Ο Νικολάκης Διάσελος, ιδιωτικός ερευνητής της blogοσφαιρας, από τότε που κατάλαβε ότι τα βιβλία θα τον καταστρέψουν, δεν ήταν πλέον-και προς στιγμήν- σηκωτόφτερος. Τα λασπωμένα του μπατζάκια και οι γδαρμένοι του αγκώνες σηματοδοτούσαν τα παράσημα μιας άνισης μάχης, ενός μικρού, καθημερινού αγώνα που ξεκίναγε μ’ ένα καμπανάκι και το σήμα > στραμμένο καταπάνω στο ταλαιπωρημένο του κορμί. Άραγε να υπήρχε κάποιο ειδικό βλέμμα στην αποθησαύριση της σωματικής γλώσσας που να σήμαινε δυσφορία μαζί και πόνο; Επιχείρησε να σηκωθεί, εξοβελίζοντας απ’ το μυαλό του μια απορία δίχως νόημα. Σήκωσε το κεφάλι του διασταυρώνοντας τα μάτια του με πέντε σιαμαίες ξεδιάντροπες αδιακρισίες, απ’ αυτές που συχνάζουν στην κουτσομπολίστικη ανία των περαστικών που αντικρίζουν ξαφνικά την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια λασπωμένη λακκούβα. Πήγε να πει κάτι, διασώζοντας την καταρρακωμένη του αξιοπρέπεια, αλλά το μετάνιωσε. Εξάλλου, το πλήθος που φοβόταν ήταν μέρος του δικού του εσωτερικού πλήθους. «Κωλόπαιδα, θα σας τσακίσω αν σας πετύχω ξανά μπροστά μου!». Και μ’ αυτήν την μαγγανεία που εκτόξευσε προς το σημείο εξαφάνισης των δύο κρανοφόρων που τον χτύπησαν, ανέκτησε-ή έτσι νόμισε-τη χαμένη του, ανδρική τιμή.
-Τι ονειρεύεστε τις νύχτες;
-Ονειρεύομαι τα όνειρά μου, όπως όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι.
-Θέλετε να γίνετε τα όνειρά σας;
-Όχι, γιατί είναι μόνο όνειρα.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ τον κοίταξε μ’ ένα στιγμιαίο, βλοσυρό ύφος. Ο Νικολάκης Διάσελος ένιωσε ένοχος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο. Μήπως προσπαθούσε, άθελά του, να τον εξαπατήσει; Μήπως αντιστέκονταν με κάποιον τρόπο σ’ όλη αυτήν την θριαμβευτική παρέλαση μιας στιλβωμένης λογικής; Μήπως τελικά τα άρβυλα της παράνοιας ήταν πολύ στενά;
-Εντάξει, κάτι θέλω να γίνω κι εγώ…
-Νεαρέ μου, πραγματικά συμπεριφέρεστε σαν έφηβος!
Δεν ήξερε με τί έπρεπε να πειραχθεί περισσότερο, με το «νεαρέ μου» ή το «έφηβος»; Γι’ αυτό και συγκεντρώθηκε στο λογύδριο που εκτυλισσόταν μπροστά του, νιώθοντας ότι είναι αναγκασμένος να παρακολουθήσει τη διάλεξη ενός υπερήλικα καθηγητή Παπυρολογίας ξενυχτισμένος απ’ ένα κτηνωδέστατο μεθύσι.
-Το πρόβλημα σας είναι ότι σε περιόδους μεγάλης έντασης αρνείστε ν’ ανακτήσετε τον έλεγχο του εαυτού σας με αποτέλεσμα να εμφανίζετε τα κλασσικά συμπτώματα σύγχυσης: φόβος, άγχος, εφιάλτες, ηττοπάθεια. Κι επειδή, αν κατάλαβα σωστά, είστε κι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, ζείτε το απόσταγμα των ιδεών και των ποιητικών σας εξάρσεων μέσω μιας ανεστραμμένης πραγματικότητας, πιστεύοντας π.χ. ότι ο Αρτύρ Κραβάν σας επισκέπτεται όταν κοιμάστε και σας μεταφέρει το κους κους των πεθαμένων.
Πάντοτε ένιωθε μια εγγενή απέχθεια για όλα εκείνα τα πνευματώδη και πολύξερα ραμολιμέντα που, επειδή έχουν ακόμα στύση, νομίζουν ότι ανακάλυψαν και το ελιξίριο της νεότητας.
-Συγχυσμένος είστε εσείς κι όλο σας το συνάφι!
-Ορίστε;
Τώρα έπρεπε να πει κάτι. Τώρα έπρεπε να πει κάτι.
-Δεν ξέρω τι λέτε γιατρέ, αλλά αυτός που είναι πραγματικά συγχυσμένος είστε εσείς. Ζήσατε πολύ, γίνατε διάσημος, πεθάνατε, αναληφθήκατε στους ουρανούς, κι αντί να επιδίδεστε σε ήσυχους περιπάτους στα Ηλύσια Πεδία, ή όπως στο διάολο τα ονομάζετε, παίρνετε άδεια απ’ τον Καλό Θεούλη κι επιστρέφετε ανάμεσα στους θνητούς. Γιατί το κάνατε αυτό γιατρέ; Βαρεθήκατε μια ανούσια και στατική αιωνιότητα; Νοσταλγήσατε τη φήμη σας; Έχετε ανεκπλήρωτα πάθη που δεν προλάβατε να ζήσετε; Προσπαθείτε να διορθώσετε τις ψυχαναλυτικές μπαρούφες που εγκαθιδρύσατε ως επιστημονικά θέσφατα;
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ δεν φάνηκε ν’ απορεί με την εξέλιξη της συνεδρίας. Στύλωσε το βλέμμα του στο παράθυρο ενώ συγκέντρωνε τις σκέψεις του μέσα σ’ ένα τετράγωνο, γεωμετρικό σχήμα.Υπήρχαν την ίδια στιγμή δύο ανθρώποι μέσα στην ίδια σιωπή, κατειλημμένοι απ’ το άφατο σύμπαν μιας καθομολογούμενης νοσταλγίας. Η βροχή είχε σταματήσει. Ήταν αργά πλέον για καινούργια ψέματα.
-Τι έχω πάθει γιατρέ;, ρώτησε τον λυγμό του ο Διάσελος.
-Ηρεμήστε. Είναι πολύ φυσιολογική η αντίδρασή σας. Με την σωστή καθοδήγηση και την συνεργασία σας, όλα θα πάνε καλά. Να είστε σίγουρος για αυτό. Εξάλλου, δεν αποτελείτε κάτι το ασυνήθιστο. Κι άλλοι σύντροφοί σας, εργάτες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, μετά από κάποια ηλικία, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε μια σκληρή πραγματικότητα. Ακόμα κι εγώ, πολλές φορές, αναζητάω στα τυφλά, έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια…
-Έτσι ακριβώς νιώθω. Τώρα με καταλαβαίνετε γιατρέ…
-Πείτε μου, σας αρέσει η βροχή;
Ο Νικολάκης Διάσελος πονούσε ακόμα το κεφάλι του όταν επιχείρησε να σηκωθεί απ’ τον βούρκο, τον σταλμένο από μια συνηθισμένη και ανταποδοτική εταιρεία αμαρτημάτων. Ναι, του άρεσε πολύ η βροχή. Όταν ήταν μικρός, η βροχή τον αγκάλιαζε με μια μεμβράνη ζεστασιάς. Ήταν το υποκατάστατο του μητρικού χαδιού που δεν θα χόρταινε ποτέ, μπολιασμένος απ’ τα πρώιμα και νεφελώδη κοινωνικά στερεότυπα. Ήταν η προσωποποίηση του παρήγορου, ο γλυκός ήχος που έπαλε την ανήσυχη φαντασία του. Δύο δυνατές γροθιές. Από πίσω. Στο ψαχνό με βάρεσαν οι μπάσταρδοι. Δύο γροθιές. Δύο σταγόνες ακόμα. Στο νερό δεν γίνεται να προσφέρεις την σάρκα σου, γιατί μόνο στο νερό μπορείς να εξομολογηθείς τα όνειρά σου. Κι απ’ το ίδιο νερό, μεταμορφωμένα κι αποκαθηρμένα, θα αναβλύσουν οι αυριανές λέξεις, αυτές που θα στερεώσεις στην σφεντόνα σου σημαδεύοντας το πορφυρό δειλινό. Να πάρεις ένα κομμάτι. Ή έστω ένα αδιάβροχο.
Οι νυχτερινοί θυρωροί σκούπιζαν τα υπολείμματα των πρωινών φαντασμάτων. Κάποιος βρήκε ένα ασημένιο περιδέραιο και με βιαστικές κινήσεις το έκρυψε στην ξηλωμένη τσέπη του σακακιού του. Δώρο στην γυναίκα του, ίσως, αφού το καθάριζε πρώτα λίγο με κρέμα από νερό και σόδα μαγειρικής. Νυχτερινά ενδιαιτήματα. Για σκουπίδια και εραστές με ανοιχτές πουκαμίσες που στέκονται, αιωνόβιοι βράχοι, αντίκρυ στον θάνατο, ρίχνοντας τα ταρώ της μοναξιάς και περιμένοντας χρησμό απ’ το ψαρό μουστάκι μιας μπαμπόγριας μάγισσας. Τα τραμ περισυνέλλεγαν τους επιζήσαντες των αστικών πολέμων. Τα πράγματα κυλάνε υπνωτισμένα προς το άπειρο. Όπου να’ ναι θ’ ανάψουν και τα πλήκτρα των στύλων. Όπου να’ ναι όλα θα επιστρέψουν, κατεψυγμένα απ’ την ίδια, πάντοτε, ανάμνηση.
-Αν πλησιάσεις ξανά τον γιατρό, θα σε σκοτώσουμε!
Οι πρώτες συστάσεις μιας νεόκοπης γνωριμίας. Οι δεύτερες έγιναν αφ’ υψηλού, μιας και ο Νικολάκης Διάσελος σωριάστηκε ουρλιάζοντας μέσα στις λάσπες.
Έχωσε το δεξί χέρι-αυτό που δεν πονούσε- μέσα στην τσέπη του πουκάμισού του. Ψηλάφησε την μοντέρνα και απαλή πλαστικοποίηση μιας κάρτας που του είχε δώσει ο Ειδικός Νίντζα. Την έβγαλε έξω, την τοποθέτησε πάνω στο νοητό έδρανο του προσώπου του και διάβασε, δήθεν αδιάφορος, μιας και πλέον είχε καταλάβει:
Ιωάννης Καρούζος, Ψυχολόγος-Ψυχίατρος.
Όταν γύρισε στο σπίτι, έπεσε εξαντλημένος στον καναπέ μέσα στον ίδιο χρόνο που κατανάλωσε και ο σκύλος του, απροσδιορίστου ράτσας, για να κουλουριαστεί στα πόδια του. Ο Ειδικός Νίντζα δεν είχε γυρίσει ακόμα και για όσο διάρκεσε η κατάποση του πρώτου ποτηριού, ένιωθε απελπιστικά μόνος. Μετά το τρίτο ποτήρι συνήλθε κάπως. Χάιδεψε το κεφάλι του εκεί ακριβώς που τον πονούσε κι επέτρεψε να του ξεφύγει ένας δύσθυμος αναστεναγμός. Εξάλλου δεν θα τον άκουγε κανείς. Έπειτα, μιας και ήταν η σειρά του σκύλου για χάδια και φροντίδα, άπλωσε την παλάμη του προς το ευτυχισμένο ζώο. Την ώρα που επιτελούσε το χρέος του ως αφεντικό, κάτι σπάραξε μέσα του σκεπτόμενος ότι ο σκύλος του θα πεθάνει δίχως να έχει διαβάσει ποτέ του Προυστ.
Κι αυτό είναι πέρα για πέρα άδικο.
Την ίδια ώρα, κάπου αλλού, ένας γέρος θυρωρός χάριζε στην σύζυγό του το πρώτο δώρο μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Και για όσο χάζευε ειδήσεις απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κρασί, κάποιος, μέσα σε μια παλιά κάμερα, μπροστά απ’ έναν σκουριασμένο καθρέφτη, φορώντας στον λαιμό του ένα ασημένιο περιδέραιο, μεταμορφώνονταν σε γυναίκα, κι έπειτα σε βροχή, κι έπειτα σε θάλασσα, ποθώντας ν’ αναλάβει το μοίρασμα του κόσμου, πασχίζοντας να ξαναζήσει.
-Τι ονειρεύεστε τις νύχτες;
-Ονειρεύομαι τα όνειρά μου, όπως όλοι οι συνηθισμένοι άνθρωποι.
-Θέλετε να γίνετε τα όνειρά σας;
-Όχι, γιατί είναι μόνο όνειρα.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ τον κοίταξε μ’ ένα στιγμιαίο, βλοσυρό ύφος. Ο Νικολάκης Διάσελος ένιωσε ένοχος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο. Μήπως προσπαθούσε, άθελά του, να τον εξαπατήσει; Μήπως αντιστέκονταν με κάποιον τρόπο σ’ όλη αυτήν την θριαμβευτική παρέλαση μιας στιλβωμένης λογικής; Μήπως τελικά τα άρβυλα της παράνοιας ήταν πολύ στενά;
-Εντάξει, κάτι θέλω να γίνω κι εγώ…
-Νεαρέ μου, πραγματικά συμπεριφέρεστε σαν έφηβος!
Δεν ήξερε με τί έπρεπε να πειραχθεί περισσότερο, με το «νεαρέ μου» ή το «έφηβος»; Γι’ αυτό και συγκεντρώθηκε στο λογύδριο που εκτυλισσόταν μπροστά του, νιώθοντας ότι είναι αναγκασμένος να παρακολουθήσει τη διάλεξη ενός υπερήλικα καθηγητή Παπυρολογίας ξενυχτισμένος απ’ ένα κτηνωδέστατο μεθύσι.
-Το πρόβλημα σας είναι ότι σε περιόδους μεγάλης έντασης αρνείστε ν’ ανακτήσετε τον έλεγχο του εαυτού σας με αποτέλεσμα να εμφανίζετε τα κλασσικά συμπτώματα σύγχυσης: φόβος, άγχος, εφιάλτες, ηττοπάθεια. Κι επειδή, αν κατάλαβα σωστά, είστε κι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, ζείτε το απόσταγμα των ιδεών και των ποιητικών σας εξάρσεων μέσω μιας ανεστραμμένης πραγματικότητας, πιστεύοντας π.χ. ότι ο Αρτύρ Κραβάν σας επισκέπτεται όταν κοιμάστε και σας μεταφέρει το κους κους των πεθαμένων.
Πάντοτε ένιωθε μια εγγενή απέχθεια για όλα εκείνα τα πνευματώδη και πολύξερα ραμολιμέντα που, επειδή έχουν ακόμα στύση, νομίζουν ότι ανακάλυψαν και το ελιξίριο της νεότητας.
-Συγχυσμένος είστε εσείς κι όλο σας το συνάφι!
-Ορίστε;
Τώρα έπρεπε να πει κάτι. Τώρα έπρεπε να πει κάτι.
-Δεν ξέρω τι λέτε γιατρέ, αλλά αυτός που είναι πραγματικά συγχυσμένος είστε εσείς. Ζήσατε πολύ, γίνατε διάσημος, πεθάνατε, αναληφθήκατε στους ουρανούς, κι αντί να επιδίδεστε σε ήσυχους περιπάτους στα Ηλύσια Πεδία, ή όπως στο διάολο τα ονομάζετε, παίρνετε άδεια απ’ τον Καλό Θεούλη κι επιστρέφετε ανάμεσα στους θνητούς. Γιατί το κάνατε αυτό γιατρέ; Βαρεθήκατε μια ανούσια και στατική αιωνιότητα; Νοσταλγήσατε τη φήμη σας; Έχετε ανεκπλήρωτα πάθη που δεν προλάβατε να ζήσετε; Προσπαθείτε να διορθώσετε τις ψυχαναλυτικές μπαρούφες που εγκαθιδρύσατε ως επιστημονικά θέσφατα;
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ δεν φάνηκε ν’ απορεί με την εξέλιξη της συνεδρίας. Στύλωσε το βλέμμα του στο παράθυρο ενώ συγκέντρωνε τις σκέψεις του μέσα σ’ ένα τετράγωνο, γεωμετρικό σχήμα.Υπήρχαν την ίδια στιγμή δύο ανθρώποι μέσα στην ίδια σιωπή, κατειλημμένοι απ’ το άφατο σύμπαν μιας καθομολογούμενης νοσταλγίας. Η βροχή είχε σταματήσει. Ήταν αργά πλέον για καινούργια ψέματα.
-Τι έχω πάθει γιατρέ;, ρώτησε τον λυγμό του ο Διάσελος.
-Ηρεμήστε. Είναι πολύ φυσιολογική η αντίδρασή σας. Με την σωστή καθοδήγηση και την συνεργασία σας, όλα θα πάνε καλά. Να είστε σίγουρος για αυτό. Εξάλλου, δεν αποτελείτε κάτι το ασυνήθιστο. Κι άλλοι σύντροφοί σας, εργάτες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, μετά από κάποια ηλικία, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε μια σκληρή πραγματικότητα. Ακόμα κι εγώ, πολλές φορές, αναζητάω στα τυφλά, έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια…
-Έτσι ακριβώς νιώθω. Τώρα με καταλαβαίνετε γιατρέ…
-Πείτε μου, σας αρέσει η βροχή;
Ο Νικολάκης Διάσελος πονούσε ακόμα το κεφάλι του όταν επιχείρησε να σηκωθεί απ’ τον βούρκο, τον σταλμένο από μια συνηθισμένη και ανταποδοτική εταιρεία αμαρτημάτων. Ναι, του άρεσε πολύ η βροχή. Όταν ήταν μικρός, η βροχή τον αγκάλιαζε με μια μεμβράνη ζεστασιάς. Ήταν το υποκατάστατο του μητρικού χαδιού που δεν θα χόρταινε ποτέ, μπολιασμένος απ’ τα πρώιμα και νεφελώδη κοινωνικά στερεότυπα. Ήταν η προσωποποίηση του παρήγορου, ο γλυκός ήχος που έπαλε την ανήσυχη φαντασία του. Δύο δυνατές γροθιές. Από πίσω. Στο ψαχνό με βάρεσαν οι μπάσταρδοι. Δύο γροθιές. Δύο σταγόνες ακόμα. Στο νερό δεν γίνεται να προσφέρεις την σάρκα σου, γιατί μόνο στο νερό μπορείς να εξομολογηθείς τα όνειρά σου. Κι απ’ το ίδιο νερό, μεταμορφωμένα κι αποκαθηρμένα, θα αναβλύσουν οι αυριανές λέξεις, αυτές που θα στερεώσεις στην σφεντόνα σου σημαδεύοντας το πορφυρό δειλινό. Να πάρεις ένα κομμάτι. Ή έστω ένα αδιάβροχο.
Οι νυχτερινοί θυρωροί σκούπιζαν τα υπολείμματα των πρωινών φαντασμάτων. Κάποιος βρήκε ένα ασημένιο περιδέραιο και με βιαστικές κινήσεις το έκρυψε στην ξηλωμένη τσέπη του σακακιού του. Δώρο στην γυναίκα του, ίσως, αφού το καθάριζε πρώτα λίγο με κρέμα από νερό και σόδα μαγειρικής. Νυχτερινά ενδιαιτήματα. Για σκουπίδια και εραστές με ανοιχτές πουκαμίσες που στέκονται, αιωνόβιοι βράχοι, αντίκρυ στον θάνατο, ρίχνοντας τα ταρώ της μοναξιάς και περιμένοντας χρησμό απ’ το ψαρό μουστάκι μιας μπαμπόγριας μάγισσας. Τα τραμ περισυνέλλεγαν τους επιζήσαντες των αστικών πολέμων. Τα πράγματα κυλάνε υπνωτισμένα προς το άπειρο. Όπου να’ ναι θ’ ανάψουν και τα πλήκτρα των στύλων. Όπου να’ ναι όλα θα επιστρέψουν, κατεψυγμένα απ’ την ίδια, πάντοτε, ανάμνηση.
-Αν πλησιάσεις ξανά τον γιατρό, θα σε σκοτώσουμε!
Οι πρώτες συστάσεις μιας νεόκοπης γνωριμίας. Οι δεύτερες έγιναν αφ’ υψηλού, μιας και ο Νικολάκης Διάσελος σωριάστηκε ουρλιάζοντας μέσα στις λάσπες.
Έχωσε το δεξί χέρι-αυτό που δεν πονούσε- μέσα στην τσέπη του πουκάμισού του. Ψηλάφησε την μοντέρνα και απαλή πλαστικοποίηση μιας κάρτας που του είχε δώσει ο Ειδικός Νίντζα. Την έβγαλε έξω, την τοποθέτησε πάνω στο νοητό έδρανο του προσώπου του και διάβασε, δήθεν αδιάφορος, μιας και πλέον είχε καταλάβει:
Ιωάννης Καρούζος, Ψυχολόγος-Ψυχίατρος.
Όταν γύρισε στο σπίτι, έπεσε εξαντλημένος στον καναπέ μέσα στον ίδιο χρόνο που κατανάλωσε και ο σκύλος του, απροσδιορίστου ράτσας, για να κουλουριαστεί στα πόδια του. Ο Ειδικός Νίντζα δεν είχε γυρίσει ακόμα και για όσο διάρκεσε η κατάποση του πρώτου ποτηριού, ένιωθε απελπιστικά μόνος. Μετά το τρίτο ποτήρι συνήλθε κάπως. Χάιδεψε το κεφάλι του εκεί ακριβώς που τον πονούσε κι επέτρεψε να του ξεφύγει ένας δύσθυμος αναστεναγμός. Εξάλλου δεν θα τον άκουγε κανείς. Έπειτα, μιας και ήταν η σειρά του σκύλου για χάδια και φροντίδα, άπλωσε την παλάμη του προς το ευτυχισμένο ζώο. Την ώρα που επιτελούσε το χρέος του ως αφεντικό, κάτι σπάραξε μέσα του σκεπτόμενος ότι ο σκύλος του θα πεθάνει δίχως να έχει διαβάσει ποτέ του Προυστ.
Κι αυτό είναι πέρα για πέρα άδικο.
Την ίδια ώρα, κάπου αλλού, ένας γέρος θυρωρός χάριζε στην σύζυγό του το πρώτο δώρο μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Και για όσο χάζευε ειδήσεις απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κρασί, κάποιος, μέσα σε μια παλιά κάμερα, μπροστά απ’ έναν σκουριασμένο καθρέφτη, φορώντας στον λαιμό του ένα ασημένιο περιδέραιο, μεταμορφώνονταν σε γυναίκα, κι έπειτα σε βροχή, κι έπειτα σε θάλασσα, ποθώντας ν’ αναλάβει το μοίρασμα του κόσμου, πασχίζοντας να ξαναζήσει.
5 σχόλια:
Τρισάθλιε, τωρα το ξαναδιάβασα τρίτη φορά.
Μετά τις επεξηγήσεις σου, όλα είναι ξεκάθαρα. Αλλά αυτό με τον Καρούζο, όπως σου είπα, με είχε μπερδέψει. Πού να ξέρω εγώ, ο δόλιος, ότι ο ποιητής λέγεται Νίκος και όχι Γιάννης;
Είσαι κωλοπαίδι, γιατί εκμεταλλεύσαι την αγνοια ημών, των ημιμαθών.
Εμπρός για τον τρίτο γύρο που δεν θα είναι ο τελικός, αλλά ελπίζουμε να είναι επαναστατικός!
Σου έχω κάποιον καλύτερο από τον Καρούζο.
Δηλαδής απριόρι θεωρούμε οτι ο Καρούζος είναι/ήταν (συμπαθάτε με δεν ξέρω πού βρίσκεται ό άνθρωπος, μπαρδόν, ο ποιητής, ήθελα να πω) καλός;
Εγώ μόνο το Καρούζο, τον τενόρο(;) νομιζω πως ήξερα.
παράλληλε, αμα ψάχνεις Έλληνα καλύτερο πρέπει να ψάξεις πολύ βαθιά. πάνε, θα έρθει και ο τρίτος γύρος. και ο τέταρτος και βλέπουμε...
Keep walkin'!
Δημοσίευση σχολίου