Πρώτα έβγαλα μια σέλφι,
μετά τη φωτογραφία ενός μαυροπίνακα,
που έγραφε «απαγορεύεται ν' απαγορεύεις»,
αλλά στα γαλλικά, που τώρα δεν θυμάμαι
πώς ακριβώς το λένε στα γαλλικά ή τεσπά
νομίζω πως θυμάμαι αλλά φοβάμαι μην
κάνω λάθος και δεν είμαι δα κι ο Βασίλης
Παπακωνσταντίνου να τραγουδάω άσε με
να κάνω λάθος, άσε που εγώ γουστάρω να σωθώ, ένιγουέη, πάνω απ' όλα ομιλούμε
και χειριζόμεθα σωστά την ελληνικήν
και την αγγλικήν, διά την γαλλικήν ποίος
εχέσθη, άραγε πώς είναι το ένιγουεη στα
γαλλικά, κάτι με φασόν μάλλον,
φασόν βιοτεχνίες είχαμε στην παλιά τη
γειτονιά τη λαϊκιά, αλλά τώρα κλείσανε,
πρώτα εκσυγχρονιστήκανε και μετά
χρεοκοπήσανε, όπως η χώρα, δηλαδή τούτη
η χώρα είναι μια βιοτεχνία φασόν, ουφ,
σκάσε, και μετά τη φωτογραφία του
μαυροπίνακα βρήκα και κάτι σήματα
απαγορευτικά της τροχαίας, τα έβαλα όλα
αυτά στο μίξερ, τεμαχίζοντας τη φάτσα
μου και βάζοντας για φόντο τον μαυροπίνακα
με το «απαγορεύεται να απαγορεύεις» να
επαναλαμβάνεται πάνω, κάτω και πλαγίως
και έβαλα στη σειρά και τα απαγορευτικά
της τροχαίας, ζύγα-στοίχα που λέγαμε
και στο στρατό, και μέσα σε αυτά κομμάτια
της τεμαχισμένης μου φάτσας, ένα ρουθούνι,
ένα μάτι, μισό αυτί μαζί με τις τρίχες,
δυο σπυράκια, μία κρεατοελιά, ένα φρύδι,
μισό σκασμένο χείλος, ένα εξάνθημα, κι
όλο αυτό, άτεχνο, άσχημο κι οδυνηρό για
το μάτι, το παρουσίασα για αυτοπροσωπογραφία,
και είχα κάνει και μιαν άλλη ρεζέρβα με
τη φάτσα μου όχι τεμαχισμένη, αλλά μέσα
στην Κραυγή του Μουνχ και γύρω γύρω
ατάκτως ερριμμένους είχα βάλει τίτλους
από πρωτοσέλιδα της περιοδου της κρίσης,
αλλά δεν ήθελα να προσβάλω τον κύριο
Μουνχ, αρκετές φορές εχει ήδη γίνει
μεμε(δάκι), στο τέλος θα τον κάνουνε και
σεμεδάκι πάνω στο έπιπλο της τιβί, και
τέλος πάντων νομίζω πως στην τέχνη
χρήσιμη είναι η τεχνική αρτιότητα αλλά ακόμη
καλύτερο είναι να χρησιμοποιείς αυτό
που ξέρεις να κάνεις καλύτερα απ' όλα,
για παράδειγμα αν είσαι καλός με τις
λέξεις και θες να γίνεις φωτογράφος, να
φωτογραφίζεις με λέξεις, άλλωστε χίλιες
λέξεις μια φωτογραφία, κάπως έτσι ίσως
να το σκέφτηκε ο Εντουαρ Λεβέ, κατά βάση
φωτογράφος, ο οποίος πήγε κι έφτιαξε
την καταπληκτική Αυτοπροσωπογραφία
του χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις,
γράφοντας δηλαδή ένα βιβλίο, με μικρές
αυτοαναφορικές προτάσεις, φαινομενικά
ασύνδετες μεταξύ τους, κάπως σαν ένα
τουίτερ-τάιμλάιν, όπου παρουσιάσε όλες
τις σημαντικές και ασήμαντες πτυχές
της καθημερινότητάς του και της ζωής
του, φύρδην μίγδην, κι αν δεν σου αρκούν
όλα αυτά τα παντελώς άσχετα με το βιβλίο
που έγραψα, για να το διαβάσεις, ορίστε
δυο λόγια σχετικά, απ' την Εφ.Συν, του μεταφραστή του, Αχιλλέα Κυριακίδη: η «Αυτοπροσωπογραφία»
(«Autoportrait», 2005) του συγγραφέα, ζωγράφου
και φωτογράφου Εντουάρ Λεβέ (1965-2007)
παρουσιάζει τη σπαραχτική αντίφαση να
αποτελεί μεν, με τις «χιλιάδες φράσεις»
της, έναν ύμνο στη ζωή και στις λεπτομέρειες
που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά
να καταλήγει με την πιο απελπισμένη
φράση με την οποία θα μπορούσε να κλείνει
μια αυτοβιογραφία: «Ισως η ωραιότερη
μέρα της ζωής μου έχει περάσει». Εξήντα
πέντε χρόνια μετά τον αφορισμό του Καμύ
(«Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή
αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις,
απαντάς στο βασικό πρόβλημα της
φιλοσοφίας»), δύο χρόνια μετά την έκδοση
της «Αυτοπροσωπογραφίας» και δύο μέρες
μετά την αποστολή στον εκδότη του των
χειρογράφων του τελευταίου βιβλίου του
στο οποίο πραγματεύεται την αυτοχειρία
του καλύτερού του φίλου, ο Εντουάρ Λεβέ
αυτοκτόνησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου