Βρισκόταν
στο υπόγειο με τα σχοινιά από τοίχο σε
τοίχο, κάποια σχηματίζαν κρεμάλες και
κάποια άλλα σκάλες. Το σκέφτηκε απ' εδώ,
το σκέφτηκε απ' εκεί, οι σκάλες του
φάνηκαν ασφαλέστερη επιλογή. Βγήκε έξω
στο φως. Ενα σαμιαμίδι μπροστά του. Εκανε
να το αποφύγει, αλλά του έκλεινε το
δρόμο. Τι να κανει κι αυτός, ας του πω
μια ιστορία, σκέφτηκε. «Λένε πως τα βιβλία
μυρίζουν ωραία, εμένα όμως μου μυρίζουν
σκατά. Η μυρωδιά των λέξεων είν' αυτή.
Γιατί οι λέξεις είναι σαν τα σκατά, και
σαν την αφόδευση η γραφή. Τι είν' η αφόδευση; Ακου τι ρωτάει ρε, το χαζοσαμιαμίδι. Το χέσιμο ντε, βρε κουτέ. Αλλοι είναι
δυσκοίλιοι, ζορίζονται να τις βγάλουν
από μέσα τους, άλλοι έχουν διάρροια, χέζουν λέξεις ακατάσχετα. Κι
όσοι γράφουν χρησιμοποιώντας ουσίες,
θες καπνό, θες αλκοόλ, θες ναρκωτικά,
θες φαγητό, αυτό το βγάζουν στις λέξεις
και στα κόπρανά τους κι επηρεάζεται
αναλόγως η παραγωγή, άλλες φορές παίρνεις
κάτι, σε χαλάει, στουμπώνεις, δεν
βγάζεις λέξεις και σκατά ούτε με Αντώνη Σαμαρά,
άλλες φορές πάλι, τρέχουν σαν Μπολτ οι λέξεις,
δεν τις προλαβαίνες, τις παίρνεις μαζί στο βεσέ κάθιδρος και τις χέζεις. Δεν
είναι άλλωστε τυχαίο -πιστεύεις στην τύχη, φίλε σαμιαμίδι;- ότι λέξεις
και σκατά καταλήγουν στο χαρτί» – και κάπου εκεί το σαμιαμίδι, μην αντέχοντας τόση βλακεία,
τον άφησε σύξυλο να λέει, κατέβηκε τις
σχοινένιες σκάλες κι έψαξε να βρει τις
κρεμάλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου