Κάποιες φορές το εύρος των μουσικών επιλογών με εκνευρίζει. Πάντα, δεν μπα να είσαι ο Πετρίδης, όσους δίσκους και αν αποκτήσεις, η μουσική που δεν έχεις ακούσει, που δεν γνωρίζεις, θα είναι πολύ περισσότερη.
Ετσι την έπαθα και σήμερα. Αραχτός και αδειούχος, αποφάσισα να ακούσω κάποιους δίσκους που απέκτησα τον τελευταίο καιρό και δεν τους έχω δώσει τη δέουσα προσοχή. Αυτούς τους Shins, για παράδειγμα. Βάζω το cd, κάτι ακουστικές κιθάρες, τσιριχτές φωνούλες, παλαμάκια, δεν είναι άσχημο, αλλά γαμώτο δεν θέλω να τον ακούσω τώρα αυτό το δίσκο. Την ίδια τύχη έχουν και οι Decemberists, το live των Archive, το καινούργιο των Locomondo, οι Band of Horses, ο Davendra Banhart, οι Μ83, αστοδιάλο, τι να ακούσει ένας άνθρωπος στις 12 το μεσημέρι;
Σκαλίζω τα βινύλια… Boney M; Μπα… Tom Petty, Bob Dylan, Julian Cope; Ούτε! Όμως η λύση και η σωτηρία είναι εκεί: Λευκό, λιτό εξώφυλλο, με μια βιβλική απεικόνιση. Joy Division, Closer, δρχ. 2.100. Καθότι σπασίκλας και ψυχάκιας, είχα σημειώσει και την ημερομηνία αγοράς: 12/07/94.
Εφηβος. Τραγική ηλικία. Και σαν χαζό εφηβάκι θεωρούσα ότι η σωτηρία και το ασφαλέστερο καταφύγιο είναι η μουσική. Και ειδικά για τους Joy Division συνήθιζα να το λέω, και με πολύ στόμφο μάλιστα: «η μουσική τους μου έσωσε τη ζωή» (κάπου θα είχα διαβάσει τη συνέντευξη, από αυτές που καταβρόχθιζα τότε, κάποιου τελειωμένου ροκ σταρ και το υιοθέτησα ως παπαγαλάκι).
Αρχίδια μύδια, λέω σήμερα. Οντως η μουσική απευθύνεται στο θυμικό, στο συγκινησιακό επίπεδο. Οι άνθρωποι ακούγοντας τα αγαπημένα τους τραγούδια γελάνε, κλαίνε, ερωτεύονται, ονειρεύονται… Διαβάζουν τους στίχους, ψάχνουν τα νοήματα, νομίζουν πως γράφτηκαν αποκλειστικά για αυτούς. Αρχίδια μύδια και πάλι, λέω σήμερα.
Θυμάμαι τη μία και μοναδική φορά που βρέθηκα σε πραγματικό στούντιο ηχογραφήσεων. Κοιτούσα τον ηχολήπτη σαν θεό. Παρατηρούσα έκθαμβος τη διαδικασία της ηχογράφησης, τον τρόπο με τον οποίο το ένα όργανο τοποθετούταν πάνω στο άλλο, πρώτα τα τύμπανα, το μπάσο, οι ρυθμικές κιθάρες, λίγες ρυθμικές κιθάρες ακόμη, τα σόλο, οι φωνές… Κάθε λάθος χτύπημα στα ντραμς, κάθε λάθος νότα, μπορούσαν να διορθωθούν. Αυτό δεν ήταν μουσική, ήταν σκέτη κοπτοραπτική. Ο θεός, ο ηχολήπτης δηλαδή, αφού είχε όλα τα μέρη προηχογραφημένα, έπεσε με τα μούτρα στα μαγικά του κουμπάκια. Επί μία ώρα άκουγε αποκλειστικά την μπότα των ντραμς. Κάθε φορά που πάταγε ένα κουμπάκι, ακούγαμε την ίδια μπότα, στο ίδιο τέμπο, αλλά διαφορετική. Εκανε το ίδιο για όλα τα όργανα ξεχωριστά. Μετά όλα μαζί: πιο κάτω το μπάσο, μετά πιο πάνω, άκουγα πράγματα που δεν πίστευα ότι τα είχα παίξει εγώ.
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η μουσική έπαψε να είναι κάτι μαγικό. Μόνο που αντί να με απομακρύνει, να με ξεχαζέψει λίγο, μπας και ενδιαφερθώ για το Χρηματιστήριο, την καριέρα μου ή τις γκομενοδουλειές, ρίχτηκα ακόμη πιο βαθιά στη μουσική αποκλειστικά σαν ακροατής. Αν ήταν επάγγελμα, θα είχα βγάλει πολλά λεφτά -κι εγώ και όλοι όσοι επιδίδονται με μανία σε αυτήν την ευγενή αλλά χρονοβόρα ενασχόληση.
Δεν με ενδιέφερε πλέον να νιώσω οτιδήποτε ακούγοντας μουσική. Και να το ήθελα, δεν μπορούσα. Το μόνο που επιζητούσα ήταν να αποδομήσω κάθε τραγούδι. Ένα μουσικό έργο είναι ένα κτίριο, κάθε οργανοπαίχτης ένας κτίστης, ο ηχολήπτης είναι ο εργοδηγός, ο συνθέτης ο αρχιτέκτονας, οι κιθάρες, τα μπάσα και τα ντραμς είναι τα μπετά, το σίδερο, το τούβλο, το ατσάλι και οι στίχοι απλώς η διακόσμηση των εσωτερικών χώρων…
Θεωρώ ότι για παράδειγμα ο προαναφερόμενος δίσκος, το Closer των Joy Division, έχει αδικηθεί κατάφορα από «κτιριακής» απόψεως. Η ίδια η μυθολογία που ο δίσκος και οι συνθήκες υπό τις οποίες κυκλοφόρησε δημιούργησαν καθώς και η εμμονή του κοινού με τους στίχους έχουν υποσκελίσει την καθαρά μουσική του αξία. Το Closer δεν είναι ο δίσκος ενός καταθλιπτικού τύπου που αυτοκτόνησε. Είναι αποτέλεσμα της συλλογικής δουλειάς τεσσάρων ιδιαίτερα ικανών μουσικών εργατών και ενός μουσικού παραγωγού-εργοδηγού, του Μάρτιν Χάνετ. Όλα τα μέρη που συναποτελούν ένα τραγούδι είναι άρτια τοποθετημένο. Τα κενά, οι εντάσεις, οι σιωπές, οι γωνίες και οι καμπύλες… Ακούγοντας τον κανείς προσεκτικά διαπιστώνει ότι εξίσου μεγάλη σημασία με το χτύπημα στα ντραμς έχει και το κενό ανάμεσα στα χτυπήματα. Τα υποχθόνια τριξίματα, διάσπαρτα παντού κάτω από τις μελωδίες, αποτελούν το οπλισμένο σκυρόδεμα που σοφά τοποθέτησε ο Χάνετ, προκειμένου να αναδειχθεί αυτό το μεγαλειώδες έργο.
Το συγκεκριμένο άλμπουμ σε κάποιους ακροατές προκαλεί μελαγχολία, μαυρίλα, τους νταουνιάζει. Για αυτό και είναι ένα από τα ευαγγέλια των εσκεμμένα και αυτάρεσκα καταθλιπτικών τύπων. Άλλος μπορεί να ισχυριστεί ότι για να το ακούσει πρέπει να είναι λίγο «κάπως». Αρχίδια μύδια, θα ξαναπώ. Τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα, σαν το Closer, υπάρχουν για να είναι άμεσα προσεγγίσιμα και χαρίζουν στον ακροατή ισχυρές δόσεις ομορφιάς. Όλα τα υπόλοιπα είναι καταναλωτική μυθολογία.
ΥΓ. Διόλου τυχαία, ο μπασίστας των Joy Division Πίτερ Χουκ κυκλοφόρησε χρόνια αργότερα υπό το όνομα Monaco τον πολύ εύστοχα τιτλοφορημένο δίσκο music for pleasure.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου