Μετά από μια τετραετή τουλάχιστον θητεία σε ένα μικρό νησάκι της παραμεθορίου, είπα και γω να βιώσω ξανά τη ζωντάνια της μεγάλης πόλης.
Πολλά τα δύσκολα, αν και η τύχη με βοήθησε και έγιναν όλα μήνα Αύγουστο, που είναι παχιές οι μύγες και οι καλοί μου συμπολίτες κατακλύζουν τις ταβέρνες για να παχύνουν και αυτοί στις διακοπές τους. Έτσι η μετάβαση υπήρξε, θα έλεγα, ομαλή.
Μέχρι που σήμερα το πρωί αποφάσισα να πάω στην τράπεζα... Πρωί πρωί κιόλας, πριν ανοίξουν οι πόρτες, για να μην αργήσω και στη δουλειά, καθότι πολύ ευσυνείδητη υπάλληλος όπως θα ξέρετε, και υπεύθυνο άτομο κ.λπ. κ.λπ. (θα πω και άλλα για το άτομο μου παρακάτω, περιμένετε). Παρκάρω που λέτε και επειδή ήταν ακόμη 8 παρά 10, λέω να μη βγω από το αμάξι, να ακούσω λίγη μουσικούλα και μετά να οδεύσω. Σε 5 λέω ας πάω μήπως ανοίξουν νωρίτερα. Και μόλις στρίβω στη γωνία, ήταν εκεί! Είχα χρόνια να τους δω, δεν τα είχαμε αυτά τα πράματα στο νησί. Μια δωδεκάδα συνταξιούχοι να περιμένουν και να σχολιάζουν!!
Βάζω γυαλί και στήνομαι.
Έρχεται μια κυρία, μόλις βλέπει ουρά κάνει γκριμάτσα, μεταβολή και πίσω στο αυτοκίνητο. Και αρχίζουν οι εικασίες.
"Τί έπαθε;"
"Ξέχασε το βιβλιάριο και έφυγε"
"Όχι", εξίσταται μια μεσήλικας, "είναι από αυτές που πάνε να χωθούνε. Εμείς περιμένουμε τόση ώρα στην ουρά για να το παίζουν έξυπνες!!??##&&**%^@! Αλλά είδε ότι δεν της περνούσε"
"Α", έτερος μεσήλιξ κύριος, "ας έκανε ότι χωνόταν, θα έβγαζα τη μαγκούρα..."
Δε μίλησα, μπορεί και μένα να με θεωρούσαν μία από "αυτές", εξάλλου, δεν ακολούθησα την καθορισμένη ουρά και περίμενα παράμερα, ίσως να νόμιζαν ότι ετοιμαζόμουν για το μεγάλο σάλτο μόλις άνοιγαν οι πόρτες, σαν την Ξάνθου ένα πράμα. Ας είναι καλά τα τεράστια γυαλιά ηλίου, και ας με κοροϊδεύουν μερικοί μερικοί, δεν έδειξα κανένα σημάδι ταραχής.
Και ανοίγει η πόρτα.
Και ορμούν τα πλήθη (γυναίκα πάντα πρώτη, με μπλου ρουά ντε πιες).
Ακολουθώ προτελευταία. Με το που μπαίνω, το πολικό ψύχος με χτυπάει κατά κύματα. Μα τι μανία πια και αυτή με το αιρ-κοντίσιον; Και πρέπει να εξηγηθώ, καθότι καλλίπυγος και με χυμώδες μπούστο νεανίς [sic] (προσάψτε το σε όποιο από τους 3 χαρακτηρισμούς σας ταιριάζει καλύτερα) φορούσα μίνι και στράπλες μπλουζάκι. Οπότε καταλαβαίνετε. Περιμένω λοιπόν στο "φουαγέ" της τράπεζας όπου έκοβε κάπως και μπαίνει ένας κύριος και με ρωτάει ευγενικά μεν, με υποψία στον τόνο της φωνής δε:
"Εσείς δεσποινίς μου, γιατί είσαστε κρυμμένη εδώ πέρα;"
"Φυλάω τσίλιες για τη ληστεία!" - πρέπει να σας πω ότι σκέφτηκα ότι με αυτή τη ρήση θα έπαιρνα εκδίκηση, αλλά υπερτέρησε η καλή μου ανατροφή και είπα την αλήθεια...
Φτάνω στο ταμείο με τα πολλά και εκεί ο γαλαντόμος, επίσης μεσήλικας υπάλληλος, με εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο.
"Ωραία δεν ήταν στο νησί;" και "Πώς και βρεθήκατε εδώ;" και "Όποτε μας χρειαστείτε είμαστε στη διάθεσή σας, μη διστάσετε να έρθετε να σας βοηθήσουμε...".
Είναι σεξιστικό το ξέρω, αλλά φαίνεται ότι με ένα μίνι όλες οι πόρτες ανοίγουν και ας φυλάνε μπάστακες 15 συνταξιούχες.
Πάντως, την επόμενη φορά θα φοράω παλτό και σκουφί. Πολύ κρύο βρε αδερφέ.
5 σχόλια:
Μπα,δεν είναι αλήθεια αυτό με το μίνι. Το δοκίμασα μια φορά και παραλίγο να με λιντσάρουν :))
Σε ποια τράπεζα πας κοπέλα μου και δε σε πετυχαίνω,ε? Εγώ μόνό κάτι -ήντα βλέπω όταν πάω...
Εμ, δεν πας τις σωστές ώρες, έτσι την πάτησε και ο υπάλληλος. Πρέπει να πηγαίνεις όταν έχει πιάσει ήδη η ζέστη και έχουν ανοίξει τα μαγαζιά με τα παπούτσια. Παρεπιπτόντως, στην Εμπορική πάω. Αλλά μπορεί να σε μπερδέψει η περιγραφή και να μη με καταλάβεις... :))))
Μια φορά δε θα είσαι ανάμεσα στους -ήντα...
Μεταφέρω όλους τους - παχυλούς - μου λογαριασμούς στην Εμπορική! τώρα!
Αχ, διάβασα και βαρκέλωσα μαρή.
Πάλι μοιραία το 'παιζες όμως με γυαλί ηλίου τρία νούμερα μεγαλύτερο; Είναι που δεν σε μάθανε ακόμη κι εκεί...
Οταν λες μικρο νησακι της παραμεθοριου τι εννοεις?? Σε καμια βραχονησιδα ησουν??
Αλλα τι να κανουμε οταν εχουμε κατι δεν το εκτιμαμε...
Θελουμε μεγαλουπολεις και ''τζερτζελε''...
Μαζι με αυτα πανε και οι ουρες στις τραπεζες και οχι μονο.
Ουρες να δουν τα ματια σου...
Φιλικα...karlos o Samios
Δημοσίευση σχολίου