Η επίθεση
ξεκίνησε ξημερώματα, με τα υπερηχητικά,
υποηχητικά, γενικότερα σκατοηχητικά
χτυπήματα του ξυπνητηριού, είχαν
προηγηθεί, ως αρμόζει στον ταξικοπολεμικό κώδικα
μισοτιμής, προειδοποιητικά όνειρα –
εφιάλτες και νυχτερινά αέρια προερχόμενα
από λουκάνικα με μουστάρδα, τα οποία
αέρια προκάλεσαν άπνοιες, παράνοιες
και μακροπρόθεσμες γεροντικές άνοιες. Το μεγαλύτερο
πλήγμα, ωστόσο, που κατακρήμνισε το ηθικό του πολιορκημένου, υπήρξε η προβοκάτσια,
σίγουρα από τον εσωτερικό εχθρό, από
διπλούς πράκτορες-κατασκόπους-σαμποτέρ,
που βουλώσαν με δηλητηριώδη άλατα την καφετιέρα κι έτσι δεν μπόρεσε να πιει τον καφέ του, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, κι έτσι, με δίχως καφέ, βγήκε, με
δίχως ομπρέλα, στην όξινη βροχή, με την
οποία τον ψέκαζαν αόρατοι εχθρικοί
ανάλγητοι θεοί, πλημμυρισμένοι οι δρόμοι
κι αυτός με δίχως κατάρτια, με δίχως
πανιά, δίχως κατοχή και πείνα χωρίς
ρετσίνα, μόνο με εχθρικά περιστέρια-στούκας
που αμολήσαν απάνω του τις σκατοσακούλες
τους καθώς περνούσε ακάλυπτος από την
πλατεία, κι όλα τα φανάρια των δρόμων
ήταν κόκκινα αλλά ακόμη και στα μπουρδέλα
του είπαν να σταθεί να περιμένει απ'
έξω, κι όταν βαρέθηκε κι άνοιξε την
πόρτα, ήταν παγίδα, τον βρήκε κατακούτελα
μια λάμπα που του άλλαξε τα φώτα και
μέχρι να συνέλθει να ξαναβρεί το φως
του, είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως ο
εχθρός του, που του επιτέθηκε φραστικά
μα απολύτως αποτελεσματικά, μια όταν τον είπε «ρε φιλόλογε» κι ακόμη μια όταν τον
είπε «καλλιτέχνη» - και για χαριστική
βολή, όταν ο ελεύθερος πολιορκημένος, σαν
γκολκίπερ μεσολογγίτης, επιχείρησε έξοδο ηρωική μα πολυέξοδη, ο εχθρός του φύλαγε το χειρότερο, ένα
μηχανουργείο, γεμάτο γρανάζια, ιμάντες,
βίδες, κατσαβίδια, κατσαρίδες, και στο
βάθος ένα κόκκινο κουμπί που δεν έγραφε
don't panic όπως σ' εκείνο το
βιβλίο αλλά «πάτα και γαμήσου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου