Kαθόμουνα, κοιτούσα τα σκυλιά, γαβγιζαν τους Δίες που περνούσαν, τους ειδικούς φρουρούς που αγοράζαν παγωτά, μπισκότα, κοκακόλες, γκούντιζ, περιοδικά και κάρτες κινητών, κουτσόπινα την μπίρα μου αργά-αργά να μην τελειώσει, όσο την έπινα αργά αυτή ζεσταινόταν και γινόταν κάτουρο, είπαμε, πέντε έξι διαστροφές τις έχουμε, αλλά την ουρολαγνεία όχι, χάζευα το φίλο παύλα συνάδελφο να ξεφυσά καπνό, του βγαινε μάλιστα κι απ' τα αυτιά, τα ψιλολέγαμε, τι τα λέγαμε δηλαδή, μόνον αυτός έλεγε, εγώ παγωμένος απ' τις εξελίξεις δεν έβγαζα μιλιά, κάποια στιγμή το κατάλαβε, έκανε παύση, σαν να 'νιωσε άσχημα που δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, είπε να αλλάξει θέμα, τo Σάββατο, μου λέει, τέσσερις, πέντε το πρωί, τώρα τελευταία δεν μπορώ να κοιμηθώ εύκολα, η ζεστη βλεπεις, κάθομαι και διαβάζω μέχρι το ξημέρωμα κάτι παλαιστίνιους συγγραφείς, ακούω το φρενάρισμα, τη σύγκρουση, παγώνω, βγαίνω στο μπαλκόνι, ενας τύπος ξάπλα στο οδόστρωμα, χτυπημένος, καλέσαν οι περαστικοί το 166, ήρθε τ' ασθενοφόρο, βγήκαν από μέσα κάτι τύποι που φορούσαν άσπρα, τον βάλανε σε μια μαύρη σακούλα, τον χώσαν στ' ασθενοφόρο και τον πήραν.
3 σχόλια:
Ωραίο, ευχάριστο καλοκαίρι.
Τώρα που έχουμε και τη Δημοκρατική Αριστερά έχει γίνει ακόμη καλύτερο!
τέλειο postάκι!!
Δημοσίευση σχολίου