Είχαμε κανονίσει με τον Μήτσο, τον κάγκουρα συνάδελφο από τη δουλειά, με τις μυτερές μπότες και τα φτηνά, ευωδιάζοντα καβαλίνες, πούρα, αυτόν ντε που ψηλοζώνεται, να πάμε για κυνήγι. Ειχαμε τα όπλα γεμάτα και κρυμμένα καλά στο πορτμπαγκάζ, είχαμε φορτώσει πίσω και τα σκυλιά, που δεν σταματούσαν, όλη την ώρα, γαπ και γαπ, μας είχαν πάρει τα αυτιά. Από τα προάστια και τα γύρω χωριά, άραβες και νέγροι, βεδουίνοι με σπαθιά, είχαν βγει να μας ξεπροβοδίσουν, ήταν και η μπάντα του Δήμου εκεί, να παίζει το «Καλή επιτυχία, καλή επιτυχία» σε στίχους μουσική Θάνου Καλλίρη, ερμηνεία απ’ την Χορωδία Οριλάδων του Βουνού και του Λόγγου. Ακόμη δεν είχε ξημερώσει και τα μαλλιά μου κολλούσαν στο σβέρκο απ’ τον ιδρώτα. Ο ιδρώτας ήτανε κρύος κι εγώ ήμουνα χάλια.
Μέσα στ’ αμάξι ο Μήτσος αγόρευε ασταμάτητα με τη βροντώδη φωνή του. Ο λόγος του Μήτσου, απόσταγμα σοφίας και γνώσης απ΄ το καλύτερο σχολείο της ζωής, τον δρόμο. Λάτρης των σπορ αυτοκινήτων, των ωραίων γυναικών και όλως περιέργως του περιοδικού WIRED, μ’ είχε παρασύρει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι χωρίς γυρισμό.
Και πού θα πάμε να κυνηγήσουμε ρε Μήτσο; τον ρώτησα κάποια στιγμή που είχε σταματήσει την αγόρευσή του για τη νέα επιχειρηματική τάση στην Αμερική: τις εργατικές πάνες, οι οποίες σημειώνανε τρελές πωλήσεις. Επρόκειτο για πάνες, οι οποίες συνήθως πωλούνταν στη χονδρική, και τις αγόραζαν μεγάλες εταιρείες, που απασχολούσαν πολλούς εργαζόμενους. Κάθε εργαζόμενος με την έλευσή του στο χώρο εργασίας του υποχρεούταν να αγοράσει σε τιμή λιανικής και να φορέσει επιτόπου την πάνα του. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορούσε να προφασιστεί την ανάγκη για κατούρημα σπαταλώντας πολύτιμο παραγωγικό χρόνο σερνάμενος με χαρακτηριστική καθυστέρηση προς και από την τουαλέτα, χώρια το χρόνο που συχνά σπαταλούσε εκεί μέσα είτε πίνοντας μπάφους είτε αυνανιζόμενος ενίοτε καιταδυόμενος.
Στην Αθήνα αγόρι μου, στην Αθήνα πάμε. Το καλύτερο θήραμα θα το βρούμε εκεί.
Και άρχισε να αγορεύει για τις χαρές του κυνηγιού και του ψαρέματος στο κέντρο της Αθήνας, μόνο που εγώ δεν τον άκουγα. Ενιωθα και ήμουνα χάλια στάζοντας παγωμένο ιδρώτα. Ο καπνός απ’ τα πούρα του θεριακλή Μήτσου είχε ακινητοποιηθεί μέσα στ’ αμάξι δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα που με κάλυψε σαν πέπλο ονείρου αγγελοκάμωτης κόρης που χορεύει γυμνή στο ρέμα που υπήρχε δίπλα στη γαλακτοβιομηχανία ΑΓΝΟ, στην Ανω Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης, εκεί περίπου που τώρα είναι η Μπουκαδούρα, όπου σταματήσαμε μια φορά, μια βδομάδα μετά την Καθαρά Δευτέρα, για φαγητό.
Και τα σκυλιά στο πίσω κάθισμα δεν λέγανε να σταματήσουν, γαπ γαπ.
Σε λίγο έπρεπε να σταματήσουμε για μπουγάτσα και βενζίνη. Δεν είχαμε όμως λεφτά. Λεφτά υπάρχουν, μου είπε ο Μήτσος, θα στείλουμε τα σκυλιά να βρουν. Σταματήσαμε στην πρώτη μεγάλη πολιτεία που βρήκαμε στο δρόμο μας και ξαμολήσαμε, γαπ γαπ, τα σκυλιά. Αυτά στάθηκαν έξω από ένα σπίτι. Με το καλάσνικοφ στο χέρι μπήκα μέσα. Γύρισα όλα τα δωμάτια, κανείς. Με την ησυχία μου, άρχισα να ψαχνω μεθοδικά κάθε γωνιά, να βρω τα λεφτά, είχα μαζί μου κι ένα απ’ τα σκυλιά, γαπ γαπ. Τζίφος, δεν υπήρχε σάλιο.
Και τώρα;
Και τώρα καλό μου φιλαράκι, γυρίζουμε πίσω στο χωριό, αποφάσισε ο Μήτσος.
Και το κυνήγι; απόρησα.
Αγόρι μου, είπε, αναστέναξε βαθιά και προσγείωσε ανώμαλα το βαρύ του χέρι στον ιδρωμένο μου ώμο,, τι να τον κάνεις τον κάπρο άμα δεν έχεις φράγκο;
Στο ταξίδι της επιστροφής ένιωθα χάλια κι ο Μήτσος δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Μόνον τα σκυλιά επέμεναν, γαπ γαπ. Γαπ γαπ.
ΓΑΠ.
3 σχόλια:
Μια απορία μόνο: Τι σου φταίνε τα ζωντανά και τα βάζεις να συντάσσονται με τον ΓΑΠ;
(Πέρα απ' την πλάκα, το ανάγνωσμα έσωσε πολλά από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα την ώρα που ψηφιοποιούσα ένα βίντεο με συνέντευξη του Πανίκα. Παλαιοί συμφοιτητές, γλείφτες, δολοφόνοι! Σας μερσώ, μεσιέ Πανώς.)
Χ. - την ανέφελη έχω καιρό να τη δω, πρέπει να την στρίμωξε κάπου ο θυμός μου.
Γεια σου Χριστίνα!
Εεεεε... όσο για τα ζώα... εεε... λογοπαίγνιο για τα πιστά κομματόσκυλα ήταν.
Δημοσίευση σχολίου