Ενας τύπος μια φορά
(στη ζωή του) πήγε σε μια θεατρική
παράσταση, αδιάφορο ποια, αδιάφορο
επίσης ποιανού δημιουργού, ποιανού
σκηνοθέτη, ποιανού ηθοποιού, ούτε έχει
σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας,
παγκόσμιας και τοπικής, αν του άρεσε η
παράσταση ή όχι, πάντως είτε έτσι είτε
αλλιώς, η παράσταση τον σημάδεψε
ανεξίτηλα - χάρη στη μοναδική ποσοτικά
αλλά και ποιοτικά αυτή εμπειρία σχημάτισε
μιαν άποψη εμπεριστατωμένη και επιπαντοσεπιστητούτια και κάθε φορά που άκουγε να
μιλάνε για το θέατρο γενικά ή για μιαν
οποιαδήποτε άλλη παράσταση στο θέατρο, ή για το θέάτρο κάποιου ποδοσφαιριστού, για κάποια παράσταση διαμαρτυρίας, για την παράσταση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και για πράγματα άσχετα με τις παραστάσεις και τα θέατρα,
έπαιρνε το λόγο και ξεκινώντας με τη φράση "εγώ έχω πάει στο θέατρο" ξιφουλκούσε εναντίον
όλων βγάζοντάς τους λάθος, τι ξέρανε
σάμπως κι αυτοί; αυτός, μόνον αυτός, είχε
εμπειρία από πρώτο χέρι, είχε δει με τα
ίδια του μάτια, είχε εντυπωσιαστεί και
σχηματίσει εντύπωση και ήταν αποφασισμένος
να κάνει εντύπωση με ένα (και μοναδικό,
ποιοτικά και ποσοτικά μιλώντας) μοντέλο
σκέψης καλύτερο και από τη Λιντα
Εβαγκελίστα. Και επειδή είχε πρήξει των
πάντων αγίων και μη τους όρχεις, τούς
είχε κάνει κύμβαλα για να παίζουνε
διάφοροι χεβιμεταλάδες, χαρντκουράδες, φρίκουλες,
ρασταφάριανς και λοιποί ζογκλέρ, που
κάνουν κόλπα με μπαλάκια βγάζοντας
φλόγες από το στόμα, τον πλησίασε μια
μέρα κάποιος ξαφνικά, ζορισμένος από
το οίδημα στους όρχεις και του είπε “ε,
μα σκάσε επιτέλους, εξαιτίας σου και
του οιδήματος που μου προκαλείς κοντεύω
να χάσω τη δουλειά μου”. Η δουλειά του
κάποιου αυτού ήταν αυτό που στην πιάτσα
και στη Γηραιά την Αλβιόνα και στην
αγγλική τη γλώσσα το λένε “book
stalker”, στην Ελλάδα δεν
είναι ίσως δόκιμος ο όρος “βιβλιοπαραμονευτής”
ή “βιβλιοκαταδιώκτης” ή “βιβλιοψύχ”
ή “βιβλιοπαρακολουθητής” αλλά αυτό
έκανε ο συγκεκριμένος: παρακολουθούσε
βιβλία, προσοχή παρακαλώ, εντάξει και
ανάπαυση, η οποία είναι προτιμότερη από
την ημιανάπαυση, σε αντίθεση με την
ημιμάθεια που είναι προτιμότερη από
την αμάθεια (κι επ' αυτού μην ακούτε τους
ημιμαθείς που λένε περί του αντιθέτου),
απόδειξη δηλαδή ότι το ίδιο μοντέλο
σκέψης δεν προσαρμόζεται παντού, εν
πάση και εν σούτι (γκολ!) περιπτώσει, δεν
πα' να 'ναι κι η Λίντα Εβανγκελίστα ή η
Σούλα από την Ευαγγελίστρα, έλεγα λοιπόν
πως προσοχή ούτος, δηλαδή αυτός και όχι
ο άλλος, ο βιβλιοπαραμονευτής, ο μπουκ
ο στόκερ, καμία σχέση με τον Μπραμ,
συγγραφέα του Δράκουλος, ουτε και με
τις μελιτζάνες τις Μπρ(ι)αμ, ούτος -λέγε
επιτέλους!- ο βιβλιοκαταδιώκτης
παρακολουθούσε μόνο τα βιβλία, την
πορεία τους, όλες τις εκδόσεις, τι
βγαίνει, τι δεν βγαίνει, πόσο τιμάται
και γιατί, τι γράφει η κάθε κριτική,
έντυπη και διαδικτυακή, διάβαζε και του
βιβλίου την περίληψη αλλά μέχρις εκεί,
δεν διάβαζε ποτέ του τις σελίδες, αρχή,
μέση και τέλος, δεν ήξερε ποτέ του την
ουσία, τα πώς και τα γιατί, τι κατέβαζε
η γκλάβα του συγγραφέα, ήξερε όμως καλά
όλες τις κυκλοφορίες και όλες τις
πληροφορίες, σαν “βιβλιοασφαλίτης”,
που είναι ελάχιστα πιο αξιοσέβαστο
επάγγελμα από το σχεδόν χειρότερο του
κόσμου, αυτό του βιβλιοασφαλιστή, διότι
υπάρχει κι ο απόλυτος πάτος, το επάγγελμα
του βιβλιοβασανιστή, που για όλα αυτά
θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά που θα μ'
έχει πιάσει ανάλογη βλακεία.
ΥΓ. Είμαι φίλος της φίλης του Μπεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου