Στην απέναντι πολυκατοικία, στον τρίτο, φάτσα στο δικό μου μπαλκόνι, βρίσκεται το μπαλκόνι ενός ζευγαριού από την Αλβανία. Έχουν κι ένα κοριτσάκι, κοντοκουρεμένο και ξανθό, τη Νίνα. Πάει κι έρχεται στο στενό μπαλκόνι με κάτι ροζ-λιλά γόβες της μαμάς της και μια γυμνή ξεχτένιστη ξανθιά κούκλα αγκαλιά. Φοράει πορτοκαλί-πράσινες κάλτσες με το Γουίνι και κάποιες φορές κάθεται στις φτέρνες κρατώντας τα κάγκελα, σαν τους φυλακισμένους, και κοιτάζει κάτω τα άλλα παιδάκια να παίζουν. Προφανώς δεν την αφήνουν να παίξει μαζί τους λόγω ηλικίας (είναι δεν είναι τεσσάρων), αλλά η εικόνα της να κρατά τα κάγκελα και να κοιτά κάτω όλο προσμονή και ζήλια είναι σπαραξικάρδια.
Στο ισόγειο μένει ένα ζευγάρι από τη Γεωργία. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που κάνουν τα πάντα με χαμόγελο. Χαμογελούν όταν μιλάνε, όταν τρώνε, βάζω στοίχημα ότι χαμογελάνε και όταν κοιμούνται. Έχουν κι εκείνοι ένα κοριτσάκι, μελαχρινό, με μεγάλα μαύρα μάτια και μαύρα λαμπερά μαλλιά, κάπου οχτώ χρονών, την Τίκο, που βγαίνει και παίζει με τα υπόλοιπα πιτσιρίκια στο δρόμο. Της αρέσει να πίνει χειμώνα καλοκαίρι παγωμένο τσάι Λίπτον με γεύση ροδάκινο από το κουτάκι, χωρίς καλαμάκι, και να τρώει τσουρεκάκια Σέβεν ντέιζ, σκέτα.
Στο διπλανό ισόγειο διαμέρισμα μένει ένα άλλο ζευγάρι από τη Γεωργία, αυτοί έχουν έναν γιο, λίγο μικρότερο σε ηλικία. Μοιάζει καταπληκτικά στη μητέρα του. Ο πατέρας του μου θυμίζει εκείνους τους Ρώσους στις προπαγανδιστικές καθεστωτικές αφίσες της πρώην ΕΣΣΔ. Ψηλός, ανοιχτόχρωμος, ευρύστερνος, με το πουκάμισο ανοιχτό. Μόνο τα μαλλιά του είναι γκρίζα, αν και δεν φαίνεται να έχει πατήσει τα σαράντα. Το αγοράκι είναι παχουλό, το λένε Νίκο και έχει μεγάλα μάτια, σκούρα επιδερμίδα και καστανά σγουρά μαλλιά. Στεναχωριέται γιατί οι γονείς του δεν τον αφήνουν να τρώει όσα παγωτά τρώνε τα υπόλοιπα παιδιά το καλοκαίρι, γιατί λέει παχαίνουν.
Στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας μου μένει μια οικογένεια Ποντίων. Παππούς, γιαγιά, κόρη, γιος, εγγόνι. Το αγοράκι, ο Γιώργος, είναι κάπου εννιά χρονών. Είναι ντροπαλός αλλά περήφανος για το ποδήλατό του και όλη μέρα η γιαγιά του τον φωνάζει ν' ανέβει για φαγητό. Κάθε φορά που με βλέπει στο κλιμακοστάσιο με χαιρετάει ευγενικά προσέχοντας μην ξεχαστεί και χρησιμοποιήσει ενικό. Μου ανοίγει και την πόρτα αν με πετύχει να επιστρέφω φορτωμένη από το σούπερ μάρκετ.
Πιο κει μένει η Ναταλία, από μια πρώην ρώσικη δημοκρατία κι εκείνη, ίδια ηλικία πάνω κάτω με τα υπόλοιπα παιδάκια. Μένει με τον παππού και τη γιαγιά της. Φοράει φαρδιές ροζ και γαλάζιες ελαστικές κορδέλες στα μαλλιά και τζιν καμπάνα. Τα απογεύματα παίζει κουτσό με την Τίκο στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Όλα αυτά τα παιδιά πάνε στο σχολείο που βρίσκεται δυο στενά παρακάτω, όπως όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα τους μιλάνε άπταιστα τα ελληνικά, πολύ καλύτερα από τη γλώσσα των γονιών τους, σαφώς καλύτερα από τους γονείς τους, που ακόμα παλεύουν με πτώσεις, χρόνους και εγκλίσεις. Παίζουν στη γειτονιά μαζί με τη Χριστίνα, τον Ανέστη, τη Φωτεινή, τη Γιώτα και τον Θωμά, παιδιά Ελλήνων· παιδιά που δε νοιάζονται για χώρες προέλευσης και μητρικές γλώσσες. Θα μεγαλώσουν και θα πάνε στο γυμνάσιο και το λύκειο, ενδεχομένως να μην επιστρέψουν ποτέ στις χώρες καταγωγής τους, δε θεωρούν ότι έχουν κάτι διαφορετικό από τα άλλα παιδιά και αναφέρονται στον παππού και τη γιαγιά στα χωριά γύρω από την Τυφλίδα, το Ερεβάν και την Κορυτσά, όπως τα άλλα παιδιά αναφέρονται στους παππούδες τους στα χωριά των Σερρών, της Δράμας ή της Καβάλας.
Γι' αυτό και εκνευρίζομαι αφάνταστα όταν ακούω κάποιους (ευτυχώς όχι όλους) μισαλλόδοξους, ξενόφοβους γείτονες, ανικανοποίητους από τη ζωή τους και από αυτά που έχουν, που νομίζουν ότι επειδή βρίσκονται εδώ πέρα περισσότερα χρόνια από τους γονείς των παιδιών αυτών, μόνο και μόνο επειδή είναι Έλληνες, έχουν αυτόκλητα το δικαίωμα να καλύπτουν εκείνοι όλες τις θέσεις στάθμευσης του στενού, να απευθύνονται στα παιδιά αυτά με το χειρότερο τρόπο – ειδικά η εβδομηντάρα, απέναντι στον πρώτο, που μια μέρα βγήκε στο μπαλκόνι αλαφιασμένη επειδή αυτά τα παιδιά έκαναν φασαρία με το παιχνίδι τους και ούτε λίγο ούτε πολύ τους εκτόξευσε την κατάρα "να επιστρέψουν οι συφοριασμένοι γονείς τους το βράδυ από τη δουλειά και να τα βρουν στα φέρετρα" (!!!), κατά τα άλλα η ίδια θεωρεί ότι μπορεί να βλέπει Αϋπνίες με την Αννίτα Πάνια στη διαπασών πολύ μετά τα μεσάνυχτα – να τους φωνάζουν να επιστρέψουν από εκεί που ήρθαν, με αποτέλεσμα να διαπληκτίζονται με τους γονείς τους και να κλείνουν κάθε καβγά με τη μόνιμη επωδό "ήρθανε τ' άγρια να διώξουνε τα ήμερα". Κι αν αφήνουν τα παιδιά τους να παίζουν με τα παιδιά αυτά, το κάνουν γιατί δε θέλουν να οξύνουν περισσότερο τα πνεύματα, γιατί ακόμα κι αν δεν τους το επιτρέπουν, τα ίδια τους τα παιδιά δεν τους ακούν, δεν τους δίνουν σημασία.
Ποια στρεβλή φαντασίωση τους κάνει να νομίζουν ότι είναι κάτι παραπάνω ή ότι βρίσκονται σε καλύτερη κοινωνική θέση από τους γονείς των παιδιών αυτών ή ότι τα δικά τους παιδιά ή εγγόνια είναι καλύτερα, ομορφότερα ή εξυπνότερα από τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών; Και κυρίως τι τους κάνει να πιστεύουν πως ξέρουν κάτι παραπάνω από τα παιδιά τους;
Στο ισόγειο μένει ένα ζευγάρι από τη Γεωργία. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που κάνουν τα πάντα με χαμόγελο. Χαμογελούν όταν μιλάνε, όταν τρώνε, βάζω στοίχημα ότι χαμογελάνε και όταν κοιμούνται. Έχουν κι εκείνοι ένα κοριτσάκι, μελαχρινό, με μεγάλα μαύρα μάτια και μαύρα λαμπερά μαλλιά, κάπου οχτώ χρονών, την Τίκο, που βγαίνει και παίζει με τα υπόλοιπα πιτσιρίκια στο δρόμο. Της αρέσει να πίνει χειμώνα καλοκαίρι παγωμένο τσάι Λίπτον με γεύση ροδάκινο από το κουτάκι, χωρίς καλαμάκι, και να τρώει τσουρεκάκια Σέβεν ντέιζ, σκέτα.
Στο διπλανό ισόγειο διαμέρισμα μένει ένα άλλο ζευγάρι από τη Γεωργία, αυτοί έχουν έναν γιο, λίγο μικρότερο σε ηλικία. Μοιάζει καταπληκτικά στη μητέρα του. Ο πατέρας του μου θυμίζει εκείνους τους Ρώσους στις προπαγανδιστικές καθεστωτικές αφίσες της πρώην ΕΣΣΔ. Ψηλός, ανοιχτόχρωμος, ευρύστερνος, με το πουκάμισο ανοιχτό. Μόνο τα μαλλιά του είναι γκρίζα, αν και δεν φαίνεται να έχει πατήσει τα σαράντα. Το αγοράκι είναι παχουλό, το λένε Νίκο και έχει μεγάλα μάτια, σκούρα επιδερμίδα και καστανά σγουρά μαλλιά. Στεναχωριέται γιατί οι γονείς του δεν τον αφήνουν να τρώει όσα παγωτά τρώνε τα υπόλοιπα παιδιά το καλοκαίρι, γιατί λέει παχαίνουν.
Στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας μου μένει μια οικογένεια Ποντίων. Παππούς, γιαγιά, κόρη, γιος, εγγόνι. Το αγοράκι, ο Γιώργος, είναι κάπου εννιά χρονών. Είναι ντροπαλός αλλά περήφανος για το ποδήλατό του και όλη μέρα η γιαγιά του τον φωνάζει ν' ανέβει για φαγητό. Κάθε φορά που με βλέπει στο κλιμακοστάσιο με χαιρετάει ευγενικά προσέχοντας μην ξεχαστεί και χρησιμοποιήσει ενικό. Μου ανοίγει και την πόρτα αν με πετύχει να επιστρέφω φορτωμένη από το σούπερ μάρκετ.
Πιο κει μένει η Ναταλία, από μια πρώην ρώσικη δημοκρατία κι εκείνη, ίδια ηλικία πάνω κάτω με τα υπόλοιπα παιδάκια. Μένει με τον παππού και τη γιαγιά της. Φοράει φαρδιές ροζ και γαλάζιες ελαστικές κορδέλες στα μαλλιά και τζιν καμπάνα. Τα απογεύματα παίζει κουτσό με την Τίκο στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Όλα αυτά τα παιδιά πάνε στο σχολείο που βρίσκεται δυο στενά παρακάτω, όπως όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα τους μιλάνε άπταιστα τα ελληνικά, πολύ καλύτερα από τη γλώσσα των γονιών τους, σαφώς καλύτερα από τους γονείς τους, που ακόμα παλεύουν με πτώσεις, χρόνους και εγκλίσεις. Παίζουν στη γειτονιά μαζί με τη Χριστίνα, τον Ανέστη, τη Φωτεινή, τη Γιώτα και τον Θωμά, παιδιά Ελλήνων· παιδιά που δε νοιάζονται για χώρες προέλευσης και μητρικές γλώσσες. Θα μεγαλώσουν και θα πάνε στο γυμνάσιο και το λύκειο, ενδεχομένως να μην επιστρέψουν ποτέ στις χώρες καταγωγής τους, δε θεωρούν ότι έχουν κάτι διαφορετικό από τα άλλα παιδιά και αναφέρονται στον παππού και τη γιαγιά στα χωριά γύρω από την Τυφλίδα, το Ερεβάν και την Κορυτσά, όπως τα άλλα παιδιά αναφέρονται στους παππούδες τους στα χωριά των Σερρών, της Δράμας ή της Καβάλας.
Γι' αυτό και εκνευρίζομαι αφάνταστα όταν ακούω κάποιους (ευτυχώς όχι όλους) μισαλλόδοξους, ξενόφοβους γείτονες, ανικανοποίητους από τη ζωή τους και από αυτά που έχουν, που νομίζουν ότι επειδή βρίσκονται εδώ πέρα περισσότερα χρόνια από τους γονείς των παιδιών αυτών, μόνο και μόνο επειδή είναι Έλληνες, έχουν αυτόκλητα το δικαίωμα να καλύπτουν εκείνοι όλες τις θέσεις στάθμευσης του στενού, να απευθύνονται στα παιδιά αυτά με το χειρότερο τρόπο – ειδικά η εβδομηντάρα, απέναντι στον πρώτο, που μια μέρα βγήκε στο μπαλκόνι αλαφιασμένη επειδή αυτά τα παιδιά έκαναν φασαρία με το παιχνίδι τους και ούτε λίγο ούτε πολύ τους εκτόξευσε την κατάρα "να επιστρέψουν οι συφοριασμένοι γονείς τους το βράδυ από τη δουλειά και να τα βρουν στα φέρετρα" (!!!), κατά τα άλλα η ίδια θεωρεί ότι μπορεί να βλέπει Αϋπνίες με την Αννίτα Πάνια στη διαπασών πολύ μετά τα μεσάνυχτα – να τους φωνάζουν να επιστρέψουν από εκεί που ήρθαν, με αποτέλεσμα να διαπληκτίζονται με τους γονείς τους και να κλείνουν κάθε καβγά με τη μόνιμη επωδό "ήρθανε τ' άγρια να διώξουνε τα ήμερα". Κι αν αφήνουν τα παιδιά τους να παίζουν με τα παιδιά αυτά, το κάνουν γιατί δε θέλουν να οξύνουν περισσότερο τα πνεύματα, γιατί ακόμα κι αν δεν τους το επιτρέπουν, τα ίδια τους τα παιδιά δεν τους ακούν, δεν τους δίνουν σημασία.
