4 Δεκ 2014

Μάλλον


Ενα από τα πράγματα που μ' ενοχλούν και μου προκαλούν αμηχανία και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τη νύχτα, ακόμη κι όταν έχω χώσει τη μύτη μου μέσα στα βιβλία, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που έρχεται καταπάνω μου με συγκρατημένο μεν, έκδηλο δε ενθουσιασμό κι ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά, που πεταρίζουν χαρωπά, καθώς στις άκρες των χειλιών του λιμνάζει σάλιο ενώ απ' τη μύτη του τρέχει ποτάμι η μύξα κι απ' τους κροτάφους του δυο παραπόταμοι ιδρώτα, και μου σφίγγει το χέρι με τα δυο δικά του κουνώντας τα πάνω κάτω και ταυτόχρονα με έγνοια και συγκίνηση, με δυο βούρκους στις άκρες των ματιών του, ρωτάει να μάθει «τι γίνεται; καλά; όλα καλά;» τονίζοντας με νόημα το «όλα» και θαρρώ δεν θα ικανοποιηθεί άμα δεν του πω απνευστί απερισκεπτί «όλακαλαδοξατωθεω», θαρρείς και ξέρω για τι πράγμα μιλάω, θαρρείς και ξέρει για τι πράγμα ρωτάει, κι όταν εντέλει αφήνει το δικό μου ελεύθερο για να δεσμεύσει κάποιο άλλο, βρίσκω μες στο χέρι μου ένα κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, χειροπιαστή απόδειξη πως υπάρχει ο άνθρωπος αυτός με τις λίμνες σάλιου στις άκρες των χειλιών, τους βάλτους δακρύων στα μάτια, τους παραπόταμους ιδρώτα στους κροτάφους και τα ποτάμια μύξας στα ρουθούνια, κι ας μην ξέρω ποιος είναι, κι ας μην έχω βρει ακόμη ούτε μια πόρτα κλειστή με το μαγικό κλειδί μου ν' ανοίξω. Το χειρότερο είναι πως ο άνθρωπος αυτός μάλλον μού μοιάζει.


Δεν υπάρχουν σχόλια: