Στο προηγούμενο: Ενας παράλογος πόλεμος μαίνεται μεταξύ των καλών και των κακών. Ο καλός στρατηγός Πανως, ακριβώς τη στιγμή που η πλάστιγγα της αναμέτρησης γέρνει προς την πλευρά των κακών, χάνει τις αισθήσεις του και πέφτει σε sleeping mode. Ευτυχώς κάνει reset και.... τώρα η συνέχεια και το συνταραχτικό φινάλε:
“Δεν μπόρεσα να χειριστώ την αρκούδα χωρίς το χρυσό γαϊδουράκι. Κάποιος να πάει να δέσει το γάιδαρό μου και να τον χτενίσει!” ούρλιαξα οσμιζόμενος τον αδέκαρο λακέ που μάταια προσπαθούσε να μου καθαρίσει τον λεκέ. “Δεν είσαι γκαρσόν, κι εγώ δεν λεκιάστηκα”, τον αποπήρα, “είσαι στρατιώτης και ως τέτοιος θα πεθάνεις!” “Στρατηγέ, δεν με αρέσει ο τόνος σας ούτε και ο θρόνος σας, κι άμα θέτε να ξέρετε στο χωριό μου δεκάρα δεν έδιναν για την εγκυρότητα του λεβιέ...”
Ετούτος ο πόλεμος με είχε κουράσει. Έκλεισα τον υπολογιστή, έβαλα το μπουφάν μου, καληνύχτισα τους συναδέλφους, κι ανέβηκα ως παράσιτο στη φώκια μονάχους μονάχους, προστατευόμενο είδος, που με πέρασε μέσα απ' τις γραμμές των εχθρών, που σεβασμό μέριασαν για να διαβώ. Με άφησε ανοιχτά της θαλάσσιας περιοχής της οδού Μοναστηρίου. “Είσαι ρίψασπις, είσαι δειλός, είσαι κάθαρμα, βρομάνε τα πόδια σου, βρομάνε και τα χνώτα σου”, μου είπε εν είδει αποχαιρετισμού. “Είχαμε πόλεμο μωρό μου”, της είπα, “είχαμε πόλεμο, Ελβις has left the building και τον γάιδαρο δεν τον χτένισε κανείς”.
Ξάφνου την προσοχή μου τράβηξαν απανωτά χτυπήματα στο τζάμι και φωνές που ίσα που ακούγονταν. Στο πολυκατάστημα δύο ζωντανά μοντέλα βιτρίνας, που τα είχανε αφήσει να γεράσουν εκεί πέρα, μου κάνανε απεγνωσμένα νοήματα. “Είμαστε κλειδωμένοι εδώ μέσα”, μου είπε η γριά, “και θέλουμε να βγούμε, μόνο εσύ μπορείς όμορφε νεαρέ με το μπλουζάκι των Σόνικ Γιουθ να μας σώσεις...” “Τα πάντα όλα για πάρτη σου μωρό μου”, της είπα, “πες μου μόνο πώς”. “Να, δίπλα”, και έδειξε προς το στριπτιζάδικο της γωνίας, “είναι ο τύπος που έχει το κλειδί”.
Ξεροκατάπια. Δεν είχα ποτέ μου μπει σε κωλόμπαρο, σε μπουρδέλο ή σε στριπτιζάδικο. Την πόρτα έφραζε ένα παπί καβάλα σε έναν άνδρα της ομάδας Δέλτα. Κουακ! μου έκανε και μου έφραξε τη δίοδο, μου έφραξε και τις αρτηρίες, κι όλο το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι και έμεινε εκεί. Δεν μπόρεσα άλλο να συγκρατήσω την οργή μου, το ταξικό μου μίσος, κι έγινα γάιδαρος με μεγάλα αυτιά και με όπλα τις οπλές έκανα το στριπιζάδικο θερινό σινεμά για ηλικιωμένα ζευγαράκια.
Εβγαλα το ηλικωμένο ζευγάρι έξω απ' τη γυάλινη φυλακή του, έβαλα να παίζει στο πανί ο “Ράμπο το πρώτο αίμα”, έβγαλα μπιρίτσες, τσιπουράκια και μεζέ, και για κυρίως πιάτο μια πάπια αλά Πεκίνο, που την είχε ετοιμάσει με φρόντίδα ο μερακλής ηλικωμένος τηλεοπτικός μπαρουτοκαπνισμένος τηλεοπτικός αστήρ που επιτέλους είχε κουραστεί να πηδά στα όρθια την νεαρή γκρούπι. Γύρω μοσχοβολούσε τ' αρωμα της γαζίας, κι ο αγώνας του Λουκιανού Κηλαηδόνη είχε δικαιωθεί.
“Μμμμ, ελευθερία”, είπε ο γέρος, πήρε μια βαθιά ανάσα και πνίγηκε. “Μόνο που βρομάει κάπως ετούτη η ελευθερία”, συνέχισε όταν βρήκε την αναπνοή του. “Ναι, ξέρετε, μου το είπε κι η φώκια πως βρομάνε τα πόδια μου, ας μην το κάνουμε θέμα τώρα” απολογήθηκα.
- Και τώρα τι κάνουμε; αναρωτήθηκε η γριά.
- Τώρα επιτέλους, θα μου δώσεις διαζύγιο, είπε αποφασιστικά ο γέρος.
- Δεν στο δίνω, δεν στο δίνω, πείσμωσε αυτή. Μαζί και στο θάνατο μαζί και στη ζωή.
- Εεεεε, ξέρετε, ανάποδα δεν έπρεπε να το πείτε αυτό το τελευταίο;
- Αχ, ναι πουλάκι μου, δίκιο έχεις, και γυρνώντας στο γέρο λέει: ήωζ ητς ιακ ίζαμ οτάναθ οτς ιακ ίζαμ.
- Μα δεν εννοούσα αυτό κυρία μου, πήγα να τη διορθώσω...
- Μη με διακόπτεις, δείξε λίγο σέβας βρε γαϊδούρι!
Πήρε το γέρο αγκαζέ και με άφησαν αχτένιστο, καταδικασμένο στην αιωνιότητα γουαναμπί χρυσό γαϊδουράκι.
Ετούτος ο πόλεμος με είχε κουράσει. Έκλεισα τον υπολογιστή, έβαλα το μπουφάν μου, καληνύχτισα τους συναδέλφους, κι ανέβηκα ως παράσιτο στη φώκια μονάχους μονάχους, προστατευόμενο είδος, που με πέρασε μέσα απ' τις γραμμές των εχθρών, που σεβασμό μέριασαν για να διαβώ. Με άφησε ανοιχτά της θαλάσσιας περιοχής της οδού Μοναστηρίου. “Είσαι ρίψασπις, είσαι δειλός, είσαι κάθαρμα, βρομάνε τα πόδια σου, βρομάνε και τα χνώτα σου”, μου είπε εν είδει αποχαιρετισμού. “Είχαμε πόλεμο μωρό μου”, της είπα, “είχαμε πόλεμο, Ελβις has left the building και τον γάιδαρο δεν τον χτένισε κανείς”.
Ξάφνου την προσοχή μου τράβηξαν απανωτά χτυπήματα στο τζάμι και φωνές που ίσα που ακούγονταν. Στο πολυκατάστημα δύο ζωντανά μοντέλα βιτρίνας, που τα είχανε αφήσει να γεράσουν εκεί πέρα, μου κάνανε απεγνωσμένα νοήματα. “Είμαστε κλειδωμένοι εδώ μέσα”, μου είπε η γριά, “και θέλουμε να βγούμε, μόνο εσύ μπορείς όμορφε νεαρέ με το μπλουζάκι των Σόνικ Γιουθ να μας σώσεις...” “Τα πάντα όλα για πάρτη σου μωρό μου”, της είπα, “πες μου μόνο πώς”. “Να, δίπλα”, και έδειξε προς το στριπτιζάδικο της γωνίας, “είναι ο τύπος που έχει το κλειδί”.
Ξεροκατάπια. Δεν είχα ποτέ μου μπει σε κωλόμπαρο, σε μπουρδέλο ή σε στριπτιζάδικο. Την πόρτα έφραζε ένα παπί καβάλα σε έναν άνδρα της ομάδας Δέλτα. Κουακ! μου έκανε και μου έφραξε τη δίοδο, μου έφραξε και τις αρτηρίες, κι όλο το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι και έμεινε εκεί. Δεν μπόρεσα άλλο να συγκρατήσω την οργή μου, το ταξικό μου μίσος, κι έγινα γάιδαρος με μεγάλα αυτιά και με όπλα τις οπλές έκανα το στριπιζάδικο θερινό σινεμά για ηλικιωμένα ζευγαράκια.
Εβγαλα το ηλικωμένο ζευγάρι έξω απ' τη γυάλινη φυλακή του, έβαλα να παίζει στο πανί ο “Ράμπο το πρώτο αίμα”, έβγαλα μπιρίτσες, τσιπουράκια και μεζέ, και για κυρίως πιάτο μια πάπια αλά Πεκίνο, που την είχε ετοιμάσει με φρόντίδα ο μερακλής ηλικωμένος τηλεοπτικός μπαρουτοκαπνισμένος τηλεοπτικός αστήρ που επιτέλους είχε κουραστεί να πηδά στα όρθια την νεαρή γκρούπι. Γύρω μοσχοβολούσε τ' αρωμα της γαζίας, κι ο αγώνας του Λουκιανού Κηλαηδόνη είχε δικαιωθεί.
“Μμμμ, ελευθερία”, είπε ο γέρος, πήρε μια βαθιά ανάσα και πνίγηκε. “Μόνο που βρομάει κάπως ετούτη η ελευθερία”, συνέχισε όταν βρήκε την αναπνοή του. “Ναι, ξέρετε, μου το είπε κι η φώκια πως βρομάνε τα πόδια μου, ας μην το κάνουμε θέμα τώρα” απολογήθηκα.
- Και τώρα τι κάνουμε; αναρωτήθηκε η γριά.
- Τώρα επιτέλους, θα μου δώσεις διαζύγιο, είπε αποφασιστικά ο γέρος.
- Δεν στο δίνω, δεν στο δίνω, πείσμωσε αυτή. Μαζί και στο θάνατο μαζί και στη ζωή.
- Εεεεε, ξέρετε, ανάποδα δεν έπρεπε να το πείτε αυτό το τελευταίο;
- Αχ, ναι πουλάκι μου, δίκιο έχεις, και γυρνώντας στο γέρο λέει: ήωζ ητς ιακ ίζαμ οτάναθ οτς ιακ ίζαμ.
- Μα δεν εννοούσα αυτό κυρία μου, πήγα να τη διορθώσω...
- Μη με διακόπτεις, δείξε λίγο σέβας βρε γαϊδούρι!
Πήρε το γέρο αγκαζέ και με άφησαν αχτένιστο, καταδικασμένο στην αιωνιότητα γουαναμπί χρυσό γαϊδουράκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου