Δύο τύποι κάθονται
σ' ένα μπαρ, ψέματα, στην πραγματικότητα
στέκονται, παρκαρισμένοι θαρρείς έξω
από το μπαρ, κοιτούνε μέσα, κόσμος μπαίνει
βγαίνει, αυτοί ασάλευτοι, φαντάζονται
πως κάθονται στο μπαρ και πίνουν το ποτό
τους, πίνουν, καπνίζουν, συγγνώμη, λέει
ο ένας, μήπως σας ξέρω από κάπου; από
πού; αναρωτιέται ο άλλος, αλλά, ναι,
οπωσδήποτε, μού είστε γνωστή φυσιογνωμία,
πού υπηρετήσατε στο στρατό; δεν ήταν
στο στρατό, όχι, συζητώντας και ρωτώντας
τα εξαντλήσανε όλα, πιθανά και απίθανα,
πού μπορεί να είχαν γνωριστεί και δεν το βρίσκανε, εντέλει
μήπως σας ονειρεύτηκα προχθές; πέταξε
σχεδόν απελπισμένα ο ένας, δεν ξέρω, δεν
συνηθίζω να συχνάζω στα όνειρα των
άλλων, απάντησε ο άλλος, μα πώς, επέμεινε
ο ένας, σας είδα, εκεί σας είδα στο όνειρό
μου, ξεφλουδίζαμε και στρίβαμε μαζί
κάτι... - κάτι φυστίκια; τον διέκοψε
φωνάζοντας ο άλλος, ναι-ναι, τώρα σας
ενθυμούμαι, βεβαίως, φυστίκια στρίβαμε,
μα δεν ήταν δικό σας όνειρο αυτό, ήταν
δικό μου, από κει σας ξέρω, σας είδα στο
όνειρό μου να ξεφλουδίζουμε και να
στρίβουμε μαζί τα τσόφλια από τα φυστίκια,
και να τα καπνίζουμε ναι! Ω μα ήταν το
ωραιότερο φτιάξιμο της ζωής μου, και
δεν μπορούσες πια να ξεχωρίσεις τον
έναν από τον άλλο που είχαν δει κι οι
δυο το ίδιο όνειρο ακριβώς, και στο κοινό
τους όνειρο είχαν γνωρίσει ο ένας τον
άλλον και το πήραν πρέφα μέσα στο μπαρ
όπου φαντάζονταν ότι πίνανε ποτά καθώς
στέκονταν στην πραγματικότητα κι οι δυο έξω απ' αυτό, ακίνητοι,
παρκαρισμένοι, ανέλπιδοι, έχοντας άγνοια
ο ένας για την ύπαρξη του άλλου αλλα και
για το γεγονός ότι αμφότεροι ζούσαν τον
ίδιον εφιάλτη.
1 σχόλιο:
Φοβερό χρονογράφημα! Εύγε Παναγιώτη!
exiled
Δημοσίευση σχολίου