Εάν μετά από χρόνια, δεν είσαι χασομέρης αλλά χρονοθήρας, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι ίσως να κλέψεις από τον ύπνο σου. Σήκω πρωί, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις νωρίς-νωρίς, για να αποφύγεις την κίνηση. Μετά, βάλε στα ακουστικά τους Νάσιοναλ και κατέβα ευθεία κάτω από το Ιπποκράτειο την Φλέμιγκ. Αναριγείς και δεν ξέρεις αν φταίει η κωλοϋγρασία ή το Fake Empire. Μια άλλη λεωφόρος (γκουντ)Μπάι Πας κόβει την κάθοδό σου. Νέα Παραλία, με κατεύθυνση δυτικά. Το βήμα τώρα πια αναγκαστικά πέρα από σταθερό είναι και γρήγορο, σχεδόν βιαστικό. Μοσχάρι ενάμισι κιλό, πιπεριές, ντομάτες, φέτα, μπανάνες. Μπροστά από το πάρκο των Σκύλων θυμάσαι τα φεστιβάλ του Ράδιο Ουτοπία. Ποδηλάτες πολλοί. Διαβάτες πολλοί. Και πολύς κόσμος που τρέχει, για γυμναστική εννοώ, όχι επειδή δεν φτάνει. Μια καλοκαμωμένη δεσποινίς με κολάν κάνει ασκήσεις asana -ή όπως αλλιώς τις ονομάζει η Ελένη Πετρουλάκη- με την πλάτη γυρισμένη στην πόλη. Αντιστέκεσαι σε δύο πειρασμούς: να την πλησιάσεις χωρίς να το καταλάβει και να την πετάξεις στο νερό ή να τη βγάλεις μια φωτογραφία έτσι όπως είναι σκυφτή. Πατάς σκιπ στα τραγούδια των Στέρεο Νόβα -συναισθηματισμοί πρωινιάτικα; Προσπερνάς τον Βουκεφάλα που έχει για καβαλάρη ένα αρχίδι, και φτάνεις στον Λευκό Πύργο. Δύο καγκούρια κάνουνε καμάκι σε τέσσερις κοπελίτσες. Ευχάριστο, γίνονται ακόμη αυτά;
22 Νοε 2007
Γιατί αποφάσισα πως είμαι εθνικιστής
Έστω ότι πριν από κάποια χρόνια ήσουν χασομέρης και κάτι όμορφα χειμωνιάτικά πρωινά δεν είχες τι να κάνεις και ξεκινούσες τη βόλτα σου από το Κεφαλομάντουκο. Περνώντας μέσα από το Μαντούκι, έβγαινες στο Λιμάνι, όπου, πέρα από ένα κάρο εσπρεσάδικα και καταστήματα ειδών αλιείας, δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο, εκτός ίσως από τις φοιτήτριες που διέμεναν στο ξενοδοχείο-εστία Iόνιον. Υποχρεωτικό: βηματισμός όχι γρήγορος αλλά σταθερός. Σταδιακά, στρίβοντας από την κάτω γωνία του Νέου Φρουρίου, η εικόνα ομόρφαινε. Το Παλιό Λιμάνι. Εάν κουραζόσουν, πράγμα απαράδεκτο για έναν νέο άνθρωπο, ή αν ήσουν απελπιστικά χασομέρης, καθόσουν να πιεις μια πρωινή μπίρα στο Ποσειδώνιο με θέα τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τον Βίδο. Ακολούθως, προτιμούσες να απορρίψεις την προοπτική να φτάσεις στο Λιστόν μέσα από τα στενά της Μητρόπολης, γιατί έτσι θα έχανες την ομορφιά των Μουράγιων. Περνώντας μπροστά από το Μέγαρο Καποδίστρια, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, έκαμνες θέλοντας και μη το σταυρό σου, να μην σου πέσει κάνας σοβάς στο κεφάλι και αφού αναρωτιόσουν για πολλοστή φορά αν είναι Μασόνοι οι τύποι στην Αναγνωστική Εταιρεία λίγο παραπέρα, περνούσες κάτω από την καμάρα που χώριζε το ΤΑΒ από το Μουσείο Ανατολικής Τέχνης. Εάν ήθελες άλλη μία μπίρα, μπορούσες να καθίσεις στο Αρτ καφέ, στον Ζήσιμο, στον Ερνέστο, ή στον Κοχλία αν η ψυχούλα σου γούσταρε και λίγη πασαρέλα μαζί με την μπίρα σου. Μέσα από τη Σπιανάδα για να φτάσεις στον τελικό σου προορισμό: τη λεωφόρο (γκουντ)Μπάι Πας, ή ευρύτερα γνωστή ως λεωφόρο του κόλπου της Γαρίτσας. Συνταξιούχοι καρδιοπαθείς ροβολούσαν ολημερίς πάνω κάτω, πάνω κάτω. Μαζί τους κι εσύ. Μια στάση στα σκαλάκια μπροστά στο Κορφού Παλάς, γιατί όλο και κάποιον γνωστό θα έβρισκες να αράζει εκεί, και ακόμη μία στην κολώνα του Ντούγκλα, για να πεις στους τελειωμένους που την πέφτανε εκεί πέρα με βλέμμα απλανές να μην είναι τόσο κάρφωμα. Εάν δεν βαριόσουν πολύ, αντί να σταματήσεις στον Ανεμόμυλο, προχωρούσες μέχρι το Μον Ρεπό, στη μικρή, έρημη συνήθως παραλία, για μια βουτιά στα καταπράσινα, λόγω των δέντρων που αντανακλούσαν από πάνω, νερά. Και δεν ήταν ούτε μεσημέρι ακόμη. Ολος ο κόσμος δικός σου ήταν.
Παραπέρα όλο και χειρότερα. Καλά ήταν ως εδώ. Βάζεις μπρος για τον χασάπη (πόσα κιλά μοσχάρι είπαμε;) και αποφασίζεις να γράψεις μια διθυραμβική δισκοκριτική για τους National και τον δίσκο τους Boxer, που μήνες τώρα δεν μπορείς να σταματήσεις να ακούς, η οποία τελειώνει ακριβώς εδώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Αν πατρίδα μας είναι τα παιδικά (άιντε και μετεφηβικά) μας χρόνια, ναι κι εγώ σωβινιστής είμαι.
Α-πα-πά, σκύλος περιεκτικός και του δε πόιντ! Οσα είπα με χίλιες, το είπες με δεκάξι λέξεις και μία παρένθεση.
Γυρνάω σπίτι μετά τη δουλειά, είμαι γενικώς κομμάτια. Κάνω όλα εκείνα που χρειαζεται κανείς να συνέλθει μετά από ένα 8ωρα με την δεσποινίς Σκλαβιά ετών 39, και κάθομαι να ενημερωθώ σαν σωστός πολίτης για τα τεκταινόμενα. Ανάμεσα στα πρώτα μέρη που πάω είναι το blog σας.
Και εκεί που χαζεύω τον Μισέλ-θέλω-GPS-να-πάω-από-Κολωνάκι-Παγκράτι-Λιάπη,
διαβάζω τουτη την ανάρτηση σου.
Πάσχω από μία ψυχική ασθένεια που το ICD ακόμα δεν έχει καταχωρίσει. Όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα και μέσα εκεί περιγράφεται ένα τοπίο ασυνείδητα μου έρχονται στο μυαλό εικόνες από μέρη που έχω πάει. Συνδυάζω μία περιγραφή σε ότι πιο κοντινό έχω. Οι αναγνώσεις μου γίνονται κατά μία έννοια χωροχρονικές αναφορές και ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική.
Διαβάζοντας λοιπόν τη μουσικοκριτική σου (σιχαίνομαι τους κριτικούς, είναι απίστευτα κομπλεξικοί) άρχισαν να σκάνε μία μία εικόνες σαν κινηματογράφος του '18. Τότε από το '95-'97. Δύο όμορφα χρόνια της ζωής μου.
Τώρα καμιά 10ετία μετά στέκομαι και κοιτάω. Μία πόλη που την είχα γυρίσει από άκρη σε άκρη με τα πόδια. Που δεν ξέρω ούτε το όνομα ενός δρόμου (ακόμα και τώρα) από αυτή την πόλη γιατί απλούστατα ήξερα όλους τους δρόμους της. Χειμώνα καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι στην πλατεία με μπύρες-μπύρες-μπύρες. Στα σκαλάκια. Μία γύρα στην πάνω πλατεία (στο Λιστόν δεν πατάγαμε εννοείται). Και ξανά στα σκαλάκια. Όλοι μαζευόμασταν εκεί, από Κνίτες και χεβυμεταλλάδες μέχρι ημι-καταστασιακούς σαν την πάρτη μου και χασικλήδες. Το χειμώνα κάπως πιο μαζεμένα. Σπίτια δεν πολυπαίζανε, οπότε πέρναμε τους δρόμους, λίγο σε ένα παρακμιακό καφενείο, το Εμερυ, λίγο σε κάνα πιο κυριλέ. Και πιο αργά να πηγαίνει η ώρα μία και δυο το βράδυ να μην υπάρχει ψυχή στην πόλη και εμείς εκεί να γυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες, με κάνα κονιάκ 3αρι ρεφενέ από όλους μας να ζεσταθούμε λίγο. Καταλήγαμε στα πλαστικά τραπεζοκαθίσματα του Κατσιμπέλη (που δεν υπάρχει πια) στο Σαρόκο.
Τότε άκουγα και διάβαζα αυτά που ακούω και διαβάζω και τώρα. Χαίρομαι για τις ειδικότητες μου. Χειμώνας, έχει βρέξει για 7-8 μέρες, και έχει πιάσει ο μαιστρός όπου μετά τη βροχή έπαιρνε την υγρασία και την έτριβε με γυαλόχαρτο στα κόκκαλα σου. Και έχω χωθεί στο Καμπιέλο, είμαι μόνος μου, το πλακόστρωτο, αυτό το πανέμορφο πλακόστρωτο που οι ΞΕΦΤΙΛΙΣΜΕΝΟΙ κερκυραίοι ξήλωσαν από όλη σχεδόν την παλιά πόλη, γυάλιζε από το νερό, απόλυτη ησυχία, μόνο τα βήματα μου, κάποια ομιλία από κάποιο σπίτι, κάνας άνθρωπος που βιαζόταν να πάει η να γυρίσει σπίτι του. Μεθυσμένος, δεν θέλω να γυρίσω σπίτι μου γιατί θα ξενερώσω. Στα αυτιά μου γυρνάει ο Paul Roland με το Alice's House και στο μυαλό μου τραγουδάει ο Thomas de Quincey με τις terrae incognitae που ανακάλυψε στο Λονδίνο πριν 200 χρόνια ψάχνοντας να βρει την φίλη του, μια μικρή πόρνη που του έσωσε τη ζωή. Δεν ξέρω αν εκείνο το βράδυ τον συνάντησα σε κάνα στενό στο Καμπιέλο.
Κάποια χρόνια αργότερα διάβασα στον Μπάρροουζ για εκείνο το μακρινό αστέρι που το λένε πατρίδα. Η μόνη. Αυτή εδώ δεν είναι δικιά μας.
Σας ευχαριστώ μάγκες και καλό βράδυ.
Πάνω στείλε ένα μελι στο valexak (η πάπια πλατσουράει στα νερά) gmail (μας φάγαν τα com) (aλλά όχι τα σωστά).
Σου έχω αφιερωσούλα...
ξυπνήσατε ωραίες αναμνήσεις παλιόπαιδα απ' το αγαπημένο νησί
Δημοσίευση σχολίου