Εκείνον τον καιρό δούλευε σεκιουριτάς σε ένα πολυκατάστημα, ναι, φυσικά, τον κύριο Πάνο, τον φονιά, τον είχε προσέξει, δουλειά του ήταν άλλωστε, που πήγαινε καθημερινά και ξεφύλλιζε βιβλία, λίγη ώρα το
καθένα, πολλά μαζί κάθε φορά, τα έπιανε με τη σειρά στο ράφι, ένα-ένα τα έβγαζε και τα έβαζε πάλι πίσω, μα δεν αγόραζε ποτέ κανένα, γελούσαν όλοι στο μαγαζί, πωλητές και σεκιουριτάδες, με τον κύριο Πάνο, βλαμμένος αλλά άκακος λέγανε, πού να ξέρανε, όχι μόνο ότι ήξερε τι λέγαν γι' αυτόν πίσω από την πλάτη του, πού να ξέρανε ότι ήτανε φονιάς, και μάλιστα κατά συρροήν, όχι μανιακός ωστόσο, ανιαρός περισσότερο, εξ ανάγκης και ουχί καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα, ανιαρός δολοφόνος κατά συρροή, που άλλο τίποτε της προκοπής δεν είχε να κάνει στη ζωή πέρα από το να ξεφυλλίζει βιβλία, αγαπημένο του είδος η βιογραφία κι επειδη τις είχε διαβάσει όλες όλων των σημαντικών προσωπικοτήτων, άρχισε να διαβάζει βίους αγίων, βιογραφικά συγγραφέων γραμμένα στ' αυτάκια των βιβλίων και βιογραφικά αιτήσεων για εργασία που έβρισκε πεταμένα στα σκουπίδια, διότι δεν είχε δική του ζωή, σημαντική, ξεχωριστή, εντούτοις ήθελε διακαώς να αυτοβιογραφηθεί και σκεφτόταν να κλέψει από τα βιογραφικά των άλλων που τα διάβαζε καθώς σκότωνε το χρόνο και την ώρα του στους δρόμους, στα βιβλιοπωλεία και στα πολυκαταστήματα, θα την ονόμαζε "Αναζητώντας τον σκοτωμένο χρόνο" ή "Βίος και πολιτεία μιας δολοφονημένης ώρας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου