του Η. Μαγκλίνη, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Μαρτιος 1998, υπομονή, άλλο ένα έχει μείνει μόνο, που θα ανεβεί μαλλον αύριο.
Για τον Μπάροουζ, περισσότερο από ποτέ, η πράξη της γραφής είναι μια άκρως επικίνδυνη υπόθεση -η ίδια η γλώσσα είναι κάτι πολύ επικίνδυνο, ύποπτο. Αυτή η βαθιά του καχυποψία για τη φύση της γλώσσας, των λέξεων, τον οδήγησε στις χαώδεις, περίπλοκες (ενίοτε ασυνάρτητες ή και απωθητικές), άναρχες, ανατρεπτικές δομές των μυθιστορημάτων του (στον Μπάροουζ και αυτός ο όρος θα έπρεπε να μπαίνει σε εισαγωγικά). Δομές, οι οποίες αντανακλούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συνείδησης μέσα στη σύγχυση και το χάος της σύγχρονης ζωής όπου δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κέντρα εσωτερικής ισορροπίας, ενώ η ταχύτητα με την οποία κινούνται τα πράγματα δημιουργούν μια παραζάλη, μια ναυτία και, στο τέλος, το κενό της ανίας: βαριόμαστε τα πάντα με την ίδια σχεδόν ταχύτητα που μας βομβαρδίζουν. Από την άλλη πλευρά, μέσα από την τεχνική των κειμενοκολλήσεων (Cut-up) και κειμενοδιπλώσεων (fold-in) ο Μπάροουζ επιτρέπει να εισβάλλουν στην πραγματικότητα του δικού του κειμένου πραγματικότητες από άλλα κείμενα, είτε αυτά είναι ρεπορτάζ εφημερίδων είτε κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ είτε στίχοι του e.e. cummings, κλπ. Έστω και αλλοιωμένα ή “μεταλλαγμένα” από τους διάφορους συνδυασμούς που έχει δοκιμάσει ο συγγραφέας, εγκαθιδρύουν παράλληλους ή μάλλον διαπλεκόμενους κόσμους με αυτόν του αρχικού κειμένου. Γίνονται ένα σώμα, αλλά η πιο σοβαρή συνέπεια αυτού του εγχειρήματος είναι ότι, τελικά, υπονομεύουν το ίδιο το αρχικό κείμενο του συγγραφέα, έχοντας όμως χάσει και τη δική τους υπόσταση. Το κατ' εξοχήν μεταμοντερνιστικό χαρακτηριστικό της διακειμενικότητας (intertextuality) βρίσκει στον Μπάροουζ την αποθέωσή του. Ακόμα και τα πρώτα δύο βιβλία του, το Junky και το Αδελφή, που χαρακτηρίζονται από μάλλον συμβατικές ρεαλιστικές δομές, οι εξωφρενικοί μονόλογοι, οι λεγόμενες “ρουτίνες” του κεντρικού χαρακτήρα του Λη, προκαλούν παρόμοιου τύπου ανατροπές και παρεμβολές στη φυσική ροή της αφήγησης, υπονομεύοντας την κύρια αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος. Ουσιαστικά, ο Μπάροουζ κατέγραψε πριν από τριάντα χρόνια ακραίες καταστάσεις που βιώνουμε όλοι σήμερα ακόμα και στην πιο γκρίζα ρουτίνα της καθημερινής ζωής. “Προέβλεψε”, κατά κάποιο τρόπο, τον καιρό εκείνο όπου μια οικογένεια θα απολάμβανε το γεύμα της παρακολουθώντας “ζωντανά” έναν πόλεμο, ένα τραγικό δυστύχημα, εκτελέσεις και διαμελισμένα πτώματα από τη Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, το Ιράν κλπ., τόσο απλά σαν να πρόκειται για ποδοσφαιρικό αγώνα. Βία μεταμορφωμένη σε θέαμα που “αποκοιμίζει”, που ναρκώνει. Εθισμός στο μη πραγματικό ή, έστω, μηδαμινή αίσθηση του πραγματικού, όπως σε έναν εφιάλτη όπου ο ονειρευόμενος αποδέχεται με ευκολία ακόμα και τις πιο παράλογες καταστάσεις. Η αληθινή φρίκη μετατρέπεται σε θέαμα άρα δεν είναι πραγματική, δεν μας αγγίζει (“τίποτα δεν είναι αλήθεια”). Όπως και με τον εθισμό στην ηρωίνη, πέφτει κανείς σε μια καθαρή αφασία όπου τίποτα δεν τον ενδιαφέρει. Οι αντιστάσεις εκμηδενίζονται - “Ολα επιτρέπονται”). Κι όπως έγραφε το 1979 ο δικός μας ο Μάνος Χατζιδάκις, “Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά”.
