Απλώς δεν θα επιστρέψω. Την πήρα την απόφασή μου." δήλωσε ο Μανόλης.
Η κουβέντα δε συνεχίστηκε. Ο Μανόλης έδειξε ότι δεν είχε να πει τίποτα άλλο και ο Κωνσταντής, αν και τον είχανε ζώσει τα φίδια, δε ρώτησε τίποτα παραπάνω.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες, μαθεύτηκε το νέο στο χωριό, ο Μανόλης δεν έδειχνε καμιά διάθεση να το κρύψει. Το σούσουρο μεγάλο. Να μην επιστρέψει στη γη της επαγγελίας; Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Μαφιόζος είχε γίνει. Συμμορίτης. Κάποιον σκότωσε. Άλλοι πάλι υπολόγιζαν πως στα λίγα χρόνια που είχε μείνει στον Καναδά, ο Μανόλης είχε πιάσει την καλή –με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα- και δεν είχε ανάγκη να επιστρέψει. Είχε μαζέψει λέγανε γερό κομπόδεμα κι είχε σκοπό ν' αγοράσει γη, να φτιάξει στο χωριό τους ολάκερο εργοστάσιο. Τον Μανόλη δεν τον ενοχλούσαν τα σχόλια και τα επιτιμητικά βλέμματα των συγχωριανών του. Τ' απογεύματα, όταν επέστρεφε απ' το χωράφι, καθόταν σταυροπόδι στο καφενείο κι απολάμβανε έναν πολλά βαρύ και όχι. Η άνεσή του αυτή, η παντελής έλλειψη ανησυχίας από μέρους του, τα τσουγκρίσματα με το χωροφύλακα στο καφενείο, έπεισαν τους συγχωριανούς του πως είχανε δίκιο εκείνοι που λέγανε πως είχε μαζεμένα μασούρια τα λεφτά, τις χρυσές λίρες και τα δολάρια. Τα βράδια, όταν επέστρεφε από τις κρασοκατανύξεις με παλιούς συμμαθητές και φίλους, τραβούσε τη σιδερένια μπάρα απ' τη μεγάλη πόρτα της αυλής. Τραβώντας το πορτόφυλλο, αποκαλύπτονταν η τσάπα που ακουμπούσε ο πατέρας του στον τοίχο όταν επέστρεφε το απόγευμα απ' το χωράφι. Έκλεινε ο Μανόλης την πόρτα, έριχνε μια ματιά στην τσάπα, της έδινε μια μούντζα "Δε θέλω ρε ούτε να σε βλέπω" της έλεγε κι έμπαινε μέσα στο σπίτι.
Ο Κωνσταντής δεν ξανάκανε κουβέντα για το γεγονός, αρκέστηκε στα λόγια του Μανόλη. Η αλήθεια ήταν πως φοβόταν ότι ο γιος του είχε μπλέξει σοβαρά και προτιμούσε να μην ξέρει. Κι όταν κανένας περίεργος τον ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες, εκείνος αποκρινότανε πως δεν ανακατευότανε στις δουλειές του γιου του. Ο Μανόλης συνέχισε τη ζωή του στο χωριό από εκεί που την είχε αφήσει έντεκα χρόνια πριν. Όπως όπως δουλειά στα χωράφια, απογευματινοί καφέδες και βραδινά ουζάκια στο καφενείο της πλατείας, χύμα τσιγάρα από το περίπτερο του ανάπηρου, βίος εργένικος.
Πρωί πρωί είχε κατέβει ο Μανόλης μαζί με τον κουνιάδο του το Στέλιο στο ρέμα, να ξεχορταριάσουν και να ξελακκίσουν τα φυτά στο εκεί χωράφι. Δανεικό είχε ζητήσει ο Μανόλης να του κάνει ο Στέλιος, μα στην ουσία τον ήθελε για να του δείξει πώς γινόταν το ξελάκκισμα, ιδέα δεν είχε, πήγαιναν και τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε μπει σ' αυτή τη διαδικασία. Με την πρώτη κατάλαβε ο Στέλιος πως ο κουνιάδος του δεν ήξερε τι του γινότανε μα δε μίλησε.
Στο μεσημεριανό κάθισμα, καινούριος σώγαμπρος στην οικογένεια, είχε δυο χρόνια και κάτι μήνες που παντρεύτηκε την Καλλιόπη, την αδερφή του Μανόλη, έπιασε διστακτικά κουβέντα με τον κουνιάδο, για τι άλλο, για την Αμερική. Δεν του χάλασε ο Μανόλης το χατίρι κι άρχισε να του περιγράφει τα νυχτερινά καμπαρέ, τις γυναίκες με τις αμέτρητες μπούκλες και τις κορδέλες στα μαλλιά, τα μάτια με τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες και τα κόκκινα, τα κατακόκκινα χείλια. Καλές ήτανε οι ξανθές, μα το ζουμί τό 'χανε, φίλε μου, οι μελαχρινές. Με ένα χαρτονόμισμα καθόντουσαν στο τραπέζι σου, ακόμα και στα πόδια σου αν τις κερνούσες και ποτό.
Ορθάνοιχτα τα μάτια του Στέλιου και το άφιλτρο να κοντεύει να κάψει τα δάχτυλα. "Αυτά είναι για τους λεφτάδες" σημείωσε και κοίταξε το Μανόλη με νόημα μιας και ανήκε στην πάρτη εκείνη των χωριανών που πιστεύανε πως ο Μανόλης τό 'χε το κομπόδεμά του.
"Ποιους λεφτάδες, κουνιάδε! Αυτά τα μέρη είναι για τα φτωχαδάκια!
Πού να σου λέω πώς είναι τα μέρη για τους λεφτάδες!" του απάντησε ο Μανόλης και τού 'δωσε να καθαρίσει το πορτοκάλι που πασπάτευε απ' την αρχή της κουβέντας.
"Τα ξέρεις καλά κι αυτά, ε;" χαμογέλασε ο Στέλιος που, είπαμε, θεωρούσε πώς είχε κάνει κουνιάδο τον μελλοντικό προύχοντα της περιοχής.
Ο Μανόλης δεν περιέγραψε στο Στέλιο τα μέρη για τους λεφτάδες, μα δε χρειαζότανε. Η φαντασία του Στέλιου οργίαζε ήδη.
"Καιρός είναι πάντως να βρεις και μια καλή κοπελιά να νοικοκυρευτείς. Εδώ δεν είναι Αμερική να τις βρίσκεις έτοιμες και πρόθυμες. Να, προχτές είδα το Χατζηλευτέρη που έβγαζε βόλτα στην πλατεία τη μικρή του κόρη, την Ευδοκία. Δεκαοχτώ χρονώ, να την πιεις στο ποτήρι." είπε μετά από κάμποση ώρα σιωπής ο Στέλιος.
"Ο Χατζηλευτέρης ο πρόεδρος του συνεταιρισμού;" ρώτησε κάπως αδιάφορα ο Μανόλης.
"Αυτός!" ενθουσιάστηκε ο Στέλιος. Σαν να ενδιαφερόταν ο κουνιάδος ή του φάνηκε;
"Και η Ευδοκία η κόρη του είναι αυτή που φορεί μια φούστα με κάτι πρασινοκόκκινους παπαγάλους απάνω;"
"Αυτή, ναι!" Για να έχει παρατηρήσει και τη φούστα με τα παπαγαλάκια ο Μανόλης πήγαινε να πει πως την είχε σταμπάρει την κοπελιά.
"Τρελάθηκες, θαρρώ, Στελάκη και μου προξενεύεις την κόρη του Χατζηλευτέρη! Αυτός θα δίνει της Παναγιάς τα μάτια προίκα μα θα θέλει κιόλας!"
"Ε, και τι; Σάμπως έχεις πρόβλημα εσύ; Ό,τι σου ζητήσει θα του το δώσεις." ήταν η βιαστική απάντηση του Στέλιου.
"Εγώ; Και πού θα τα βρω μωρέ εγώ αυτά που θα μου ζητήσει; Βρακί δεν έχω να βάλω στο κώλο μου και θα αρχίσω να δίνω κιόλας;"
Μετέωρο έμεινε το χέρι του Στέλιου που ετοιμαζότανε να φάει μια φέτα πορτοκάλι.
"Βρακί δεν έχεις να βάλεις στο κώλο σου;" τον κοίταξε χαζεμένος.
"Έχω, μωρέ. Τώρα τι φορώ; Το νόημα έχει σημασία."
"Δηλαδή δεν έχεις μία;" συμπέρανε ρωτώντας ο Στέλιος.
"Δεκάρα τσακιστή" επιβεβαίωσε ο Μανόλης.
"Μα καλά, τόσα χρόνια στην Αμερική, δεν έβαλες τίποτα στην πάντα;" Εύλογη η απορία.
"Κι όλα αυτά τα γλέντια και οι γυναίκες με τα κόκκινα χείλια και τα κρασιά και τα φαγιά και τ' αυτοκίνητα, τζάμπα θαρρείς ήτανε;" εξανέστη ο Μανόλης.
"Βέβαια. Δεν ήτανε τζάμπα..." μουρμούρισε μπαίνοντας στο νόημα κι ο Στέλιος. "Έπρεπε όμως κι εσύ να κρατάς λίγο πισινή, ρε αδερφέ!" συμπλήρωσε έπειτα από λίγο.
"Χα!" κάγχασε ο Μανόλης "Κι άμα κρατούσα μωρέ πισινή, ποιος θα κρατούσε τη μπροστινή;" του σερβίρισε έπειτα την έτοιμη απάντηση δείχνοντας τα σκέλια του.
Το βράδυ που φωνάξανε το γιατρό να δει το Στέλιο, τού 'πανε πως δε μπορούσε να μιλήσει επειδή πνίγηκε με ένα κομμάτι πορτοκάλι.
2 σχόλια:
πολυ καλο. άριστο!
Ευχαριστώ πολύ. Βλέπω ότι είμαστε και συντοπίτες... Να σου ευχηθώ καλή επιστροφή στα πάτρια εδάφη;
Δημοσίευση σχολίου