Μια φορά κι έναν καιρό ένας τύπος ήθελε αλλά δεν είχε λεφτά. Ένεκα η κρίση, η στενότης, ο ανάδρομος Ερμής, το κακό το κάρμα κι η αδυναμία του να προσκολληθεί σε κάποιου βουλευτή το άρμα, να γίνει υποτακτικός, ανοιχτοπόρτης, χαρτοφυλακοβαστάζος, μπουγιοχειροκροτητής, πουτσοτιναχτής και φερμουαρανοιχτοκλείστης, άλλη λύση δεν βρήκε απ' το να ανοίξει ένα παράθυρο στην τύχη και να το ρίξει -ποιο; το παράθυρο;- στα κρατικά παίγνια, μπας και του κάτσει. Άμα τη λήψη της αποφάσεως ετούτης, τελέστη η κηδεία ενός πολίτη, η δικιά του, αλλά δεν την πήρε πρέφα, καθότι δεν διάβασε την σχετικιάν αναγγελίαν στην εφημερίδα, στα “Κοινωνικά: Γαμοι-Κηδείες-Μνημόσυνα”, αλλά μόνον τα τελευταία νέα της Χατσετεπέ, της Τρινίτα Οΐτα, της Ενκεπίνγκ και της Οντ Γκρένλαντ στο ειδικό ένθετο. Επειδή ωστόσο και πάλι λεφτά δεν του περίσσευαν, στον τζόγο να τα ρίξει, έκανε υπολογισμούς, προσθαφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς σε ενα πακέτο από τσιγάρα απάνω, και το πήρε απόφαση: Την βλαβερήν συνήθειαν έκοψε μαχαίριν και τα περίπου εκατό ευρώ μηνιαίως που του περισσεύσαν τα έριξε στον τζόγο. Απ' τον έναν εθισμό οδηγήθηκε στον άλλο.
2 σχόλια:
Το μεθαυριανό ντέρμπυ τι το παίζεις; Εγώ το παίζω Άσσο Σκέτο!
Εγώ Σκυλακο το παίζω Χ.
(Χ, όπως όταν διαγράφουμε κάτι...)
Δημοσίευση σχολίου