9 Απρ 2009

Κάποιος να με χτενίσει (παρτουάν)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας γέρος καθισμένος σε ένα ξενοδοχείο στη Βιέννη, που ήθελε να πάρει διαζύγιο απ' τη γυναίκα του, μόνο που αυτή είχε προλάβει να πεθάνει κι αυτός δεν της το συγχώρεσε ποτέ, που πήγε και πέθανε πριν τη χωρίσει, κι όλο έβγαζε τη βέρα απ' το δάχτυλό του και την πετούσε απ' το παράθυρο, όμως το κωλόπραμα σαν μπούμπεραγκ γύριζε ξανά στο δάχτυλό του. Εχουμε πόλεμο μωρό μου, μουρμούριζε, έχουμε πόλεμο, και δώστου απ' την αρχή, να βγάζει τη βέρα, να την πετά απ' το παραθύρι κι αυτή να επιστρέφει στο δάχτυλό του.
Οντως έξω μαινόταν ένας πόλεμος. Ημουν κι εγώ εκεί, κι ο Ελβις Πρίσλεη στα τελευταία του, ντυμένος με τη στολή του Λας Βέγκας, το ένα χάπι πίσω απ' το άλλο, ιδρωμένος κι ασθμαίνοντας, εκτελούσε στα έξι μέτρα αιχμαλώτους πολέμου, παλιές του επιτυχίες, και το αιμοδιψές πλήθος στις κερκίδες παραληρούσε, επευφημούσε, κι άλλο κι άλλο όλο ζητούσε. Κι όμως ο έρωτας άνθιζε ανάμεσα στις ριπές των πολυβόλων. Γνωστός έλλην γευσιγνώστης, τηλεοπτικός αστήρ, σε ώριμη ηλικία, πηδούσε στα όρθια νεαρή γκρούπι του βασιλιά, κι ο ποιητής Οβίδιος, εξορισμένος τόσα χρόνια σε γη του Πόντου, σύμφωνα με το συλλογικό υποσυνείδητο χιλιάδων τριτοδεσμιτών, είχε πάψει να γράφει καταγγελίες προς το Συνήγορο του Καταναλωτή και έγραφε σενάριο για τους αδερφούς Κοέν.
- Οβίδιε, το χτενίζεις το γαϊδούρι; τον ρώτησα.
- Δεν χτενίζω γαϊδούρια αδερφέ, για τι με πέρασες; Για κάναν ανώμαλο;
- Χτένισε ένα, Οβίδιε, να δεις το χρυσό γαϊδουράκι.
- Γιατί να απορρίψεις τέτοια συγκίνηση; μονολόγησε αυτός κι έφαγε μιαν οβίδα στο δόξα πατρί.
Ψύχραιμος μέσα στο θανατικό, επήρα την οβίδα του Οβιδίου, μα τω Δία ήτο αηδία, και φύτεψα το σπόρο. Πλέον το νερό κυλούσε στο αυλάκι, η κόκκινη επιθυμία ταίριαζε με το κόντρα πλακέ, το γαϊδούρι επρόκειτο να χτενιστεί και το χρυσό γαϊδουράκι να γεννηθεί.
Εμείς ήμασταν εμείς και πολεμούσαμε με τους άλλους. Εμείς ήμασταν οι καλοί και οι άλλοι ήταν οι κακοί. Εμείς είχαμε όπλα παλιές κασέτες ήχου και βίντεο με βγαλμένες τις ταινίες που αντανακλούσαν μια λάμψη taser. Αυτοί είχαν σκυλιά που φιλούσαν τ' αφεντικά τους, μεταφέροντας από στρατιώτη σε στρατιώτη βλήματα-κομμάτια χοιρινού που τις βάζαν στα κανόνια και βγαίνανε απ' την κάνη εκρηκτικά δολοφονικά λουκάνικα. Οποιος έτρωγε ένα απ' αυτά, αμολούσε θανατηφόρα αέρια και αμέσως έδινε το σύνθημα: “Κλάσατε πυρ!”
Στις δικές μας γραμμές επικρατούσε πανικός και η ερεθιστική, σχεδόν γκαβλωτική αίσθηση της ήττας. “Στρατηγέ Πάνω, στρατηγέ Πάνω”, φώναξε η ορντινάντσα μου, ένας τύπος σκέτη αφασία και με γεύση μεταλλική, “ξέχασα τ' αλάτι, ξέχασα να βάλω αλάτι στις πληγές σας”. Ακούγοντας τα λόγια αυτά, τίναξα τη χρηματιστηριακή επένδυση και πέσανε ψίχουλα για τα γκόλντεν μπόηζ και τα γκόλντεν γκερλζ μου, παράτησα τη λειτουργία μου και έπεσα σε sleeping mode...
(συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια: