Ηταν μια φορά ο
καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, μιλάμε ήτανε τόσο καλός που θλιβόταν πραγματικά
για τις στεναχώριες, τα βάσανα και τις δυστυχίες των άλλων, είτε τους ήξερε
προσωπικά είτε όχι, ένιωθε όμως ανήμπορος να τους βοηθήσει όλους αυτούς, και μη
βρίσκοντας άλλη αποτελεσματικότερη λύση για μιαν ευτυχισμένη κοινωνία αποφάσισε να αρχίσει να βγάζει από τη
μιζέρια τους όλους τους λυπημένους, δυστυχισμένους, στεναχωρημένους, προχώρησε
δηλαδή κυριολεκτικά στην εξάλειψη της φτώχειας, της λύπης και της δυστυχίας, σκοτώνοντας
κάθε ευρισκόμενο σε αυτήν την κατάσταση άνθρωπο, που έβρισκε στο πέρασμά του,
μπαμ και κάτω λέμε, έτσι απλά αλλάζω την κοινωνία μωράκι μου φευγάτο, που λέει και ο
κι εσύ Λάμπης Μπάμπη μου Λιβιεράτος, μέχρι που δεν έμεινε κανείς, και κατάφερε
να φτιάξει την τέλεια, απολύτως ευτυχισμένη κοινωνία, κι ήταν όλοι οι άνθρωποι
τόσο ευχαριστημένοι που αποφάσισαν και τον έκαναν Ανωτατο Αρχοντα του Κόσμου,
με απόλυτες εξουσίες, σύντομα όμως συνέβησαν τα εξής, αρχικά οι πολίτες, από
φόβο μην τυχόν και εντοπιστούν να στεναχωριούνται από το άγρυπνο μάτι του
Αρχοντα κι αποφασίσει αυτός με το μακρύ του χέρι να τους βγάλει από τα βάσανά
τους μια και καλή, αναπόφευκτα άρχισαν να υποκρίνονται τους ευτυχισμένους
(πέθαινε κάνας συγγενής, σαμπάνιες ανοίγανε) και μάλιστα τόσο πετυχημένα που ο Αρχοντας
άρχισε να βαριέται και να βρίσκει ότι δεν έχει αντικείμενο και σκοπό η ζωή του
κι άρχισε να μη νιώθει και πολύ καλά, αρχικά κάπως σαν στομαχόπονο μέχρι που η
θλίψη του έγινε βαρύτατη, ανίατη ασθένεια και το πήρε απόφαση και αυτοκτόνησε
τρώγοντας μπαμιες.
Στην κηδεία του
Αρχοντα δεν πήγε κανείς. Ηταν όλοι καλεσμένοι σε ένα πάρτι εκεί κοντά. Ευτυχείς, λυπημένοι και πότες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου