25 Οκτ 2006

Τι βλέπει η Νίνα απ' το μπαλκόνι ΙΙ

Εδώ http://panokato.blogspot.com/2006/10/blog-post_116058672151902767.html το "Τι βλέπει η Νίνα από το μπαλκόνι Ι"

Μέρες τώρα η Νίνα προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον Παναγιώτη (ένα συνομήλικό της στη δική μου πολυκατοικία, στον πρώτο) φωνάζοντάς του, με τα σπασμένα ακόμη ελληνικά της, απ' το μπαλκόνι: "Παναγιώτη, βγαίνει έξω!". Ο Παναγιώτης είτε δεν την ακούει, είτε δεν καταλαβαίνει ότι στην πραγματικότητα του φωνάζει να βγει έξω. Η Νίνα, πιστεύοντας ότι ο Παναγιώτης την αγνοεί επιδεικτικά, τσαντίζεται και συνεχίζει να τρώει τα πατατάκια της, φαρμακωμένη. Κάπου κάπου βγάζει το χεράκι της από τα κάγκελα και χαιρετάει μια γιαγιά που κάθεται στο πεζοδρόμιο απέναντι, λίγο πιο κάτω. Εκείνη σηκώνει το χέρι της με μια υποψία χαμόγελου. Σαράντα φορές θα χαιρετίσει η Νίνα; Σαράντα φορές θα κάνει κι εκείνη την ίδια κίνηση. Το χέρι της ξερακιανό, ταλαιπωρημένο και στιγματισμένο από την ηλικία. Φορά ένα παλιό μαύρο βαμβακερό μαντήλι στο κεφάλι (από τα πολλά πλυσίματα κι απλώματα στον ήλιο μοιάζει από μακριά σκούρο καφέ), χαμηλωμένο μέχρι τα φρύδια και τυλιγμένο χαλαρά γύρω απ' το λαιμό. Μαύρη ζακέτα, φαρδιά μακριά μέχρι τους αστραγάλους φούστα, μαύρη κι αυτή. Κάθεται σε μια παλιά καρέκλα τραπεζαρίας που βγάζει κάθε πρωί στο πεζοδρόμιο έξω απ' το σπίτι της. Κάθεται εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της. Καμιά φορά, ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με κάποιους περαστικούς γείτονες. Αργά το απόγευμα, πριν μαζέψει την καρέκλα και μπει μέσα, φωνάζει δυο μικρά αγόρια να την ακολουθήσουν στο σπίτι.

Προσπαθώ καιρό να θυμηθώ πού έχω ξαναδεί αυτή την αρχετυπική φιγούρα αλλά κατέστη αδύνατον. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι απλώς την έχω ξαναδεί στη γειτονιά.

Σήμερα βγήκα στο μπαλκόνι από έναν οξύ θόρυβο, ο οποίος βεβαιώθηκα ότι προερχόταν από αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας (κοντοσιμώνει κι η 28η Οκτωβρίου). Περνούσαν πάνω απ' το κεφάλι μου, γκρίζες βολίδες. Κοίταξα προς τα κάτω και την είδα. Στην ίδια κι απαράλλαχτη στάση. Καθισμένη στην ίδια καρέκλα. Με το ίδιο μαντήλι, την ίδια ζακέτα. Δεν κοίταζε να βρει τα αεροπλάνα, δεν την ενδιέφερε. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αυτή τη φορά μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της που έψαχνα τόσες μέρες.

