Η Αποπάνω, συμπληρώσασα (να κι αν είν' σωστή η μετοχή, να κι αν δεν είναι...) χρόνους πολλούς σκληρής και αφοσιωμένης εργασίας, θέλοντας και μη αναγκασθείσα να συνταξιοδοτηθεί, ξυπνούσε κάθε πρωί, έρημη, μοναχή, στο ρετιρέ της, τη θέα από το οποίο αδυνατούσε ν' απολαύσει, πόσο κανείς τα πουλιά και τον ουρανό πια να κοιτάξει; βαριότανε βλέπεις, γραία και συνταξιοδοτημένη, ευρισκόμενη τόσο ψηλά, δίχως ένα απέναντι μπαλκόνι σαν κι αυτά που είχε ακούσει ότι παλαιόθεν είθισται να βγαίνουν και να κάθονται άλλοι συνταξιοδοτημένοι, είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί και να πίνουνε καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν κοιτώντας κατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, που κι αυτοί είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί πίνουν καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν και αντικοιτούν αντικατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, τέλος πάντων θέλω πω πως η Αποπάνω δεν είχε κανέναν απέναντι από το ρετιρέ της να κοιτάζει αλλά και να την κοιτάζει, μόνη της χαρά και ενδιαφέρον και περηφάνεια ο απέραντος χώρος της οικίας της, του ρετιρέ της, τόσα τετραγωνικά, τόσος ΕΝΦΙΑ πάντα στην ώρα του πληρωμένος και έπιπλα από τα καλά, που πάνω τους, στις καλές εποχές, κάθισαν τα παχουλά πλειστάκις κρυφίως αεριζόμενα εξέχοντα οπίσθια όλης της καλής κοινωνίας, τώρα όμως που εσυνταξιοδοτήθη ουδείς την ενθυμείται, ουδείς εχει ανάγκη τις επαγγελματικές της υπηρεσίες, κι έτσι η Αποπάνω άλλο τι να κάμει καθημερινώς δεν έχει πέρα από το να σηκώνεται κάθε πρωί και να καθαρίζει το σπίτι, να μετακινεί τα έπιπλα, να χτυπάει τα χαλιά, φορώντας πάντα παπούτσια με τακούνι, και αφού τελειώσει το συγύρισμα, ξαναμετακινεί τα έπιπλα, άλλωστε τόσο χώρο έχει, κρίμα να πηγαίνει χαμένος, μέχρι που μια μέρα, Κυριακή ήτο, θυμούμαι, 19 του Οκτώβρη, Ιωήλ Προφήτου, Ουάρου μάρτυρος, Μνάσωνος επισκόπου Ταμασού Κύπρου, που έχει γενέθλια και μια παλιόφιλη και συμμαθήτρια του γράφοντος, χτύπησε το κουδούνι κι η Αποπάνω εχάρη, εις επισκέπτης την ενεθυμήθη, αν και απροειδοποίητα, αααα, μα δεν θα παραλείψει να τον επιπλήξει, έσιαξε την ούτως ή άλλως άψογη κουπ της βιαστικώς εις τον καθρέφτη του πορτμαντό εις το χολ κι άνοιξε παραλείποντας να κοιτάξει από τον οφθαλμίσκο της πόρτας, μέγιστο ολίσθημα, αν το είχε πράξει σίγουρα θα είχε επιζήσει, διότι θα είχε δει η Αποπάνω τον Αποκάτω που τον λέγαν Πάνο και που μην αντέχοντας άλλο τα τακούνια και το συγύρισμα και την καθημερινή μετακίνηση και το σούρσιμο των επίπλων είχε πάρει απόφαση να τη δολοφονήσει.
Κι έτσι πήγε η γραία Αποπάνω, ούτε από πέσιμο ούτε από χέσιμο, αλλά από Πάνο.
Κι έτσι πήγε η γραία Αποπάνω, ούτε από πέσιμο ούτε από χέσιμο, αλλά από Πάνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου