Στο μυαλό μου στροβιλίζονται ακόμα οι σκηνές της κτηνωδίας. Δέκα άτομα να σαπίζουν στο ξύλο ένα. Με κλωτσιές και μπουνιές. Παντού. Μέχρι να φτύσει το γάλα που βύζαξε. Έτσι. Πριαπικά όρνια να ξεσχίζουν τις σάρκες του θηράματος. Πριαπικά όρνια να ξεσχίζουν τις σάρκες αυτών που τους πληρώνουν για να το παίζουν νταήδες. Να στήνουν το δικό τους Ιράκ, το δικό τους Γκουαντάναμο, τη δικιά τους πάντοτε παράσταση φαλλοπρέπειας κι ανεγκεφαλίτιδας. Με σκουφιά και παλαιστινιακά φουλάρια. Έτσι. Εγώ ήξερα ότι τα παλαιστινιακά φουλάρια τα φοράγανε οι αναρχικοί. Εγώ ήξερα ότι τα σκουφιά τα φοράνε οι διαδηλωτές. Εγώ ήξερα ότι ο Αλέξης Καλοφωλιάς κόντεψε να χάσει το μάτι του από Χρυσαυγίτες επειδή φορούσε παλαιστινιακό φουλάρι. Εγώ ήξερα ότι τα σκουφιά τα φοράμε κάθε που τραγουδάμε τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης. Κι όμως. Παλαιστινιακά φουλάρια και σκουφιά φοράνε και οι ασφαλίτες. Ο διπλανός σου. Αυτός που προχωράει δίπλα σου και φωνάζει για την Παλαιστίνη. Αυτός που θα σου σφίξει το χέρι στην αλυσίδα κι όταν σε χτυπήσουν τα ΜΑΤ, θα σε φάει στο ψαχνό. Αυτός που θα σε καλέσει για καφέ κι αυτός που θα σου πει καλημέρα. Αυτός που κοιμάται δίπλα σου κι αυτός που σου δίνει την εφημερίδα. Έτσι. Ο αιώνιος φόβος. Μην μιλάς, μην εμπιστεύεσαι, μην ζεις. Θηρίο, θηρίο. Μόνος σου. Με κοφτερά νύχια, θηρίο ανάμεσα σε θηρία. Ο Μπόρχες. Να νοσταλγείς καμιά φορά τη μυρωδιά του ξυλουργείου. Ο Καρούζος. Και να γιορτάζεις τη λάσπη. Μόνο. Μόνος σου. Να μην μπορείς να καταλάβεις γιατί τόση βαρβαρότητα. Να λύνει πάνω ο ουρανός με προφητείες και βλαστήμιες. Άνθρωπος σε άνθρωπο. Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Οδόντος αντί οδόντος. Καθόμαστε σιδεροδέσμιοι στην ηλεκτρική καρέκλα. Mercy Seat. Μα δεν φοβόμαστε να πεθάνουμε. Ή μήπως όχι; Έτσι. Πατάς στα πόδια σου. Περπατάς μ’ ένα πόδι. Με γυάλινο μάτι. Και την καρδιά σου στα σκουπίδια έξω απ΄ το Χίλτον, μαζί με τις σερβιέτες, τα σκατά και τα προφυλακτικά του περίλαμπρου, μεγαλοαστικού πολιτισμού μας. Γύρω σου πρόσωπα. Περικυκλωμένα. Κεκλεισμένων των ψυχών. Ασπίδες. Πένθιμα εμβατήρια. Κηδεύουμε το Πολυτεχνείο. Σήμερα. Με σημαίες, με σημαίες και με νταούλια. Σκέφτεσαι. Ξύπνησα, ντύθηκα, έφτιαξα καφέ, κάπνισα. Ξύπνησα, ντύθηκα, έφτιαξα καφέ, κάπνισα. Ξύπνησα, ντύθηκα, έφτιαξα καφέ, κάπνισα. Άλλη μια μέρα. Κάποτε, μέρες της οργής και του οίνου. Τώρα, μέρες της Μαρμότας. Σε μια χώρα που ο μπάτσος, ο ρουφιάνος κι ο υπουργός είναι οι καλοί. Κι εμείς οι αλήτες. 17 Νοεμβρίου. Πρωί-πρωί. Με χουντικούς μπασκίνες και μολιερικούς προέδρους αισχροκερδών εμπορικών συλλόγων που εύχεσαι να τους κόψει κάποιος τη γλώσσα για να πάψουν επιτελούς να ασελγούν. Να μας διαλύουν τον εγκέφαλο. Να μας προσβάλλουν και να μας υποτιμούν. Να υπερασπίζονται τους μπάσταρδους και το πολεμοχαρές σινάφι τους. Να μας θάβουν ζωντανούς. Να κηδεύουν το Πολυτεχνείο. Αυτοί οι προστάτες του. Αυτοί οι προστάτες των ακόμα σπουδαιότερων προστατών του. Σκέφτεσαι. Πεθαίνουμε καθημερινά, εγκαταλείποντας τους εαυτούς μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι. Προχωράς. Προχωράω. Θα προχωράω. Τα κόμματα μοιράζουν κόλυβα τυλιγμένα σε ξεθωριασμένες μπροσούρες. Πίσω μας πέφτει ξύλο. Κάποιος σπαράζει. Τα παιδιά σας, δέρνουν τα παιδιά σας. Ο θίασος σταματάει. Τον κοιτάζει. Ακινητοποιημένοι. Η κλεψύδρα του χρόνου δεν υπάρχει μες στον χρόνο. Για μια στιγμή. Ο προφήτης. Ο σαλός. Για μια στιγμή. Μετά γίνεται άγγελος και φτερουγίζει. Μας κοιτάζει από ψηλά. Και κλαίει. Για κάθε φτερούγα που αιωρείται, κι ένας άνθρωπος απελπισμένος. Μια σειρήνα ασθενοφόρου. Ένα καδρόνι. Τα γκλομπς. Η βαθιά, ατέλειωτη νύχτα των στεναγμών. Για κάθε φτερούγα που χάνεται, κι ένα αιμόφυρτο παιδί. Κάθε τρελό παιδί έχει στο χέρι δάκρυ της Παναγιάς κι ένα μαχαίρι. Ένα τρελό παιδί φοράει την κουκούλα δίπλα μου. Τον καμαρώνω. Για τη μαγκιά του και το κουράγιο του. Και για την βλακεία του ίσως. Μέχρι να φρικιάσει το πρόσωπό του και να μεταμορφωθεί σε παραίσθηση. Ο πόλεμος και η μοναξιά του. Τρεις από δω. Πέντε από κει. Κανείς μέσα μου. Τώρα που τον χρειάζομαι. Πάντα σκόρπιος. Πάντα σκόρπιοι. Αν μαζί, πυροτεχνήματα εκεί που κάθε φορά κοιτάζουμε. Ψηλά. Στα πόδια μας. Εκεί που μάτωσαν τα μάτια μας. Εκεί που χάθηκαν τα λόγια μας, τα πικρά μας λόγια, τα ολότελα δικά μας. Νεοελληνική πιτσιρικαρία συσσωρευμένης εκτόνωσης. Και πρόωρου ανδρισμού. Γαμάμε και τα σπάμε. Έξω απ΄ την Πρεσβεία. Στα στενά και στα σοκάκια. Αντάρτικο πόλεων. Ανταρτόπουλα του πενηντάευρου και των σκυλάδικων. Σπασμένα κεφάλια στο τέλος. Έτσι. Γίνομαι άντρας. Γίνομαι άντρας εγώ. Σκάβοντας τον λάκκο μου. Με γυάλινο μάτι και χάρτινα φτερά παγωνιού. Φουσκωμένα. Γίνομαι άντρας εγώ. Γίνομαι. Φοβάμαι. Λίγο. Αναζητώ το χέρι της κοπελιάς μου. Με σφίγγει. Με κρατάει. Συνεχίζω να ελπίζω. Ξυπνάω. Και οι φίλοι μου δίπλα. Κατεβαίνουμε στο μετρό. Κουράστηκα και γκρινιάζω λίγο. Θα μου περάσει όμως. 4-5 μπάτσοι, αποκαμωμένοι κι αυτοί, διασχίζουν τον διάδρομο κοντά στις αποβάθρες. Να η ευκαιρία, σκέφτομαι. Να τους την πέσουμε για να μάθουν πως είναι να σε βαράνε δέκα άτομα. Το μετανιώνω. Δεν έχει νόημα. Ανακύκλωση ηλιθίων. Η εξουσία κοιτάει τα λεκιασμένα από αίμα χέρια της στον καθρέφτη κι αναφωνεί. Ego sum qui sum. Εγώ ειμί ο ων. Το ακίνητον κινούν. Εσείς και οι ζωές σας. Το δάχτυλο που βάζετε στο στόμα σας για να ξεράσετε. Το πιστόλι στο κρόταφο. Αυτά που τρώτε και πίνετε. Οι δουλειές σας και οι οικογένειές σας. Η αγάπη. Γιατί πιο κάτω απ΄ την αγάπη δεν έχει, μ’ ακούς; Και σαν στο «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» του Αγγελόπουλου, σ’ εκείνη την σκηνή στο λεωφορείο, κάποιος από μας υποστυλώνει μια κοκκινόμαυρη σημαία. Τα πραγματικά γεγονότα τελείωσαν. Τίτλοι τέλους. Καληνύχτα.
Η συνέχεια, αύριο στις ειδήσεις. Και στους ίσκιους που αφήνουν πίσω τους τα χελιδόνια. Φεύγοντας.
Η συνέχεια, αύριο στις ειδήσεις. Και στους ίσκιους που αφήνουν πίσω τους τα χελιδόνια. Φεύγοντας.
6 σχόλια:
Τα σέβη μου και πάλι, Νικολάκη.
τα σέβη μου και σε σένα παράλληλε. να 'σαι καλά.
Ξέχασα να τονίσω το εξής: Ζητάω την άμεση παραίτηση του κυρίου Πολύδειρα και την τιμωρία των κουκουλοφόρων (γνωστών - αγνώστων) μπάτσων.Ζητάω τέλος απ΄την ένωση σουβλατζήδων Ελλάδος, οι εν λόγω κοπρήτες, να μην προσλαμβάνονται για δουλειά, ακόμα κι αν πρόκειται για ψήσιμο ζύμης.
Υ.Γ. Για να μην παρεξηγηθώ, τονίζω εξαρχής ότι δεν υποτιμώ καμιά τίμια εργασία.
Η εργασία δεν είναι τίμια αφ' εαυτής. Απλά αποδεχόμαστε ότι όλες είναι τίμιες ή ότι δεν είναι τίμιο δεν είναι εργασία.
Διόρθωση: ό,τι δεν ίναι τίμιο δεν είναι εργασία.
Σωστός...
Δημοσίευση σχολίου