Ήταν πέρυσι, κάπου την άνοιξη. Είκοσι τριάντα μέτρα απ' το σπίτι μου. Πρωί, κατέβαινα στη δουλειά. Δεν είχε βγει ακόμη ο ήλιος, τα πάντα φαίνονταν σχεδόν ασπρόμαυρα. Κάτι έψαχνα μέσα στην τσάντα μου, δεν το έβρισκα και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου να ψάξω καλύτερα. Κάποιος ήχος, δε θυμάμαι ακριβώς, μου τράβηξε την προσοχή στην απέναντι πλευρά. Ένα παράθυρο ενός υπόγειου διαμερίσματος, στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο, ανοιχτό. Μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, τοποθετημένο πρόχειρα πάνω σ' ένα τραπέζι, ένα φέρετρο. Μέσα κείτονταν ένας παππούς, πάνω του ούτε ένα λουλούδι. Του είχαν βάλει έναν απλό ξύλινο σταυρό στα διπλωμένα στο στήθος χέρια. Δίπλα του καθόταν ένας άντρας. Φορούσε μια μπλε φόρμα υδραυλικού και λευκό τζόκεϊ καπέλο. Πιο κει, στα πόδια του νεκρού, στην ίδια πλευρά με τον άντρα, μια γυναίκα. Είχε σκυμμένο το κεφάλι, τα σκούρα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά. Στην άλλη πλευρά καθόταν η γιαγιά. Με το παλιό, ξεθωριασμένο κεφαλομάντηλο, τη μαύρη ζακέτα κουμπωμένη μέχρι πάνω, τα χέρια να σφίγγουν τη μαύρη φούστα. Δεν κοίταζε τον νεκρό. Κανένας τους δεν τον κοίταζε. Οι δυο πιο νέοι, σαν να τον ντρέπονταν. Η γιαγιά, σα να μην ήξερε τι να του πει. Το βλέμμα του καθένα ήταν στυλωμένο σε ένα διαφορετικό σημείο του δωματίου.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι τη στιγμή που η γιαγιά σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε. Μάτια άδεια, θολά, στεγνά από δάκρυα. Ντράπηκα, παρακολουθούσα απρόσκλητη ένα προσωπικό γεγονός άγνωστων ανθρώπων.

Στο δρόμο για τη δουλειά σκεφτόμουνα τα μάτια της γιαγιάς. Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που με κοίταξε, το βλέμμα της μου 'πε πώς ο νεκρός ήταν ο άντρας της κι οι νέοι ο γιος κι η νύφη της. Μού 'πε πως είχε λίγο καιρό σ' αυτή τη χώρα, πως είχαν έρθει, εκείνη και ο άντρας της, έπειτα από πίεση του γιου, που επέμενε ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα εδώ και ότι θα γίνονταν με το χρόνο ακόμα καλύτερα. Έπρεπε άλλωστε να τους βοηθήσουν και με τα παιδιά, ποιος θα τα κοίταζε όλη μέρα που εκείνος και η γυναίκα του έλειπαν στη δουλειά; Μού 'πε πως άφησαν τα χωράφια τους να τα κοιτούν άλλοι συγγενείς, μάζεψαν ό,τι μπορούσαν, μπήκαν σ' ένα λεωφορείο και ταξίδεψαν τρεις μέρες για να φτάσουν στον τόπο όπου έμενε πια ο γιος τους. Μου 'πε πως εκείνη έκανε υπομονή, μα στον άντρα της δεν άρεσε το νέο υπόγειο σπίτι, ούτε η νέα πολιτεία και πως τα βράδια ονειρευόταν το σπίτι τους, τον κήπο τους και τους πράσινους αγρούς της πατρίδας τους. Πως ο άντρας της πέθανε με την ελπίδα να προλάβει να επιστρέψει σπίτι του πριν πεθάνει ξένος σε ξένο τόπο. Και πως εκείνο το πρωί δεν έβρισκε το κουράγιο να τον κοιτάξει και να του πει πως θα επέστρεφε μόνος του, όπως μόνη της θα επέστρεφε κι εκείνη αργά ή γρήγορα.

Το βλέμμα της γιαγιάς δεν άλλαξε από τότε. Σηκώνει το χέρι, χαιρετά τη Νίνα κι ίσως να σκέφτεται κάθε φορά πως εκείνος ο χαιρετισμός θα' ναι κι ο τελευταίος.



2 σχόλια:

nikolakisdiaselos είπε...

τί σου φταίω βρε, πρωί-πρωί να με κάνεις να νιώθω λες κι ο Ταρκόφσκι σκηνοθέτησε μαζί με το Αγγελόπουλο ταινία; Μπράβο σου, τα κατάφερες πάλι να με συγκινήσεις...Καταπληκτικό κείμενο!

pipermaru είπε...

Τις ταπεινές μου καλημέρες, συνάδελφε. Αναπόφευκτα, τα εύσημα στη γιαγιά απέναντι...