Ποια στρεβλή φαντασίωση τους κάνει να νομίζουν ότι είναι κάτι παραπάνω ή ότι βρίσκονται σε καλύτερη κοινωνική θέση από τους γονείς των παιδιών αυτών ή ότι τα δικά τους παιδιά ή εγγόνια είναι καλύτερα, ομορφότερα ή εξυπνότερα από τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών; Και κυρίως τι τους κάνει να πιστεύουν πως ξέρουν κάτι παραπάνω από τα παιδιά τους;
6 σχόλια:
Τη γριά άστην να λέει. Κάτι ξέρει -ή θα μάθει- από φέρετρα.
Το ζητούμενο είναι να μην εκφυλιστεί ως συνήθως η παιδική αθωότητα και ο έμφυτος ασυνείδητος διεθνισμός τους.
pipermaru, στην γειτονιά μου ζούνε 3 αδερφάκια απ΄την Αλβανία. Οι γονείς τους δουλεύουν νυχθημερόν κι ως εκ τούτου αυτά έχουν μεγαλώσει στο δρόμο. Τους αρέσουν τα παγωτά, οι βόλτες με το ποδήλατο που το μοιράζονται από κοινού, και τα σκυλάκια. Αν τους πέσει κανένα ευρώ στο δρόμο, ξαπλώνουν και τα 3 κάτω οσμιζόμενα σαν λαγωνικά την χαμένη τους ελπίδα. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν τις σοκολάτες που ονειρεύονται κάθε βράδυ. Είναι έξυπνα και ζιζάνια. Όταν με βλέπουν με ρωτάνε αν έχω τηλεόραση και παιδικές ταινίες. Μια φορά τους έδωσα δύο με τον Οδυσσέα. Μια φορά, όταν κουβεντιάζαμε για πολλή ώρα, ένας γιατρός μου είπε να μην ασχολούμαι μαζί τους γιατί είναι πονηρά και κλεφτρόνια. Κούνησα το κεφάλι μου. Την άλλη μέρα, τους έδωσα και τις υπόλοιπες παιδικές ταινίες, αυτές που φύλαγα-ο ηλίθιος- για τα παιδιά που ίσως αποκτούσα στο μέλλον. Ο Φ. θέλει όταν μεγαλώσει να δουλέψει σκληρά και να αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι στην Αλβανία για να κάνει διακοπές με τους γονείς του...
Τώρα τ' ανακάλυψα, παληκάρια μου, το βλογ σας και πολύ μου άρεζε!
Κουλ Ουάχατ, ο θείος από 'κει Χάμου!
Επρεπε να το φανταστώ, τίποτε δεν ξεφεύγει από το άγρυπνο μάτι του Κουλ Ουάχατ...
Να δούμε πού αλλού θα αλληλοξετρυπωθούμε στο μέλλον!
Τι που θα συναντηθούμε Πανοκάτε μου;
Παντού όπου υπάρχει κάτι τις ενδιαφέρον!
Θείος Κουλ Ουάχατ από 'κει Χάμου
ΥΓ1 Πήρα τουτού της προκοπής, άνετον και με παίκτη συμπαγών δίσκων (CD player), οπότε θα σε τηλεφωνήσω να μου κεράσεις!
ΥΓ2 Δεν ήταν το δικό μου μάτι, που σε πήρε, αλλά ένα πιο τσακίρικο, πιο μαργιόλικο και κυρίως πιο θυληκούτσικό!
Τι που θα συναντηθούμε Πανοκάτε μου;
Παντού όπου υπάρχει κάτι τις ενδιαφέρον!
Θείος Κουλ Ουάχατ από 'κει Χάμου
ΥΓ1 Πήρα τουτού της προκοπής, άνετον και με παίκτη συμπαγών δίσκων (CD player), οπότε θα σε τηλεφωνήσω να μου κεράσεις!
ΥΓ2 Δεν ήταν το δικό μου μάτι, που σε πήρε, αλλά ένα πιο τσακίρικο, πιο μαργιόλικο και κυρίως πιο θυληκούτσικό!
Δημοσίευση σχολίου