Για τον Μπάροουζ, περισσότερο από ποτέ, η πράξη της γραφής είναι μια άκρως επικίνδυνη υπόθεση -η ίδια η γλώσσα είναι κάτι πολύ επικίνδυνο, ύποπτο. Αυτή η βαθιά του καχυποψία για τη φύση της γλώσσας, των λέξεων, τον οδήγησε στις χαώδεις, περίπλοκες (ενίοτε ασυνάρτητες ή και απωθητικές), άναρχες, ανατρεπτικές δομές των μυθιστορημάτων του (στον Μπάροουζ και αυτός ο όρος θα έπρεπε να μπαίνει σε εισαγωγικά). Δομές, οι οποίες αντανακλούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συνείδησης μέσα στη σύγχυση και το χάος της σύγχρονης ζωής όπου δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κέντρα εσωτερικής ισορροπίας, ενώ η ταχύτητα με την οποία κινούνται τα πράγματα δημιουργούν μια παραζάλη, μια ναυτία και, στο τέλος, το κενό της ανίας: βαριόμαστε τα πάντα με την ίδια σχεδόν ταχύτητα που μας βομβαρδίζουν. Από την άλλη πλευρά, μέσα από την τεχνική των κειμενοκολλήσεων (Cut-up) και κειμενοδιπλώσεων (fold-in) ο Μπάροουζ επιτρέπει να εισβάλλουν στην πραγματικότητα του δικού του κειμένου πραγματικότητες από άλλα κείμενα, είτε αυτά είναι ρεπορτάζ εφημερίδων είτε κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ είτε στίχοι του e.e. cummings, κλπ. Έστω και αλλοιωμένα ή “μεταλλαγμένα” από τους διάφορους συνδυασμούς που έχει δοκιμάσει ο συγγραφέας, εγκαθιδρύουν παράλληλους ή μάλλον διαπλεκόμενους κόσμους με αυτόν του αρχικού κειμένου. Γίνονται ένα σώμα, αλλά η πιο σοβαρή συνέπεια αυτού του εγχειρήματος είναι ότι, τελικά, υπονομεύουν το ίδιο το αρχικό κείμενο του συγγραφέα, έχοντας όμως χάσει και τη δική τους υπόσταση. Το κατ' εξοχήν μεταμοντερνιστικό χαρακτηριστικό της διακειμενικότητας (intertextuality) βρίσκει στον Μπάροουζ την αποθέωσή του. Ακόμα και τα πρώτα δύο βιβλία του, το Junky και το Αδελφή, που χαρακτηρίζονται από μάλλον συμβατικές ρεαλιστικές δομές, οι εξωφρενικοί μονόλογοι, οι λεγόμενες “ρουτίνες” του κεντρικού χαρακτήρα του Λη, προκαλούν παρόμοιου τύπου ανατροπές και παρεμβολές στη φυσική ροή της αφήγησης, υπονομεύοντας την κύρια αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος. Ουσιαστικά, ο Μπάροουζ κατέγραψε πριν από τριάντα χρόνια ακραίες καταστάσεις που βιώνουμε όλοι σήμερα ακόμα και στην πιο γκρίζα ρουτίνα της καθημερινής ζωής. “Προέβλεψε”, κατά κάποιο τρόπο, τον καιρό εκείνο όπου μια οικογένεια θα απολάμβανε το γεύμα της παρακολουθώντας “ζωντανά” έναν πόλεμο, ένα τραγικό δυστύχημα, εκτελέσεις και διαμελισμένα πτώματα από τη Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, το Ιράν κλπ., τόσο απλά σαν να πρόκειται για ποδοσφαιρικό αγώνα. Βία μεταμορφωμένη σε θέαμα που “αποκοιμίζει”, που ναρκώνει. Εθισμός στο μη πραγματικό ή, έστω, μηδαμινή αίσθηση του πραγματικού, όπως σε έναν εφιάλτη όπου ο ονειρευόμενος αποδέχεται με ευκολία ακόμα και τις πιο παράλογες καταστάσεις. Η αληθινή φρίκη μετατρέπεται σε θέαμα άρα δεν είναι πραγματική, δεν μας αγγίζει (“τίποτα δεν είναι αλήθεια”). Όπως και με τον εθισμό στην ηρωίνη, πέφτει κανείς σε μια καθαρή αφασία όπου τίποτα δεν τον ενδιαφέρει. Οι αντιστάσεις εκμηδενίζονται - “Ολα επιτρέπονται”). Κι όπως έγραφε το 1979 ο δικός μας ο Μάνος Χατζιδάκις, “Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά”.
Και που λέτε, μια και o Μπάροουζ, πέρα από τα γνωστά πάρε-δώσε με τον nikolakisdiaselos, είχε, όπως βλέπετε στη φωτό, και με τον Ντεήβιντ Μπάουι, μας προέκυψε η επιλογή του συγκεκριμένου άσματος. Βασικά είχα ένα δίλημμα, αλλά τελικά αποφάσισα να μην προωθήσω μέσα από τουτο το μπλογκ, τις λαϊκοπόπ δημιουργίες του nikolakisdiaselos.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου